ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητούμε σήμερα μια πρόταση νόμου η οποία αφορά στην εξυγίανση, όπως επιγράφεται, των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων.
Θα έλεγα επί της πολιτικής ουσίας ομιλούμε ψευδεπίγραφα και ψευδεπώνυμα με την έννοια ότι η στήριξη αυτών των επιχειρήσεων απουσιάζει ως πολιτική πρακτική εδώ και αρκετά χρόνια. Και αρκεί κάποιος να προστρέξει στα επίσημα στοιχεία -τα τελευταία αν θέλετε- από το έτος 2007-2008 και μετά, για να διαπιστώσει κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τις αθρόες πτωχεύσεις οι οποίες εγγράφονται στα σχετικά βιβλία των αρμοδίων δικαστηρίων. Μπορεί ο οποιοσδήποτε να προστρέξει στα ίδια στοιχεία για να διαπιστώσει τις επίσης αθρόες, ακάλυπτες επιταγές και άλλα χρεόγραφα με τα οποία κινούνται οι μικρές, οι μεσαίες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ακριβώς γιʼ αυτό το λόγο υποστηρίζω ότι, δεν είναι θέμα ενός νομοσχεδίου -ακριβέστερα πρόταση νόμου- σαν το συζητούμενο σήμερα, η στήριξη των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αλλά είναι υπόθεση που έχει σχέση με την ανάληψη συγκεκριμένων οικονομικών πολιτικών για την στήριξη αυτών των επιχειρήσεων. Απουσιάζει όμως η οποιαδήποτε τέτοια ρύθμιση.
Και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι με τα νέα μέτρα τα οποία εξαγγέλθηκαν, μέτρα δυσβάσταχτα, μέτρα σκληρά, θα έχουμε ως αποτέλεσμα το πάγωμα της αγοράς, θα έχουμε ως αποτέλεσμα μία βαθιά οικονομική ύφεση η οποία θα τροφοδοτήσει περαιτέρω την υπονόμευση ή και την εξαφάνιση ακόμη περισσοτέρων επιχειρήσεων σε αυτόν τον τόπο.
Η συζήτηση της πρότασης νόμου γίνεται την ημέρα που τα οικονομικά μέτρα έχουν εξαγγελθεί και ο ελληνικός λαός παρακολουθεί με αγωνία το τι συμβαίνει. Βεβαίως υπάρχει οικονομική κρίση, αλλά δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της γενικότερης, της παγκόσμιας, της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης αυτό που καταγράφεται στη χώρα μας. Η παγκόσμια οικονομική κρίση συνάντησε μία εύθραυστη ελληνική οικονομία η οποία δεν προέκυψε από πολιτική παρθενογένεση, αλλά ήταν το αποτέλεσμα μιας βαθιάς νεοφιλελεύθερης, συντηρητικής πολιτικής η οποία εδώ και χρόνια αποδόμησε βασικούς ιστούς της οικονομίας που στο βαθμό που θα υπήρχαν και μάλιστα εξυγιασμένοι, θα μπορούσαν να ελαχιστοποιούν τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης.
Αποσαθρώθηκε ο δημόσιος τομέας. Και αυτό δεν έχει καμμία σχέση με το πολιτικό αίτημα ότι έπρεπε να εξορθολογισθεί και πρέπει να σήμερα να εξορθολογιστεί ο δημόσιος τομέας. Έχει σχέση με εκείνη την αλόγιστη οικονομική συμπεριφορά που για την κάλυψη των οποιονδήποτε αναγκών, έβρισκε τον εύκολο τρόπο, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση. Και παρεδόθησαν κρίσιμοι τομείς της ελληνικής οικονομίας και από το ΠΑΣΟΚ στα χέρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Και βεβαίως, στο δρόμο αυτό κινήθηκε με μεγάλη ταχύτητα και με μεγαλύτερη ένταση η ανερμάτιστη οικονομική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας.
Και σήμερα στο όνομα αντιμετώπισης της κρίσης, καλείται ο ελληνικός λαός να επωμιστεί βάρη τα οποία δεν αντέχει κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Έχει ευθύνη η πλειοψηφία του ελληνικού λαού για τα όσα έχουν συμβεί; Οι άνθρωποι της μισθωτής εργασίας χρόνια ολόκληρα δεν βλέπουν καθηλωμένοι την εισοδηματική πολιτική; Ταυτόχρονα δεν βλέπει η ελληνική κοινωνία, δεν βλέπουμε όλοι εμείς οπουδήποτε και αν ανήκουμε πολιτικά, ότι είναι ελάχιστοι εκείνοι που καρπώθηκαν το οικονομικό αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης; Μια οικονομική ανάπτυξη που σε δεδομένες στιγμές συντελέστηκε σε αυτόν τον τόπο και μάλιστα με δείκτες εξαιρετικά υψηλούς, τους υψηλότερους στην ευρωζώνη και επί των κυβερνήσεων Σημίτη και στην πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης της Χώρας από την κυβέρνηση Καραμανλή.
Που είναι αυτοί οι επικαρπωτές του παραχθέντος οικονομικού αποτελέσματος. Γιατί αυτοί δεν αποτελούν το ενδιαφέρον μια φορολογικής πολιτικής, προκειμένου εκεί να αναζητηθεί η φορολογητέα ύλη και από εκεί να εισπραχθεί.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι οι τράπεζες κατά γενική ομολογία, πραγματοποίησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια όχι μεγάλα κέρδη αλλά χυδαία κέρδη. Και σήμερα αυτές οι τράπεζες με δεδομένη την απουσία μιας πολιτικής κλείνουν την στρόφιγγα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σταματάνε τη δανειοδότηση, αλλάζουν τους όρους. Και το αποτέλεσμα είναι αυτές οι επιχειρήσεις με κλειστή την τραπεζική στρόφιγγα, να μη μπορέσουν να αντέξουν και να προσθέσουν ένα ακόμη αρνητικό στοιχείο στην υπάρχουσα βεβαρημένη οικονομική τους κατάσταση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν παρακολουθεί ο ελληνικός λαός, δεν ξέρει ότι υπήρξε λεηλασία του δημόσιου αγαθού, άλλες φορές άμεσα με συγκεκριμένες πράξεις και μάλιστα παράνομες και άλλες φορές με παραλείψεις ή με έμμεσες ενέργειες που τροφοδότησαν αυτή τη λεηλασία του δημοσίου αγαθού; Όταν μιλάμε σήμερα για έναν υπερτροφικό δημόσιο τομέα με επιτροπές, παραεπιτροπές, συμβούλια, παρασυμβούλια τα οποία εισπράττουν χρήματα, αφαιρούν χρήματα από τον δημόσιο πλούτο, αδικούν τον ελληνικό λαό, δεν είναι τα αποτελέσματα μιας συγκεκριμένης πολιτικής; Βεβαίως.
Και το ζητούμενο είναι και θα συμφωνήσω με την παρατήρηση, ότι όταν ανακαθορίζονται οι κοινωνικοί συσχετισμοί -και βεβαίως ανακαθορίζονται οι κοινωνικοί συσχετισμοί- με το δεδομένο ότι περιθωριοποιούνται οικονομικά ακόμη μεγαλύτερα στρώματα, τότε είναι αναγκαίος και ο πολιτικός ανακαθορισμός. Άρα ο πολιτικός ανακαθορισμός είναι ζητούμενο και είναι στα χέρια του ελληνικού λαού το πότε θα θελήσει αυτήν τη συντελούμενη ανακαθοριστική διαδικασία στη βάση της κοινωνίας, να την εκφράσει και στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι σκληρά τα μέτρα, είναι δυσβάσταχτα. Για εμάς είναι και μονομερή. Τι θα γίνει κυρίες και κύριοι συνάδελφοι με το 25% περίπου του ελληνικού λαού, που ζει κάτω από τα όρια της φτώχιας; Και δεν είναι δικά μας στοιχεία αυτά. Αυτά είναι επίσημα στοιχεία της EUROSTAT. Πάγωμα –λέει- των μισθών και των συντάξεων, σε ποιους; Σε αυτούς που παίρνουν σύνταξη 500, 600, 700 ευρώ ή στους μισθωτούς οι οποίοι με αποσαρθρωμένη την εργασιακή τους σχέση, παίρνουν μηνιαίες αποδοχές επίσης των 700 και 800 ευρώ. Τα οικονομικά μέτρα τους έχουν και αυτούς στο κέντρο της επίθεσης, διότι παγώνει η οποιαδήποτε αύξηση και για αυτά τα εισοδήματα κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Για ποια στήριξη των επιχειρήσεων και της αγοράς μπορούμε να μιλάμε στο όνομα της πρότασης νόμου που φέρνει η αξιωματική αντιπολίτευση η Νέα Δημοκρατία, όταν στο σύνολο των εισπραχθέντων φόρων το 68% είναι έμμεσοι φόροι και έρχονται τώρα να προστεθούν και άλλοι έμμεσοι φόροι με την αύξηση του ΦΠΑ και μάλιστα σε είδη λαϊκής κατανάλωσης. Αυτά δηλαδή τα οποία καταναλώνουν, οι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν εισοδήματα ή τα εισοδήματά τους είναι εξαιρετικά μικρά.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι άνθρωποι της μισθωτής εργασίας βλέπουν να καθηλώνονται οι αποδοχές τους και ταυτόχρονα βλέπουν να προωθείται ένα κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα το οποίο μετατρέπεται σε προνοιακό κατά το ένα μέρος και σε ανταποδοτικό κατά το άλλο και να χάνει το χαρακτήρα της αλληλεγγύης και το δημόσιο χαρακτήρα του.
Και πιστεύει η Κυβέρνηση ότι θα εξασφαλίσει επί της ουσίας –εμένα δεν με ενδιαφέρουν οι δημοσκοπήσεις και δεν ξέρω πως προκύπτουν- τη συναίνεση του ελληνικού λαού στη βάση μιας οικονομικής πολιτικής που τον βουλιάζει ακόμα πιο κάτω; Προφανώς όχι.
Όλοι μας θέλουμε οπουδήποτε και αν ανήκουμε πολιτικά ο τόπος, η χώρα να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση. Δεν θα την αντιμετωπίσει, όμως, μέσα από μία αγορά σε ύφεση, δεν θα την αντιμετωπίσει με καθηλωμένο τον άνθρωπο της μισθωτής εργασίας, δεν θα την αντιμετωπίσει ,όταν ο έλληνας πολίτης διαπιστώνει ότι αυτοί που βρίσκονται χρόνια ολόκληρα στο φορολογικό απυρόβλητο, αυτοί οι οποίοι κέρδισαν, αυτοί που καρπώθηκαν το αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και πάλι να μένουν εκτός μιας φορολογικής πολιτικής που θα μπορούσε στο βαθμό και που θα προέκυπτε ως πολιτική απόφαση να βελτιώσει έσοδα, να δώσει έσοδα στο ελληνικό δημόσιο ταμείο.Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτά τα μέτρα προβάλλονται από την Κυβέρνηση για την βελτίωση της εικόνας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, είναι κατάλληλος ο τόπος να μιλήσουμε και για την Ευρωπαϊκή Ένωση και να πούμε ότι στο βαθμό που δεν εξασφαλίζει επί της ουσίας την πολιτική της ενοποίηση με το πολιτικό στοιχείο της αλληλεγγύης, θα ασθμαίνει στην εξελικτική της πορεία. Και φοβάμαι -το απεύχομαι- ότι θα δημιουργεί και φυγόκεντρες τάσεις.
Επί της προτάσεως νόμου, εμείς διαφωνούμε. Και διαφωνούμε, διότι το 60% πράγματι είναι ένα ποσοστό, το οποίο δεν επιτρέπει να συμφωνήσουμε για τη λεγόμενη συνδιαλλαγή. Με το πρόσθετο δεδομένο - κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, προσέξτε- ότι συνηθέστατα το 60% είναι πιστώσεις που προέρχονται από τράπεζες. Αυτές οι πιστώσεις, δηλαδή οι οφειλές των επιχειρήσεων σʼ αυτό το ποσοστό, προέρχονται από δάνεια, από οφειλές που έχουν προς τις τράπεζες.
Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε με την πρόταση νόμου και για αυτό το λόγο την καταψηφίζουμε.
Άλλωστε, γνωρίζετε και την ατέλεια του Κανονισμού και της πρακτικής που έχει εφαρμοστεί στη Βουλή, προτάσεις νόμου ουσιαστικά να μην τίθενται σε ψηφοφορία με μια εσφαλμένη -κατά τη γνώμη μου- ερμηνεία που έχει γίνει στη σχετική διάταξη του Συντάγματος.
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: Όμως, αυτό δεν συνεπάγεται δαπάνη.
ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Βεβαίως, το ξέρω, αλλά μιλάω γενικότερα για το γνωστό θέμα και την κακή ερμηνεία, κύριε Παυλόπουλε, την οποία δεν έχετε υποστηρίξει εσείς βέβαια. Ή την έχετε υποστηρίξει; Δεν θυμάμαι. Την
Παυλόπουλε, την οποία δεν έχετε υποστηρίξει εσείς βέβαια. Ή την έχετε υποστηρίξει; Δεν θυμάμαι. Την έχετε υποστηρίξει κατά πώς σας βόλευε και εσάς, όταν ήσασταν στην Κυβέρνηση.
Συναφώς όλα αυτά, αναφορικά με τις προτάσεις νόμου και το δικαίωμα της μειοψηφίας να φέρνει προτάσεις νόμου και να διεκδικεί να γίνονται νόμοι του κράτους, δεν αντέχω στον πειρασμό να σας πω ότι μετά το 1974 μέχρι και σήμερα, υπάρχουν δύο νόμοι, οι οποίοι έγιναν νόμοι του κράτους με νομοθετική πρωτοβουλία της Αντιπολίτευσης. Και μάλιστα ο ένας εξ αυτών αφορά στο συγκινητικό μεν ζήτημα, αλλά –θα έλεγα- όχι τόσο ουσιώδες, στην αναγνώριση της 3ης Οκτωβρίου, ως ημέρας τιμής της τρίτης γενεάς. Αλλά, πρόκειται και για μια παθολογία που αφορά στη λειτουργία του Κοινοβουλίου.
Με όλες αυτές τις σκέψεις, αλλά κυρίως με όλη αυτή την αγωνία και την αντίθεσή μας στα οικονομικά μέτρα, σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με ακούσατε.