Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
16/12/2009

Παρέμβαση των βουλευτών Β.Μουλόπουλου και Μ.Κριτσωτάκη στην Επιτροπή Ενημέρωσης από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για την πορεία του διαλόγου επί της εξεταζόμενης μεταρρύθμισης του Ασφαλιστικού

To ζήτημα, κύριε Υπουργέ, είναι πολιτικό και εδώ κάνετε μια συζήτηση καθαρά τεχνική. Είναι θέμα ανακατανομής πλούτου, αν θέλουμε να μιλάμε για κοινωνική ασφάλιση. Διαφωνώ και με το χαρακτηρισμό που δίνετε στο ζήτημα ως εθνικό. Δεν είναι εθνικό, είναι καθαρά ταξικό. Οι έχοντες και κατέχοντες δεν ανησυχούν για τη σύνταξή τους.

Λόγοι που συνηγορούν να υπάρξουν τομές -και μάλιστα ριζοσπαστικές για την κοινωνική ασφάλιση-, να παταχθεί η εισφοροδιαφυγή και τα πάρτι των προμηθειών υπάρχουν πολλοί και σοβαροί, αλλά αυτός που χρησιμοποιεί το μέλλον των παιδιών μας (η “αλληλεγγύη των γενεών” όπως αποκαλείται) είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτός, γιατί εκτός από ψευδής είναι και εκβιαστικά ύπουλος: αν δεν το αποδέχεστε είστε παλιόγεροι, εγωιστές και άκαρδοι. Αυτός ο αλτρουισμός των «μεταρρυθμιστών» είναι μια προσβολή προς τη νοημοσύνη μας.

Όλοι τους κάνουν ηθελημένα λάθη στις πράξεις της απλής αριθμητικής: λένε ότι αν δεν αυξηθούν τα όρια ηλικίας οι νέοι εργαζόμενοι δεν θα πάρουν σύνταξη γιατί το σύστημα θα χρεοκοπήσει λόγω της σχέσης εργαζομένων- συνταξιούχων. Αυτό θα ήταν αληθές αν όσοι ήταν σε συνταξιοδοτική ηλικία συνέχιζαν να εργάζονται και παράλληλα οι νέοι έβρισκαν μόνιμη εργασία με ασφαλιστικές εισφορές.

Αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Η συντριπτική πλειονότητα των νέων θέσεων εργασίας είναι επισφαλείς ή μαύρες. Η πραγματικότητα είναι ότι, όσο περισσότερο ένας «γέρος» παραμένει στην εργασία, τόσο ένας «νέος» μένει εκτός. Έτσι για κάθε χρόνο σύνταξης που εξοικονομείται από έναν «γέρο» αφαιρείται ένας χρόνος χωρίς εισφορές από έναν «νέο», απομακρύνοντας την ημερομηνία συνταξιοδότησης του τελευταίου. Όσο περισσότερο δηλαδή δουλέψουν σήμερα οι «γέροι», τόσο λιγότερες συντάξεις θα έχουν αύριο οι «νέοι».

Το δεύτερο ψέμα είναι ότι οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που πληρώνουν τις συντάξεις όσων αποχωρούν. Η αλήθεια είναι ότι έχουν οι ίδιοι πληρώσει προκαταβολικά για τον εαυτό τους μέρα με τη μέρα, μήνα με τον μήνα, καταβάλλοντας εισφορές επί 25/30/40 χρόνια. Αυτά  λέει η απλή λογική. Και η απλή αριθμητική λέει ότι, αν οι νέοι υποχρεώνονται να εισέρχονται όλο και πιο αργά στην αγορά εργασίας και αν ο εργασιακός χρόνος πρέπει να επιμηκυνθεί, τότε η πράξη της αφαίρεσης +3-3=0 μας λέει ότι η «ευαισθησία» που επιδεικνύουν όσοι κόπτονται για τις συντάξεις των παιδιών μας οδηγεί να μην πάρουν ποτέ σύνταξη τα παιδιά μας (τα δικά τους τα έχουν εξασφαλίσει). Ας τελειώνουμε λοιπόν με τις μπούρδες περί ηλικιακής αλληλεγγύης. Ας μας πουν ευθαρσώς οι «ευαίσθητοι» ότι αυτό που θέλουν είναι η κατάργηση των συντάξεων με μόνη παραχώρηση από τους «πιο ευαίσθητους» μιας εθνικής σύνταξης στα όρια της φυσικής επιβίωσης. Eμείς από τις “τεχνικές” λύσεις που προτείνετε αυτό καταλαβαίνουμε.

Κύριε Υπουργέ, μπορεί αυτοί οι συλλογισμοί και οι υπολογισμοί να σας φαίνονται βλάσφημοι, γιʼ αυτό και συνεχίζω να βλασφημώ ακόμη λίγο. Από τη δεκαετία του ʼ80 κάθε συζήτηση γύρω από ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, χρέη και ελλείμματα εντοπίζει έναν και μοναδικό ένοχο : την εργασία, το κόστος της (άμεσο και έμμεσο), την ανελαστικότητά της.

Το ότι πίσω από την αφηρημένη έννοια της εργασίας υπάρχουν υπαρκτοί άνθρωποι ουδόλως απασχολεί τους επαΐοντες. Και έτσι αντιμετωπίζουν την εργασία ως ένα κόστος παραγωγής, ως μία μεταβλητή του κόστους παραγωγής όπως οι άλλες, μειώνοντας συνεχώς την τιμή της αγοράς της και ελαστικοποιώντας την όσο μπορούν. Η εργασία ως αριθμός οικονομικού μεγέθους πρέπει να λοιπόν να συμπιεσθεί, αδιαφορώντας αν οι εργαζόμενοι γίνουν φτωχότεροι, ορισμένου χρόνου, μακροχρόνια άνεργοι. Αν γίνουν δυστυχισμένοι και ανασφαλείς.

Η ίδια λογική ισχύει και για τις συντάξεις. Οι επαΐοντες δε βρίσκουν τίποτα το παράδοξο όταν από τη μία επιβάλλουν επισφαλείς σχέσεις εργασίας στερώντας τα Ταμεία από τις εισφορές, και από την άλλη αυξάνουν την ηλικία συνταξιοδότησης και μειώνουν τις συντάξεις γιατί ο λογαριασμός δε τους βγαίνει.

Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μία ακόμη ασφαλιστική μεταρρύθμιση για να “σωθούν οι συντάξεις”. Χρειάζονται χρήματα; Ιδού η βλασφημία: γιατί να μη βρεθούν από την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου στην  πηγή του; Να παρακρατείται πχ. ένα ποσό από τον τζίρο των επιχειρήσεων ή (και) να καταβάλλεται ένα ποσοστό των διοδίων των ιδιωτικοποιημένων πλέον εθνικών δρόμων που τα τσεπώνουν οι εργολάβοι, στα Ταμεία. Χωρίς αύξηση βέβαια των διοδίων. Γιατί οι κυρίαρχη πολιτική δεν το επιτρέπει, γιατί αυτό θα ανέτρεπε τις πολιτικές του κεφαλαίου για την εργασία. Γιατί αυτό θα σήμαινε μία αριστερή πολιτική. Δυστυχώς κ. Υπουργέ διακρίνω ότι και εσείς προτείνετε νεοφιλελεύθερη συνταγή:  “σκοτώνοντας τα άλογα όταν γεράσουν”.