“Οι αριθμοί που αποτυπώνονται στο σχέδιο του Προϋπολογισμού, σηματοδοτούν, στην αφετηρία τους, μια παταγώδη αποτυχία της οικονομικής πολιτικής της προηγούμενης Κυβέρνησης. Δεν σηματοδοτούν όμως μόνο αυτό.
Σηματοδοτούν και τη χρεοκοπία ενός συστήματος διακυβέρνησης που στηρίζεται στις πελατειακές σχέσεις, στη διαφθορά, στον κομματισμό, που δεν ελέγχει την αποτελεσματικότητα των δαπανών, που δεν εξασφαλίζει δίκαια κριτήρια είσπραξης των εσόδων και κατανομής των δαπανών.
Η χώρα σήμερα βρίσκεται υπό επιτροπεία. Το μίγμα είναι εκρηκτικό: α) άθλια δημόσια οικονομικά της χώρας, β) αναξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών και γ) νεοφιλελεύθερος δογματισμός της Κομισιόν. Τίποτα απʼ αυτά δεν εκπλήσσει, τίποτα απʼ αυτά δεν ήταν άγνωστο. Τα δημόσια οικονομικά, τα μεγέθη τους και η δυναμική τους, ήταν γνωστά πριν από τις εκλογές. Ο κ. Προβόπουλος δήλωσε στη Βουλή: «Ενημέρωσα τον κ. Καραμανλή στις 2 Σεπτεμβρίου και στις 8 Σεπτεμβρίου τον κ. Παπανδρέου». Οι Έλληνες πολίτες δεν ήξεραν τίποτε, η ελληνική Βουλή δεν ήξερε.
Δυστυχώς και αυτό το σχέδιο Προϋπολογισμού, σε ό,τι αφορά τη μέθοδο κατάρτισής του και το περιεχόμενό του, ακολουθεί την πεπατημένη συντηρητικών επιλογών. Τα βάρη επιβαρύνουν τους ασθενέστερους και τους συνεπείς φορολογούμενους. Δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη φιλοδοξία στον περιορισμό της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας. Σύμφωνα π.χ. στοιχεία της Κομισιόν, ο ανείσπρακτος ΦΠΑ το 2006 στην Ελλάδα ήταν 2,5 φορές ψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αγγίζοντας τα 6,5 δισ. ευρώ. Το 2009 είναι λογικό αυτό το ποσόν να έχει αυξηθεί κι άλλο.
Από τα περίφημα 30 δισ. ευρώ των ανείσπρακτων οφειλών, που ήταν η απάντηση του ΠΑΣΟΚ προεκλογικά στο ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά», η πρόβλεψη του προϋπολογισμού είναι πως θα εισπραχθούν μόνο 1 δισ. ευρώ.
Η ουσία όμως της πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης, αυτά που θα αντιμετωπίσουμε ως κυβερνητικές επιλογές και έκτακτα μέτρα τους αμέσως επόμενους μήνες, είναι πέραν του κατατεθειμένου Σχεδίου. Είναι αυτά που θα προκύψουν ως απαιτήσεις της Κομισιόν, όταν υπαχθούμε το Φεβρουάριο στην παράγραφο 9 του παλαιού άρθρου 104 και σημερινού 126, μετά τη θέση σε ισχύ της συνθήκης της Λισαβόνας. Αυτή η εξέλιξη θα θέσει σε μία πρωτοφανή εποπτεία και επιτήρηση την ελληνική οικονομία, όμοια της οποίας δεν έχει υπάρξει ποτέ για καμία άλλη χώρα της ευρωζώνης.
Δυστυχώς και αυτός ο Προϋπολογισμός ακολουθεί, στην παραγωγή και την εκτέλεσή του, την αυθαίρετη μέθοδο του «μπακαλοτέφτερου». Χωρίς σύνδεση με μετρήσιμα αποτελέσματα, χωρίς ουσιαστικό οικονομικό και κοινωνικό έλεγχο, μακριά από τον έλεγχο της Βουλής.
Βρίσκεται δε ήδη υπό την αίρεση της Κομισιόν και την ασφυκτική πίεση των αγορών, καθώς πριν καν συζητηθεί στην Ολομέλεια, πριν καν ψηφιστεί, είναι στον αέρα, καθώς κορυφαία στελέχη της Κομισιόν μας προανήγγειλαν, ότι εάν χρειαστεί θα υπάρξει και συμπληρωματικός Προϋπολογισμός.
Ο Προϋπολογισμός αυτός χαρακτηρίζεται και από κάτι ακόμη, από μια απότομη προσγείωση από το «λεφτά υπάρχουν» -που ήταν το βασικό προεκλογικό μότο του Γ. Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ- στο ότι «η χώρα είναι στην εντατική», ή στο υπερβολικό και άστοχο ότι «η χώρα είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας». Γιʼ αυτό και βρίσκεται σε απόσταση από τις προεκλογικές δεσμεύσεις και από τις προσδοκίες που καλλιέργησε το ΠΑΣΟΚ πριν από τις εκλογές.
Είναι ένας Προϋπολογισμός πραγματικά δύσκολος. Γιατί ύστερα από ένα δεκαπενταετές πάρτυ, που απλώς ξεσάλωσε τα τελευταία πέντε χρόνια, καλείται η Ελληνική Οικονομία, σε συνθήκες ύφεσης, να συμμαζέψει τα δημόσια οικονομικά της και μάλιστα τη στιγμή που οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης προβλέπεται το 2010 να επιστρέψουν σε θετικό πρόσημο. Από το 1994 έως και το 2007, που ΠΑΣΟΚ και ΝΔ κυβέρνησαν εναλλάξ, είχαμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, διπλάσιους σχεδόν από την Ευρωζώνη και παρόλα αυτά τα δημόσια οικονομικά χειροτέρεψαν.
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από χαμηλές αμοιβές για τους εργαζόμενους, χαμηλές συντάξεις, ακριβές τιμές, αδύναμο κοινωνικό κράτος και ταυτόχρονα η «μπάνκα» του δημοσίου είναι στον αέρα. Αυτά είναι καρπός ενός πολιτικού συστήματος και ενός παραγωγικού προτύπου που πρέπει να αλλάξει ριζικά.
O κίνδυνος με την πολιτική που ακολουθεί το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, είναι, στην προσπάθεια να συμμαζευτούν τα δημόσια οικονομικά, με αύξηση εσόδων και με περιστολή δαπανών, να παγιδέψει στην ύφεση την ελληνική οικονομία, με πολύ αρνητικές συνέπειες για την απασχόληση και για το εισόδημα της μεγάλης πλειοψηφίας των ελλήνων πολιτών.
Χρειάζεται ένας πολυετής σχεδιασμός, ένα δεκαετές πρόγραμμα με στόχους την οικονομική εξυγίανση και τη σταθερή είσοδο της χώρας της στην ανάπτυξη, την αύξηση της απασχόλησης, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την επίτευξη της περιβόητης πραγματικής σύγκλισης. Χωρίς όμως αλλαγές ριζικές τομές, χωρίς ανακατανομές, χωρίς ριζικές μεταρρυθμίσεις υπέρ των πολλών και του δημόσιου συμφέροντος, αυτό είναι αδύνατον να γίνει.”