ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΜΕΡΟΣ Α': ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
'Αρθρο 1
Ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών
1. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν συνάψει με τράπεζες και λοιπά
πιστωτικά ιδρύματα συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων για επιχειρηματικούς,
επαγγελματικούς ή αγροτικούς σκοπούς, μπορούν να ζητήσουν από τα ιδρύματα
αυτά την υπαγωγή σε ρύθμιση των οφειλών οι οποίες έχουν καταστεί
ληξιπρόθεσμες μετά την 1.1.2008 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Αν η σύμβαση δεν έχει καταγγελθεί, προϋπόθεση για τη ρύθμιση είναι να
υφίσταται ληξιπρόθεσμη οφειλή με καθυστέρηση τουλάχιστον τριών μηνών. Από το
υπό ρύθμιση συνολικά οφειλόμενο ποσό αφαιρούνται και διαγράφονται οι τόκοι
υπερημερίας και ανατοκισμού. Το σύνολο της οφειλής που υπάγεται σε ρύθμιση
δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ ανά πιστωτικό ίδρυμα και τα
τρία εκατομμύρια ευρώ στο σύνολο των πιστωτικών ιδρυμάτων.
2. Η αποπληρωμή της κατά την προηγούμενη παράγραφο προκύπτουσας οφειλής
πρέπει να έχει διάρκεια ίση με αυτή που απομένει ή, σε περίπτωση σύμβασης
που έχει καταγγελθεί θα απέμενε μέχρι τη λήξη της σύμβασης, προσαυξημένη
κατά δύο έτη. Για ληξιπρόθεσμη οφειλή από σύμβαση που έχει καταγγελθεί, η
διάρκεια της αποπληρωμής δεν μπορεί να είναι μικρότερη από επτά έτη. Κατά τα
δύο πρώτα έτη θα καταβάλλονται μόνο τόκοι και η εν συνεχεία αποπληρωμή της
οφειλής που έχει ρυθμισθεί θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, σύμφωνα
με την περιοδικότητα του εκτοκισμού που προβλέπεται στη σύμβαση. Για
ληξιπρόθεσμες οφειλές από συμβάσεις ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού που
έχουν καταγγελθεί, η αποπληρωμή της οφειλής γίνεται κατ' αντιστοιχία προς τα
παραπάνω σε επτά έτη με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις. Οι πάσης
φύσεως και με εκ του νόμου ημερομηνία λήξεως ρευστοποι-ούμενες κινητές
αξίες, που έχουν δοθεί ως ενέχυρο, θα μειώνουν το ρυθμιζόμενο ποσό και θα
αναπροσαρμόζεται το ποσό των περιοδικών δόσεων. Ο υπολογισμός των τόκων θα
γίνεται, καθ' όλη τη διάρκεια της ρύθμισης, με το συμβατικό επιτόκιο
ενήμερης οφειλής. Απόκλιση από τα παραπάνω επιτρέπεται μόνο αν και τα δύο
μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Το σύνολο των υφιστάμενων πάσης φύσεως
εξασφαλίσεων και εγγυήσεων διατηρείται χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη
πρόσθετη πράξη ή διατύπωση.
3. Οι ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων καταλαμβάνουν και τις
ληξιπρόθεσμες οφειλές από συμβάσεις που θα καταγγελθούν μέσα σε δύο μήνες
από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
4. Οφειλέτες από συμβάσεις της παραγράφου 1, των
οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά την 1.1.2005, μπορούν να
ζητήσουν να υπαχθούν σε ρύθμιση σύμφωνα με τα παραπάνω, υπό τον όρο ότι θα
αποπληρωθεί μέχρι την 15.4.2010 ποσό ίσο με το δέκα τοις εκατό της οφειλής
που προκύπτει, χωρίς να υπολογίζονται τόκοι υπερημερίας και ανατοκισμού, για
τους οποίους τηρείται χωριστός λογαριασμός. Αν ο οφειλέτης αποπληρώσει το
ήμισυ της οφειλής σύμφωνα με τη ρύθμιση, διαγράφονται οριστικά οι τόκοι
υπερημερίας και ανατοκισμού. Δεν επιτρέπεται η καταγγελία της ρύθμισης, αν
δεν υπάρχει καθυστέρηση τεσσάρων τουλάχιστον μηνιαίων δόσεων.
5. Οι αιτήσεις για την υπαγωγή στη ρύθμιση των οφειλών των προηγούμενων
παραγράφων υποβάλλονται μέχρι τις 15.3.2010. Τα πιστωτικά ιδρύματα
υποχρεούνται να γνωστοποιούν στον οφειλέτη μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την
υποβολή της αίτησης το ύψος της οφειλής που προκύπτει κατά τα ανωτέρω. Από
τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι τις 30.6.2010 δεν επιτρέπεται να
αρχίσει ή να συνεχίσει αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων
οφειλών, που δύνανται να ρυθμιστούν με τις διατάξεις του παρόντος 'Αρθρου.
6. Στις διατάξεις του παρόντος 'Αρθρου υπάγονται και ληξιπρόθεσμες οφειλές
από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
που δεν έχουν καταγγελθεί ή έχουν καταγγελθεί τον τελευταίο μήνα πριν από τη
δημοσίευση του παρόντος νόμου.
7. Δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος 'Αρθρου ληξιπρόθεσμες οφειλές
από συμβάσεις πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, από ομολογιακά δάνεια
και από δάνεια εγγυημένα ή επιδοτούμενα από το Δημόσιο.
8. Δικαίωμα να ζητήσουν την υπαγωγή στο νόμο αυτόν έχουν οι πρωτοφειλέτες,
οι εγγυητές και οι καθολικοί διάδοχοί τους.
'Αρθρο 2
Αποπληρωμή ενήμερων οφειλών
1. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν συνάψει με τράπεζες και λοιπά
πιστωτικά ιδρύματα συμβάσεις
δανείων για επιχειρηματικούς, επαγγελματικούς ή αγροτικούς σκοπούς, μπορούν
να ζητήσουν από αυτά, για οφειλές που δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και
εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των επόμενων παραγράφων, να εφαρμοστούν
ένα από τα ακόλουθα μέτρα:
α) περίοδος χάριτος ενός έτους, χωρίς καταβολή τόκων και κεφαλαίου, με
αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και κεφαλαιοποίηση
των τόκων στη λήξη της περιόδου χάριτος,
β) αναστολή επί διετία της χρεολυτικής αποπληρωμής του άληκτου κεφαλαίου με
αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και καταβολή των
τόκων στη διάρκεια της αναστολής σύμφωνα με την περιοδικότητα του εκτοκισμού
που προβλέπεται στη σύμβαση, και
γ) παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου κατά τρία έτη.
2. Την επιλογή κατά την προηγούμενη παράγραφο και για ανεξόφλητο κεφάλαιο
που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ ανά
πιστωτικό ίδρυμα και πάντως στο σύνολο των πιστωτικών ιδρυμάτων το ένα
εκατομμύριο ευρώ έχουν:
α) φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και εμφανίζουν κατά την τελευταία μέχρι και τον
Ιούνιο του έτους 2009 χρήση ετήσιο κύκλο εργασιών μικρότερο των δύο
εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ και έχουν κατά την ίδια χρήση ζημία,
β) αγροτικοί συνεταιρισμοί, ενώσεις αυτών και ομάδες παραγωγών, ανεξάρτητα
από την κατηγορία βιβλίων που τηρούν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της
προηγούμενης περίπτωσης.
3. Την επιλογή κατά την παράγραφο 1 και για ανεξόφλητο κεφάλαιο που δεν
μπορεί να υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ ανά πιστωτικό ίδρυμα και στο
σύνολο των
πιστωτικών ιδρυμάτων τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ, έ χουν:
α) φυσικά και νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα και κατά τη
χρήση του έτους 2008 εμφανίζουν ετήσια ακαθάριστα έσοδα μικρότερα των εκατό
πενήντα χιλιάδων ευρώ,
β) φυσικά πρόσωπα που ασκούν κατά κύριο επάγγελμα αγροτική δραστηριότητα,
γ) επιχειρήσεις που έχουν υποστεί σημαντικές καταστροφές από πυρκαγιές ή
φυσικά φαινόμενα από το έτος 2007 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος
νόμου.
4. Αιτήσεις για την υπαγωγή στις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων
υποβάλλονται μέχρι τις 15.3.2010. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα έγγραφα που
αποδεικνύουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής που απαιτούνται.
5. Αν καταγγελθούν συμβάσεις ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού που
αναφέρονται στην παράγραφο
1 μετά την πάροδο δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι
τις 30 Ιουνίου 2011, ο οφειλέτης δικαιούται να αποπληρώσει το κατάλοιπο του
λογαριασμού σε πέντε έτη με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις,
καταβάλλοντας κατά το πρώτο έτος μόνο τόκους. Για τον υπολογισμό των τόκων
ισχύει το συμβατικό επιτόκιο οφειλής, το οποίο θα εφαρμοζόταν αν η σύμβαση
δεν είχε καταγγελθεί. Το δικαίωμα του οφειλέτη για ρύθμιση της οφειλής
ασκείται μέσα σε έναν μήνα από την κοινοποίηση σε αυτόν της καταγγελίας. Η
προθεσμία δεν αρχίζει αν δεν ενημερωθεί ο οφειλέτης για το δικαίωμά του. Το
συνολικό ποσό που ρυθμίζεται κατά τους όρους της παραγράφου αυτής δεν
επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όρια που αναφέρονται στις παραγράφους
2 και 3.
6. Αν μειωθεί ή δεν ανανεωθεί μονομερώς από το πιστωτικό ίδρυμα το πιστωτικό
όριο συμβάσεων ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού που αναφέρονται στην
παράγραφο 1 τον τελευταίο μήνα πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ή
μέχρι τις 30 Ιουνίου 2011, ο οφειλέτης δικαιούται να εξοφλήσει το χρεωστικό
υπόλοιπο του λογαριασμού και κατά το μέρος που αυτό δεν υπερβαίνει τα όρια
που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 σε πέντε έτη σύμφωνα με τις
διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
7. Το δικαίωμα των παραγράφων 5 και 6 ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει έναντι
ενός μόνο πιστωτικού ιδρύματος.
8. Οι εξαιρέσεις της παραγράφου 7 του 'Αρθρου 1 του παρόντος ισχύουν και για
τις ρυθμίσεις του παρόντος 'Αρθρου.
'Αρθρο 3
Γενική διαγραφή δυσμενών δεδομένων για εξοφληθείσες οφειλές
1. Διαγράφονται από τα αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που
τηρούνται από τα πιστωτικά ή χρηματοδοτικά εν γένει ιδρύματα ή λειτουργούν
χάριν αυτών όλες οι καταχωρισμένες περιπτώσεις για απλήρωτες επιταγές, επί
των οποίων έχει βεβαιωθεί εμπρόθεσμα από την πληρώτρια τράπεζα η αδυναμία
πληρωμής, ανεξόφλητες κατά τη λήξη τους συναλλαγματικές και γραμμάτια εις
διαταγήν, καταγγελίες συμβάσεων δανείων και πιστώσεων, διαταγές πληρωμής,
κατασχέσεις και επιταγές προς πληρωμή του ν. δ. της 17.7./13.8.1923 «Περί
ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», περιλήψεις εκθέσεων κατάσχεσης,
προγράμματα πλειστηριασμών και διοικητικές κυρώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι
έχει εξοφληθεί η οφειλή στο σύνολό της ή θα εξοφληθεί μέσα σε τρεις μήνες
από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
2. Αίρεται κάθε περιορισμός χορήγησης νέου βιβλιαρίου επιταγών που έχει
επιβληθεί με βάση τη με αριθμό 234/23/11.12.2006 απόφαση της Επιτροπής
Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Β 63/2007) για
επιταγές που έχουν εξοφληθεί ή θα εξοφληθούν μέσα σε τρεις μήνες από τη
δημοσίευση του νόμου αυτού.
'Αρθρο 4
Περιορισμοί στην επεξεργασία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς
1. Η παράγραφος 1 του 'Αρθρου 40 του ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α), όπως η
παράγραφος αυτή έχει αντικατασταθεί με το 'Αρθρο 70 του ν. 3746/2009 (ΦΕΚ 27
Α), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Ο χρόνος τήρησης και χρήσης από τα πιστωτικά και εν γένει χρηματοδοτικά
ιδρύματα ή από αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που λειτουργούν
νόμιμα χάριν αυτών δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα ακόλουθα χρονικά
διαστήματα για τις αντίστοιχες αναφερόμενες περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση
ότι έχει εξοφληθεί η οφειλή στο σύνολό της και έχει παρέλθει το προβλεπόμενο
χρονικό διάστημα για το σύνολο των καταχωρημένων στο αρχείο δεδομένων, με
την επιφύλαξη της περίπτωσης α', για την οποία αρκεί η πάροδος του χρόνου
της συγκεκριμένης κατηγορίας:
α) Απλήρωτες επιταγές, επί των οποίων έχει βεβαιωθεί εμπρόθεσμα από την
πληρώτρια τράπεζα η αδυναμία πληρωμής, ανεξόφλητες κατά τη λήξη τους
συναλλαγματικές και γραμμάτια εις διαταγήν και καταγγελίες συμβάσεων δανείων
και πιστώσεων, δύο έτη. Επιταγές, που εξοφλούνται μέσα σε τριάντα ημέρες από
τη σφράγισή τους δεν εμφανίζονται στα ανωτέρω αρχεία και οι καταχωρισμένες
διαγράφονται.
β) Διαταγές πληρωμής, τρία έτη.
γ) Κατασχέσεις και επιταγές προς πληρωμή του ν. δ. της 17.7./13.8.1923 «Περί
ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών, περιλήψεις εκθέσεων κατάσχεσης,
προγράμματα πλειστηριασμών και διοικητικές κυρώσεις του Υπουργείου
Οικονομικών, τέσσερα έτη.»
2. Η παράγραφος 3 του 'Αρθρου 40 του ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α'), όπως η
παράγραφος αυτή έχει αντικατασταθεί με το 'Αρθρο 70 του ν. 3746/2009 (ΦΕΚ 27
Α'), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς για οφειλές που δεν έχουν εξοφληθεί,
εφόσον δεν υπερβαίνουν στο σύνολό τους τα χίλια ευρώ, δεν εμφανίζονται στα
αρχεία μεταδιδόμενων πληροφοριών.»
3. Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς για οφειλές που έχουν εξοφληθεί, εφόσον
δεν υπερβαίνουν στο σύνολό τους τις τρεις χιλιάδες ευρώ και δεν υπερβαίνουν
τις τρεις καταχωρίσεις, δεν εμφανίζονται στα αρχεία μεταδιδόμενων
πληροφοριών.
4. Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς για οφειλές που δεν έχουν εξοφληθεί
διαγράφονται δέκα έτη μετά την εγγραφή.
5. Η παύση της εμφάνισης στα αρχεία μεταδιδόμενων πληροφοριών επιταγών επί
των οποίων έχει βεβαιωθεί εμπρόθεσμα από την πληρώτρια τράπεζα η αδυναμία
πληρωμής, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, αίρει το
μέτρο στέρησης του βιβλιαρίου επιταγών που έχει επιβληθεί κατ' εφαρμογή της
με αριθμό 234/23/11. 12.2006 απόφασης της Επιτροπής Τραπεζικών και
Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Β 63/2007), για τις επιταγές
αυτές.
'Αρθρο5 Υποχρέωση ενημέρωσης
Το πιστωτικό και εν γένει το χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει διαβιβάσει σε
αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που λειτουργούν νόμιμα δυσμενή
δεδομένα για οφειλές υποχρεούται μέσα σε δύο εργάσιμες ημέρες από την
περιέλευση σε αυτό των στοιχείων που αποδεικνύουν την εξόφληση της οφειλής
να προβεί αδαπάνως για τον οφειλέτη στην ενημέρωση του υπευθύνου
επεξεργασίας των παραπάνω αρχείων.
'Αρθρο 6 Προσωρινή δικαστική προστασία
1. Με αίτηση που στρέφεται κατά του δανειστή και δικάζεται κατά την ειδική
διαδικασία των άρθρων 682 επ. Κ.Πολ.Δ., το αρμόδιο κατά τις διατάξεις αυτές
δικαστήριο δικαιούται να διατάξει προσωρινά ως ασφαλιστικό μέτρο τη μη
εμφάνιση σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, που διατηρούν
πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή λειτουργούν χάριν αυτών, ληξιπρόθεσμης
οφειλής, για την οποία έχει ασκηθεί αγωγή ή ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής ή
κατά πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης εφόσον πιθανολογείται η ανυπαρξία της
οφειλής.
2. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας των αρχείων υποχρεούνται, με τη γνωστοποίηση σε
αυτούς της δικαστικής απόφασης που δέχεται την αίτηση, να μεριμνήσουν μέσα
σε δύο εργάσιμες ημέρες να μην εμφανίζονται στα αρχεία και να μην
μεταβιβάζονται τα παραπάνω δεδομένα.
3. Η απόφαση που διατάζει το πιο πάνω ασφαλιστικό μέτρο παύει αυτοδικαίως να
ισχύει, αν δημοσιευθεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης.
'Αρθρο 7
Παροχή βιβλιαρίου επιταγών με εγγύηση
Το πιστωτικό ίδρυμα επιτρέπεται να χορηγεί κατά τη διάρκεια ισχύος μέτρου
στέρησης χορήγησης βιβλιαρίου επιταγών νέο βιβλιάριο επιταγών εφόσον
παρέχεται επ' αυτών τριτεγγύηση έως πέντε χιλιάδες ευρώ για κάθε επιταγή από
φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο δεν υφίσταται το ανωτέρω μέτρο
στέρησης.
'Αρθρο 8 Κυρώσεις
Ο Υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας επιβάλλει για κάθε
παράβαση των υποχρεώσεων από τον παρόντα νόμο πρόστιμο που ανέρχεται από
δέκα χιλιάδες έως πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ.
'Αρθρο 9 Διαγραφή απαιτήσεων
Για απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που διαγράφονται με τον παρόντα νόμο
εφαρμόζεται το 'Αρθρο 30 παρ. 10 του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α'). Τα
διαγραφόμενα εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης εντός της οποίας
ενεργείται η διαγραφή προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων
κερδών. Η ωφέλεια που αποκτάται από τη διαγραφή τόκων δεν θεωρείται εισόδημα
υποκείμενο σε φορολογία.
ΜΕΡΟΣ ΒΑΛΛΕΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
'Αρθρο 10
Αναστολή υποβολής των αιτήσεων υπαγωγής επενδυτικών σχεδίων στις διατάξεις
του ν. 3299/2004
1.α. Αιτήσεις επενδυτικών σχεδίων για την υπαγωγή τους στις ενισχύσεις της
επιχορήγησης ή και της επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης ή της επιδότησης
του κόστους της δημιουργούμενης απασχόλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.
3299/2004, όπως ισχύει, υποβάλλονται έως και την 31η Δεκεμβρίου 2009.
β. Η έναρξη δαπανών για την ένταξη των επενδυτικών σχεδίων στην ενίσχυση της
φορολογικής απαλλαγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3299/2004, είναι
δυνατή έως και την 31η Δεκεμβρίου 2009.
2. Αιτήσεις επενδυτικών σχεδίων που θα κατατεθούν στις αρμόδιες υπηρεσίες
έως και την 31η Δεκεμβρίου 2009, καθώς και για όσες υποβληθείσες δεν έχει
εκδοθεί εγκριτική ή απορριπτική απόφαση της Διοίκησης εξετάζονται σύμφωνα με
τις ισχύουσες διατάξεις του ν. 3299/2004 και τις κανονιστικές αποφάσεις κατ'
εξουσιοδότηση των διατάξεών του.
'Αρθρο 11 Τελική διάταξη
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 2009
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
Λ. Κατσέλη Γ. Παπακωνσταντίνου
ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Αικ. Μπατζελή Χ. Καστανίδης |
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Παρ. 1.
1. Δεν έχει ουσιαστική σημασία αν έχουν καταγγελθεί ή όχι οι δανειακές
συμβάσεις των οφειλετών επειδή σύμφωνα με το νέο πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ
οι ληξιπρόθεσμες οφειλές που ξεπερνούν τις 90 μέρες καθυστέρησης
θεωρούνται αθετήσεις (default).
2. Σε κάθε ρύθμιση διαγράφονται οι τόκοι ποινής κατά κανόνα από το
σύνολο των τραπεζών.
3. Το όριο δεν πρέπει να ισχύει ούτε ανά τράπεζα ούτε στο σύνολο των
πιστωτικών ιδρυμάτων επειδή δημιουργούνται προβλήματα εφαρμογής
Παρ. 2.
4. Η διάρκεια της αποπληρωμής δεν πρέπει να συνδεθεί με την καταγγελία
της σύμβασης και δεν πρέπει να ορισθεί έστω και σαν ελάχιστο όριο, επειδή
πρέπει να είναι ανάλογη με το ύψος της διαμορφούμενης τοκοχρεωλυτικής
δόσης και της δυνατότητας καταβολής λόγω εισοδήματος του οφειλέτη. Π.χ. αν
το ρυθμιζόμενο ποσό είναι μεγάλο πιθανόν να χρειάζεται να ρυθμιστεί για
διάρκεια μεγαλύτερη (10 ή 15 χρόνια) για ορισθεί μια δόση που θα είναι
μέσα στις δυνατότητες του οφειλέτη για αποπληρωμή
5. Οι ρευστοποιούμενες αξίες δεν πρέπει να μειώνουν το ρυθμιζόμενο ποσό
επειδή μπορεί να χρειάζονται για κάλυψη λειτουργικών εξόδων.
Παρ. 4.
6. Είναι ευνοϊκό για τις τράπεζες επειδή μέχρι τώρα οι ρυθμίσεις
ορίζονταν και χωρίς καταβολή οιοδήποτε ποσού έναντι. Επίσης οι τόκοι
υπερημερίας δεν υπολογίζονται και δεν χρειάζεται να τηρείται χωριστός
λογαριασμός.
7. Η καταγγελία της σύμβασης δεν γίνεται πριν την παρέλευση τουλάχιστον
6μήνου από το σύνολο των τραπεζών. Επομένως δεν έχει έννοια η απαγόρευση
καταγγελίας πριν την πάροδο 4 μηνών.
Άρθρο 2
Η περίοδος χάριτος μπορεί να είναι και μεγαλύτερη.
Δεν χρειάζεται να τεθεί περιορισμός στο ποσό.
Ο διαχωρισμός των περιπτώσεων και τα είδη των ρυθμίσεων είναι πολύπλοκη
διαδικασία και δεν είναι εφαρμόσιμη επειδή θα πρέπει να τηρούνται ιδιαίτερα
αρχεία σε κάθε τράπεζα και να διασταυρώνονται
Η αναβολή εξόφλησης των δόσεων για δύο έτη αλλά η καταβολή συμβατικών
τόκων δεν προσφέρει ουσιαστική ανακούφιση στους δανειολήπτες, επειδή στις
περισσότερες των περιπτώσεων οι συμβατικοί τόκοι της δόσης (όταν είναι στην
έναρξη εξυπηρέτησης του δανείου) δεν έχουν ουσιαστική διαφορά από τη
συνολική δόση. Θα πρέπει να θεσμοθετήσουν περίοδο χάριτος κατά την οποία δεν
καταβάλλονται ούτε τόκοι της δόσης.
Στην ουσία, πρόκειται για ρυθμίσεις που οι τράπεζες ήδη εφαρμόζουν και
μάλιστα με περισσότερες ευχέρειες.
Οι τόκοι υπερημερίας σε όλες τις περιπτώσεις ρύθμισης διαγράφονται. Οι
τόκοι ανατοκισμού δεν προσδιορίζονται σαφώς επειδή αναφέρεται ότι οι
συμβατικοί τόκοι εξοφλούνται κανονικά κατά την περίοδο χάριτος, επομένως
ποιοι τόκοι θα έχουν απομείνει για ανατοκισμό ;;
Η διάρκεια της ρύθμισης στις περισσότερες τράπεζες μπορεί να φθάσει τα 10
χρόνια και όχι μόνο δύο χρόνια παράτασης της διάρκειας ρύθμισης.
Δηλαδή το χρονικό διάστημα των ρυθμίσεων μπορεί να είναι και 10 χρόνια
και ισχύει το καθεστώς αυτό χωρίς χρονικούς περιορισμούς για την εμφάνιση
της καθυστέρησης ή την καταγγελία ή όχι της σύμβασης.
Η αναβολή αποπληρωμής των δόσεων έχει ήδη θεσμοθετηθεί με βάση την Ε.Ο.
13 της Τράπεζας της Ελλάδος και η επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας
αποπληρωμής του δανείου πάνω από 2 χρόνια είναι καλλίτερες ρυθμίσεις από τις
εξαγγελθείσες.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου χάριτος (αναβολής καταβολής δόσεων) ο
οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να μην καταβάλουν ούτε τους συμβατικούς τόκους.
Είναι ολοφάνερο ότι η κυβέρνηση δεν προσφέρει κανενός είδους πραγματική
λύση και δεν προτίθεται να δώσει μ' αυτές και παρόμοιες ρυθμίσεις.
Οι λύσεις που θα μπορούσαν να δοθούν είναι να επιβάλλεται στις τράπεζες
μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος να εφαρμόσουν τις ρυθμίσεις που θα επιλέξουν
οι οφειλέτες τους, όσον αφορά τον τρόπο αποπληρωμής και τη διάρκεια (με
ανώτερη των 10 χρόνων), χωρίς να θεωρηθούν ότι οι οφειλές αυτές έχουν τα
χαρακτηριστικά των προβληματικών δανείων (που συνεπάγεται πρόσθετες
κεφαλαιακές απαιτήσεις από μέρους των τραπεζών).
Άρθρο 3.
1.
Είναι σωστό μέτρο αλλά υπάρχουν περιπτώσεις, που δεν μπορούν να έχουν
αποδεικτικά στοιχεία αποπληρωμής των οφειλών τους, όπως π.χ. παλαιότερες
συν/κές από αγορά μηχανολογικού εξοπλισμού από εταιρίες που έχουν κλείσει
και δεν λειτουργούν σήμερα.
“Επιταγές, που εξοφλούνται μέσα σε τριάντα ημέρες από τη σφράγισή τους
δεν εμφανίζονται στα ανωτέρω αρχεία και οι καταχωρισμένες διαγράφονται.”
Δεν πρέπει να ισχύσει αυτή η παράγραφος επειδή προσφέρεται αρκετό
διάστημα στους κερδοσκόπους και στους συστηματίες απατεώνες να δημιουργήσουν
πρόβλημα στις υγιείς επιχειρήσεις που περιμένουν να αποπληρώσουν τις δικές
τους οφειλές από τις επιταγές αυτές. Πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι το
προϊόν των ακάλυπτων επιταγών επιδεινώνει το πρόβλημα ρευστότητας των
επιχειρήσεων που περιμένουν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους από την
αποπληρωμή των επιταγών. |