Η παγκόσμια οικονομική κρίση έθεσε ένα σοβαρό δίλημμα στις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην ΕΕ: ή θα προβούν σε παρεμβάσεις που θα έθεταν σε έμπρακτη αμφισβήτηση τη νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική ή θα επέμεναν στη διατήρησή της. Παρεμβάσεις όπως ένας πανευρωπαϊκός μηχανισμός αντιμετώπισης της κρίσης με άξονα την ενίσχυση της εργασίας, η έκδοση ευρωομολόγου, ο δανεισμός των κρατών από την ΕΚΤ, κ.ά. αποτελούν πολιτικές επιλογές που ενώ θα αντιμετώπιζαν τις συνέπειες της κρίσης, εντούτοις θα ακύρωναν το Σύμφωνο Σταθερότητας και θα πίεζαν σε μια διαφορετική Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη.
Mε άλλα λόγια, το δίλημμα που τέθηκε από την κρίση είναι: ή ο νεοφιλελευθερισμός θα πάψει πλέον να είναι ηγεμονική πολιτική στη Ευρώπη επειδή η κρίση απαιτεί κεϊνσιανού τύπου πολιτικές (αυξημένες δαπάνες) και συλλογικό μηχανισμό αντιμετώπισης, ή ενάντια σε κάθε λογική θα συνεχίσει να ηγεμονεύει.
Η επιλογή στο δίλημμα αυτό εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής. Η κρίση θεωρήθηκε ευκαιρία για να επιτευχθούν με γρήγορους ρυθμούς αντιδραστικές αλλαγές με στόχο τους εργαζομένους. Αποτελεί ευκαιρία προφανώς, επειδή η κρίση αδυνατίζει, μέσω του χρέους και των ελλειμμάτων, τα δημόσια οικονομικά και υπό τη σιδηρά απειλή των αριθμών του χρέους και των ελλειμμάτων, οι όποιες φωνές αμφισβήτησης αντιμετωπίζουν περισσότερες πιθανότητες να καμφθούν.
Η απάντηση στο δίλημμα λοιπόν έχει τον χαρακτήρα ενός στοιχήματος: να μετατραπεί η αποτυχία του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, που παρήγαγε μία παγκόσμια κρίση, σε κινητήριο δύναμη εμβάθυνσής του.
Μόνο σε ένα τέτοιο πολιτικό πλαίσιο οι αγορές με τη σειρά τους ασκούν τη λειτουργία τους ως μηχανισμός πειθάρχησης: η πολιτική της ΕΕ συνίσταται στην εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος διά της έκθεσης των χωρών-μελών σε αυτόν τον μηχανισμό πειθάρχησης. Δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αυτό. Η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, ή και η ίδια η Γαλλία ακόμη, αποτελούν χώρες που τους αφορά αυτός ο μηχανισμός. Γιʼ αυτό και η απόκρουση πρέπει να γίνει συντονισμένα από τους λαούς της Ευρώπης.
Στον ΣΥΡΙΖΑ έχουμε μιλήσει εδώ και καιρό για την ανάγκη κατάργησης του Συμφώνου Σταθερότητας, με τη λογική ότι πρέπει να μπουν άλλες προτεραιότητες. Δεν είναι φυσικός νόμος η συμμόρφωση στις υποδείξεις των διεθνών χρηματαγορών. Είναι μια πολιτική επιλογή και ως τέτοια είναι ανατρέψιμη.
Επιμένουμε λοιπόν και στη Βουλή και στους δρόμους να ζητάμε την κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Οχι γιατί δεν μας νοιάζουν τα ελλείμματα και τα χρέη, αλλά γιατί σε πρώτο πλάνο είναι οι ανάγκες των πολλών. Δεν αποτελεί αποδεκτή λύση η «εμπιστοσύνη» των αγορών αν η Ελλάδα έχει ένα εκατομμύριο άνεργους, δυόμισι εκατομμύρια φτωχούς και διαλυμένα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτά υπόσχεται το Πρόγραμμα Σταθερότητας, αυτά παραδέχονται οι υπουργοί δημοσίως. Σε αυτό τον πολιτικό παραλογισμό της ενσυνείδητης ισοπέδωσης της κοινωνίας προς όφελος των χρηματοπιστωτικών ομίλων η Αριστερά θα αντισταθεί μέχρι τέλους. Το επιτάσσει πέραν όλων των άλλων και η λογική.
Ανδρέας Καρίτζης, μέλος της ΠΓ του Συνασπισμού