Skip to main content.
17/01/2010

Όλοι οι... ασθενείς δεν είναι ίδιοι

άρθρο του Σταύρου Παπαγιαννόπουλου στην ΑΥΓΗ

Το πρώτο που εντυπωσιάζει από το φετινό ΠΣΑ είναι ότι δεν έχουμε μια απλή προσαρμογή, μια επικαιροποίηση του προηγούμενου ΠΣΑ, όπως γινόταν παλαιά. Έχουμε ένα νέο, αν όχι εξ αρχής, τουλάχιστον ένα ευρύτατα αναθεωρημένο ΠΣΑ. Είναι πολύ περισσότερο λεπτομερές από τα προηγούμενα και έχει προστεθεί και το κεφάλαιο 7: «Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων και Πρόγραμμα Σταθερότητας». Αποτελείται από στόχους, μέτρα και ενέργειες που πολλοί από αυτούς ούτε ως υποψία δεν υπήρχαν στις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης ή/και στις προγραμματικές της δηλώσεις. Είναι στόχοι, μέτρα και ενέργειες που δεν έχουν συμφωνηθεί (ακόμα;) με τον ελληνικό λαό ούτε έχουν αυτόματα τη δημοκρατική νομιμοποίηση. Χαρακτηριστικότερο όλων είναι το:

«…Αυτές οι ομάδες εργασίας θα έχουν επιπρόσθετα τη δικαιοδοσία να αναλαμβάνουν διορθωτική δράση σε όλες τις περιπτώσεις υπέρβασης των δαπανών, ενώ, σε περίπτωση που τα έσοδα του προϋπολογισμού είναι χαμηλότερα από τα προβλεπόμενα, μπορούν να μειώνουν τα έξοδα, προκειμένου να διασφαλιστεί η επίτευξη του στόχου για το έλλειμμα…»

Δηλαδή για κάθε υπηρεσία του Δημοσίου θα οριστεί, ήδη από τον τρέχοντα μήνα, ένας υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών και ένας του οικείου υπουργείου με υπερεξουσίες που φτάνουν ακόμα και στην περικοπή δαπανών, όχι με κριτήριο την αναγκαιότητά τους, αλλά με το αν τα «έσοδα του προϋπολογισμού είναι χαμηλότερα από τα προβλεπόμενα». Επίσης, «...η κυβέρνηση έχει ήδη ανακοινώσει ότι προτίθεται να καταρτίσει συμπληρωματικό προϋπολογισμό ή να υιοθετήσει επιπρόσθετα μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί η τήρηση της πορείας προσαρμογής». Με ποια συνταγματική διαδικασία πρόκειται να κάνει κάτι τέτοιο όμως δεν διευκρινίζει. Όλα δε, θα ελέγχονται ως προς την υλοποίησή τους από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.

Το δεύτερο που τραβάει την προσοχή μας από το φετινό ΠΣΑ είναι η συμπληρωματικότητα της πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης με αυτήν της προηγούμενης. Το ευρύτατα αναθεωρημένο ΠΣΑ, που έχουμε μπροστά μας, βασίζεται στην ίδια φιλοσοφία οικονομικής πολιτικής και επιδιώκει τους ίδιους στόχους.

Το τρίτο αξιοσημείωτο στο φετινό ΠΣΑ είναι η εμφανής προσπάθεια θεωρητικής τεκμηρίωσής του. Στις σελίδες 14-15 επιστρατεύει την λογιστική ταυτότητα των εθνικών λογαριασμών ως προς την ex-post σχέση του ισοζυγίου πληρωμών με τον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου για να πει ότι:

Το ΠΣΑ 2010-2013 παρέχει μια πιο βιώσιμη σχέση μεταξύ αποταμίευσης και επενδύσεων, η οποία εμφανίζει την αποκατάσταση της ιδιωτικής αποταμίευσης στο 13,2% του μέσου επιπέδου του ΑΕΠ, τη σταδιακή εξάλειψη της αρνητικής αποταμίευσης της γενικής κυβέρνησης και, ως εκ τούτου, τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που απαιτείται για τη χρηματοδότηση των ακαθάριστων επενδύσεων, στο βιώσιμο επίπεδο του 6% του ΑΕΠ μέχρι το 2013.

Εκλαμβάνοντας, λανθασμένα, μια λογιστική ταυτότητα ως τρόπο διαμόρφωσης των μακροοικονομικών μεγεθών. …Κάποιοι στην κυβέρνηση πρέπει να ξαναδιαβάσουν τον Stiglitz τους.

Την πρώτη-πρώτη παράγραφο μάλιστα την τελειώνει με το «δόγμα» του ΔΝΤ και των απανταχού μονεταριστών: «Η επιτυχία στην προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή δημιουργεί ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, το οποίο επιτρέπει την αποτελεσματική αξιοποίηση των δημοσίων πόρων, μειώνοντας ταυτόχρονα το φαινόμενο απώθησης (crowding out) των ιδιωτικών κεφαλαίων». Δεν μπαίνει βέβαια στον κόπο να εξηγήσει πώς και γιατί το 3% (και όχι κάτι άλλο) του ΑΕΠ έλλειμμα γενικής κυβέρνησης και 60% (και όχι κάτι άλλο) του ΑΕΠ δημόσιο χρέος, δημιουργούν σταθερό οικονομικό περιβάλλον και επιτρέπουν την αποτελεσματική αξιοποίηση των δημόσιων πόρων, και καταφεύγει στο έσχατο επιχείρημα του “crowding out”: «Τα [υπερβολικά] ελλείμματα απωθούν τις ιδιωτικές επενδύσεις λόγω της αύξησης των επιτοκίων που συνεπάγονται»

Η πραγματικότητα όμως μας δείχνει το αντίθετο. Η δαπάνη των κονδυλίων που προέρχονται από δανεισμό δημιουργεί επιπρόσθετο διαθέσιμο εισόδημα, αυξάνει τη ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα και κάνει περισσότερο κερδοφόρες τις ιδιωτικές επενδύσεις. Εάν, όπως τώρα λόγω της ύφεσης, υπάρχει πληθώρα αναξιοποίητων πόρων. Όσες επιχειρήσεις έχουν κερδοφόρες προοπτικές θα πρέπει να μπορούν να χρηματοδοτηθούν.

Η όποια «επενδυτική απώθηση» που είναι δυνατόν να προκύψει, δεν θα είναι αποτέλεσμα της οικονομικής πραγματικότητας, αλλά της ανάρμοστης για τη συγκυρία, περιοριστικής αντίδρασης στο δημοσιονομικό έλλειμμα. Ήδη η διαφορά επιτοκίου με την οποία η ΕΚΤ δέχεται τα ομόλογα του Δημοσίου ως εγγύηση για τις χορηγήσεις της στο τραπεζικό σύστημα αντισταθμίζει, εν μέρει, την επίπτωση των υψηλών spreads στο πραγματικό επιτόκιο της οικονομίας. Συνεπώς η «επενδυτική απώθηση» δεν είναι τόσο σημαντική. Ο απευθείας δανεισμός από την ΤτΕ ή την ΕΚΤ θα καθιστούσε, τουλάχιστον αυτό το πρόβλημα αμελητέο.