Για να κατανοηθεί πού βρισκόμαστε σήμερα από πλευράς ισότητας των φύλων, θα πρέπει να κάνουμε μια σαφή διάκριση ανάμεσα στις διακρίσεις λόγω φύλου και στις ανισότητες λόγω φύλου. Μπορεί οι σεξιστικές διακρίσεις να απαγορεύονται από τη νομοθεσία, όμως οι ανισότητες είναι κάτι πιο σύνθετο, είναι βαθιά ριζωμένες, επιβιώνουν των νομικών ρυθμίσεων και απαιτούν τη λήψη όχι μόνο νομοθετικών αλλά και διοικητικών και οργανωτικών μέτρων, καθώς και την προώθηση των λεγόμενων «θετικών μέτρων». Γιʼ αυτό, το πέρασμα από την de jure στην de facto ισότητα είναι ολόκληρη διαδικασία, και απαιτεί συνδυασμένα μέτρα πολιτικής, ένα συνεκτικό εθνικό σχέδιο, με στόχους, χρονοδιάγραμμα και διάθεση πόρων.
Οι ισχύοντες νόμοι και συνθήκες συνθέτουν το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο για την προώθηση της ισότητας των δύο φύλων. Το πλαίσιο αυτό ωστόσο αφενός δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς, αφετέρου παραβιάζεται συστηματικά. Επιπλέον αφορά κυρίως την τυπική ισότητα Για να επιτύχουμε την ουσιαστική ισότητα, απαιτούνται επιπλέον θετικά μέτρα και μέτρα εναρμόνισης των οικογενειακών και επαγγελματικών-κοινωνικών υποχρεώσεων των εργαζόμενων γονέων.
Η νομοθεσία λοιπόν παραμένει εν πολλοίς αναξιοποίητη, παραβιάζεται και καταστρατηγείται. Κορυφαίο παράδειγμα διαρκούς καταστρατήγησης αποτελεί η αρχή της ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία, αν και έχει πίσω της πολύ ισχυρή νομοθεσία.
Με δεδομένο ότι η ισότητα των φύλων έχει χαρακτηριστεί ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, η παραβίασή της έχει αναγνωρισθεί ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του καιρού μας –πρόβλημα δημοκρατίας, βιώσιμης ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής– και η επίτευξή της έχει συμπεριληφθεί στους οκτώ αναπτυξιακούς στόχους της Διακήρυξης της Χιλιετίας, χρειάζεται να αναβαθμιστεί επειγόντως η μέριμνα της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας για το ζήτημα.
Ανισότητα αμοιβών ανδρών και γυναικών
Η εργασία των γυναικών, του κατώτερου τμήματος των εργαζομένων (σύμφωνα με την ετήσια Έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για το 2009) έχει μετατραπεί σε δουλεία, με εξευτελιστικές αμοιβές, χωρίς ασφάλιση, με μεταχείριση που περιέχει βία, απειλές, και σεξουαλική παρενόχληση, με συνθήκες εργασίας που στοιχίζουν στις εργαζόμενες γυναίκες ακόμη και τη ζωή τους.
Η εργασία των γυναικών, Ελληνίδων και μεταναστριών, όχι μόνο δεν ικανοποιεί τα όνειρα και τις ανάγκες τους, αλλά προσβάλλει την αξιοπρέπειά τους και τις οδηγεί στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Οι εργαζόμενες γυναίκες γίνονται αντικείμενο απάνθρωπης εκμετάλλευσης, πληρώνονται εξευτελιστικά (οι καθαρίστριες εργάζονται κατά κανόνα με καθεστώς ενοικιαζόμενης εργασίας, αμείβονται με 300 ευρώ το μήνα, χωρίς ένσημα), λαμβάνουν χαμηλότερες αμοιβές από τους άνδρες ακόμη και για τη μερική απασχόληση. Με τέτοιες αμοιβές, μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς και τι σύνταξη θα πάρουν, αν θα πάρουν.
Την ίδια στιγμή, πυκνώνουν τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα με θύματα γυναίκες. Αυξάνονται διαρκώς οι απολύσεις εγκύων. Διώκονται με απολύσεις και δολοφονικές επιθέσεις οι συνδικαλίστριες. Πολύ περισσότερες γυναίκες απʼ ό,τι άνδρες μένουν άνεργες. Το τρίτο τρίμηνο του 2009 το συνολικό ποσοστό της ανεργίας ανήλθε στο 9,3%. Για τους άνδρες το ποσοστό αυτό είναι 6,6%, ενώ για τις γυναίκες 13,1%. Για τους νέους άνδρες αγγίζει το 13,9%, ενώ για τις νέες γυναίκες το 24,5%.
Τα ασφαλιστικά δικαιώματα των γυναικών καταπατώνται βάναυσα τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Τα όρια συνταξιοδότησης εξισώνονται προς τα πάνω και καταργούνται τα θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών.
Οι δημόσιες υπηρεσίες πρόνοιας, που, μεταξύ των άλλων, στηρίζουν τις γυναίκες για να βγουν στην αγορά εργασίας, έχουν σχεδόν στο σύνολό τους ιδιωτικοποιηθεί. Το δημόσιο πλέγμα «ολοήμερα σχολεία – δημόσιοι βρεφικοί και παιδικοί σταθμοί – φύλαξη παιδιών – βοήθεια στο σπίτι για ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρία – βοηθοί μητέρες», αυτό δηλαδή που ονομάζεται φροντίδα και μέριμνα, έχει παραδοθεί στις κερδοσκοπικές ορέξεις της αγοράς.
Τον Νοέμβριο του 2009 ο Συνήγορος του Πολίτη έδωσε στη δημοσιότητα ειδική έκθεση με θέμα την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην απασχόληση και τις εργασιακές σχέσεις. Η έκθεση αξιολογεί και αναδεικνύει νομικά, διαδικαστικά και πρακτικά προβλήματα που ανέκυψαν κατά την εφαρμογή του νόμου 3488/2006. Δύο είναι οι πιο κραυγαλέες περιπτώσεις καταστρατήγησης υφιστάμενων νόμων: η ανισότητα των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών και οι απολύσεις εγκύων.
Σύμφωνα με έρευνα της στατιστικής υπηρεσίας του ΙΚΑ που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2008, το γεγονός ότι «το δικαίωμα της ίσης αμοιβής εξακολουθεί να μην τηρείται και η διάκριση μεταξύ των δύο φύλων να είναι εμφανής» συνιστά «στρέβλωση της αγοράς εργασίας». Με βάση τα στοιχεία του ΙΚΑ, ακόμη και στη μερική απασχόληση οι γυναίκες αμείβονται κατά μέσο όρο με 70 ευρώ λιγότερα το μήνα σε σχέση με τους άνδρες (ο μέσος μηνιαίος μισθός ανέρχεται στα 515,29 ευρώ για τις γυναίκες, έναντι 584,87 ευρώ για τους άνδρες). Στο σύνολο των εργαζομένων οι αμοιβές των γυναικών είναι κατά μέσο όρο 20% χαμηλότερες από εκείνες των ανδρών.
Η νομοθεσία (άρθρο 15, παρ. 1 του ν. 1483/1984) απαγορεύει και θεωρεί άκυρη την καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και για ένα χρόνο μετά τον τοκετό. Μοναδική εξαίρεση συνιστά η ύπαρξη σπουδαίου λόγου, η συνδρομή του οποίου αποτελεί βασικό στοιχείο για την εγκυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης, και μάλιστα θα πρέπει να δικαιολογείται επαρκώς στο έγγραφο της καταγγελίας.
Αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας οφείλεται στο γεγονός ότι η εργαζόμενη έμεινε έγκυος ή γέννησε τέκνο, τότε πρόκειται για άμεση διάκριση λόγω φύλου, η οποία αποτελεί παράβαση του άρθρου 5, παρ. 3, εδ. δ΄ του ν. 3488/2006.
Η Επιθεώρηση Εργασίας ενημέρωσε το Συνήγορο του πολίτη ότι κατά τη διάρκεια του 2008 και του πρώτου εξαμήνου του 2009 έλαβε συνολικά 49 καταγγελίες για θέματα διακρίσεων λόγω φύλου. Η πλειοψηφία των καταγγελιών (32 από τις 49) αφορούσαν απολύσεις. Οι 26 από αυτές ήταν απολύσεις εγκύων. Αυτά τα στοιχεία αφορούν αποκλειστικά και μόνο γυναίκες που τόλμησαν να προβούν σε καταγγελία. Στην πραγματικότητα οι απολύσεις εγκύων γυναικών είναι πολύ περισσότερες.
Βία κατά των γυναικών
Σύμφωνα με ευρωπαϊκά και διεθνή κείμενα, η βία κατά των γυναικών είναι ένα φαινόμενο ευρέως διαδεδομένο και απαντάται σε όλες τις κοινωνίες. Είναι ένα πρόβλημα κοινωνικό, τις συνέπειες του οποίου τις υφίσταται καθημερινά το κοινωνικό σύνολο. Η βία κατά των γυναικών αποτελεί εμπόδιο για την επίτευξη της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών και συνδέεται με τον καταμερισμό της εξουσίας μεταξύ των δύο φύλων, καθώς και με την εικόνα που έχουν οι άνδρες για τις γυναίκες.
Ο νόμος 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας όχι μόνο δεν έλυσε το πρόβλημα, αλλά αντιθέτως το επέτεινε ακόμη περισσότερο. Επίσης δεν πληροί καμία από τις προϋποθέσεις ενός σύγχρονου νόμου, δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα και συνεπώς δεν το λύνει. Αντιθέτως, δημιουργεί πρόβλημα, τόσο με το πνεύμα που τον διακατέχει γενικά όσο και με τη θέσπιση του θεσμού της δικαστικής διαμεσολάβησης ειδικότερα.
Το πνεύμα του νόμου αποτυπώνεται με σαφήνεια στην αιτιολογική έκθεση, όπου αναφέρεται ότι: «Σκοπός του παρόντος νόμου είναι να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας στη βάση των αρχών της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης και της αξιοπρέπειας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση των προσώπων στην ελληνική οικογένεια. Με τον παρόντα νόμο η πολιτεία δεν επιδιώκει να παρέμβει στην ιδιωτική ζωή των μελών της οικογένειας και δεν θίγει ήθη, αξίες και αρχές, όπως αυτές διαμορφώνονται στην ελληνική κοινωνία».
Διαιωνίζεται δηλαδή η ιδέα ότι η οικογένεια είναι «ιδιωτικό» βασίλειο, διακρινόμενο πλήρως από το «δημόσιο» –την εργασία και την πολιτική–, ένα βασίλειο όπου ο άνδρας ασκεί την ίδια κυριαρχία και την ίδια εξουσία που ασκεί στη δημόσια ζωή. Οι συντάκτες του νόμου δεν αποδέχονται την εξίσωση του «ιδιωτικού» με το «δημόσιο», σέβονται «το άβατο της οικογένειας» και δηλώνουν ότι η «πολιτεία δεν επιδιώκει να παρέμβει στην ιδιωτική ζωή των μελών της οικογένειας», επειδή, σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου, η οικογένεια αποτελεί τον προνομιακά προστατευόμενο από το νόμο θεσμό και χώρο.
Δεν εκδηλώνεται κανένα ενδιαφέρον για την κατάσταση της γυναίκας που κακοποιείται μόνο λόγω του φύλου της, με σκοπό την επιβολή της εξουσίας από τους άνδρες. Αγνοείται εντελώς η προσωπικότητά της.
Τα άρθρα 11-14 του ν. 3500/2006 αναφέρονται στη λειτουργία του απαράδεκτου θεσμού του διαμεσολαβητή.
Η διατύπωση των σχετικών άρθρων στο σύνολό τους δίνει την εντύπωση ότι ο θεσμός δημιουργήθηκε για να προστατεύει το δράστη των βίαιων πράξεων. Έτσι, ο αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέας κρίνει αν θα ασκηθεί αυτή, φροντίζει δηλαδή να αποτρέψει τη δίωξη και η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο, εφόσον ο δράστης του εγκλήματος δηλώσει ότι είναι πρόθυμος να δώσει το λόγο της τιμής του ότι δεν θα επαναλάβει στο μέλλον τις πράξεις βίας!
Ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι η βία κατά των γυναικών αποτελεί έγκλημα κατά των ανθρώπινων δικαιωμάτων των γυναικών. Δεν ανεχόμαστε καμία μορφή βίας κατά των γυναικών. Πιστεύουμε ότι η απουσία του αυτοτελούς όρου «βία κατά των γυναικών» στον Ποινικό Κώδικα δημιουργεί προβλήματα στις περιπτώσεις της ενδοοικογενειακής βίας. Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο δίνει την εντύπωση πρόχειρου και ευκαιριακού νομοθετικού προσχήματος για την αποφυγή ουσιαστικής αντιμετώπισης του επαίσχυντου και απαράδεκτου αυτού φαινόμενου. Γιʼ αυτό προτείνουμε και διεκδικούμε τη θεσμική αναδόμηση και την αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας.
O ΣΥΡΙΖΑ ζητεί: α) τη θέσπιση ενιαίου νόμου για τη βία κατά των γυναικών, β) την απόσυρση του θεσμού της δικαστικής διαμεσολάβησης και γ) τη δημιουργία του θεσμού οικογενειακού δικαστηρίου.
Επώνυμο γυναικών μετά την τροποποίηση του άρθρου 1388 του Αστικού Κώδικα με το νόμο 3719/2008
Με το άρθρο 28 του νόμου 3719/2008 τροποποιήθηκε το άρθρο 1388 του Αστικού Κώδικα, με την προσθήκη εδαφίου το οποίο άλλαξε ένα σημαντικό άρθρο του νόμου 1329/1983 για το οικογενειακό δίκαιο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 του νόμου 3719/2008, που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ και το ΛΑΟΣ, οι σύζυγοι δύνανται να μην διατηρούν αναγκαστικά το οικογενειακό τους επίθετο, όπως προέβλεπε ο μέχρι τότε ισχύων νόμος, αλλά δύνανται να παίρνουν αυτό του συζύγου, εφόσον υπάρχει συναίνεση και των δύο.
Η διάταξη αυτή αποτελεί οπισθοδρόμηση ως προς την ελληνική έννομη τάξη και κοινωνία και ως προς την ουσιαστική κατοχύρωση της ισότητας των φύλων και της αυτοτέλειας και συνέχειας της προσωπικότητας της γυναίκας. Σήμερα η κατάργηση της εν λόγω διάταξης αποτελεί πάγιο αίτημα και σταθερή διεκδίκηση.
Με βάση όλα τα παραπάνω,
Επερωτώνται οι αρμόδιοι Υπουργοί:
1) Προτίθεται η κυβέρνηση να λάβει την πολιτική απόφαση και τα απαραίτητα μέτρα για την εξάλειψη της άδικης περικοπής των αμοιβών των εργαζόμενων γυναικών λόγω φύλου και μόνο, καθώς και για την κατάργηση μορφών εργασιακών σχέσεων (ενοικίαση εργαζομένων κ.ά.), που καταδυναστεύουν κυρίως τις εργαζόμενες γυναίκες;
2) Προτίθεται να διαμορφώσει κοινά αποδεκτές αρχές για τα συστήματα αξιολόγησης αμοιβών, επιχειρησιακά ή εξατομικευμένα, απαλλαγμένες από τη διάκριση λόγω φύλου;
3) Θα παρέμβει άμεσα για να εμποδίσει με εξονυχιστικούς ελέγχους τις αθρόες απολύσεις εγκύων εργαζομένων γυναικών;
4) Θα υπάρξει παρέμβαση αρμόδιων φορέων στις επιχειρήσεις, προκειμένου να μην αρνούνται την πρόσληψη εγκύων γυναικών, να μην απολύουν έγκυες εργαζόμενες και να εξασφαλίζουν την επαγγελματική και μισθολογική εξέλιξή τους όταν επιστρέφουν στην εργασία τους μετά την άδεια μητρότητας;
5) Σε τι βάθος χρόνου θα υλοποιηθεί το εξαγγελθέν στις 25 Νοεμβρίου 2009 Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη βία κατά των γυναικών και ποιο είναι το ποσό της χρηματοδότησής του από το ΕΣΠΑ;
6) Προτίθεται η κυβέρνηση να καταργήσει τις διατάξεις που αφορούν το θεσμό της δικαστικής διαμεσολάβησης;
7) Είναι στις προθέσεις της να καταρτίσει ενιαίο νόμο για τη βία κατά των γυναικών, που θα συμπεριλαμβάνει και το θεσμό του οικογενειακού δικαστηρίου;
8) Είναι στις προθέσεις της να καταργήσει το άρθρο 28 του νόμου 3719/2008, προκειμένου να τηρήσει την προεκλογική της δέσμευση, σύμφωνα άλλωστε και με τη θέση που είχε υιοθετήσει, ως αξιωματική αντιπολίτευση, κατά την περίοδο της ψήφισης του συγκεκριμένου νόμου;
Οι επερωτώντες βουλευτές:
Αλέξης Τσίπρας
Ευαγγελία Αμμανατίδου-Πασχαλίδου
Ηρώ Διώτη
Θοδωρής Δρίτσας
Μιχάλης Κριτσωτάκης
Φώτης Κουβέλης
Αναστάσιος Κουράκης
Παναγιώτης Λαφαζάνης
Αθανάσιος Λεβέντης
Βασίλειος Μουλόπουλος
Δημήτριος Παπαδημούλης
Νίκος Τσούκαλης
Γρηγόρης Ψαριανός