Πάμε πράγματι από το κακό στο χειρότερο. Η κυβέρνηση άγεται και φέρεται χωρίς σχέδιο, χωρίς διαπραγματευτική στρατηγική, χωρίς γραμμές άμυνας. Ήλθε λοιπόν η ώρα της κοινωνίας, των εργαζομένων, του λαϊκού παράγοντα.
Δε θα κερδίσουμε τίποτε αν μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια ή αν κάνουμε τα «καλά παιδιά». Διότι απέναντί μας δεν έχουμε μόνο μια σύνθετη κρίση.
Έχουμε ένα σκληρό μηχανισμό «πειθάρχησης» λαών και κοινωνιών και κυβερνήσεων που, στη βάση υπαρκτών ασφαλώς προβλημάτων, εκβιάζει, λοιδορεί, διασύρει τη χώρα διεθνώς, στοχοποιεί και ενοχοποιεί το λαό συνολικά, προσβάλλει την αξιοπρέπειά του. Απαιτεί όχι μόνο θυσίες αλλά μια μεγάλη ήττα κοινωνική για να παραδειγματιστούν άλλοι λαοί με ανάλογα προβλήματα. Άργησε πολύ ο κ. πρωθυπουργός να αναγνωρίσει ότι μας χρησιμοποιούν ως πειραματόζωο. Αλλά και τώρα που το αναγνώρισε τι άλλαξε; Ποιο είναι το πρακτικό και μετρήσιμο αποτέλεσμα της ως τώρα κυβερνητικής δράσης για την ανάσχεση της κρίσης;
ΤΟ ΝΕΟ ΔΟΓΜΑ
Η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση είναι το νέο δόγμα του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού. Εννοούν ότι μια χώρα που δεν έχει εθνικό νόμισμα για να υποτιμήσει, πρέπει να υποτιμήσει τους μισθούς και το κοινωνικό κράτος.
Πρόκειται για ένα κοινωνικά βάρβαρο δόγμα, διότι στην πράξη σημαίνει ότι κάθε οικονομική ανισορροπία, κάθε έλλειμμα, κάθε κρίση, κάθε υστέρηση ανταγωνιστικότητας, ανεξάρτητα αν οφείλεται σε τεχνολογική υστέρηση ή άλλες αιτίες, θα την πληρώνουν οι μισθοί και το κοινωνικό κράτος.
Η πρώτη συνέπεια αυτού του δόγματος είναι η ύφεση. Στη Λετονία, που εφάρμοσε αυτή την πολιτική, η πτώση του εθνικού εισοδήματος έχει ξεπεράσει το 17%, στην Ιρλανδία το 7%, στην Ουγγαρία το 6,7%. Η δεύτερη συνέπεια είναι η μαζική και χρόνια ανεργία. Και επειδή οι τιμές δεν πέφτουν όσο οι μισθοί, η τρίτη συνέπεια είναι η μαζική αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος σε βάρος του κόσμου της εργασίας. Ο συνδυασμός των παραπάνω με τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, ανοίγει το δρόμο για τη μετεξέλιξη της οικονομικής κρίσης σε κοινωνική με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Από τη στιγμή που μια χώρα συμμετέχει στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, δε μπορεί να βγει από την κρίση χωρίς ένα υποστηρικτικό ευρωπαϊκό πλαίσιο, χωρίς μια ευρωπαϊκή δυνατότητα δανεισμού είτε με ευρωομόλογα είτε με άλλο μηχανισμό.
Και προφανώς σφάλει ο πρωθυπουργός όταν λέει ότι δε θέλουμε οικονομική βοήθεια. Και θέλουμε οικονομική βοήθεια και τη δικαιούμαστε και εμείς και όσοι άλλοι συναποτελούμε το κοινό νόμισμα. Διότι με τον τρόπο που έχει συγκροτηθεί και λειτουργεί η Ε.Ε., ό,τι είναι έλλειμμα για τη μια χώρα είναι πλεόνασμα για την άλλη. Και η Γερμανία ειδικά κερδίζει πολλά από τα ελλείμματα των εταίρων της.
Το θέμα όμως δεν είναι να υπάρξει μια διμερής ή μια πολυμερής βοήθεια προς την Ελλάδα, αλλά να υπάρξει ένας θεσμικός διαφανής και δημοκρατικά νομιμοποιημένος μηχανισμός κοινού δανεισμού, πιστωτικής διευκόλυνσης και αλληλεγγύης για όλα τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Σας θυμίζω ότι η ανάγκη του ευρωομολόγου αναγνωριζόταν από τον Ντελόρ και τη σοσιαλδημοκρατία, πριν η τελευταία υποταχθεί στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Επίσης, αρχικά αναγνωριζόταν ότι η δημιουργία του ευρώ έπρεπε να συνοδεύεται από ισχυρό προϋπολογισμό της τάξης του 5% - 7%. Αυτό αποδείκνυε και η επιτροπή «σοφών» που είχε συσταθεί πριν τη δημιουργία του ευρώ (το λεγόμενο Mac Dougal Report).
ΑΚΡΑΙΑ ΣΕΝΑΡΙΑ
Η συζήτηση αυτή δείχνει μια βαθιά κρίση στρατηγικής. Διότι δεν είναι δυνατό να εκχωρείς το νόμισμά σου και ένα μέρος της κυριαρχίας σου σε ένα θεσμό, στην Ε.Ε. στην περίπτωσή μας, και όταν έχεις ανάγκη για να αποφύγεις τους εκβιασμούς των τοκογλύφων να προσφεύγεις σε κάποιον άλλο θεσμό. Μια ενδεχόμενη προσφυγή στο ΔΝΤ θα απονομιμοποιούσε πλήρως τη συμμετοχή μας στην Ε.Ε..
Με τα σημερινά δεδομένα λοιπόν θεωρώ ότι στρατηγική επιλογή μας πρέπει να είναι η προώθηση ενός προοδευτικού σχεδίου εξόδου από την κρίση, το οποίο όμως θα εντάσσεται σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή δυναμική, θα συναντάται με τις ανάγκες άλλων χωρών και λαών και θα διεκδικεί την υλοποίησή του σε αντιπαράθεση προς τις κυρίαρχες σήμερα συντηρητικές επιλογές της Ε.Ε.
Είναι γεγονός ότι αρκετά κρατικά ομόλογα κοντά στα 150 δις ? λήγουν τα επόμενα τέσσερα με πέντε χρόνια. Τα ομόλογα αυτά πρέπει να ανανεωθούν. Συνολικά μέχρι το 2013, το ελληνικό κράτος πρέπει να δανειστεί πάνω από 200 δις ευρώ. Ο δανεισμός αυτός είναι προφανές ότι δε μπορεί να γίνει με τα σημερινά επιτόκια της τάξης του 6% ή 7%. Κάτι τέτοιο, ακόμη και αν ήταν εφικτό, θα ισοδυναμούσε με χρεοκοπία, διότι οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του χρέους θα απορροφούσαν το μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών εσόδων.
Δεν υπάρχει χώρος λοιπόν για κανέναν εφησυχασμό. Ωστόσο, ακόμη και αν τα πράγματα φτάσουν στα άκρα, δεν έχει νόημα η έξοδος από το ευρώ όσο η ΟΝΕ διατηρεί τη συνοχή της. Ακόμη και μια στάση πληρωμών θα είχε καλύτερα αποτελέσματα αν γινόταν μένοντας στην ευρωζώνη, αφού σε μια τέτοια ακραία εκδοχή το θέμα είναι πώς θα κάνουμε πρόβλημα τους το πρόβλημά μας και όχι πώς να τους απαλλάξουμε από την παρουσία μας. Και βέβαια τα αποτελέσματα θα ήταν ακόμη πιο σίγουρα αν μια τέτοια ακραία κίνηση γινόταν συνδυασμένα από περισσότερες χώρες.
Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης έχουν πολλά κοινά προβλήματα. Έχουν μεγάλα εμπορικά ελλείμματα και υψηλή ανεργία. που απειλεί να γίνει υψηλότερη. Επομένως, έχουν ανάγκη από μια πολιτική ενίσχυσης της εσωτερικής τους αγοράς, καθώς και από μια ευέλικτη συναλλαγματική πολιτική, που θα υποβοηθήσει τις εξαγωγές. Επίσης έχουν ανάγκη από κοινούς μηχανισμούς δανεισμού, διότι ακόμη και οι χώρες που δεν έχουν υψηλό δημόσιο χρέος γίνονται στόχος κερδοσκοπικών επιθέσεων. Υπάρχουν συνεπώς κοινές ανάγκες σχετικά με την κοινωνικο οικονομική τους ανάπτυξη, αλλά και κοινές επιδιώξεις, με τον προσανατολισμό και τη λειτουργία της ΟΝΕ, γύρω από τις οποίες θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένα τόξο του Νότου για μια κοινή δημοκρατική και αλληλέγγυα ευρωπαϊκή πολιτική. Οι εργαζόμενες τάξεις, τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα, οι δυνάμεις της Αριστεράς, αναλαμβάνοντας να εκφράσουν και να υπηρετήσουν αυτή την ανάγκη, θα μπορούσαν να της προσδώσουν προοδευτικό κοινωνικό περιεχόμενο και πολιτική προοπτική.
Η «ΓΕΡΜΑΝΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ Ε.Ε. ΚΛΟΝΙΖΕΙ ΤΗ ΣΥΝΟΧΗ ΤΗΣ
Ασφαλώς. Διότι, η στρατηγική της κυρίαρχης σήμερα γερμανικής πολιτικής, που στηρίζεται στη σκληρή δημοσιονομική γραμμή και στο σκληρό ευρώ, δεν ενώνει αλλά διχάζει την Ε.Ε. Η «γερμανοποίηση» της πολιτικής της Ε.Ε. κλονίζει τη συνοχή της, αφού δε μπορούν διαφορετικές οικονομικές δομές και ανάγκες να χωρέσουν στο ίδιο κοστούμι.
Επομένως, πέρα από το ζήτημα των μισθών ή άλλων επιμέρους στόχων, η τύχη του ευρώ και οι προσανατολισμοί της Ε.Ε. αποτελούν ζητήματα που ξανατίθενται σήμερα υπό το φως μιας κρίσης που δεν είχε προβλεφτεί, αλλά ήλθε και αμφισβητεί τις προϋπάρχουσες διευθετήσεις και δημιουργεί τις ανάγκες για νέους διακανονισμούς.
Οι δυνατότητες λοιπόν υπάρχουν, αλλά μένει να αξιοποιηθούν.
Η πρωτοβουλία επομένως που με καθυστέρηση πήραμε για μια συνάντηση των αριστερών δυνάμεων των χωρών του Νότου, είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα. Πρέπει να στηριχτεί, να αποκτήσει ρίζες, εύρος, συνέχεια και προοπτική.
Η Αριστερά της εποχής μας έχει τα δικά της προβλήματα, τις δικές της προγραμματικές ανεπάρκειες και ελλείμματα αξιοπιστίας.
Αυτές οι εγγενείς αδυναμίες της Αριστεράς της εποχής μας θα μπορούσαν να μετριαστούν και να ξεπεραστούν με μια συνειδητή προσπάθεια συσπείρωσης των διάσπαρτων δυνάμεών της, μαζί με μια διαρκή προσπάθεια ανασύνθεσης και αναθεμελίωσης των οραμάτων, των προγραμμάτων και των μεθόδων της δράσης της.
Προσωπικά πίστευα πως γι αυτό είμαστε στο ΣΥΝ και γι αυτό δημιουργήσαμε το ΣΥΡΙΖΑ. Κάναμε άλλωστε σημαντικά βήματα στις προγραμματικές μας επεξεργασίες. Εδώ και καιρό, όμως, και στους δυο χώρους ζούμε το φετιχισμό και τη λατρεία της διαφοροποίησης παρά της σύνθεσης και της συγκρότησης κοινών τόπων.
Ας ελπίσουμε ότι το βάθος της κρίσης και ο πόνος των ανθρώπων και της κοινωνίας από τις αντικοινωνικές πολιτικές, θα κάνει πιο δυνατή τη φωνή του κόσμου της Αριστεράς και πιο αυστηρή την απαίτησή του για μια διαφορετική ενωτική διάθεση, πρακτική και πορεία και στο ΣΥΝ και στο ΣΥΡΙΖΑ και ευρύτερα.