Προς το παρόν, τα έχω καταφέρει και έχω λιγότερο. Όμως νοιώθω καλά γιατί, όπως είχα πει, η απόφασή μου να μην είμαι βουλευτής ήταν μια πολιτική πράξη, συνειδητή επιλογή.
Θεωρώ ότι υπάρχουν κι άλλοι τομείς όπου μπορεί να είναι κανείς χρήσιμος. Πιστεύω ότι έχουμε υποτιμήσει πάρα πολύ την ανάγκη συλλογικών δομών, κάποιων ας πούμε επιτελικών λειτουργιών. Προσπαθώ λοιπόν αυτό τον καιρό, να βοηθήσω ώστε να υπάρξουν κάποιες τέτοιες συλλογικές δομές στη λειτουργία του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτον, ακουστήκαν καλά λόγια για τη δουλειά που κάναμε προεκλογικά, αυτό που ονομάστηκε πολιτικός σχεδιασμός. Αυτό, λοιπόν, πρέπει να δούμε πώς θα συνεχισθεί στις νέες συνθήκες. Τότε κάθε μέρα κάναμε κάτι. Αυτό που κάναμε δεν ήταν απλώς να διατυπώνουμε προτάσεις. Εκείνο που κάναμε ήταν ότι δώσαμε τη μάχη να περάσουμε τη δική μας ατζέντα. Και βέβαια αυτό δεν το πετυχαίνεις αν δεν έχεις και συγκεκριμένες θέσεις. Τώρα, λοιπόν, πρέπει να βρούμε τρόπο να δρούμε σα να είμαστε και πάλι συνεχώς σε μια καμπάνια διαρκείας. Σα να είμαστε διαρκώς λίγες ημέρες ή λίγες βδομάδες πριν τις εκλογές. Κάθε βδομάδα ή κάθε μήνα έστω να κυριαρχεί ένα θέμα γύρω από το οποίο να κάνουμε συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις, ομιλίες, να παρουσιάζουμε τις θέσεις μας, ακόμη και τις δικές μας προτάσεις νόμου, όπου αυτό είναι δυνατό. Κι όλα αυτά να εντάσσονται και να υπηρετούν έναν πιο μεσο – μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Δεύτερον, είναι σχετικά με την κοινοβουλευτική ομάδα. Έχουμε δυο – τρεις θετικές εξελίξεις. Πρώτον, έχουμε ένα συλλογικό όργανο διεύθυνσης. Δεύτερον, οι βουλευτές δεν δουλεύουν πια ο καθένας μόνος του όπως παλιά αλλά σε θεματικούς κύκλους. Τρίτον, πάρθηκε απόφαση ο κάθε βουλευτής να παραχωρήσει έναν επιστημονικό συνεργάτη και με βάση αυτούς να συγκροτηθεί μια συλλογική δομή η οποία θα κάνει έγκαιρο εντοπισμό των πρωτοβουλιών της κυβέρνησης και έγκαιρη προετοιμασία των δικών μας θέσεων ει δυνατόν με τη μορφή των προτάσεων νόμου. Προτάσεις Νόμου οι οποίες θα κατατίθενται στην κοινωνία, θα συζητούνται με τους ενδιαφερόμενους, θα κατατίθενται στη συνέχεια και στη βουλή . Ο τρίτος τομέας έχει να κάνει με τη σχέση Αριστεράς – επιστήμονες, αριστερά και διανοούμενοι.
Ναι. Το συζητούμε σαν να πρόκειται για δύο πράγματα ξεχωριστά, από τη μια η Αριστερά από την άλλη οι επιστήμονες. Νομίζω ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε συνολικά αυτό το Θέμα. Οργάνωση της αριστεράς σημαίνει οργάνωση ανθρώπων αλλά και «οργάνωση» και επεξεργασία γνώσεων και εμπειριών. Πώς το κάνουμε σήμερα αυτό; Το κάνουμε καν; Ειδικότερα, πρέπει να ξανασκεφτούμε κατά πόσο ο παραδοσιακός τρόπος, που προσεγγίζουμε τους επιστήμονες, να υπογράψουν, π.χ., κάποιο κείμενο ή να συμπληρώνουν τα ψηφοδέλτιά μας επαρκεί;. Να ξαναδούμε ακόμη και την έννοια που διατύπωσε ο Πουλατζάς για τον ειδικό διανοούμενο. Αρκεί σήμερα αυτό το μοντέλο; Ή μήπως πρέπει να ξαναδούμε την έννοια του συλλογικού, του οργανικού διανοούμενου στην οποία είχε αναφερθεί ο Γκράμσι και με ποια μορφή μπορεί να υπάρξει σήμερα;
Και οι τρεις αυτοί τομείς βεβαίως, έχουν ως ενοποιητικό τους κρίκο τις προγραμματικές επεξεργασίες, τον προγραμματικό και τον πολιτικό εξοπλισμό της Αριστεράς, την προγραμματική εμβάθυνση, τη στρατηγική της εξειδίκευση και συγκεκριμενοποίηση: τι επιδιώκουμε και πώς στο συγκεκριμένο ιστορικό αλλά και πολιτικό χρόνο;
Είναι μια διαδικασία όχι γραφείου αλλά μια διαδικασία που απαιτεί εμπλοκή του κόσμου της Αριστεράς. Το είχαμε πει και στο ΣΥΡΙΖΑ όταν αρχίσαμε να συζητάμε για το πρόγραμμα. Πάρθηκαν και ορθές αποφάσεις. Όμως δεν υλοποιήθηκαν. Και ούτε καν συζητήθηκε το γιατί δεν υλοποιήθηκαν.
Εν πάση περιπτώσει, αυτοί είναι μερικοί τομείς με τους οποίους ασχολούμαι τώρα. Χαίρομαι που οι πρώτες ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές. Και πιστεύω ότι σύντομα όλα αυτά θα θεσμοθετηθούν και θα συνιστούν μόνιμες, οργανικές λειτουργίες του ΣΥΝ και, εφόσον το επιθυμούμε όλοι, και του ΣΥΡΙΖΑ.
Υπάρχει ένας μηχανισμός, παγκόσμιος και ευρωπαϊκός, διαρκούς ελέγχου, αποτίμησης και πειθάρχησης. Ο μηχανισμός πειθάρχησης βεβαίως υπόκειται σε αλλαγές, αναζητούνται διαρκώς νέα πρότυπα και αυτό μας αφορά διότι ο βασικός ευρωπαϊκός θεσμός πειθάρχησης, το Σύμφωνο Σταθερότητας, έχει ως ένα βαθμό εξουδετερωθεί γιατί παραβιάζεται απʼ όλους. Βρισκόμαστε στη φάση όπου επιχειρείται να συγκροτηθεί ένας νέος μηχανισμός πειθάρχησης ο οποίος θα συνδυάζει και τις αγορές και την πολιτική και τους θεσμούς. Μʼ αυτή την έννοια η Ελλάδα παίζει και ένα ρόλο πειραματόζωου. Υπήρχε η ανάγκη παραδείγματος. Αυτά που θα γίνουν σε μας είναι ένα γενικότερο πρόκριμα για ανάλογες περιπτώσεις που έρχονται. Έχει και μια αντικειμενική βάση αυτό: είμαστε η πρώτη χώρα μέλος της ευρωζώνης η οποία τίθεται στο κάδρο των χωρών που απειλούνται ακόμη και με χρεοκοπία, έστω και αν αυτό γίνεται για λόγους πίεσης.
Παίζονται παιχνίδια μεγάλα και σκοτεινά. Αυτό όμως γίνεται στη βάση υπαρκτών προβλημάτων. Το μοντέλο ανάπτυξης που έχουμε στην Ελλάδα, αν δεν αλλάξει, ως επίλογό του θα έχει τη χρεοκοπία. Δεν είναι βιώσιμο. Δηλαδή, είναι ένα μοντέλο του οποίου η αναπαραγωγή και ισορροπία του γίνεται διαρκώς σε υψηλότερα επίπεδα χρέους, σε υψηλότερα επίπεδα ανεργίας και με ασθενέστερες αναπτυξιακές δομές και δυναμικές. Αυτά δεν τα λέμε τώρα. Τα υποστηρίζουμε χρόνια τώρα. Τώρα που επιβεβαιώνονται δεν έχουμε λόγους να τα ανακαλέσουμε. Βεβαίως, δεν υπήρχε και δεν υπάρχει ο κίνδυνος της χρεοκοπίας ως άμεσος κίνδυνος, αλλά ως μακροχρόνια δυναμική.
Αυτό που μετριέται δεν είναι το απόλυτο ύψος του χρέους αλλά οι τόκοι που πληρώνει μια χώρα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σήμερα, λοιπόν, είναι από τους χαμηλότερους της τελευταίας εικοσιπενταετίας. Είναι γύρω στο 5% του ΑΕΠ, ενώ από το 1985 ως και το 2005 είχαμε φτάσει, κάποια περίοδο, να πληρώνουμε ακόμη 10% - 12%. Άρα, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι εκτός ορίων.
Πιστεύω, αυτό που ζούμε είναι μία προεξόφληση του μελλοντικού κινδύνου. Γιατί συμβαίνει αυτή η προεξόφληση; Αν ο κίνδυνος είναι μακροχρόνιος γιατί αυτός έγινε άμεσος; Η δική μου εξήγηση είναι ότι αυτό οφείλεται σε τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού έχει μπει σε νέα φάση που ακριβώς θα χαρακτηρίζεται από κρίσεις χρεών. Άρα, επαναξιολογούνται οι κίνδυνοι που συνδέονται με το βαθμό χρέωσης των κρατών. Γιατί; Διότι εκτιμούν ʽοι αγορέςʼ ότι από τη στιγμή που τα κράτη απορροφούν τις ζημιές της κρίσης, το πρόβλημα μεταφέρεται από τον ιδιωτικό τομέα στο Δημόσιο. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται παγκόσμια πλήττει όμως τις πιο ευάλωτες οικονομίες και μια απʼ αυτές είναι η Ελλάδα. Αυτό έχει τεκμηριωθεί και τεχνοκρατικά από μελέτες, π.χ., του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της ΕΕ κ.ά. Δηλαδή ο κύριος προσδιοριστικός παράγοντας για την άνοδο των ελληνικών spread, το αυξημένο δηλαδή επιτόκιο που πληρώνει το ελληνικό κράτος για να δανειστεί είναι η αύξηση του παγκόσμιου κινδύνου και όχι η αύξηση του ελληνικού χρέους. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η κρίση αξιοπιστίας όχι μόνο για τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία, αλλά συνολικά προς τις ελληνικές κυβερνήσεις, το πολιτικό σύστημα, τις κυρίαρχες ελίτ. Ο τρίτος παράγοντας είναι ότι κατά τη γνώμη μου παίχθηκε και παιχνίδι με το φόβο και τον τρόμο, με στόχο όχι μόνο τη λήψη σκληρών μέτρων, αλλά, όπως είπα, και για τη διαμόρφωση ενός «παραδείγματος» που θα ευνοούσε τη λήψη μέτρων όπως περικοπή μισθών.
Η κυβέρνηση, φοβάμαι, ότι το μόνο το οποίο λέει είναι ότι «είμαι στη διάθεσή σας να κάνω ό, τι απαιτηθεί». Γίνονται ίσως συμφωνίες κάτω από το τραπέζι. Π.χ. ο κ. Παπανδρέου στην ομιλία του δεν είπε τίποτε για ιδιωτικοποιήσεις. Ο Υπουργός οικονομικών όμως διαβεβαίωσε έξω ότι οτιδήποτε στο Δημόσιο τελεί υπό εκποίηση. Επίσης, είπε ότι θα περικοπούν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων, σε ονομαστικούς όρους, κατά 4%. Επομένως, λυπάμαι που θα το πω, αλλά μήπως ζούμε μια νέα φάση του «φεύγουν οι βάσεις οι οποίες μένουν»; Δηλαδή, μήπως γίνονται πράγματα που δεν λέγονται; Περισσότερο, όμως, και από το οικονομικό κομμάτι των απαιτήσεων μʼ ανησυχούν οι πολιτικές απαιτήσεις. Πρώτον διότι είναι αδιαφανείς, δηλαδή δεν ξέρουμε τι ακριβώς θέλουν. Όμως, φαίνεται πως τα αιτήματα των ʽαγορώνʼ δεν είναι μόνο οικονομικά. Επεκτείνονται σε όλη τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και ενδεχομένως επεκτείνονται και σε άλλα ζητήματα που δε μας είναι γνωστά.
Έχει ένα πολύ σοβαρό δίλλημα. Από τη μια να κερδίσει την αξιοπιστία των αγορών, από την άλλη να το κάνει αυτό χωρίς να χάσει ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία του ελληνικού λαού. Η οποία είναι έντονη. Ο λαός έχει μνήμη για τα επανειλημμένα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόστηκαν. Γνωρίζει για τους κοινοτικούς πόρους που εισέρρευσαν στη χώρα κτλ. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να συζητάμε τώρα για χρεοκοπία και μάλιστα να την πληρώσει ξανά; Υπάρχει λοιπόν ένα πολιτικό πρόβλημα και μια τεράστια κρίση νομιμοποίησης και αξιοπιστίας.
Μας έκαναν και κριτική. Λέγαμε, να θυμίσω και κάτι άλλο: ότι το ʽπράσινοʼ μπορεί να γίνει και ʽμπλεʼ. Αυτό γίνεται σήμερα. Συμβαίνει, διότι η κρίση απαιτεί μία στρατηγική αναδιανομής εισοδημάτων, επανακαθορισμό των όρων και σχέσεων των τάξεων, σύγκρουση με συμφέροντα και νοοτροπίες. Αν αυτά δεν τα κάνεις, ή δεν τα παλεύεις τότε παραδίδεσαι στη δύναμη των αγορών και εκτελείς εντολές. Είμαστε στο στάδιο όπου ακριβώς υπάρχει ο κίνδυνος να επικρατήσει αυτή η δυναμική αν δεν υπάρξουν αντιστάσεις.
Το συζητούσαμε και μαζί στην Επιτροπή πολιτικού σχεδιασμού προεκλογικά. Μας είχε κάνει εντύπωση τότε ότι το ΠΑΣΟΚ με μια σχετική άνεση μιλούσε σαν να είχε εξασφαλίσει χρόνο ανοχής από την ΕΕ. Αποδείχθηκε ότι δεν είχε τίποτε στα χέρια του. Ούτε σχέδιο ούτε γραμμές άμυνας ούτε στρατηγική διαπραγμάτευσης. Τώρα, ένα μήνα ζητάει ανοχή, ως το Φεβρουάριο, και δεν την παίρνει! Μέσα στο ΠΑΣΟΚ, επίσης, κάποιοι μπήκαν στη λογική ότι ένα κάποιο κλίμα τρόμου, διευκολύνει την πολιτική τους. Τώρα δε γνωρίζω αν συνεχίζουν να έχουν την ίδια άποψη.
Το θέμα που έχει τεθεί είναι το ποιος αποφασίζει. Αποφασίζει η ελληνική κοινωνία ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση, το οποίο συμπεριλαμβάνει ασφαλώς και την ανταπόκριση στις διεθνείς υποχρεώσεις της; Διότι δεν υπάρχει κανένα κόμμα που να λέει να μην πληρώσουμε τα χρέη. Αλλά οπωσδήποτε πρέπει να διεκδικηθεί το δημοκρατικό δικαίωμα ότι εμείς πρέπει να αποφασίσουμε το ποιος θα πληρώσει, πώς, και, ως ένα βαθμό, και το πότε. Αμφισβητώ τη δυνατότητα να γίνει δημοσιονομική διόρθωση σε 3 – 4 χρόνια. Και τεχνοκρατικά δεν προκύπτει όχι μόνο πολιτικά.
Ακριβώς. Η ελληνική οικονομία μοιάζει με ένα τρένο που οι μηχανές του δεν λειτουργούν. Ο Τουρισμός είναι σε πτώση. Η ναυτιλία, με την όποια συμβολή της, δεν εξαρτάται από μας αλλά από το παγκόσμιο εμπόριο που είναι σε κρίση. Η οικοδομή είναι εξαρτημένη από τις χρηματοδοτήσεις των τραπεζών οι οποίες έχουν παγώσει και από το εισόδημα των εργαζομένων που μειώνεται. Άρα, στις συνθήκες αυτές χρειάζονται νέα εργαλεία, νέες δημόσιες διαρθρωτικές πολιτικές ούτως ώστε να επιτευχθεί μια επανεκκίνηση της οικονομίας, μέσω της απασχόλησης και των δημοσίων επενδύσεων. Στο μέτρο που αυτό το επιτυγχάνεις θα προσπαθείς, βεβαίως, να συγκρατείς ελλείμματα και χρέη. Εάν όμως αυτό το κάνεις πριν την ανάκαμψη η ύφεση θα βαθύνει και υπάρχει κίνδυνος να παραταθεί. Μʼ αυτή την έννοια λέω ότι αφού, έτσι κι αλλιώς, ουσιαστικά έχουμε μπει σε μια αναδιαπραγμάτευση του σχεδιασμού με την Ε.Ε., ας τεθεί ως αφετηρία και βάση, ότι μιλάμε για ένα πρόγραμμα δεκαετές το οποίο θα επιδιώξει τη δημοσιονομική προσαρμογή με όρους απασχόλησης και ανάπτυξης, δίκαιης διανομής και αειφορίας. Είναι και το μόνο ρεαλιστικό. Όλα τʼ άλλα οδηγούν σʼ ενδεχόμενα άδηλα, σκοτεινά.
Ένας άξονας, ναι. Στον οποίο, βεβαίως, πρέπει να βάλλει κανείς πολλά ακόμη στοιχεία. Μια πολιτική αναδιανομής εισοδημάτων. Μια πολιτική για το Δημόσιο Τομέα που να τον καθιστά από κρατικό κοινωνικό. Μια πολιτική που να επιβάλλει στις τράπεζες να λειτουργούν ως κοινωφελείς οργανώσεις. Μια γενιά νέων δημόσιων διαρθρωτικών πολιτικών. Δηλαδή, πολιτικές που να διευρύνουν τα δημόσια αγαθά, να δημιουργούν θέσεις απασχόλησης οι οποίες να παράγουν και προστιθέμενη αξία κ.τ.λ. Είναι μʼ άλλα λόγια η ευκαιρία να κατανοήσουμε την κρίση ως μια διαδικασία επανακαθορισμού των σχέσεων ανάμεσα σε τάξεις και ομάδες. Δεν είναι τεχνικό ζήτημα. Στην ουσία έχουμε μπει σε μακρά διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης και επανακαθορισμού των σχέσεων της χώρας με την ΕΕ. Στην ουσία, ξανά μπαίνουμε στο ευρώ με νέους όρους. Στο εσωτερικό της χώρας ζούμε επίσης μια διαδικασία επανακαθορισμού των σχέσεων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Αν το δούμε λοιπόν το πρόβλημα μʼ αυτούς τους όρους προκύπτουν και αντίστοιχα καθήκοντα και δράσεις. Βεβαίως, επειδή η συνείδηση διαμορφώνεται μέσα και από τις εμπειρίες αυτά μπορούν να γίνουν συγκεκριμένα μόνο στο έδαφος των συγκεκριμένων προβλημάτων. Με συγκεκριμένους αγώνες και προτάσεις, όπως κάναμε και προεκλογικά, να ενισχύσουμε τους δεσμούς μας με τα κινήματα, την κοινωνία, ως αξιόπιστη, αριστερή, αγωνιστική δύναμη.
Το θέμα της εξόδου από την κρίση έχει δυο σκέλη: το καθαρά ελληνικό και το ευρωπαϊκό. Επανέρχομαι στον ορισμό του προβλήματος που κάναμε στην αρχή: δεν είναι μόνο ελληνικό, είναι και ευρωπαϊκό. Δεν είναι μόνο το Σύμφωνο Σταθερότητας που εμείς σωστά έχουμε αναδείξει. Είναι και το γεγονός ότι η Ε.Ε. δεν έχει θεσμούς και διαδικασίες, σαν αυτή της τελευταίας καταφυγής, προστασίας από ασύμμετρο soc και κοινούς μηχανισμούς πρόσβασης στις διεθνείς αγορές. Που σημαίνει ότι αν αύριο το πρωί η ΕΚΤ αρχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια οι χώρες που θα βρίσκονται στον κύκλο της ύφεσης θα έχουν τεράστιο πρόβλημα, θα είναι σε διαφορετική μοίρα από τις χώρες που θα είναι σε ανοδική φάση. Η ΕΕ αποτελείται από χώρες με άνισες οικονομίες, με διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, με διαφορετικές ανάγκες. Από τη στιγμή που η ΕΕ δεν έχει θεσμούς να ανταποκρίνονται στη διαφορετικότητα αυτών των αναγκών, η προοπτική είναι είτε η ΕΕ να μεταρρυθμισθεί και να αποκτήσει τέτοιους θεσμούς ή δεν αποκλείω ακόμα και την αποσύνθεσή της, εάν η κρίση οξυνθεί.
Κάποιες χώρες δεν θα μπορούν να αντέξουν εντός είτε λόγω του ότι το ευρώ μπορεί να γίνει πολύ ακριβό, είτε λόγω του ότι οι κοινωνικές συνθήκες θα γίνουν εκκρηκτικές. Μπορεί να δημιουργηθεί μία τέτοια κατάσταση όπου τα οφέλη που μια χώρα έχει από το ευρώ, γιατί υπάρχουν οφέλη, να μην αντισταθμίζουν τη ζημιά.
Το πρόβλημα συζητείται και οξύνεται. Η ανάγκη επομένως μιας πανευρωπαϊκής Αριστεράς η οποία θ΄ αναδείξει μια ατζέντα θεμάτων που έχουν πανευρωπαϊκή διάσταση είναι από τα πιο επείγοντα θέματα. Και εμείς, ως ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσαμε να αναλάβουμε μια πρωτοβουλία ενημέρωσης (σε συνδικάτα, άλλες αριστερές δυνάμεις κ.τ.λ.) για να κατανοηθεί ότι μέσα από το ελληνικό πρόβλημα αναδύεται και ένα πρόβλημα ευρύτερο που αφορά την Ευρώπη και το πώς αυτή έχει συγκροτηθεί.
Δεν πιστεύω σε μια αριστερά που περιμένει παθητικά επενδύει σε χρυσές ευκαιρίες, «εκρήξεις» ή καταρρεύσεις. Διότι και αν συμβούν τέτοια γεγονότα, μια τέτοια Αριστερά της αναμονής, φοβούμαι δε θα είναι σε θέση να τα επηρεάσει ή να τα αξιοποιήσει. Πιστεύω σε μια αριστερά που οικοδομεί την παρουσία της μέσα από τη δράση της και την προσφορά της, χτίζει βήμα – βήμα την αξιοπιστία της και τη φερεγγυότητά της, ενισχύει τους δεσμούς της με το λαό, τα κινήματα, τους εργαζόμενους, τους πολίτες, επηρεάζει την κοινωνία με τις αξίες, τις ιδέες και τα προγράμματά της. Σʼ αυτό πιστεύω. Και πρέπει με ειλικρίνεια και αυτογνωσία να παρατηρήσουμε ότι κάνουμε πάρα πολλά τους τελευταίους μήνες για να τραυματίσουμε ακριβώς αυτή την έννοια της αριστεράς.
Ακριβώς. Διότι η ψυχή της είναι ο κόσμος της. Σʼ αυτόν επενδύσαμε και στις εκλογές. Άρα, επανέρχομαι στο ερώτημά σου περί «χρυσής ευκαιρίας», για να πω ότι τη συγκυρία που ζούμε εγώ τη θεωρώ πρόκληση. Η πρόκληση τα έχει όλα μέσα. Έχει τη δυνατότητα αλλά έχει και απαιτήσεις που χρειάζονται για να την αξιοποιήσεις. Περιέχει και την αποτυχία της αδράνειας. Πρόκληση σημαίνει ότι πρέπει να αποδείξεις κάποια πράγματα: ότι είσαι σοβαρός, ότι έχεις θέσεις, ότι είσαι συνεπής, ότι έχεις συνέπεια ανάμεσα στις διακηρύξεις, τις υποσχέσεις και τις πράξεις σου στις αξίες που διακηρύσσεις και τη συμπεριφορά σου.