Skip to main content.
30/01/2010

Ή στραβός είνʼ ο γιαλός ή στραβός είνʼ ο γιαλός… - άρθρο του Αλέξανδρου Μπίστη στην ΑΥΓΗ

Από τις ευρωεκλογές έως σήμερα, όλο ξεκινάω να γράψω κάποιες σκέψεις και όλο λέω «άσʼ το να πάει στο διάολο παλικάρι μου, δεν χρειάζεται και η δική σου αποψάρα δημόσια, έτσι κι αλλιώς ό,τι θες να πεις το λες στα όργανα του κόμματος». Ε, σήμερα δεν άντεξα, έσπασα. Και έτσι, ω! δυστυχείς αναγνώστες/στριες της «Α», θα υποστείτε μία «αποψάρα» ακόμα. Ζητώ την κατανόησή σας.

«Σημασία δεν έχει η πτώση, αλλά η πρόσκρουση»

Πριν από δύο χρόνια, σε μια κίνηση πρωτοφανούς ανιδιοτέλειας (όπως φάνταζε τουλάχιστον τότε...), ο Αλ. Αλαβάνος, στο απόγειό του, αποχώρησε από την ηγεσία του κόμματος ξαφνιάζοντας τους πάντες και ανοίγοντας τον δρόμο σε νεότερα στελέχη: ένα «τι 'ναι 'τούτοι;» κυριάρχησε στην ατμόσφαιρα και το ενδιαφέρον της κοινωνίας για κάτι φρέσκο στην πολιτική ζωή της χώρας ήταν παραπάνω από έκδηλο. Οι προσδοκίες (όλων μας) εκτοξεύθηκαν σε ιλιγγιώδη ύψη. Από τότε έως σήμερα έχουμε βαλθεί, με πρωταγωνιστή δυστυχώς και τον τέως πρόεδρο, να αποδείξουμε ότι είμαστε μία από τα ίδια, ότι σφαζόμαστε για τις καρέκλες, ότι οι προσωπικές φιλοδοξίες και ανταγωνισμοί υπερβαίνουν τη συλλογικότητα, ότι, τελικά, δεν μπορούμε να μοιράσουμε δυο γαϊδάρων άχυρα.

Από το Διαρκές Συνέδριο του 2009 και μετά (όταν εγκρίναμε με τεράστια πλειοψηφία το πρόγραμμα του κόμματός μας, ένα μοναδικό όπλο που το ξεχάσαμε σε σκονισμένα ντουλάπια), μοιάζουμε με φτερό στον άνεμο. Βαλθήκαμε να ξηλώσουμε ό,τι είχαμε καταφέρει έως τότε, πορευτήκαμε χωρίς πολιτικό σχέδιο και άρα χωρίς στρατηγική. Μετατρέψαμε την πιο δημοκρατική εσωκομματική διαδικασία (δημοψήφισμα για την κατάρτιση του ευρωψηφοδελτίου) σε πεδίο τασικού ανταγωνισμού, πρωτοκλασάτα στελέχη περιέφεραν τον πληγωμένο εγωισμό τους δεξιά κι αριστερά, κάποιοι μάλιστα εμφανίζονταν θετικοί στην προοπτική ακόμα και της ψήφου ανοχής στο (επερχόμενο τότε...) ΠΑΣΟΚ, ενώ ταυτόχρονα κατήγγελλαν την πιθανότητα εφαρμογής του καταστατικού ως... νεοσταλινισμό.

Ώσπου φτάσαμε στην ανώμαλη προσγείωση των ευρωεκλογών. Φανήκαμε εντελώς απροετοίμαστοι να διαχειριστούμε το μέτριο (σε σχέση με τις προσδοκίες που είχαμε καλλιεργήσει στην κοινωνία και -κυρίως!- στους ίδιους μας τους εαυτούς) εκλογικό αποτέλεσμα, με τα οδυνηρά για όλους μας αλλά και (αυτο)εξευτελιστικά καμώματα του τέως, τις παλινωδίες των οργάνων, την αμηχανία του κόμματος συνολικά αλλά και την ατολμία σε επίπεδο ηγεσίας / προσώπων, και οδηγηθήκαμε στο καλοκαίρι της κρίσης με τα διάφορα κωμικοτραγικά (11 επικεφαλής, ο πρόεδρος του ΣΥΝ υποψήφιος με σταυρό κ.λπ.) που επακολούθησαν μέχρι τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου.

«Είναι ωραία να πέφτεις, αν αντέχεις να πέφτεις, ίσως μάθεις να πετάς τελικά»

Στη συγκυρία αυτή, λοιπόν, ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κατάσταση στα χέρια του και ξελάσπωσε τον χώρο, με πείσμα και ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης, συνεπικουρούμενος από την, κατά κοινή ομολογία, πολύ καλή παρουσία του Αλ. Τσίπρα αλλά και από τις προγραμματικές θέσεις που επεξεργάστηκε η επιτροπή Δραγασάκη.

Κάπως έτσι φτάσαμε στο 4,6%, το οποίο ήταν «νίκη» φυσικά, σε αντίθεση με το 4,7% των ευρωεκλογών, που ήταν «ταπείνωση» βέβαια, και το 5,04% του 2007, που, άλλωστε, ήταν «θρίαμβος»... (Εδώ που τα λέμε, είναι πιο λογικό να γκρινιάζουμε για το 4,6% ή για το 4,7% παρά να πανηγυρίζουμε για το... 3,2%.) Θα περίμενε λοιπόν κανείς, μετά από αυτή την τονωτική ένεση, πως θα αποφασίζαμε όντως να ασχοληθούμε με τα κακώς κείμενα τόσο του κόμματός μας όσο και της πολιτικής μας συμμαχίας.

Αλλά αντί γι' αυτό είδαμε πάλι μια προσπάθεια να ξεπεράσουμε «δημιουργικά» τα πασίδηλα προβλήματά μας με... εξωστρέφεια. Μόνο που για να υπάρξει εξωστρέφεια πρέπει να υπάρχει κόμμα να την κάνει πράξη. Πρέπει να υπάρχει οργανωμένη παρέμβαση σε επίπεδο κοινωνικών και εργασιακών χώρων. Πρέπει να υπάρχει στελεχικό δυναμικό που θα αναλάβει να οργανώσει τον κόσμο της εργασίας, να συντονίσει τη δράση των τοπικών κινημάτων, να διατυπώσει τα αιτήματα, να δημοσιοποιήσει τις θέσεις μας και να πείσει για την ορθότητά τους.

Όμως πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, όταν η απογοήτευση διαχέεται κάθετα και οριζόντια στον κομματικό οργανισμό, η ηγεσία απαξιώνεται και απονομιμοποιείται, η καχυποψία δίνει και παίρνει, η παραίτηση και η σιωπηρή αποστρατεία των πιο υγιών συντρόφων/-ισσών αφήνει το κόμμα στα «δόντια των μηχανισμών», τους οποίους όλοι καταριούνται και όλοι (με πράξεις ή παραλείψεις...) αναπαράγουν: «Τα καλύτερα παιδιά κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι».

Πώς να καλέσεις τον κόσμο «να ανατρέψει το σκηνικό» όταν είναι παραπάνω από προφανές ότι ούτε φαντάζεσαι ούτε πιστεύεις πως μπορείς να το κάνεις στο εσωτερικό σου; Αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να αλλάξουμε εμείς το κόμμα μας, ποιος (και γιατί) να μπει μαζί μας στην περιπέτεια «για να αλλάξουμε τον κόσμο»;

«Όχι στων μανιφέστων τις κλεισούρες»

Τελικά έχουμε να απαντήσουμε κάτι πειστικό και να προσφέρουμε κάτι χρήσιμο για το σήμερα στους φίλους και τις φίλες που μας προσεγγίζουν λέγοντας «καλά όλα αυτά, αλλά εγώ τι έχω να κερδίσω αν σας στηρίξω; Σήμερα! Όχι σε 50 χρόνια...». Πέρα από τη «χαρά της συμμετοχής» και την απόρριψης της λογικής της ανάθεσης, και δεδομένης της αδυναμίας της αριστεράς (παγκοσμίως;) να προσφέρει χειροπιαστό όραμα, θα έπρεπε στοιχειωδώς να μπορούμε να υποσχεθούμε την αλληλεγγύη της συλλογικότητας, τη ζεστασιά της συντροφικότητας, την ισχύ της ενότητας. Με μια λέξη: ανθρωπιά, ιδίως σε περιόδους βαρβαρότητας σαν την τωρινή. Μπορούμε, όμως, αλήθεια;

Έχουμε κάνει σημαία μας την ενότητα, και καλώς! Γιατί ακίνδυνη και αφερέγγυα δεν είναι η ενωτική αριστερά, αλλά εκείνη που νομίζει ότι μπορεί να τα βάλει μόνη της με τον οδοστρωτήρα του νεοκαπιταλισμού. Προφανώς ναι στην ενότητα, λοιπόν, ναι στη συνεννόηση. Όμως δεν δικαιούμαστε στο όνομα μιας φαντασιακής ενότητας να κρύβουμε τα χρόνια προβλήματα του κόμματός μας κάτω απ' το χαλάκι. Γιατί πώς να συνεννοηθούμε αν δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα;

Πώς να συνεννοηθούμε όταν έχουμε απωθήσει τις έννοιες της ανιδιοτέλειας, της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης, της εμπιστοσύνης, της κομματικότητας; Όταν χρησιμοποιούμε την προσφώνηση σύντροφοι/-ισσες απλώς για να μη λέμε φίλες και φίλοι; Όταν ακόμα και μέλη της ΚΠΕ φέρονται να έχουν κάνει χρήση του «δικαιώματος» μονιμοποίησης των  μετακλητών υπαλλήλων της Βουλής (κόντρα στις αποφάσεις των οργάνων και τη δέσμευση του Προέδρου) και το «κόμμα» κάνει το... παπί; Όταν η κομματικότητα βαφτίζεται σταλινισμός και απαξιώνεται ως δήθεν δημοκρατικός συγκεντρωτισμός (φτου κακά!); Όταν η δημόσια αποδόμηση της πολιτικής του κόμματος από (σχεδόν τα ίδια πάντα...) πρωτοκλασάτα στελέχη βαφτίζεται δικαίωμα έκφρασης διαφορετικής γνώμης;

Επιπλέον, από τον κομματικό μηχανισμό απουσιάζει παντελώς η επιχειρησιακή αντίληψη (οργανόγραμμα, ρόλοι, αρμοδιότητες, χρονοδιαγράμματα, έλεγχος, απολογισμός), με προφανή συνέπεια την αναποτελεσματικότητα. Έχουμε γεμίσει όργανα και επιτροπές χωρίς αποφασιστικό ρόλο, για να χωρέσουμε όλοι και να μη μένει κανείς παραπονεμένος. Γιʼ αυτό άλλωστε τα έχουμε απαξιώσει και δεν νιώθουμε δεσμευμένοι από τις αποφάσεις τους. Όμως, η απαξίωση των οργάνων και ο ανορθολογικός τρόπος λειτουργίας του κόμματος ωθεί στον παραγοντισμό.

Κάναμε πριν από δυο χρόνια ένα τολμηρό βήμα προς την ανανέωση του στελεχικού δυναμικού του κόμματος, με αρχή τον πρόεδρο, αλλά και πολλά μέλη της ΚΠΕ. Η ανανέωση, βέβαια, δεν σημαίνει απλώς νέους σε ηλικία συντρόφους-ισσες. Σημαίνει κυρίως καινούρια πρόσωπα, που δεν κουβαλάνε στην πλάτη τους τις παθογένειες και τους ανταγωνισμούς παλαιότερων σχημάτων της αριστεράς. Προφανώς κάτι τέτοιο ενέχει κινδύνους, με πρώτον αυτόν της απειρίας. Μ' αυτήν ως πρόσχημα, φαίνεται ξαφνικά να τραβήξαμε χειρόφρενο. Γιατί όμως δεν μπορούν οι εμπειρότεροι σ/φοι να στηρίξουν ουσιαστικά τους νεότερους;

Γιατί όποιος ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της κομματικής ιεραρχίας ξεφεύγει από τα εγκόσμια και μπαίνει σε τροχιά; Γιατί δεν μπορεί ποτέ ένας πρώην πρόεδρος να είναι μέλος της επόμενης Π.Γ. ή ακόμα και της ΚΠΕ; Πόσοι πρώην βουλευτές παρέμειναν πραγματικά ενεργοί μετά τη μη επανεκλογή τους (η οποία φυσικά απλώς «πρόκυψε», αντί να έρθει ως εφαρμογή των καταστατικών ρυθμίσεών μας); Πού είναι γραμμένο ότι πρέπει να είμαστε ισοβίως πρώτο τραπέζι πίστα και ότι δεν μπορούμε να συμβάλουμε ακόμα και από τα καμαρίνια; Γιατί ξαφνικά όλοι ομνύουν στο παράδειγμα Δραγασάκη; Γιατί η ανανέωση αντιμετωπίζεται ανταγωνιστικά (αν όχι εχθρικά) από όσους τάχα τους προσπέρασε η επετηρίδα;

Τόση εξουσία έχουμε πια να μοιράσουμε; Δεν έχουμε καμία συναίσθηση των πραγματικών κοινωνικών συσχετισμών και συνθηκών; Και όμως, λες και κάποιος μας υποσχέθηκε γραμμική άνοδο και μόνο νίκες, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να δικαιώσουμε όσους πενθούν για τον χαμό της «καλής» ανανεωτικής αριστεράς, που απορροφούσε τους κραδασμούς ανώδυνα για το σύστημα.

«Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα»

Το κόμμα είναι μια μικροκοινωνία. Ο τρόπος που είναι δομημένο και που λειτουργεί είναι αυτός που θα αναπαραγάγουμε μόλις πάρουμε το 100% της ελληνικής κοινωνίας. Μας αρέσει ο τρόπος που λειτουργούμε; Έτσι είναι η κοινωνία που οραματιζόμαστε; Πού είναι το όραμα και η ελπίδα για ένα άλλο μοντέλο ζωής; Είναι δυνατόν να θεωρούμε ότι δεν έχουμε κάνει κανένα λάθος ως ηγεσία αυτά τα δύο χρόνια; Είναι δυνατόν να είναι μόνο στραβός ο γιαλός; Αισθανόμαστε τόσο επαρκείς, ώστε, παρά τις τεράστιες αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει από το προηγούμενο συνέδριο (τόσο στο αριστεροχώρι όσο και στη χώρα, αλλά και την παγκόσμια οικονομία), δεν νιώθουμε την ανάγκη να αναζητήσουμε από τα μέλη μας, έστω, την επανανομιμοποίησή μας στις θέσεις μας; Ή, ακόμη καλύτερα, δεν νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε ένα πανηγυρικό επανιδρυτικό συνέδριο, με τα χαρακτηριστικά που περιέγραψε και ο σ. Κορωνάκης (Αυγή, 11.1.2010), με μακρές και ανοιχτές προσυνεδριακές διαδικασίες, με εισροή νέου κόσμου, με επαρκή χρόνο τοποθετήσεων στους συνέδρους (αντί για το μοντέλο 2 μέρες χαιρετισμοί και ψηφοφορίες και 1 μέρα τοποθετήσεις);

Εδώ και μήνες η ηγεσία του κόμματός βρίσκεται εν μέσω δύο πυρών: αφενός των περισσότερων εκ των συμμάχων μας στον ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρούν ότι δεν χειριζόμαστε σωστά το θέμα της Ανανεωτικής Πτέρυγας, και αφετέρου ορισμένων (σχεδόν των ίδιων πάντα...) στελεχών της Ανανεωτικής Πτέρυγας, που θεωρούν ότι δεν χειριζόμαστε σωστά το θέμα των συμμαχιών.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, και οι μεν και οι δε θεωρούν ότι χειριζόμαστε τα πράγματα με λάθος τρόπο. Δικαίως; Αδίκως; Μήπως πρέπει να πάμε στη βάση να ακούσουμε τι έχει να μας πει; Γιατί ανεχόμαστε και υφιστάμεθα αυτές τις μάχες χαρακωμάτων που τρώνε τις σάρκες της αριστεράς; Τι έχουμε να φοβηθούμε από τα μέλη μας; Εκτός αν νιώθουμε ότι «εμείς ξέρουμε καλύτερα». Αλλά αυτό δεν είναι άλλο από την αριστοκρατική αντίληψη περί πολιτικής, που λέει κι ο σ. Πάντος.

«Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό»

Η σημερινή πολιτική συγκυρία είναι μοναδική ευκαιρία για να ξαναφέρουμε την αριστερά στο προσκήνιο. Είναι η ώρα να ανασυγκροτηθούμε, ώστε να είναι εφικτή και πάλι η εξωστρέφεια. Οφείλουμε να ταυτίσουμε ξανά την αριστερά με έμπνευση, με αξίες και ιδανικά: αλληλεγγύη, ισότητα, ισονομία, δικαιοσύνη, ελευθερία. Είναι η ώρα να ορίσουμε ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο αρχών και κανόνων, το οποίο θα είναι σεβαστό από όλους, χωρίς πολεμικό κλίμα και καχυποψία. Διαφορετικά δεν θα υπάρχει ούτε κόμμα ούτε συμμαχίες. Πρέπει να ξανακοιτάξουμε γύρω μας και να θυμηθούμε γιατί βρεθήκαμε όλοι μαζί σ' αυτό το μεγάλο ταξίδι της αριστεράς. Όσοι το κάνουν και δεν βρουν τους λόγους, τότε μάλλον είναι όντως σε λάθος χώρο. Όσοι τους βρουν, και ειδικά εν καιρώ οικονομικής, πολιτικής και «αριστερής» κρίσης, ξέρουν τι πρέπει να κάνουν: γιατί στην πραγματικότητα και στραβός είν' ο γιαλός και στραβά αρμενίζουμε.

* Ο Αλέξανδρος Μπίστης είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ.