Το έκτακτο συνέδριο του Συνασπισμού της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας συγκαλείται σε μια οριακή στιγμή τόσο για την ελληνική κοινωνία συνολικά όσο και για το ίδιο το κόμμα. Η οικονομική κρίση εξακολουθεί να διευρύνεται προς νέες κατευθύνσεις και να βαθαίνει με εντελώς απρόβλεπτη έκβαση. Τα μέτρα που προωθεί η κυβέρνηση, όπως αποφασίζονται υπό την ασφυκτική πίεση της Ε.Ε., αλλά και υπό αδιατάρακτη σύμπνοια μαζί της σε όσα αφορούν τη στρατηγική αναθεμελίωσης του νεοφιλελευθερισμού, όχι μόνο δεν συγκροτούν αναχώματα στην κρίση, αλλά την εντείνουν και την παροξύνουν μέσα από την κατεδάφιση όλων εκείνων που έχουν απομείνει από το κοινωνικό κράτος, την εργασιακή ασφάλεια και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Επιπλέον, η ίδια κρίση συνδέεται αξεδιάλυτα με το μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης που ακολουθεί η χώρα μας, την κρατική σπατάλη (ιδιαίτερα στον τομέα των στρατιωτικών δαπανών), τις ιστορικά διαμορφωμένες πρακτικές του πελατειακού κράτους μέσω της δικομματικής διακυβέρνησης, τη συστηματική διαπλοκή, τη διάχυτη διαφθορά, τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή, τις εισφοροαπαλλαγές, προβλήματα που τείνουν όλα να εκλάβουν διαστάσεις πρωτοφανείς, οδηγώντας σε μια αντίστοιχα πρωτοφανή κρίση πολιτικής και ιδεολογικής νομιμοποίησης του συνόλου των κρατικών και πολιτικών θεσμών, αλλά και των μεγάλων συνδικαλιστικών φορέων. Την αναντιστοιχία κοινωνίας και παγιωμένου πολιτικού συστήματος προσπαθούν να συγκαλύψουν με κάθε μέσο τα περισσότερα ΜΜΕ, και ιδιαιτέρως τα τηλεοπτικά, τα οποία τείνουν να αναχθούν σε βασικό πυλώνα και απολογητή όλων των στρεβλώσεων του κοινωνικού και πολιτικού μας συστήματος. Η οικολογική και περιβαλλοντική κρίση, όπως υποθάλπεται από τα μεγάλα και μικρά ιδιωτικά συμφέροντα, που τείνει να λάβει πλέον εκρηκτικές διαστάσεις, έρχεται να επιστεγάσει τη συνολικά αφόρητη κατάσταση που διάγουμε όλοι. Μολαταύτα, παρά την πασιφανώς άδικη και ταξική πολιτική των κυβερνήσεων του δικομματισμού, αυτός φαίνεται ακόμη να αντέχει. Αυτό οφείλεται στο φόβο των πολιτών μπροστά στην κρίση, στην ισχύ των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, με πρώτους αυτούς των ΜΜΕ, ιδιαίτερα των τηλεοπτικών, και στην αδυναμία της Αριστεράς να εκφέρει έναν πειστικό, εναλλακτικό λόγο.
Από την άλλη μεριά, το κόμμα μας περνά μια βαθιά και παρατεταμένη κρίση, που ξεκίνησε ήδη πριν τις Ευρωεκλογές. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γιʼ αυτή την κατάσταση, που οδηγεί σε προϊούσα απογοήτευση ή ακόμη και αποστράτευση των μελών του κόμματος: η κρίση εμπιστοσύνης στις σχέσεις βάσης και ηγεσίας, η αποδιάρθρωση του οργανωτικού ιστού, η ελλιπέστατη λειτουργία των κεντρικών οργάνων και η παντελής, ουσιαστικά, απουσία οργάνων σχεδιασμού και ανάλυσης, η αδυναμία ελέγχου της εφαρμογής των αποφάσεων, η αυξανόμενη «ανεξαρτητοποίηση» των τάσεων απέναντι στο κοινό κεκτημένο, η κατά βούληση παρουσία στελεχών στα τηλεοπτικά κανάλια και οι επίσης κατά βούληση δηλώσεις τους χωρίς καν την ενημέρωση των αρμόδιων οργάνων, η διγλωσσία ή και πολυγλωσσία που εμφανίζει η δημόσια εικόνα του κόμματος με την αμφισβήτηση βασικών πολιτικών επιλογών του, η αδυναμία του κόμματος να μετατρέψει σε πολιτική πράξη και να επενδύσει σε πολιτικό και ιδεολογικό κύρος συνεκτικές αναλύσεις και προγραμματικές επεξεργασίες που ωστόσο δικαιώθηκαν και δικαιώνονται κατά τρόπο εντυπωσιακό, και τέλος η συνεχιζόμενη ασάφεια ως προς τις σχέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες τείνουν κάποιες φορές να αποσταθεροποιούν το κοινό εγχείρημα, του απαγορεύουν να πάρει όλες τις πολιτικές πρωτοβουλίες που απαιτούν οι περιστάσεις αλλά και να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τις εύστοχες πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει.
Το έκτακτο συνέδριο αποφασίστηκε προκειμένου να εντοπιστούν τα αίτια για όλα τα παραπάνω και να δοθούν συλλογικά, μέσα από τον ανοιχτό, ειλικρινή και δημοκρατικό διάλογο, χωρίς εξωραϊσμούς και συγκαλύψεις, οι απαιτούμενες απαντήσεις.
Είκοσι χρόνια μετά την ίδρυση του ΣΥΝ, είναι ανάγκη το κόμμα να κάνει έναν απολογισμό της παρουσίας του στην ελληνική πολιτική σκηνή, με στόχο να χαράξει τη μελλοντική του πορεία. Παρά το γεγονός ότι αυτός ο απολογισμός δεν αποτελεί αντικείμενο τούτου του συνεδρίου, οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στη χώρα μας και διεθνώς είναι εντελώς διαφορετικές από την εποχή που ιδρύθηκε ο ΣΥΝ και να επικεντρώσουμε τη σκέψη και τις αναλύσεις μας στα σημερινά μεγάλα προβλήματα.
Έτσι, αν επικεντρώσουμε στο τελευταίο διάστημα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι, μετά το τελευταίο τακτικό του συνέδριο, ο ΣΥΝ επέδειξε για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μια εντυπωσιακή άνοδο στις δημοσκοπήσεις. Η βαθειά κρίση του ΠΑΣΟΚ, σε συνδυασμό με τις προηγούμενες επιτυχίες του κόμματος (αποτελεσματική αντιπολιτευτική τακτική, σύνδεση της δουλειάς στη Βουλή με τα κοινωνικά κινήματα και τα κινήματα πόλης, καθοριστική συμβολή στην ακύρωση της αναθεώρησης του άρθρου 16, εντυπωσιακή ανανέωση της ηγεσίας του), έστρεψαν το ενδιαφέρον μεγάλων μερίδων του κόσμου της εργασίας προς τον ΣΥΝ (και τον ΣΥΡΙΖΑ) και δημιούργησαν την προσδοκία ότι ο λόγος, η δράση και η όλη παρουσία του θα μπορούσε να αναζωογονήσει τα πολιτικά πράγματα του τόπου και να συμβάλει σε μια νέα πορεία της χώρας. Η εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων δεν δικαίωσε τις προσδοκίες αυτές. Η πλήρης επικράτηση στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, σε συνδυασμό με την επιστράτευση όλων σχεδόν των ΜΜΕ εναντίον του ΣΥΝ (και του ΣΥΡΙΖΑ), που θεωρήθηκαν ότι αποτελούν απειλή για το πολιτικό σύστημα, αποτελούν βασικές αιτίες της επαναφοράς στην προηγούμενη, ουσιαστικά, κατάσταση. Παρʼ όλα αυτά, ο ΣΥΝ (και ο ΣΥΡΙΖΑ) θα μπορούσαν να συγκρατήσουν ένα μέρος της δημοσκοπικής ανόδου, εφόσον άλλαζαν τη λειτουργία τους. Όμως αυτό δεν συνέβη. Το κόμμα και το συμμαχικό μας σχήμα ουσιαστικά συνέχισαν να λειτουργούν όπως πριν ή και χειρότερα, με αποτέλεσμα να μην δημιουργούν χώρο υποδοχής για εκείνους που τα προσέγγιζαν. Μία από τις λίγες εξαιρέσεις υπήρξε η συστηματική επεξεργασία της «Συμβολής του ΣΥΝ στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ», όπου όλα τα Τμήματα του ΣΥΝ, όπως και πολλοί ακόμη σύντροφοι και συντρόφισσες, εργάστηκαν από κοινού, συστηματικά και χωρίς περιχαρακώσεις, για σχετικά μεγάλο διάστημα, καταλήγοντας σε ένα σημαντικό αποτέλεσμα το οποίο μπορεί πλέον να θεωρείται η κεκτημένη προγραμματική βάση αναφοράς του κόμματος.
Η πρωτοφανής σε ένταση και διάρκεια έκρηξη των νέων, και όσων συμπαρατάχθηκαν με αυτούς, τον Δεκέμβρη του 2008, με αφορμή το φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ήρθε να δοκιμάσει τις αντοχές του κόμματος. Ο ΣΥΝ αναγνώρισε αμέσως το μείζον κοινωνικό φαινόμενο που συνιστούσε η έκρηξη, αρνήθηκε μέχρι τέλους να την καταδικάσει, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις που δέχθηκε, και προσπάθησε να την αναλύσει και να την πολιτικοποιήσει με τα μέσα που είχε στη διάθεσή του. Η συναφής απόφαση της ΚΠΕ, που συνεδρίασε εν θερμώ τις μέρες εκείνες, το πιστοποιεί χαρακτηριστικά. Ωστόσο τα μέσα αυτά αποδείχθηκαν λίγα και αναποτελεσματικά. Το φαινόμενο ήταν πρωτόγνωρο γιατί, ανάμεσα σε πολλά άλλα, η άρνηση που εξέφρασαν με τους δικούς τους τρόπους οι νέοι που εξεγέρθηκαν αφορούσε το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς στο σύνολό τους και άρα δεν εντασσόταν φυσιολογικά στο «παραδοσιακό» - όπως τουλάχιστον εμμέσως το εκλάμβαναν οι ίδιοι οι νέοι- δίπολο Αριστεράς/Δεξιάς. Από κει και πέρα ο ΣΥΝ δεν συζήτησε πολιτικά και θεωρητικά, με τη σοβαρότητα και τη συστηματικότητα που απαιτούσε το ίδιο το φαινόμενο, τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της έκρηξης και όλα τα νέα στοιχεία που η έκρηξη αυτή ανέδειξε σε όσα αφορούν την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της. Από τα στοιχεία αυτά, ιδιαίτερης σημασίας έχει αρχίσει να αποδεικνύεται η τάση εξάπλωσης της τυφλής βίας, φαινόμενο το οποίο ο ΣΥΝ δεν έχει συζητήσει μέχρι σήμερα με τη σοβαρότητα που απαιτείται. Ανάμεσα σε αρκετούς άλλους παράγοντες -από τους οποίους δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε τη σύγχυση που προκάλεσε η εκφώνηση και η ισχυρή προβολή απόψεων συντρόφων που καταδίκαζαν συνολικά την έκρηξη- η εν λόγω ολιγωρία υπέσκαψε τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον ΣΥΝ και τη νεολαία που είχε αρχίσει να οικοδομείται την προηγούμενη περίοδο.
Παράλληλα, τα φαινόμενα διγλωσσίας, που είχαν σχετικά κοπάσει την περίοδο της δημοσκοπικής ανόδου, επανήλθαν εκείνη την περίοδο στο προσκήνιο του ΣΥΝ για να μην τον αφήσουν από τότε ουσιαστικά ποτέ. Οι άκαιρες συζητήσεις για το καταστατικό του κόμματος και τις θητείες των βουλευτών, η έλλειψη σεβασμού κάποιων συντρόφων στην ψήφο των μελών που αποφάσισε τη σειρά των υποψηφίων ευρωβουλευτών, η κατʼ ουσίαν μονοπώληση των τηλεοπτικών εμφανίσεων από λίγους συντρόφους και ο πολύ συχνός αποκλεισμός στην πράξη των άλλων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλων ικανών στελεχών του ίδιου του ΣΥΝ, η εν πολλοίς άδικη κριτική απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ - αλλά και μερικές φορές η απαξίωση του ΣΥΝ συνολικά από κάποιες συνιστώσες του συμμαχικού σχήματος- , η ουσιαστική αποσιώπηση από πολλές πλευρές του επιτεύγματος που ωστόσο συνιστούσαν οι πρόσφατες προγραμματικές επεξεργασίες, δημιούργησαν μια εικόνα ασάφειας και σύγχυσης την οποία το κόμμα, με τα μεγάλα κενά και τις ατονίες της λειτουργίας του, δεν κατόρθωσε να αναστρέψει. Το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, σημαντικά κατώτερο των προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί το προηγούμενο διάστημα, ήρθε να υπογραμμίσει χάσματα και πάγιες αδυναμίες και να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου.
Ωστόσο, αντί για νηφάλια και σε βάθος συζήτηση αυτών των αδυναμιών και χασμάτων τόσο στο επίπεδο του ίδιου του ΣΥΝ όσο και σε όσα αφορούν τον τρόπο ένταξης του ΣΥΝ στον ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτικά ακατανόητη παραίτηση του πρώην προέδρου του ΣΥΝ και προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και όσα την ακολούθησαν ήρθαν αφʼ ενός να επιτείνουν τη σύγχυση και αφʼ ετέρου να δημιουργήσουν ρήγμα μεταξύ ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ συνολικά. Από τότε η κρίση άρχισε να γενικεύεται, φυγόκεντρες δυνάμεις να αναπτύσσονται και η προς τα έξω εικόνα τόσο του ΣΥΝ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ να κλονίζεται μέχρι να γίνει απωθητική.
Με αυτά τα αρνητικά δεδομένα, το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να ξεπεράσει τις εντάσεις του, να βρει έναν τρόπο εκλογικής παρουσίας, να στηριχθεί συστηματικά στις προγραμματικές επεξεργασίες του και στην πολύ θετική λειτουργία της Επιτροπής Πολιτικού Σχεδιασμού, να αναδείξει ζητήματα που απασχολούν κατά τρόπο καθοριστικό την ελληνική κοινωνία και να στρατεύσει όλες τις δυνάμεις του στην εκλογική μάχη. Είναι τελικά η δουλειά και η αυταπάρνηση όλων εκείνων που έδωσαν αυτή τη μάχη, από το δικό του ή δικό της πόστο ο καθένας και η καθεμιά, με την ισχυρή πεποίθηση ότι το δικό μας εγχείρημα συνιστά τη μόνη ελπίδα για την Αριστερά στην Ελλάδα, που έφερε το σχετικά επιτυχές αποτέλεσμα. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται ακόμη στη δραστηριότητα και την πολύ καλή παρουσία του προέδρου του ΣΥΝ σε ολόκληρη την προεκλογική περίοδο.
Το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα αποτελεί βάση που μας επιτρέπει να προχωρήσουμε στο συνέδριό μας με λελογισμένη αισιοδοξία.
1. Η δομική καπιταλιστική οικονομική κρίση και η κλιματική αλλαγή ορίζουν την ιστορική φάση που διανύουμε στις αρχές του 21ου αιώνα.
Οι εξελίξεις αυτές τροποποιούν με ποικίλους τρόπους τους όρους, το περιεχόμενο και τους τρόπους ανάπτυξης των κοινωνικών και των πολιτικών αγώνων ενώ επαναπροσδιορίζουν τα καθήκοντα και τις προτεραιότητες της Αριστεράς. Στην περίπτωση της χώρας μας, τα δύο αυτά φαινόμενα συνθέτουν μια πρωτόγνωρη κρίση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, με την έννοια ότι αυτή επεκτείνεται ταχύτατα ενόσω συναντιέται με προϋπάρχουσες κρίσεις, σε όλους τους τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας, της οικολογίας και του περιβάλλοντος, στη σφαίρα του πολιτισμού, της πολιτικής, της ιδεολογίας και της ηθικής.
2. Το πρώτο κύμα της κρίσης, που κορυφώθηκε το 2008 με αιχμή τις τράπεζες, τα χρηματιστήρια και γενικά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, το διαδέχτηκε ένα δεύτερο κύμα που συνεχίζεται, με επίκεντρο την εργασία, την απασχόληση, την παραγωγή και τις επενδύσεις. Από το φθινόπωρο του 2009 η παγκόσμια κρίση, με την κρίση του Ντουμπάι και την κρίση του ελληνικού χρέους, εισήλθε στην τρίτη φάση, με κύριες μορφές της την κρίση των δημόσιων οικονομικών και του χρέους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι άλλες μορφές της έχουν ξεπεραστεί. Αντίθετα, νέοι παροξυσμοί και στους τομείς αυτούς δεν μπορούν να αποκλειστούν. Ακόμα και κατά την πορεία της όποιας εύθραυστης ανάκαμψης, μπορεί να υπάρξουν σοβαρές κρίσεις χρέους κρατών, οργανισμών, επιχειρηματικών ομίλων.
Στη χώρα μας τα δύο πρώτα κύματα της κρίσης εκδηλώθηκαν με συγκριτικά ήπια ένταση. Η δημοσιονομική όμως κρίση στην Ελλάδα προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον τόσο γιατί σηματοδότησε τη νέα φάση της παγκόσμιας κρίσης (την κρίση χρεών), όσο και γιατί η χώρα μας βρέθηκε στο επίκεντρο παγκόσμιων ανταγωνισμών και κερδοσκοπικών παιχνιδιών ως μέλος της ευρωζώνης. Οι εξελίξεις αυτές τη μετέτρεψαν σε «πειραματόζωο» που επιτρέπει αφʼ ενός να δοκιμαστούν νέοι μηχανισμοί πειθάρχησης στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, μηχανισμοί που αποσκοπούν στην εν γένει αναθεμελίωσή του, και αφʼ ετέρου να «συνετιστούν» άλλες χώρες με συναφή προβλήματα (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία).
3. Η κρίση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στη σημερινή της μορφή παρουσιάζει ιστορικά πρωτότυπες ιδιαιτερότητες. Η πρώτη ιδιαιτερότητα είναι οικουμενικής εμβέλειας και έχει να κάνει με το συνδυασμό της οικονομικής κρίσης με την κλιματική αλλαγή και μεγάλες δημογραφικές και γεωπολιτικές ανακατατάξεις που βρίσκονται σε εξέλιξη. Η είσοδος της Κίνας και της Ινδίας στο προσκήνιο, λόγω των διαστάσεων των χωρών αυτών, του πληθυσμού και του πολιτισμού τους, αποτελεί ένα φαινόμενο που υπερβαίνει τα όρια της απλής ποσοτικής διεύρυνσης των γεωγραφικών και των πληθυσμιακών ορίων του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Η δεύτερη ιστορική ιδιαιτερότητα έχει να κάνει με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ και την υιοθέτηση του ευρώ ως εθνικού της νομίσματος. Το γεγονός αυτό δεν συνιστά μια απλώς παραμετρική διαφορά, αλλά τροποποιεί συνολικά τη λειτουργία της οικονομίας, επαναπροσδιορίζει τους ρυθμιστικούς της μηχανισμούς, τους όρους διαχείρισης της κρίσης και εξόδου από αυτήν, ενώ ταυτόχρονα θέτει σε νέες βάσεις τη σχέση εθνικού - ευρωπαϊκού - διεθνικού στην εξέλιξη της κρίσης και στην οργάνωση της πάλης για την υπέρβασή της.
Οι ιδιαιτερότητες αυτές, και άλλες μικρότερης εμβέλειας, καθιστούν ανέφικτη τη διέξοδο από την κρίση με όρους μιας «επιστροφής» στις πριν την κρίση καταστάσεις. Τούτο σημαίνει πως η κρίση αυτή περικλείει τη δυναμική μεγάλων αλλαγών και ανατροπών, την κατεύθυνση, το περιεχόμενο και την έκβαση των οποίων θα προσδιορίσουν τελικά οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες των λαών και των εργαζόμενων τάξεων, οι ευρωπαϊκοί και οι παγκόσμιοι συσχετισμοί.
Κατά συνέπεια, πρέπει να κατανοήσουμε την πάλη ενάντια στις συνέπειες της κρίσης, τους όρους διεξόδου από αυτήν και την εξάλειψη των αιτίων των κρίσεων γενικότερα όχι ως ένα μονόπρακτο έργο, αλλά ως το περιεχόμενο των αγώνων μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής που μόλις αρχίζει.
4. Η ως τώρα εξέλιξη της κρίσης επιβεβαιώνει τον δομικό ή συστημικό της χαρακτήρα. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν απέτρεψαν την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όχι όμως και την επέκταση της ύφεσης, που πήρε σοβαρές διαστάσεις στις περισσότερες χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού.
Η ανάκαμψη που παρατηρείται ή προβλέπεται να συμβεί σε μερικές χώρες οφείλεται κυρίως στις δημόσιες παρεμβάσεις που έγιναν και γιʼ αυτό θα είναι μάλλον υποτονική, άνιση και μη διατηρήσιμη. Το κυριότερο όμως εδώ στοιχείο είναι ότι η όποια ανάκαμψη συνοδεύεται ή θα συνοδευθεί από αύξηση της ανεργίας και διόγκωση του δημόσιου χρέους. Δεν αποκλείεται μια τέτοια «άνεργη ανάκαμψη» να τη διαδεχθεί νέα ύφεση, ενώ διατυπώνονται και εκτιμήσεις για την είσοδο αρκετών χωρών σε μια κατάσταση μακράς στασιμότητας ανάλογη με εκείνη που γνωρίζει η Ιαπωνία από τις αρχές του ʼ90.
Σε κάθε περίπτωση, οι κοινωνικές συνέπειες της κρίσης στην εργασία, την απασχόληση, την κοινωνική ασφάλιση, το κοινωνικό κράτος και το περιβάλλον, όχι μόνο δεν πρόκειται να υποχωρήσουν, αλλά θα ενταθούν τα επόμενα χρόνια, και διεθνώς και στη χώρα μας, λόγω της πολιτικής που εφαρμόζεται, πολιτική που στοχεύει, ακριβώς, στη αναθεμελίωση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος.
5. Η παρούσα κρίση, όπως και η κρίση του 1974 και εκείνη του 1929, είναι κρίση όχι μόνο της οικονομίας αλλά και της ασκούμενης πολιτικής και των θεωρητικών υποδειγμάτων στα οποία αυτές στηρίζονται. Κατά συνέπεια, ούτε η αμιγώς νεοφιλελεύθερη πολιτική ούτε μια επιστροφή στην κεϋνσιανή δεν φαίνονται ικανές να δώσουν τέλος στην παρούσα κρίση. Δεν είναι άσκοπο να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τις μορφές που πήρε η πολιτική διαχείρισης της κρίσης στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο.
Η πρώτη μορφή συγκροτείται από μείγματα πολιτικής νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα που περιορίζουν τη δημόσια παρέμβαση στη διάσωση του τραπεζικού συστήματος ενώ κατόπιν επιρρίπτουν το αντίστοιχο κόστος στους εργαζόμενους, με αύξηση της ανεργίας και συμπίεση των μισθών. Η πολιτική αυτή απέτρεψε μεν την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά δεν απέτρεψε την ύφεση, που πήρε μεγάλο βάθος, και την αύξηση της ανεργίας που συνεχίζεται.
Η δεύτερη μορφή, που εφαρμόζεται κυρίως στις ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία, διαμορφώνεται και αυτή στη βάση των κεκτημένων του νεοφιλελευθερισμού. Δεν αμφισβητεί μεν την ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά ταυτόχρονα εμπλουτίζεται με στοιχεία κεϋνσιανής πολιτικής, αξιοποιεί πιο ενεργητικά τη δημοσιονομική επέκταση, όπως και τη συναλλαγματική και τη νομισματική πολιτική, με σκοπό να μετριάσει το βάθος της ύφεσης και την έκταση της ανεργίας. Παρά τις επιμέρους διαφορές τους, κανένα απʼ αυτά τα υποδείγματα πολιτικής δεν έχει επιτύχει να εξασφαλίσει ή καν να υποσχεθεί τους όρους μιας βιώσιμης εξόδου από την κρίση.
Η τρίτη μορφή συνιστά ένα πιο επιθετικό μείγμα νεοφιλελεύθερης πολιτικής και αυταρχισμού, το οποίο εισηγείται και επιβάλλει το ΔΝΤ, η Ε.Ε. ή και οι δυο αυτοί οργανισμοί από κοινού, σε χώρες με υψηλά κρατικά χρέη και ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Το μείγμα αυτό, που επιχειρείται να επιβληθεί και στη χώρα μας, προβλέπει «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή μεγάλη μείωση στους πραγματικούς μισθούς και στις κοινωνικές δαπάνες, καθώς και επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής, όπου εφαρμόστηκε (Λετονία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Ιρλανδία), είχε ακόμη βαρύτερα αποτελέσματα, με την πτώση του ΑΕΠ να φτάνει στην Ουγγαρία και την Ιρλανδία περίπου στο -7% και στη Λετονία το -17%.
6. Έχοντας επίγνωση αυτών των δεδομένων, ήδη με το προγραμματικό συνέδριο του 2003 και πιο αναλυτικά και εξειδικευμένα με εκείνο του 2009, εμείς συνδέσαμε την ανάγκη για την κατανόηση της κρίσης με την ανάγκη ανάλυσης και κατανόησης του καπιταλισμού της εποχής μας συνολικά, αφού η κρίση δεν είναι λάθος, ρυθμιστικό ατύχημα ή υπερβολή, αλλά αποτέλεσμα των ίδιων των όρων ανάπτυξης του καπιταλισμού γενικά και του ίδιου υπό τη νεοφιλελεύθερη μορφή του ειδικότερα.
Αντίστοιχα συνδέσαμε την έξοδο από την κρίση με την ανάγκη της ανασύνθεσης και της αναθεμελίωσης της Αριστεράς, αφού μόνο μια σύγχρονη και ριζοσπαστική Αριστερά του 21ου αιώνα, με ανανεωμένο και εμπλουτισμένο τον θεωρητικό, αναλυτικό και προγραμματικό της εξοπλισμό, με μια νέα σχέση της με τα κοινωνικά υποκείμενα και τα κοινωνικά κινήματα, θα μπορέσει να συλλάβει και να φέρει σε πέρας τα νέα καθήκοντα.
Τα ποικίλα προβλήματα και οι εντάσεις που εμφανίστηκαν στο κόμμα μας και στον ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο διάστημα, πέρα από προσωπικές ευθύνες και υποκειμενισμούς, μπορούν να κατανοηθούν ως απόρροια, ακριβώς, της απότομης αλλαγής των συνθηκών που επέφερε η κρίση, της αντίστοιχης αιφνιδιαστικής ανόδου των απαιτήσεων και της πύκνωσης του πολιτικού χρόνου, όπως και των συνεπόμενων δυσκολιών προσαρμογής όλων μας σε αυτές τις νέες συνθήκες. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι τα εν λόγω προβλήματα και εντάσεις εκδηλώθηκαν κυρίως στο ηγετικό στρώμα της Αριστεράς, ενώ η απουσία εμπεδωμένων δημοκρατικών διαδικασιών δυσχέρανε σημαντικά την επίλυσή τους.
1. Στην Ε.Ε., και ειδικά στην Ευρωζώνη, η οικονομική κρίση έχει πάρει μεγάλο βάθος και διάρκεια. Το ιδιαίτερο όμως στην περίπτωση της Ε.Ε. είναι ότι η κρίση αυτή έχει άμεσες θεσμικές και πολιτικές συνέπειες, αφού αποκάλυψε σε όλους τα ιδρυτικά ελλείμματα, την πολιτική αναπηρία και την ακραία ταξική μονομέρεια της ΟΝΕ. Στην περίπτωση της Ε.Ε., η κρίση λειτουργεί, εκτός των άλλων, και ως κρίση των κανόνων που έχουν θεσπιστεί με το Σύμφωνο Σταθερότητας και τις συναρτημένες εκεί συμφωνίες. Καθίσταται έτσι εντελώς αναγκαία η ριζική αναθεώρηση των συνθηκών και των κανόνων που δομούν σήμερα την αρχιτεκτονική της Ε.Ε. προς δημοκρατική και προοδευτική κατεύθυνση, αναθεώρηση που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από τη δράση των κοινωνικών κινημάτων και τις πολιτικές παρεμβάσεις της Αριστεράς.
Το «υλικό υπόβαθρο» της κρίσης στο πλαίσιο της Ε.Ε. βρίσκεται στον θεσμικό χαρακτήρα που προσέλαβε η ΟΝΕ, υπό την έννοια ότι συγκροτήθηκε ως συμπλήρωμα μιας Ε.Ε. που λειτουργεί ως ενιαία αγορά, χωρίς ενιαία πολιτική και χωρίς θεσμούς αλληλεγγύης και εξισορρόπησης του κόστους και της ωφέλειας της ενοποίησης. Η «γερμανοποίηση» της πολιτικής της Ε.Ε. στη βάση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και του σκληρού ευρώ, ως ευρωπαϊκή εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, δημιουργεί ασφυκτικά πλαίσια στις χώρες με ελλείμματα, όπως είναι οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Έτσι όμως κλονίζεται η συνοχή ολόκληρης της Ε.Ε. ενώ καθίσταται αβέβαιη και άνιση τόσο η ανάκαμψη όσο και η έξοδος από την κρίση, όχι μόνο για τις χώρες του Νότου, αλλά συνολικά για την ευρωζώνη. Ταυτόχρονα, η ίδια αυτή πολιτική αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες και τη φτώχεια στο εσωτερικό της Γερμανίας. Με αυτά δεδομένα, η «συμμαχία» των χωρών του Νότου που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα καθίσταται αναγκαία ενώ καθίσταται εξίσου αναγκαία η σύγκλιση των κοινωνικών αγώνων στην κλίμακα ολόκληρης της Ε.Ε.
Ο τρόπος που οικοδομήθηκε η ΟΝΕ φέρει την αποφασιστική σφραγίδα των δυνάμεων του χρήματος και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής προς την όποια συναίνεσε και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, θέτοντας στο περιθώριο τα αιτήματα και τις ανάγκες των εργαζομένων. Ο ΣΥΝ, στις αποφάσεις του και πιο αναλυτικά στις εισηγήσεις του για τον προϋπολογισμό στη Βουλή (1997, 1998, 1999), τόνιζε και προειδοποιούσε για τους κινδύνους που απορρέουν τόσο από τον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της ΟΝΕ όσο και από τον τρόπο ένταξης της Ελλάδας σε αυτήν, που στηρίχτηκε κυρίως στην ονομαστική και όχι στην πραγματική σύγκλιση. Με το ξέσπασμα της κρίσης, οι κίνδυνοι που επισημαίναμε ολόκληρο αυτό το διάστημα έγιναν πραγματικότητα. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι σήμερα το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι η δημοσιονομική κρίση της Ελλάδας, αλλά αυτή η ίδια η ΟΝΕ και η νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της. Πρόβλημα είναι η ΕΚΤ, που επιβάλλει την σκληρή μονεταριστική πολιτική της πέρα από κάθε δημοκρατικό έλεγχο και στον αντίποδα των κοινωνικών αναγκών των χωρών-μελών. Πρόβλημα είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας, τα κριτήρια του οποίου δεν ικανοποιεί καμία χώρα στην Ε.Ε. και παρʼ όλα αυτά χρησιμοποιείται ως εργαλείο πειθάρχησης για περικοπές μισθών, για την παραπέρα απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας, για την κατεδάφιση της κοινωνικής ασφάλισης, για την εμπορευματοποίηση της υγείας και της παιδείας, για την εκποίηση του δημόσιου πλούτου μέσω ιδιωτικοποιήσεων και συμβάσεων παραχώρησης.
Ο νεοφιλελεύθερος τρόπος συγκρότησης της Ε.Ε. δεν συνιστά πρόβλημα μόνο για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα, που πιέζεται από τις αγορές και τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Ε.Ε. για να λάβει μέτρα που θα ισοπεδώνουν την κοινωνία και θα βαθαίνουν την ύφεση. Η νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της Ε.Ε. συνιστά πρόβλημα για τους εργαζόμενους σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Μπορεί σήμερα οι εργαζόμενοι της Ελλάδας να βρίσκονται στο επίκεντρο απίστευτων πιέσεων, αλλά αύριο θα βρίσκονται αναλόγως στο επίκεντρο οι εργαζόμενοι στην Πορτογαλία, μεθαύριο στην Ισπανία κ.ο.κ. Για αυτόν το λόγο απαιτείται ο συντονισμός της δράσης των εργαζομένων στην κλίμακα της Ευρώπης και το ισχυρό μαζικό κίνημα που θα διεκδικήσει και τελικά θα επιβάλει αλλαγή πορείας της Ε.Ε. στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού.
Η παρούσα κρίση αποκάλυψε τον νεοφιλελεύθερο όσο και ταξικό χαρακτήρα και τα όρια της ΟΝΕ, από τα οποία απορρέει και η εγγενής αδυναμία του ευρώ. Οι άνισοι ρυθμοί συσσώρευσης του κεφαλαίου στις διάφορες χώρες και η άνιση κατανομή των εισοδημάτων κατʼ ουσίαν θεσμοθετούνται στην αρχιτεκτονική της ΟΝΕ και διευρύνονται από την πολιτική που εφαρμόζεται. Με τον τρόπο αυτό, οι ανισότητες αναπαράγονται και η όποια σύγκλιση στο επίπεδο των μισθών και των εργασιακών όρων γίνεται προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω.
Η κρίση επομένως αναδεικνύει την ανάγκη ενός νέου περιεχομένου που πρέπει να αποκτήσει η Ε.Ε. μέσω μιας επανίδρυσής της. Το αίτημα όμως αυτό μπορεί να ωριμάσει μόνο αν ριζώσει μέσα στα κινήματα, σε μια πανευρωπαϊκή βάση, και αν συνδεθεί με τις διεκδικήσεις για τα άμεσα προβλήματα.
Όχι μόνο ο ΣΥΝ στην Ελλάδα, αλλά και ευρύτερες δυνάμεις της Αριστεράς σε ολόκληρη την Ευρώπη, κοινωνικά κινήματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, ακόμη και δυνάμεις στο εσωτερικό των σοσιαλδημοκρατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων, αντιτάχθηκαν στον νεοφιλελεύθερο-μονεταριστικό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Διεκδικήσαμε το κοινό νόμισμα να έρθει ως συνέπεια μιας πορείας πραγματικής σύγκλισης των χωρών και των περιφερειών της Ευρώπης, να συνδυασθεί με πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής και της αειφορίας και να υπαχθεί σε ένα σχέδιο αναθεμελίωσης της Ε.Ε. υπό τους βασικούς όρους που περιγράφουμε. Με βάση αυτή τη στόχευση καταθέτουμε διεκδικήσεις-προτάσεις που απαντούν σε άμεσα προβλήματα ενώ ταυτόχρονα αποσκοπούν στον στρατηγικό ανασχεδιασμό και τελικά την επανίδρυση της Ε.Ε.
1. Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Διεκδικούμε την κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας και την αντικατάστασή του από ένα Σύμφωνο για την κοινωνική προστασία, για την εξασφαλισμένη αξιοπρεπή απασχόληση και για την αειφόρο ανάπτυξη,. Το νέο Σύμφωνο, πέραν των δημοσιονομικών κριτηρίων, πρέπει να ενσωματώνει κριτήρια για την απασχόληση και την ανεργία, τη φτώχεια, τις κοινωνικές ανισότητες και την περιβαλλοντική προστασία, ώστε να αποτρέπει τον κοινωνικό ανταγωνισμό μεταξύ των χωρών μελών.
2. Κοινοτικός Προϋπολογισμός. Διεκδικούμε την ουσιαστική αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού σταδιακά στο 5% του ΑΕΠ της Ε.Ε. και τον ριζικό αναπροσανατολισμό και αναδιάρθρωσή του, ώστε να υπηρετεί την αειφόρο ανάπτυξη, τη σύγκλιση χωρών, τις παραγωγικές επενδύσεις σε υποδομές, την απασχόληση, την κοινωνική προστασία, την προστασία των πολύ μικρών επιχειρήσεων και των φτωχών αγροτών. Διεκδικούμε τη ριζική αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής με αύξηση των κοινοτικών δαπανών για τη γεωργία με ριζική ανακατανομή των πόρων υπέρ των μεσογειακών και των ποιοτικών προϊόντων και των μικρών και μεσαίων παραγωγών.
3. Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Διεκδικούμε την υπαγωγή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στον πολιτικό και δημοκρατικό έλεγχο του Ευρωκοινοβουλίου, των Ευρωπαίων πολιτών. Είναι άμεσα αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου της ΕΚΤ, προκειμένου να ενταχθούν ως στόχοι η βιώσιμη ανάπτυξη και η απασχόληση και όχι μόνο η σταθερότητα των τιμών.
4. Μηχανισμός δανεισμού τελευταίας καταφυγής. Από τη στιγμή που το νόμισμα έγινε ευρωπαϊκό, δεν μπορεί να υπάρχει διέξοδος για τις χώρες-μέλη από την κρίση του χρέους και τις πιέσεις που ασκούν οι αγορές χωρίς μια ευρωπαϊκή δυνατότητα δανεισμού τελευταίας καταφυγής, είτε με ευρωομόλογα από την ΕΚΤ είτε μέσω κάποιου άλλου μηχανισμού.
5. Πολιτική ενοποίηση. Η σημερινή κρίση της Ε.Ε. δικαιώνει την αντίληψη ότι οικονομία χωρίς πολιτική είναι αδύνατη. Διεκδικούμε την ουσιαστική δημοκρατική εμβάθυνση των διαδικασιών ευρωπαϊκής ενοποίησης, σε άρρηκτο συνδυασμό με την πλήρη ανατροπή του νεοφιλελεύθερου πλαισίου άσκησης της οικονομικής πολιτικής.
Ενόσω διατυπώνουμε αυτές τις προτάσεις, έχουμε πλήρη συνείδηση ότι η συνθήκη της Λισαβόνας καθώς και οι προηγούμενες συνθήκες, οι διοικητικές προβλέψεις με το Σύμφωνο Σταθερότητας, τα απροσπέλαστα από τον λαϊκό και πολιτικό έλεγχο κέντρα παραγωγής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ολόκληρη η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. όπως οικοδομήθηκε μέχρι σήμερα, αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν τον ευρωπαϊκό συμβιβασμό μεταξύ συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών πολιτικών δυνάμεων σε βάρος της μισθωτής εργασίας και της συνοχής των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αυτή είναι η έκφραση στην Ευρώπη του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Αλλά σήμερα η πολιτική αυτή έχει πλέον αποδειχθεί ευρέως συνταγή πλήρους αποτυχίας των διακηρυγμένων στοχεύσεων του νεοφιλελεύθερου σχεδίου ενώ συνιστά ταυτόχρονα παταγώδη διάψευση των υποσχέσεων ευημερίας. Η Ευρώπη διέρχεται σήμερα μια βαθιά κρίση του συνολικού της οικοδομήματος. Η Αριστερά στην κλίμακα της Ευρώπης οφείλει να απαντήσει με το δικό της εναλλακτικό σχέδιο.
Έχει αρχίσει να γίνεται προφανές ότι η περιβαλλοντική κρίση και η αιχμή της, η κλιματική αλλαγή που επιταχύνεται, αποτέλεσμα και αυτή της ασκούμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής και των καπιταλιστικών προτύπων ανάπτυξης της παραγωγής, συνιστά μια διαρκή και διαρκώς επιδεινούμενη απειλή για την επιβίωση ολόκληρου του πλανήτη. Η κρίση αυτή πλήττει κατεξοχήν τις φτωχές χώρες και τα περισσότερα αδύναμα κοινωνικά στρώματα που, ωστόσο, ευθύνονται λιγότερο για αυτές τις εξελίξεις.
Η σταθερή μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας και η ορμητική είσοδος της Κίνας και της Ινδίας στο παγκόσμιο προσκήνιο δημιούργησαν μια εντυπωσιακή άνοδο της ενεργειακής ζήτησης, ιδιαίτερα σε ορυκτά καύσιμα, που συμβάλλουν καίρια στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Από την άλλη μεριά, η αποτυχία της διάσκεψης της Κοπεγχάγης δείχνει την πλήρη απροθυμία των πλούσιων χωρών να ανταποκριθούν ακόμη και σε πολύ ώριμα μεταρρυθμιστικά αιτήματα που αφορούν την ίδια την επιβίωση όλων. Η αλληλεγγύη των λαών και των γενεών, οι εκκλήσεις των φτωχότερων χωρών, τα πορίσματα της επιστήμης, έμειναν αναπάντητα μπροστά στις διμερείς διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ με την Κίνα και με κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες. Η απολύτως αναγκαία κατευθυνόμενη βοήθεια παρέμεινε έτσι σε πενιχρά επίπεδα. Αποδεικνύεται πως, με δεδομένη την τρέχουσα κρίση, η επιβίωση του νεοφιλελευθερισμού ιεραρχείται υψηλότερα από την επιβίωση του πλανήτη: οι ανεπτυγμένες χώρες έφτασαν να οπισθοχωρήσουν ακόμη και σε σχέση με δικές τους πρόσφατες διακηρύξεις και πολιτικές δεσμεύσεις.
Όπως έχουμε αναλύσει στο βασικό προγραμματικό μας κείμενο, στην Ελλάδα έχει επικρατήσει ένα ρυπογόνο και σπάταλο μοντέλο ανάπτυξης. Η χώρα εξακολουθεί να παρουσιάζει μεγάλη εξάρτηση από το πετρέλαιο και τα ορυκτά καύσιμα, ενώ απουσιάζει ένας κεντρικός ενεργειακός σχεδιασμός, με ικανό χρονικό ορίζοντα, που να στηρίζει μια αποτελεσματική πολιτική στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδίου, εξειδικευμένου κατά τομέα, για την εξοικονόμηση ενέργειας. Απουσιάζει η πολιτική ενίσχυσης των μέσων μαζικής μεταφοράς και του σιδηροδρόμου, όπως και τα μέτρα προστασίας των δασικών και των άλλων οικοσυστημάτων, μέτρα που αποτελούν κύριους παράγοντες αναστροφής του φαινομένου του θερμοκηπίου.
Με δεδομένα αυτά τα κενά, έχει ανοίξει ο διάλογος σχετικά με τον αναγκαίο μετασχηματισμό των παραγωγικών δομών και του αναπτυξιακού μοντέλου που ακολουθείται. Σε αυτόν το διάλογο, μια μερίδα της σοσιαλδημοκρατίας και των «πράσινων» προτείνει έναν «πράσινο εκσυγχρονισμό» της οικονομίας, με έμφαση στις μεγάλης κλίμακας επενδύσεις σε τομείς όπως η ενέργεια, η διαχείριση απορριμμάτων, οι τεχνολογίες απορρύπανσης και οι εμπορικο-τουριστικές χρήσεις γης. Από την άλλη μεριά, οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς και οικολογίας καταθέτουν μια εναλλακτική πρόταση, η οποία εκκινεί από την έγκαιρη αναγνώριση των αδιεξόδων του σημερινού νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης και συνδέει την ανατροπή και υπέρβασή του με την ταυτόχρονη αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά και με τη ριζική αμφισβήτηση του κυρίαρχου αναπτυξιακού μοντέλου.
Δεν είμαστε καταρχήν αντίθετοι με τις λεγόμενες «πράσινες επενδύσεις». Δίνουμε ωστόσο το βάρος στην ποιότητα και τα χαρακτηριστικά των «πράσινων» θέσεων εργασίας, αποσκοπώντας στην ευρεία διάχυση των συναφών αποτελεσμάτων στην κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα προκρίνουμε την εισαγωγή τεχνικών και επενδύσεων εντάσεως εργασίας και όχι κεφαλαίου, που θα δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας ιδίως σε κλάδους που σήμερα δοκιμάζονται. Τα παραπάνω δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς τη δραστήρια συμμετοχή κα τη συναπόφαση των πολιτών και των κοινωνικών φορέων.
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η ανακοπή της πορείας της κλιματικής αλλαγής, πριν αυτή τεθεί εκτός ελέγχου, είναι αλληλένδετη με την ανάπτυξη της σκέψης και του πολιτισμού, της επιστήμης και της τεχνολογίας, με την κοινωνική δικαιοσύνη και το αίτημα για βιώσιμη ποιότητα ζωής. Γνωρίζουμε ακόμη ότι αυτά τα αιτήματα και αυτές οι αξίες βρίσκονται απέναντι στα οργανωμένα συμφέροντα, μικρότερα ή μεγαλύτερα, διεθνή και εγχώρια, που υποχρεώνουν τη χώρα να συνεχίζει να προωθεί ένα ρυπογόνο και κοινωνικά άδικο μοντέλο ανάπτυξης. Ο αγώνας μας αυτά τα συμφέροντα αντιπαλεύει.
1. Ο ΣΥΝ, με τη «Συμβολή» του στις προγραμματικές επεξεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ, επεχείρησε μια ανατομία της κρίσης που τότε ήταν ακόμη στα αρχικά της στάδια. Η ανάλυση που επιχειρήθηκε τότε επιβεβαιώνεται. Και οι προτάσεις που διατυπώθηκαν εκεί σήμερα γίνονται περισσότερο επίκαιρες ενώ η ανάγκη υλοποίησής τους περισσότερο επιτακτική.
Δεν θα επαναλάβουμε εδώ το σύνολο των προτάσεών μας, αλλά είναι ανάγκη να επιμείνουμε στην εσωτερική λογική τους.
2. Λόγω του διαρθρωτικού χαρακτήρα της κρίσης, η απάντηση της Αριστεράς σε αυτήν δεν μπορεί να γίνει με όρους μεμονωμένων ή αποσπασματικών αιτημάτων ούτε με όρους απλής διαχείρισης της υφιστάμενης οικονομίας ούτε, ακόμη χειρότερα, υπό όρους επιστροφής στις πριν από την κρίση «ισορροπίες». Αντίθετα, επί μέρους αιτήματα και προτάσεις πρέπει να εντάσσονται και να υπηρετούν τη λογική ευρύτερων αλλαγών, μεταρρυθμίσεων και ανατροπών, αφού μόνο έτσι η υλοποίησή τους αποβαίνει ρεαλιστικός στόχος. Οι προτάσεις μας, ως προτάσεις της πολιτικής Αριστεράς, απευθύνονται πρώτα απʼ όλα στα κοινωνικά κινήματα. Κατά συνέπεια, αυτές οφείλουν να ενώνουν και όχι να διαιρούν, να συνθέτουν συμφέροντα και ανάγκες και όχι να αθροίζουν απλώς δυσαρέσκειες, να κινητοποιούν και να εμπνέουν αντιστάσεις και ελπίδες, οικοδομώντας ταυτόχρονα τους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους μιας νέας προοπτικής.
3. Ενόσω στοχεύουν πέρα από την τρέχουσα συγκυρία, οι διεκδικήσεις και οι προτάσεις μας δεν «απογειώνονται» αλλά εκκινούν ακριβώς από αυτήν. Με αυτή την έννοια, ο πρώτος ορίζοντας των διεκδικήσεων, των προτάσεων και των πρωτοβουλιών μας είναι το «εδώ και τώρα» με στόχο την ανάσχεση της κρίσης και των κοινωνικών συνεπειών της, με γνώμονα τη δράση και όχι την παρηγοριά, με αιτούμενο το άμεσο αποτέλεσμα και όχι τη μελλοντική υπόσχεση, έτσι ώστε μια ασπίδα αλληλεγγύης και προστασίας να γίνεται ορατή σε όσους και όσες την έχουν άμεση ανάγκη.
4. Όμως η κρίση είναι διαρθρωτική και δεν θα ξεπεραστεί χωρίς αλλαγές και ανατροπές. Τέτοιες μπορεί να γίνουν και χωρίς εμάς. Αλλά τότε θα γίνουν σε βάρος της εργασίας, του περιβάλλοντος, του πολιτισμού. Ο δεύτερος, λοιπόν, ορίζοντας των διεκδικήσεων, των προτάσεων και των πρωτοβουλιών μας, που κι αυτός εδράζεται στο «τώρα» αλλά η εμβέλειά του πάει μακρύτερα, αφορά όλο εκείνο το φάσμα των αλλαγών σχετικά με την κατανομή του κόστους της κρίσης, την αναδιανομή του πλούτου, τη μείωση των ανισοτήτων, τη διαμόρφωση μιας οικονομίας με νέα παραγωγικά, οικολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Οι προτάσεις μας για τη φορολογική μεταρρύθμιση, για την προστασία της εργασίας και των ανέργων, για την κοινωνική ασφάλιση, για το δικαίωμα πρόσβασης σε ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και την εγγυημένη πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες και δημόσια αγαθά, οι προτάσεις μας για το τραπεζικό σύστημα, για την παραγωγική ανασυγκρότηση υπό όρους αειφορίας, όπως διατυπώνονται στο βασικό προγραμματικό μας κείμενο, υπηρετούν το αίτημα να απαντήσουμε στις άμεσες ανάγκες και ταυτόχρονα να δώσουμε μια ευρύτερη προοπτική στους αγώνες και τα αιτήματά μας.
5. Καμιά τέτοια αλλαγή δεν μπορεί όμως να γίνει χωρίς ρήξεις και ανατροπές, χωρίς κοινωνικές συμμαχίες και τελικά χωρίς έναν νέο κοινωνικό και πολιτικό συνασπισμό με επίκεντρο τον κόσμο της εργασίας και της γνώσης. Οι μεγάλες κοινωνικές αντιστάσεις, που θα έχουν ως κύριο επίδικό την κατανομή του κόστους της κρίσης, οι κοινωνικοί και οι πολιτικοί αγώνες για την αλλαγή των δομών της οικονομίας και της κοινωνίας, δεν περιορίζουν το στόχο τους στο πώς θα βγούμε απʼ αυτή τη συγκεκριμένη κρίση, αλλά διεκδικούν μια κοινωνία χωρίς κρίσεις, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς οικολογικές καταστροφές. Ακριβώς γιʼ αυτό, ο αγώνας ενάντια στις συνέπειες της κρίσης και για την έξοδο από αυτήν συγχωνεύεται σήμερα με τον αγώνα για το σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία, υπό μορφές και τρόπους που θα αναδειχθούν μέσα ακριβώς από αυτή τη δυναμική. Αλλά και αντίστροφα, ο αγώνας για το σοσιαλισμό, με το δημοκρατικό, αντιαυταρχικό και οικολογικό περιεχόμενο που του αρμόζει, δεν μπορεί να νοηθεί ως αγώνας με ρεαλιστική προοπτική ανεξάρτητα από την τρέχουσα κρίση και τις προκλήσεις της που αυτή θέτει, δηλαδή όπως το επιχειρεί ουσιαστικά το ΚΚΕ.
6. Η κρίση, πέρα από τις ιδιαίτερες αιτίες των επιμέρους εκδηλώσεών της ή τις ιδιαιτερότητές της στις διάφορες χώρες, έχει έναν κοινό πυρήνα βαθύτερων αιτιών, που αναφέρονται στα κίνητρα και τους σκοπούς του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, σύμφωνα με τους οποίους οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους, το περιβάλλον, ο πολιτισμός, τα πάντα, οφείλουν να υποτάσσονται στο κέρδος και στις διαδικασίες μεγιστοποίησής του. Επομένως, τόσο η υπέρβαση αυτής της κρίσης όσο και, πολύ περισσότερο, η εξάλειψη των αιτιών των κρίσεων γενικότερα, καθιστούν επίκαιρο τον αγώνα για την υπέρβαση του καπιταλισμού, για έναν ανανεωμένο σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία. Ακριβώς γιʼ αυτό, συνδετικός κρίκος αυτών των διαφορετικών αλλά επάλληλων στόχων και καθηκόντων είναι το ίδιο το κίνημα, οι ίδιες οι αξίες του σοσιαλισμού, η οικονομία των αναγκών και η κοινωνία των πολιτών, όχι ως τομέας διακριτός ή ως δραστηριότητα ξεχωριστή, αλλά ως πλαίσιο κριτηρίων και στόχων που αμφισβητεί, αποδομεί και ανταγωνίζεται την ηγεμονία του καπιταλισμού και του κέρδους.
7. Η οικονομική, η κλιματική και η εν γένει οικολογική κρίση ορίζουν την τρέχουσα συγκυρία. Όμως η αντιμετώπιση των συνεπειών της πολυσύνθετης αυτής κρίσης προϋποθέτουν και συνεπάγονται ανακατανομές εισοδημάτων, δικαιωμάτων και εξουσιών ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις καθώς και στο εσωτερικό τους, με σημαντική παράμετρο την έμφυλη διάσταση και πάλι.
Ειδικότερα σήμερα, η υπερχρέωση του ελληνικού κράτους, αλλά και του ιδιωτικού τομέα, των τραπεζών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με το μεγάλο παραγωγικό έλλειμμα της ελληνικής κοινωνίας, θέτουν σε κίνηση διαδικασίες ανακαθορισμού και άτυπης αναδιαπραγμάτευσης των διεθνών σχέσεων της χώρας, της θέσης και του ρόλου της στην Ε.Ε, στα Βαλκάνια και στον κόσμο. Οι διαδικασίες αυτές περιλαμβάνουν και αντιπαράθεση και διαπραγμάτευση και συμβιβασμούς με έκβαση ανοιχτή ακόμα και στα πιο ακραία αρνητικά ενδεχόμενα. Για να αποτραπούν αυτά, μόνος δρόμος είναι ο μαζικός και οργανωμένος αγώνας με ξεκάθαρους στόχους. Συνάγεται ότι δύο είναι οι άμεσες και κρίσιμες προτεραιότητες για το κόμμα μας και την Αριστερά συνολικά.
Η πρώτη είναι να αφιερώσουμε όλες μας τις προσπάθειες για τη συγκροτημένη, ενωμένη, μαζική και μαχητική παρουσία των εργαζομένων παντού. Η δεύτερη είναι η ανάγκη ενίσχυσης της πολιτικής υπόστασης και της αποτελεσματικής παρέμβασης της Αριστεράς και η ένταξη των επιμέρους πρωτοβουλιών και δράσεών της στο ευρύτερο πολιτικό σχέδιο που περιγράφουμε. Και οι δύο αυτές ανάγκες επιβάλλουν την ενίσχυση του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και μια ανανεωμένη και δυναμική προσέγγιση του ευρύτερου ζητήματος της κοινής δράσης της κοινωνικής και της πολιτικής Αριστεράς, χωρίς όρια ή αποκλεισμούς, το άνοιγμα ενός μεγάλου διαλόγου στη βάση με ανένταχτους αγωνιστές και αγωνίστριες της Αριστεράς και της οικολογίας, με τον κόσμο του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ, χωρίς προκαταλήψεις ή διαχωριστικούς φραγμούς, αφού τα επίδικα της συγκυρίας αφορούν ζωτικά συμφέροντα των εργαζομένων και της χώρας συνολικά ανεξάρτητα από κομματική ένταξη.
8. Στο παράρτημα των θέσεων περιλαμβάνεται μια εκτενής περίληψη των προτάσεών μας σε ποικίλους τομείς, που ετοιμάστηκε από την Επιτροπή Προγράμματος προς περαιτέρω συζήτηση και επεξεργασία, ιδίως από τις οργανώσεις, τα τμήματα και τα μέλη του ΣΥΝ που έχουν σχέση ή ενδιαφέρον με τα επιμέρους θέματα. Χωρίς τις δικές μας εναλλακτικές αναλύσεις των προβλημάτων και των αιτιών τους και τις απαντήσεις σε αυτά, απαντήσεις τόσο άμεσες όσο και μακροπρόθεσμες, δεν μπορούμε να καταπολεμήσουμε τη λογική των μονόδρομων ούτε μπορούμε να συνθέσουμε συμφέροντα και ανάγκες, πράγμα αναγκαίο για την οικοδόμηση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών. Αλλά ούτε μπορούμε να καταπολεμήσουμε αποτελεσματικά τα σχέδια των αντιπάλων μας, που απαντούν στα προβλήματα από τη σκοπιά αντίπαλων συμφερόντων και ιδεολογιών, εάν δεν έχουμε τη δική μας εναλλακτική ανάλυση και απάντηση.
Όμως αυτό το αποτέλεσμα δεν θα προκύψει αν οι προτάσεις μας μείνουν μόνο στο επίπεδο της απλής προπαγάνδισης ή της απλής εκφώνησής τους στο Κοινοβούλιο. Το ζητούμενο είναι η κοινωνική δράση μέσα από την οποία οι προτάσεις αυτές θα γίνουν στόχοι πάλης και κυριολεκτικό βίωμα των ενδιαφερομένων. Ο στόχος που θέσαμε το καλοκαίρι του 2008 για τη συγκρότηση του προγράμματος του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ «από τα κάτω» με την άμεση εμπλοκή ολόκληρου του κόσμου της Αριστεράς μέσα από ανοιχτές διαδικασίες, που δεν υλοποιήθηκε με δική μας ευθύνη, είναι ανάγκη να τεθεί ξανά και να υλοποιηθεί εκ των υστέρων. Οι προτάσεις μας για το εργασιακό, το ασφαλιστικό, το φορολογικό, το οικολογικό και τους άλλους τομείς πρέπει να συνδέονται με σχέδιο κινητοποίησης, συζήτησης και δράσης για την ενημέρωση του κόσμου, τη συζήτηση και τη συνδιαμόρφωση των θέσεών μας και των προτάσεων, των κινητοποιήσεων και των κοινών δράσεων. Όπως τονίζουμε, οι δικές μας απαντήσεις πρέπει να αναδεικνύουν σε κεντρική θέση την έμφυλη διάσταση όλων αυτών των ζητημάτων.
Tα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση σε τρεις δόσεις (με τον προϋπολογισμό, με το πρόγραμμα σταθερότητας και με τις ανακοινώσεις της 3/3/2010) δημιουργούν μείζον πολιτικό ζήτημα, αφού είναι σε κατάφωρη αντίθεση με τη λαϊκή εντολή που η ίδια ζήτησε και έλαβε μετά τις εκλογές. Συνιστούν πρωτοφανή επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα και οδηγούν σε βάναυση αναδιανομή εισοδημάτων που πλήττει κυρίως τους μισθωτούς, τους ανέργους, τους συνταξιούχους και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Θα έχουν ως αποτέλεσμα την οικονομική ύφεση, την αύξηση της ανεργίας, την επέκταση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, την περαιτέρω αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της κοινωνίας, την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Η πολιτική αυτή, ως συνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων, δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο που απειλεί να παγιδεύσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία για δεκαετίες σε μια πρωτόγνωρη οικονομική και κοινωνική κρίση: το υψηλό δημόσιο χρέος αντιμετωπίζεται με λιτότητα, η λιτότητα δημιουργεί ύφεση, η ύφεση αυξάνει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, η αύξηση του χρέους (με την ίδια λογική) οδηγεί σε νέα λιτότητα και νέα αύξηση του χρέους κ.ο.κ. Το σπάσιμο αυτού του φαύλου κύκλου με τρόπο που να υπηρετεί τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων και της κοινωνίας είναι το άμεσο αίτημα που θέτει σήμερα η συγκυρία.
1. Υπάρχει άλλος δρόμος. Και είναι στο χέρι μας. Όχι, δεν είναι μονόδρομος η περικοπή των μισθών και των συντάξεων, η ιδιωτικοποίηση και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, η αύξηση της άδικης φορολογίας, η επέκταση του εργασιακού μεσαίωνα και η διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης. Η διέξοδος από την κρίση δεν βρίσκεται στο να πληρώσουν οι εργαζόμενοι το κόστος χρεών και ελλειμμάτων που δημιούργησαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του δικομματισμού, οι σπατάλες και η διαφθορά που εξέθρεψε το δικομματικό πολιτικό σύστημα. Ούτε συνιστούν διέξοδο οι ευχές του τύπου «Να πληρώσει η πλουτοκρατία».
Ο άλλος δρόμος υπάρχει διότι η κρίση αυτή είναι συστημική. Δεν τη δημιούργησαν οι εργαζόμενοι, αλλά οι δυνάμεις, τα συμφέροντα και οι πολιτικές που συγκροτούν τον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας. Και ο άλλος δρόμος, ακριβώς, περνά μέσα από τη συγκρότηση ενός εναλλακτικού κοινωνικού και πολιτικού συνασπισμού εξουσίας. Είναι δρόμος που αρχίζει εδώ και τώρα, μέσα από τους αγώνες και την κοινή δράση για τη στήριξη του εισοδήματος, για την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης, για την προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας περιουσίας, για δημόσια αγαθά, για την αναβάθμιση της εργασίας, για την απασχόληση, για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την αναζωογόνηση των περιφερειών και των πόλεων με όρους αειφορίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, για την ανάδειξη νέων μορφών αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου.
2. Αναπτυξιακή διέξοδος από την κρίση. Το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος είναι συμπτώματα βαθύτερων αιτιών που αφορούν τον τρόπο παραγωγής και διανομής του κοινωνικού πλούτου, την οργάνωση και τη λειτουργία του κράτους και του πολιτικού συστήματος, αλλά και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας μας. Η σταθεροποίηση επομένως του χρέους (ως ποσοστό του ΑΕΠ), και πολύ περισσότερο η μείωσή του, πρέπει να είναι μέρος ενός αναπτυξιακού σχεδίου, και μπορούν να επιτευχθούν μόνο με μια πολιτική που θα στοχεύει στην αναδιανομή, στην ανάκαμψη της παραγωγής και της απασχόλησης, στην αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής, των εισφοροαπαλλαγών, της σπατάλης και της διαφθοράς, στη ριζική μείωση των υπέρογκων εξοπλιστικών δαπανών, στην αναίρεση των ιδιωτικοποιήσεων, στην ανασυγκρότηση και ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της κοινωνίας με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και αειφορίας.
3. Να διεκδικήσουμε την επιμήκυνση του χρόνου για δημοσιονομική προσαρμογή σε μια περίοδο τουλάχιστον δέκα ετών. Κάθε μέρα που περνάει γίνεται φανερό ότι η δημοσιονομική προσαρμογή σε τρία χρόνια, όπως προβλέπει το «πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης» της κυβέρνησης, είναι ανέφικτη. Και αν επιχειρηθεί, θα συνθλίψει την οικονομία και την κοινωνία και θα εκτινάξει το δημόσιο χρέος σε μη ελεγχόμενα επίπεδα. Μόνο μια επιμήκυνση του χρόνου προσαρμογής θα επιτρέψει τη βαθμιαία μείωση του ελλείμματος αλλά και την εξασφάλιση πόρων για την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και τη χρηματοδότηση δημόσιων πολιτικών που είναι αναγκαίες για την ανάπτυξη.
Η μείωση του δημόσιου ελλείμματος, εφόσον οδηγεί σε ύφεση, δεν μειώνει αλλά αυξάνει το δημόσιο χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ). Συνεπώς, η σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους και η μείωση των ελλειμμάτων σε ελεγχόμενα επίπεδα απαιτεί χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον μιας δεκαετίας και ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 6% - 7% τουλάχιστον.
4. Η αντιμετώπιση της κρίσης του χρέους απαιτεί διεθνείς συνεργασίες. Η δική μας στρατηγική για την έξοδο από την κρίση, και ειδικά από την κρίση του χρέους, δεν στηρίζεται και δεν αποσκοπεί στον εθνικό απομονωτισμό, αλλά επενδύει στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή δυναμική των αγώνων των λαών και των κινημάτων για μια εναλλακτική πολιτική ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και το συντηρητισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον μιλιταρισμό, τον καπιταλισμό.
Η ανάδειξη και η ενίσχυση του διεθνισμού της Αριστεράς καθίσταται πιο επιτακτική σήμερα. Εργαζόμαστε για την κοινή δράση όλων των δυνάμεών της, χωρίς αποκλεισμούς, σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες μαζί με το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Ενισχύουμε κάθε προσπάθεια για τον ευρωπαϊκό συντονισμό των κοινωνικών κινημάτων. Προτείνουμε ένα σχέδιο βαλκανικής συνανάπτυξης. Προωθούμε την ιδέα ενός Παγκόσμιου Φόρουμ της Αριστεράς.
Η προσφυγή στο ΔΝΤ ή η έξοδος από την Ε.Ε. δεν είναι επιλογή μας. Η προσφυγή στο ΔΝΤ δεν συνιστά εναλλακτική πολιτική επιλογή, αλλά διαφορετικό μηχανισμό επιβολής της ίδιας πολιτικής και, με αυτήν ακριβώς την έννοια, προβάλλεται από ορισμένες εγχώριες δυνάμεις και κέντρα του εξωτερικού. Η έξοδος από το ευρώ με στόχο την προσωρινή επιστροφή στη δραχμή, την υποτίμησή της και την εκ νέου επάνοδο στο ευρώ υπό νέα ισοτιμία, υπηρετεί συναφείς σκοπιμότητες. Δεν συγκροτεί κάποια εναλλακτική στρατηγική, αλλά κατανοείται και προβάλλεται από τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου ως ευκαιρία κερδοσκοπικών επιχειρήσεων σε βάρος των εργαζομένων και του ελληνικού λαού. Ο ΣΥΝ διεκδικεί χωρίς αυταπάτες τη λύση των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας στο πλαίσιο της Ευρώπης, σε αντιπαράθεση με τις κυρίαρχες πολιτικές της Ε.Ε., σε συμμαχία με λαούς με ανάλογα προβλήματα, επιδιώκοντας την ανάπτυξη πανευρωπαϊκών κινημάτων και αγώνων στην κατεύθυνση μιας άλλης Ευρώπης.
Επιδιώκουμε και διεκδικούμε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωζώνη να εξασφαλίσουν την παροχή της δυνατότητας δανεισμού ύστατης καταφυγής για τα μέλη τους με την έκδοση κοινού ευρωομόλογου ή άλλου μηχανισμού. Διεκδικούμε το κοινό νόμισμα να συνοδεύεται από κοινούς μηχανισμούς δανεισμού, κοινό αποθεματικό ταμείο αλληλεγγύης και κοινή αντιμετώπιση των κερδοσκοπικών επιθέσεων σε μεμονωμένες χώρες. Στηρίζουμε διεθνείς πρωτοβουλίες για την επιβολή μορατόριουμ στην εξυπηρέτηση των χρεών ως μέσο για την ανάσχεση της παγκόσμιας κρίσης και τη δημιουργία δυνατότητας άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής.
5. Αγωνιζόμαστε για τη δίκαιη κατανομή του κόστους της κρίσης. Το πιο άμεσο ζήτημα της περιόδου είναι η κατανομή του κόστους της κρίσης ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις και ομάδες αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικούς τομείς και λειτουργίες της οικονομίας και της κοινωνίας. Η κυβέρνηση έδειξε τις προθέσεις της. Ο κατάλογος των μέτρων δεν έκλεισε. Ακολουθεί το ασφαλιστικό και άλλες επιθέσεις στους μισθούς και το εισόδημα των εργαζομένων τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Το ζήτημα αυτό πρέπει να γίνει για τον κόσμο της Αριστεράς πεδίο μάχης, όχι μόνο για να αποκρούσουμε την πολιτική της κυβέρνησης, αλλά για να οργανώσουμε την πάλη για την επιβολή θετικών ρυθμίσεων με αιχμές τις προτάσεις μας για:
Α. Τη φορολογική μεταρρύθμιση, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, την κατάργηση των ειδικών φορολογικών καθεστώτων που ευνοούν ισχυρές κοινωνικές ομάδες.
Β. Τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος και την ενίσχυση του δημόσιου και του κοινωνικού χαρακτήρα του.
Γ. Την προστασία των ανέργων και ιδιαίτερα των μακροχρόνια ανέργων.
Δ. Την κατάργηση του εργασιακού μεσαίωνα, της επισφαλούς εργασίας, της ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης των μεταναστών.
Ε. Την άμεση αλλαγή του «δικαίου των απολύσεων» και την προστασία των εργαζομένων.
ΣΤ. Την ενίσχυση των κατώτατων μισθών, τη θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος καθώς και της εγγυημένης πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και δημόσια αγαθά.
Ζ. Για τον δημοκρατικό έλεγχο του προϋπολογισμού.
Καθολικό κοινωνικό μέτωπο πρέπει να υπάρξει ενάντια στις προσπάθειες αποδόμησης του ασφαλιστικού συστήματος και ουσιαστικής κατάργησης της εγγυημένης σύνταξης. Διεκδικούμε να καταπολεμηθούν άμεσα οι πραγματικές αιτίες. Να σταματήσει η αιμορραγία πόρων από το ασφαλιστικό σύστημα. Να αντιμετωπισθεί άμεσα και ριζικά η εισφοροδιαφυγή. Να προστατευθούν τα αποθεματικά από την κερδοσκοπία. Να δημιουργηθούν αποθεματικοί πόροι για τις μελλοντικές ανάγκες του συστήματος.
6. Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της λιτότητας και της υπερχρέωσης πρέπει να κηρυχθεί ένας γενικευμένος και ασυμβίβαστος πόλεμος στη φαυλότητα, τη σπατάλη, τη διαφθορά και την ευνοιοκρατία, αρχίζοντας από τις κορυφές και τα ρετιρέ, εκεί όπου συγκροτούνται οι μηχανισμοί της διαφθοράς και διαμορφώνονται τα κοινωνικά πρότυπα. Να πληρώσουν επιτέλους οι κερδισμένοι της κερδοσκοπικής ανόδου και όσοι με διάφορα προσχήματα απαλλάσσονται από φόρους. Να καταργηθούν τα ειδικά φορολογικά καθεστώτα. Να καταργηθούν οι κομματικοί στρατοί και η λαφυραγώγηση του κράτους από τα κόμματα εξουσίας. Να σπάσουν κυκλώματα και μηχανισμοί που έχουν εξελιχθεί σε δομές του συστήματος όπως η συστηματική υπερτιμολόγηση των φαρμάκων, το λαθρεμπόριο καυσίμων, η καταπάτηση και ο σφετερισμός δημόσιας περιουσίας, τα καρτέλ που ελέγχουν τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Η σπατάλη και η διαφθορά δεν υπάρχουν μόνο στον δημόσιο τομέα. Η σπατάλη πόρων, η καταστροφή του περιβάλλοντος, ο ανεύθυνος καταναλωτισμός, η υπερανάπτυξη των ιδιωτικών μέσων σε βάρος των δημόσιων αγαθών και των σύγχρονων τρόπων ικανοποίησης των αναγκών, έχουν καταστεί κυρίαρχος τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας της κοινωνικής ζωής. Τεράστιοι πόροι μπορούν να εξοικονομηθούν και να χρησιμοποιηθούν για κοινωνικούς σκοπούς, όχι με τη συμπίεση των αναγκών αλλά με την επανιεράρχησή τους, την αλλαγή των μέσων ικανοποίησής τους, τη μείωση της εξάρτησης από το χρήμα και τις τράπεζες, με την ενδυνάμωση των συλλογικών αγαθών, με την απο-εμπορευματοποίηση και την αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους και των λειτουργιών του, καθώς και με τη θέσπιση νέων δημόσιων πολιτικών που να απαντούν σε κοινωνικές ανάγκες: ενίσχυση των συλλογικών μέσων μεταφοράς σε βάρος των ιδιωτικών, εφαρμογή μιας δημόσιας πολιτικής παραγωγής κοινωνικής κατοικίας, απεξάρτηση της ελληνικής οικογένειας από τις δαπάνες για την παρα-παιδεία, την παρα-υγεία και το κόστος των ποικίλων διαμεσολαβήσεων. Η πολιτική που θα αναβαθμίζει το ρόλο των συλλογικών και των δημόσιων αγαθών, καθώς και η ανασυγκρότηση, η αναβάθμιση και ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, του εκπαιδευτικού συστήματος, της κοινωνικής ασφάλισης, οφείλει να συγκροτηθεί σε μέτωπα αγώνων και κατευθύνσεις ανάπτυξης για την αντιμετώπιση των συνεπειών τόσο της οικονομικής κρίσης όσο και της κλιματικής αλλαγής.
Η πολιτική αυτή προϋποθέτει επίσης ότι θίγεται και το κεντρικό ζήτημα του ρόλου της κρατικής εξουσίας. Έχουμε απέναντί μας ένα κράτος όχι μόνο κοινωνικά αναποτελεσματικό αλλά το οποίο, με ευθύνη των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και των πολιτικών που εφάρμοσαν, παράγει και αναπαράγει μια κουλτούρα και πρακτική διαφθοράς, κομματικής συναλλαγής και κοινωνικής ανισότητας, που όχι μόνο πριμοδοτεί τον ιδιωτικό τομέα αλλά και δυσφημεί κάθε δημόσια παρέμβαση. Γιʼ αυτό, υπόβαθρο της δικής μας πολιτικής είναι και μια ριζική δημοκρατική αναθεμελίωση του κράτους, προκειμένου αυτό να μετασχηματιστεί σε έναν κοινωνικά αποτελεσματικό μηχανισμό παραγωγικής ανασυγκρότησης, δημοκρατικής διοίκησης, αναδιανομής και περιορισμού του ρόλου της αγοράς υπέρ των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας.
7. Το σπάσιμο του φαύλου κύκλου της λιτότητας και της υπερχρέωσης απαιτεί νέες πηγές και νέες κατευθύνσεις ανάπτυξης και μια νέα γενιά δημόσιων διαρθρωτικών πολιτικών που θα αξιοποιούν τις εν λόγω δυνατότητες προς όφελος της κοινωνίας.
Στις νέες συνθήκες απαιτείται μια ανανεωμένη προσέγγιση και η κατʼ ουσίαν «επανανακάλυψη» της σημασίας της ποιοτικής γεωργίας και βιομηχανίας, του ποιοτικού τουρισμού, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, των κοινωνικών υπηρεσιών, της κοινωνικής κατοικίας, της εξοικονόμησης ενέργειας, των πολεοδομικών αναπλάσεων, της προστασίας και της αναβάθμισης του περιβάλλοντος αλλά και της επένδυσης σε επιλεγμένους νέους τομείς έρευνας και ανάπτυξης. Κεντρικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή καλούνται να διαδραματίσουν οι δημόσιες επενδύσεις αλλά και οι κοινοτικοί πόροι του ΕΣΠΑ, με αναπροσανατολισμό στόχων και δράσεων. Κομβική όμως είναι και η σημασία που έχουν εδώ οι κοινωνικοί και οικολογικοί όροι, οι οποίοι πρέπει να είναι συνυφασμένοι με τις κατευθύνσεις αυτές, αναπόσπαστο μέρος τους.
Επιπλέον, η συγκρότηση ενός δημόσιου πυλώνα τραπεζών που θα λειτουργεί με όρους και κριτήρια κοινής ωφέλειας και όχι ιδιοτελή ή κερδοσκοπικά, ο μετασχηματισμός των δημόσιων επιχειρήσεων σε φορείς άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής υπό κοινωνικό έλεγχο, η εφαρμογή μιας πολιτικής που θα αναδεικνύει και θα διασφαλίζει μορφές συλλογικής και συνεργατικής εργασίας, είναι αναγκαία συστατικά μιας αναπτυξιακής στρατηγικής.
8. Το άνοιγμα του δρόμου για μια εναλλακτική διέξοδο από την κρίση με δημοκρατικό, κοινωνικό και οικολογικό περιεχόμενο, προϋποθέτει ένα μαζικό, ενωτικό και δυναμικό κίνημα αντίστασης και προστασίας, των εργασιακών και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος και του δημόσιου πλούτου από τις επιθέσεις που θα δεχτούν.
Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο εξόδου από την κρίση που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προβλέπει και άλλες επιθέσεις στο εισόδημα και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Προβλέπει μαζικό ξεπούλημα δημόσιας γης και άλλων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Η οικονομική ασφυξία που τα μέτρα της κυβέρνησης θα δημιουργήσουν, καθώς και η αναμενόμενη πτώση της τιμής των ακινήτων, δεν θα καταστρέψουν μόνο χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις, επαγγελματίες, αγρότες και μικροϊδιοκτήτες, αλλά θα δημιουργήσουν και μεγάλες κερδοσκοπικές ευκαιρίες, καθώς και δυνατότητες ενίσχυσης της συγκέντρωσης του κεφαλαίου –μονοπωλιακού και ολιγοπωλιακού– και ελέγχου από αυτό ολόκληρων τομέων της οικονομίας ή περιοχών της χώρας.
Πέρα, λοιπόν, από την ανάγκη αναζωογόνησης του εργασιακού κινήματος σε νέες βάσεις, ιδιαίτερη σημασία αποκτούν στις νέες συνθήκες και οι μορφές αντίδρασης των μικρών επιχειρήσεων, των επαγγελματιών και των αγροτών στις πιέσεις που θα δεχτούν. Ο ΣΥΝ, ενόσω στηρίζει παραδοσιακές μορφές οργάνωσης και δράσης, οφείλει να είναι ανοιχτός, να ενθαρρύνει και να στηρίζει και νέες μορφές συλλογικής έκφρασης των εργαζομένων, της νεολαίας, των κινημάτων που αναπτύσσονται ως αποτέλεσμα της κινητικότητας και της ρευστότητας που καταγράφεται σε κοινωνικό επίπεδο, των νέων μορφών εργασίας, επικοινωνίας κ.ο.κ. Οφείλει δηλαδή να ενισχύει προσπάθειες σύνθεσης των αιτημάτων και σύγκλισης των αγώνων των επιμέρους κοινωνικών στρωμάτων, καλλιεργώντας παντού και πάντοτε το κοινό συμφέρον και την έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης.
9. Ιδεολογία και Πολιτική. Για μια ακόμη φορά στην ελληνική ιστορία οι δυνάμεις του συστήματος εξουσίας καταφεύγουν στην πατριδοκαπηλία και στο μύθο της εθνικής ενότητας για να δικαιολογήσουν την πολιτική τους. Η κατακρεούργηση των μισθών και των συντάξεων παρουσιάζεται ως «θυσία» προς την πατρίδα. Προβάλλεται η ιδέα ενός «πατριωτικού μετώπου» ή μιας «εθνικής συναίνεσης» για την «απελευθέρωση» της χώρας από την «επιτήρηση» της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, τους οποίους ωστόσο οι ίδιοι προσκάλεσαν, ή για την ανάκτηση της «εθνικής κυριαρχίας», που όμως οι ίδιοι παραχώρησαν. Ωστόσο, πίσω από αυτές τις ιδέες κρύβεται η προσπάθεια να αποδεχτούν οι εργαζόμενοι οικειοθελώς τους όρους και τις απαιτήσεις του χρηματιστικού κεφαλαίου και των κερδοσκοπικών αγορών. Με άλλα λόγια, η περικοπή των μισθών και των συντάξεων εντάσσεται σε μια πολιτική που στόχο έχει να μην αλλάξει το σύστημα που μας οδήγησε στην κρίση και να μη χάσουν τα προνόμιά τους όσοι εκτρέφονται από το σύστημα αυτό. Οι «θυσίες» που ζητούνται είναι θυσίες χωρίς ελπίδα για το λαό και για την πατρίδα, αφού επιδεινώνουν τη θέση όχι μόνο των μισθωτών αλλά και της κοινωνίας συνολικά.
Η απάντηση στις απόψεις αυτές δεν είναι ούτε μια αριστερή συνθηματολογία εθνικής αναδίπλωσης ούτε ο οικονομισμός, η παραίτηση από την πολιτική ή η παραγνώριση της σχετικής αυτονομίας της τελευταίας, όπως υπονοούν συνθήματα του τύπου «τάξη ενάντια στην τάξη». Αν τα συνθήματα περί «πατριωτικού μετώπου» ή «εθνικής ενότητας» συγκαλύπτουν τις ταξικές πολιτικές διαφορές, απόψεις σαν αυτές αγνοούν την ύπαρξη των ενδιάμεσων στρωμάτων και τον κρίσιμο, σε περιόδους κρίσης, ρόλο τους, ενώ ισοπεδώνουν επικίνδυνα τις διαφορετικές μορφές πολιτικής έκφρασης, των κοινωνικών τάξεων και των συμφερόντων τους.
Αντίθετα, η απάντηση είναι ο πολιτικός και κοινωνικός αγώνας, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για την ενίσχυση της πολιτικής και της δημοκρατίας ενάντια στην κυριαρχία της αγοράς και στην ιδεολογία που την υποστηρίζει. Μπροστά στους αυτοματισμούς των απρόσωπων αγορών ή στις έξωθεν πιέσεις, που παρουσιάζονται ως φυσικοί νόμοι, η απάντηση που προασπίζεται τα πραγματικά συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας και της χώρας μπορεί να είναι μόνο ο συλλογικός, δημοκρατικός, πολιτικός και κοινωνικός αγώνας για έναν νέο πολιτικό και κοινωνικό συνασπισμό, που θα επιζητεί την ενότητα μέσα στην πολλαπλότητα, που θα επιδιώκει από σήμερα να οργανώσει τα πολλαπλά κοινωνικά και ταξικά συμφέροντα, μέσα από τις αναγκαίες συνθέσεις αλλά και χωρίς φόβο για τις απαραίτητες συγκρούσεις, σε ένα συνεκτικό σχέδιο για τον συνολικό οικονομικό, οικολογικό και κοινωνικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μας.
10. Αγώνας για το μέλλον. Ο αγώνας για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης και την έξοδο από αυτήν δεν είναι ένας αγώνας για το παρελθόν αλλά για το μέλλον. Εκείνο που κρίνεται μέσα από τους αγώνες αυτούς είναι η μορφή και ο τύπος του κόσμου και της κοινωνίας μετά την κρίση, οι νικητές και οι ηττημένοι της περιόδου…
Γιʼ αυτό και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα πρυτανεύσει τελικά η «καλή θέληση» ή η «κοινή λογική» της συνεργασίας, τόσο στον κόσμο όσο και στην Ευρώπη. Τόσο οι διεθνείς όσο και ευρωπαϊκές εξελίξεις είναι ανοιχτές σε πολλά ενδεχόμενα. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο δικός μας αγώνας δεν μπορεί να έχει παρωπίδες, ταμπού ή όρια. Είναι ένας αγώνας για το σήμερα αλλά και το αύριο της κοινωνίας. Σε αυτόν θα δοκιμαστούν οι θέσεις και οι ικανότητές μας να ενώνουμε, να εμπνέουμε εμπιστοσύνη, να είμαστε συνεπείς με τις αρχές μας και τις αξίες μας.
Φιλοδοξία του ΣΥΝ είναι μέσα από τους αγώνες αυτούς να ενισχύσει τη συνοχή του και την ικανότητά του να δρα ενωτικά και προωθητικά, στον ΣΥΡΙΖΑ και ευρύτερα στο χώρο των δυνάμεων της Αριστεράς και της οικολογίας. Φιλοδοξία μας είναι η Αριστερά να γίνει η ελπίδα του κόσμου. Αλλά έχουμε επίγνωση πως αυτό μπορεί να γίνει μόνο από μια Αριστερά που θα θελήσει και θα μπορέσει να συντονίσει ξανά το βήμα της με τις προσδοκίες της κοινωνίας, να δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με την κοινωνία, δηλαδή να εκφράσει πολιτικά και πρωταγωνιστικά τους σημερινούς πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες για τη γνώση, την εργασία, τον πολιτισμό, συναρθρώνοντας τα ιδιαίτερα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων με τις συνολικές ανάγκες της κοινωνίας σε ένα σχέδιο συνολικού μετασχηματισμού.
1. Η ελληνική κοινωνία είναι εδώ και δεκαετίες αντιμέτωπη με μια βαθιά δομική κρίση, κρίση που δεν περιορίζεται στην οικονομία και στην αγορά εργασίας, αλλά περιλαμβάνει την κρίση του πολιτικού συστήματος και του συστήματος αξιών και συλλογικών αναπαραστάσεων, του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε τα προβλήματα και των ατομικών και συλλογικών κινήτρων μέσω των οποίων αντιδρούμε σε αυτά. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα εμφανίζει έντονα προβλήματα νομιμοποίησης της πολιτικής που παράγει και τα προβλήματα νομιμοποίησης της πολιτικής οξύνονται συνεχώς, παρά τη συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα κυριαρχία του δικομματισμού.
2. Ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, η ιστορική διαδικασία ενσωμάτωσης και εθισμού του ελληνικού αγροτικού πληθυσμού μέσα από τοπαρχικές-πελατειακές λογικές και γενικά οι πολιτικές πατρωνίας σε όλη την ιστορία της ελληνικής κοινωνίας, λειτούργησαν και λειτουργούν αρνητικά όχι τόσο στη διαμόρφωση όσο στη θετική λειτουργία συλλογικών φορέων κινηματικής ή και πολιτικής έκφρασης. Σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, με κύριο μοχλό την οργάνωση συγκεντρωτικών μηχανισμών ελέγχου και διαχείρισης των κοινοτικών και εθνικών πόρων, διαμορφώθηκαν γύρω από την εξουσία (είτε κεντρική είτε τοπική) πολύμορφα διαπλεκόμενα δικομματικά δίκτυα χειραγώγησης της συνείδησης του πληθυσμού.
3. Η «ομαλή» αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 στηρίχτηκε στα κόμματα και το νεοπαγές τότε κομματικό σύστημα, το οποίο εκτός του άλλων είχε κύριο μέλημά του τον έλεγχο των κοινωνικών διεκδικήσεων και του ριζοσπαστισμού της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου. Το κυβερνητικό σύστημα που προέκυψε από αυτή την επιλογή δεν ήταν άλλο από τον συναινετικό δικομματισμό. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, με την κατά καιρούς ανοχή της Αριστεράς, αξιοποίησαν και δόμησαν το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα. Πρόκειται για ένα σύστημα που αφού ακύρωσε τις προσπάθειες κοινωνικής αυτορρύθμισης και κινηματικού αυθορμητισμού, σταδιακά πέρασε από τον έλεγχο των κοινωνικών διεργασιών στην αδιαφορία για την ζωή των πολλών και στην ανάδειξη της κυβερνητικής εξουσίας ως μοναδικού πεδίου για τον πολιτικό ανταγωνισμό.
4. Οι απόπειρες του πολιτικού συστήματος να στραφεί σε αρχές νομιμοποίησης βάσει του αποτελέσματος (εκσυγχρονισμός, ένταξη στη ζώνη του ευρώ, Ολυμπιακοί Αγώνες) υπήρξαν βραχύβιες και αναποτελεσματικές, καθώς όξυναν τις ανισότητες στη διανομή του εισοδήματος και του πλούτου, περιθωριοποίησαν τους μισθωτούς, διέλυσαν τη βάση αναπαραγωγής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, χωρίς να εξασφαλίζουν βιώσιμες δυνατότητες καν για μια καπιταλιστική ανάπτυξη ανεξάρτητη από τη χρηματοδότηση του δημόσιου προϋπολογισμού και των κοινοτικών πόρων. Οι ιδιωτικοποιήσεις των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα αποτέλεσαν, εκτός των άλλων, έδαφος για την ανάπτυξη σύγχρονων φαινομένων διαφθοράς, καθώς το κράτος εγκατάλειπε το ρόλο του ως παραγωγός υπηρεσιών και μετατρεπόταν σε πελάτη οργανωμένων επιχειρηματικών συμφερόντων.
5 .Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αδύναμο να διαχειριστεί τα αυξημένα λαϊκά αιτήματα της μεταπολίτευσης, επιχειρεί συστηματικά να μεταφέρει το κόστος των προσαρμογών στους πολίτες:
- Στους εργαζόμενους γενικά μεταφέρει το κόστος των κοινωνικών ασφαλίσεων, την ανεργία, την επισφάλεια της εργασίας, τις απολύσεις, την αυθαιρεσία του εργοδότη, τη στασιμότητα των αμοιβών, τη συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου, το κόστος εκπαίδευσης και κατάρτισης των ίδιων και των παιδιών τους.
- Μεταφέρει ακόμη φορολογικά βάρη μέσω της άμεσης και της έμμεσης φορολογίας, διευρύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες.
- Η Ελλάδα αποτελεί μοναδικό παράδειγμα χώρας που τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής, αντί να περιορίζουν, επιτείνουν τις εισοδηματικές ανισότητες. Οι εισοδηματικές διαφορές διευρύνονται, αντί να μειώνονται, μετά τη φορολογία και τις προνοιακές παροχές.
- Η Ελλάδα αποτελεί μοναδικό παράδειγμα χώρας που οι παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας και οι κοινοτικοί πόροι, αντί να ενισχύσουν τη θέση των ανέργων και να βελτιώσουν τις πιθανότητες επιβίωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, χρησιμοποιήθηκαν για να οργανώσουν νέα παρασιτικά στρώματα και ατομικές περιουσίες.
- Οι νέοι νοιώθουν απαξίωση των προσπαθειών μέσα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν ευνοεί τη γνώση, αλλά παρέχει τεχνικές επιτυχίας σε ανούσιες εξετάσεις. Οι νέοι αισθάνονται χωρίς μέλλον, αντικρίζοντας μετά το πέρας πολυετών σπουδών, τη θλιβερή πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, την ανεργία, την επισφάλεια, τους μισθούς-χαρτζιλίκι. Οι νέοι χάνουν τη νεότητά τους μέσα στο άγχος των εξετάσεων για το πανεπιστήμιο, χάνουν τη δημιουργικότητά τους, χάνουν τη δυνατότητα να διαχειριστούν τον εαυτό τους, μένοντας στη γονική οικογένεια μέχρι τα 35 και τα 40 τους, ανήμποροι οικονομικά να δημιουργήσουν οικογένεια και αυτόνομη ζωή.
- Οι γυναίκες έχουν αναλάβει τις διπλές εργασίες της νοικοκυράς και της εργαζόμενης, συνεισφέροντας πολλαπλά στη διατήρηση της οικογένειας, με ουσιαστική ανυπαρξία μηχανισμών πρόνοιας.
- Οι αγρότες έχουν αφεθεί στην τύχη τους, μεταξύ του χονδρέμπορου και των τραπεζών, ενώ οι πόροι για τις αγροτικές αναδιαρθρώσεις έμειναν χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
- Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις των βιοτεχνών και των εμπόρων διαλύονται από τον ανταγωνισμό, την έλλειψη αγοραστικής δύναμης των πολιτών και τα δάνεια.
Σήμερα καμιά κοινωνική ομάδα δεν αισθάνεται ασφάλεια για το σήμερα και το αύριο. Η επισφαλής κοινωνία έχει εγκαθιδρυθεί και, παρά τις υποσχέσεις, οι κίνδυνοι είναι απτοί, ενώ οι ευκαιρίες περιορίζονται μόνο για όσους κερδοσκοπούν ποικιλοτρόπως πάνω στη δυστυχία και την αβεβαιότητα των πολλών.
6. Το πολιτικό σύστημα είναι σε διάσταση με την κοινωνία. Το κοινωνικό σύνολο δεν προσδοκά λύση των προβλημάτων από το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Ο ελληνικός καπιταλισμός αδυνατεί να διαμορφώσει όρους πολιτικής ηγεμονίας. Όσο ταχύτερα το κατανοήσουμε, τόσο αποτελεσματικότερα θα μπορέσουμε να δράσουμε. Οι δημοκρατικές διαδικασίες, όπως εκφράζονται σε πάσης φύσεως εκλογές, δεν μπορεί να συνεχίσουν για πολύ να λειτουργούν σαν κολυμπήθρα του Σιλωάμ που εξαγνίζει την ακραία ιδιοτέλεια, την πολιτική διαφθορά και τις οδυνηρές για τους πολλούς πολιτικές επιλογές. Ο εμπλουτισμός και η αποκατάσταση της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών είναι αδύνατος χωρίς τη δημιουργία ποικίλων κινημάτων που οργανώνονται με αναφορά σε άμεσα προβλήματα και λειτουργούν με δημοκρατικές διαδικασίες που επιλέγουν τα ίδια. Οι πολίτες θα κατανοήσουν ότι η παθητικότητα δεν είναι ατομική λύση: είναι τμήμα του προβλήματος. Η Αριστερά οφείλει να προωθήσει με όλα τα μέσα που διαθέτει την ανάπτυξη μιας κινηματικής πολιτικής, που συμπληρώνει και ενισχύει τους αγώνες της στους κεντρικούς πολιτικούς θεσμούς, στο κοινοβούλιο, την τοπική αυτοδιοίκηση και στα συνδικάτα.
7. Το πολιτικό σύστημα της χώρας χαρακτηρίζεται από τη διάχυτη διαφθορά και τις συναφείς αλληλεξαρτήσεις που εδράζονται στο ιστορικά διαμορφωμένο πλέγμα των πελατειακών σχέσεων. Το ρουσφέτι, η μίζα, το λάδωμα ή το γρηγορόσημο, αλλά και η αναξιοκρατία και η γενικευμένη αδιαφορία απέναντι στην καταπάτηση όλων, ουσιαστικά, των θεσμικών κανόνων, έχουν επεκταθεί κατά τρόπο εντυπωσιακό. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι βαθιά ριζωμένα στο πολιτικό σύστημα κατά τις διάφορες εκφάνσεις του και αποτελούν ευθεία απόρροια της συγκροτητικής για το ίδιο δικομματικής εναλλαγής, όπου το κράτος αποβαίνει λάφυρο της εκάστοτε κυβέρνησης. Το κόμμα μας καταπολεμά την κατάσταση αυτή, διεκδικώντας τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του.
8. Είναι εμφανές ότι το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να διαμορφώσει μια δική του ηγεμονική πρόταση. Η αδυναμία του αυτή, όπως πιστοποιείται καθημερινά από τη γενικευμένη απαξίωση των κομμάτων, των θεσμών και του πολιτικού προσωπικού συνολικά, συγκαλύπτεται από τη διαρκώς αυξανόμενη ισχύ των ΜΜΕ και των διαπλεκομένων, που τείνουν να αναχθούν στον αποφασιστικό πυλώνα του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του, στο μηχανισμό που αποσιωπά ή αναδεικνύει, με ακραία μονομέρεια και συστηματικότητα, μόνο ό,τι συμβάλλει στη διατήρηση και την αναπαραγωγή αυτού του συστήματος. Όσο και αν ο δικομματισμός μετά τις τελευταίες εκλογές φαίνεται να σταθεροποιείται, η κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος βρίσκεται για καιρό σε σημείο βρασμού και μπορεί να οδηγήσει σε ισχυρότατες εκρήξεις με εντελώς απρόβλεπτη έκβαση. Σε αυτές τις συνθήκες ελευθερώνεται το πεδίο για τη διαμόρφωση μιας αριστερής εναλλακτικής πρότασης που θα αποσκοπεί στην ηγεμονία.
Στο έδαφος της κρίσης και με άξονα τη στρατηγική αναθεμελίωσης του νεοφιλελευθερισμού που προωθούν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της Ε.Ε., διαμορφώνεται σήμερα στη χώρα μας ένα εξαιρετικά σκληρό μέτωπο πολιτικών δυνάμεων ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αφού εξαπάτησε τον ελληνικό λαό παρουσιάζοντας μια φαινομενικά ηπιότερη πρόταση διεξόδου από την κρίση, έχει αναλάβει τον κεντρικό ρόλο στην ταξική επίθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη, επίθεση που αποσκοπεί στην ισοπέδωση όλων των ιστορικών κατακτήσεων των εργαζομένων. Σε συντονισμό με τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Ε.Ε., αξιοποιεί τη νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της τελευταίας και τις διεθνείς χρηματαγορές ως μέσο εκβιασμού και μηχανισμό πειθάρχησης σε μέτρα που αποτελούσαν επί δεκαετίες βασική στόχευση του κεφαλαίου και της εργοδοσίας στη χώρας μας.
Προκειμένου να συγκρατήσει τις αναμενόμενες κοινωνικές αντιδράσεις, η κυβέρνηση φαίνεται να διολισθαίνει σε έναν εντεινόμενο αυταρχισμό, σε μια επιθετική αντι-αριστερή ρητορεία και στην επίκληση ενός ψευδεπίγραφου και παρωχημένου εθνικιστικού λόγου που συνδέει το ΠΑΣΟΚ με τον εθνικισμό των παραδοσιακών συντηρητικών δυνάμεων. Τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά όμως καθιστούν το κόμμα αυτό εύθραυστο και ευάλωτο. Η κυβερνητική πολιτική του τείνει να κλονίσει τα λαϊκά του ερείσματα, ενώ τα συνδικάτα και οι αυτοδιοικητικοί φορείς που ελέγχει έχουν αρχίσει να βιώνουν μια σχεδόν εκρηκτική αντίφαση.
Στη σκληρή επίθεση που έχει εξαπολύσει η κυβέρνηση ενάντια στους εργαζομένους, η ίδια έχει συμμάχους τη Νέα Δημοκρατία και τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό. Η ΝΔ συντάσσεται πλήρως με την κυβέρνηση στον πυρήνα της πολιτικής της ενώ διαφοροποιείται μόνο σε κάποια επιμέρους, διαδικαστικά κατʼ ουσίαν, ζητήματα. Ταυτόχρονα, επιχειρεί να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της πολιτικής που εφαρμόζεται σε συντηρητικότερη κατεύθυνση σε θέματα όπως αυτό της ιθαγένειας των μεταναστών. Μετά την εκλογική κατάρρευση και την αλλαγή ηγεσίας, η ΝΔ δεν φαίνεται πως κατορθώνει να βρει το βηματισμό της. Η ουσιώδης συμφωνία της με τις κυβερνητικές επιλογές τη δυσκολεύει να συγκροτήσει ένα διακριτό πολιτικό στίγμα. Η ίδια δεν μπορεί πλέον να προσφύγει στο ιδεολόγημα του «μεσαίου χώρου» ή στις υποσχέσεις για «μεταρρυθμίσεις», ενώ ταυτόχρονα γνωρίζει πως η επίκληση της βαθιάς συντηρητικής της παράδοσης θα την έφερνε κοντά στον ΛΑΟΣ, πράγμα που θα αποξένωνε σημαντικό μέρος της βάσης της. Υπό αυτές τις συνθήκες, η συνοχή της ΝΔ δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.
Ο ΛΑΟΣ αναδεικνύεται στον πιο ένθερμο υποστηρικτή της πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η ρητορική περί «εθνικής υπόθεσης» που χρησιμοποιεί τόσο η κυβέρνηση όσο και η εργοδοσία και τα κατεστημένα ΜΜΕ εντάσσεται πλήρως στην θεμελιακές καταβολές του λόγου του. Η ιδιότυπη «συγκυβέρνηση» του ΠΑΣΟΚ με τον ΛΑΟΣ που παρατηρούμε τελευταία οδηγεί την πολιτική ατζέντα σε διολίσθηση προς συντηρητικότερες κατευθύνσεις ενώ παράλληλα επισφραγίζει τον βαθιά αντιλαϊκό χαρακτήρα της ίδιας της κυβερνητικής πολιτικής. Ο ρόλος του ΛΑΟΣ μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμος. Καθώς ο λόγος που αναπτύσσει εμφανίζεται ως ιδιαίτερα «φιλολαϊκός» και «ντόμπρος», αν η Αριστερά δεν αρχίσει να αναδεικνύει με πληρότητα το πρόσωπό της, το κόμμα αυτό ενδέχεται, σε συνθήκες κρίσης, να κερδίσει ευρύτερα ακροατήρια.
Το ΚΚΕ, σε μια περίοδο λυσσαλέας επίθεσης ενάντια στους εργαζόμενους, βρίσκεται αντιμέτωπο με τις συνέπειες και τις ευθύνες της διχαστικής πολιτικής του στο πλαίσιο της Αριστεράς. Παρά την αγωνιστική διάθεση των μελών και των οπαδών του, το ίδιο ακολουθεί μια πλήρως αδιέξοδη πολιτική που απλώς επαναλαμβάνει την αυθόρμητη επιθυμία σχεδόν σύσσωμης της ελληνικής κοινωνίας («να πληρώσει η πλουτοκρατία»), χωρίς να προτείνει απολύτως τίποτε από εκείνα που θα μπορούσαν να καταστήσουν αυτή την αυθόρμητη επιθυμία μαχητό πολιτικό σχέδιο. Ταυτόχρονα, η ανάγκη να βρει ερείσματα το οδηγεί κάποιες φορές σε μια ρητορεία σχεδόν εθνικιστική, πράγμα που αντιφάσκει πλήρως με τον σκληρό ταξικό του λόγο. Οι εσωτερικές αυτές εντάσεις, και κυρίως το εύρος, η συστηματικότητα και η διάρκεια της σημερινής επίθεσης ενάντια στους εργαζόμενους και στους συνταξιούχους, δεν είναι αδύνατο να δημιουργήσουν ρήγματα στη φαινομενικά συμπαγή του δύναμη. Οι απόψεις στο εσωτερικό του, που ιεραρχούν τις ανάγκες και τα πραγματικά κοινωνικά συμφέρονται πάνω από τα στενά κομματικά, μπορεί να αρχίσουν να ακούγονται και δημόσια.
Η εξέλιξη της κρίσης θα υποβάλει σε δοκιμασία τους Οικολόγους-Πράσινους. Τα σκληρά κοινωνικά και πολιτικά επίδικα των καιρών θα συγκρουστούν με την τάση που έχουν επιδείξει να προτείνουν και να διαπραγματεύονται τις ενδεχομένως σωστές κατά τα άλλα προτάσεις με τις πολιτικές δυνάμεις αδιακρίτως. Καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των μελών τους είτε προέρχεται από την Αριστερά είτε διατηρεί ισχυρές αριστερές ευαισθησίες, η σύγκλιση με τον ΣΥΝ και τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί ενδεχομένως να επιταχυνθεί. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να λειτουργήσει και το γεγονός ότι η τρέχουσα οικονομική κρίση θα επιτείνει την οικολογική και όλα περίπου τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Τα τελευταία χρόνια, η εκτός ΣΥΡΙΖΑ ριζοσπαστική Αριστερά έχει δώσει ισχυρά δείγματα συστηματικής παρουσίας στους κοινωνικούς αγώνες (κινήματα δικαιωμάτων, σωματεία εκτός ΓΣΕΕ, διεκδικήσεις του δημόσιου αστικού χώρου κ.ά.) Παρά τις παραμένουσες πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές μας με αυτές τις δυνάμεις, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να υπάρξουν πρωτοβουλίες που θα απομακρύνουν αμοιβαίες καχυποψίες και προκαταλήψεις προκειμένου να αναληφθεί και να εμπεδωθεί η δυνατότητα μιας αποτελεσματικής κοινής δράσης για τα συμφέροντα των εργαζομένων τάξεων.
Η Ελλάδα ολοκληρώνει την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα με ένα πλήρως αποτυχημένο μοντέλο ανάπτυξης και διοίκησης. Πρόκειται για μοντέλο που διακρίνεται για τον υπερ-συγκεντρωτικό του χαρακτήρα και την πελατειακή λειτουργία του, μοντέλο όπου η αναπτυξιακή διαδικασία, αλλά και οι τυπικά αποκεντρωμένοι θεσμοί της αυτοδιοίκησης, αποκτούν δευτερεύοντα και περιορισμένο ρόλο ενώ η προσβασιμότητα του πολίτη στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Το σύστημα είναι όχι μόνο κομματικό-πελατειακό, αλλά και άκρως αναποτελεσματικό, με συχνά φαινόμενα διαφθοράς και αδιαφάνειας. Οι ανάγκες και τα προβλήματα της καθημερινότητας συσσωρεύονται αντί να επιλύονται, ενώ λείπει η στρατηγική για την ανάπτυξη και οι διαδικασίες του δημοκρατικού προγραμματισμού για τη διαμόρφωση των κατευθύνσεων και των αναπτυξιακών επιλογών.
Η πολιτική για την ανάπτυξη που εφαρμόσθηκε στη χώρα δημιούργησε υπερκέρδη στις τράπεζες και σε κάποιες επιχειρήσεις ενώ το περιεχόμενο της ανάπτυξης προσδιορίστηκε υπό τους αντίστοιχους όρους χωρίς καν να δημιουργούνται επαρκείς θέσεις σταθερής απασχόλησης. Παράλληλα, οι περιφέρειες της χώρας εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μεγάλα ζητήματα ενώ δημιουργήθηκαν χρόνια και διαρκώς επιδεινούμενα προβλήματα τόσο στο περιβάλλον όσο και στο πεδίο του σχεδιασμού των πόλεων και των σχέσεών τους με τις περιφέρειες και την ύπαιθρο συνολικά. Το αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα να παραμένει ουσιαστικά μία περιφέρεια, με την κεντρική διοίκηση να εξακολουθεί να παίζει απολύτως καθοριστικό ρόλο.
Τίθεται έτσι ως άμεσο και επιτακτικό αίτημα μια συνολική, ριζοσπαστική, δημοκρατική και αποκεντρωτική μεταρρύθμιση των πολιτικο-διοικητικών δομών του κράτους. Διεκδικούμε μια διοικητική μεταρρύθμιση όπου η αυτοδιοίκηση –τοπική και περιφερειακή– θα υπερβαίνει τη λογική της διαχείρισης και της λειτουργίας της ως διοικητικού θεσμού, θα χαράσσει και θα υλοποιεί την πολιτική της με τη συμμετοχή και την αποφασιστική γνώμη του πολίτη, και όπου η περιφερειακή πολιτική θα αποτελεί μέσο-εργαλείο εδαφικής και κοινωνικής συνοχής και οικονομικής αλληλεγγύης που θα αποσκοπεί στο να μειώνει τη διαφορά εισοδήματος μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων περιφερειών και στο να εξασφαλίζει στους πολίτες τις απαραίτητες υποδομές και τον κοινωνικό εξοπλισμό για την αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους.
Ειδικότερα σήμερα, απέναντι στο σχέδιο «Καλλικράτης» και τα μεγάλα λόγια της κυβέρνησης, διεκδικούμε:
1. Την καθιέρωση της απλής αναλογικής ως του μόνου συστήματος που ενθαρρύνει τους πολίτες να συμμετέχουν στα όργανα λήψης των αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο, ενδυναμώνοντας αντίστοιχα και την αποτελεσματικότητα των οργάνων αυτών.
2. Την ενίσχυση των τριών θεμελιωδών αρχών στις οποίες πρέπει να εδράζεται η Τοπική Αυτοδιοίκηση, πρώτου και δεύτερου βαθμού, δηλαδή την αρχή της Τοπικής Αυτονομίας, την αρχή του Τεκμηρίου Αρμοδιότητας και την αρχή της Επικουρικότητας. Σε αυτή την κατεύθυνση απαιτείται μία μεγάλη διοικητική αλλαγή που θα περιορίζει το κεντρικό κράτος στον επιτελικό του ρόλο.
3. Μια στρατηγική ενδυνάμωσης της αναπτυξιακής διαδικασίας στο πλαίσιο ενός εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού και μέσω της ανασυγκρότησης των διαδικασιών δημοκρατικού προγραμματισμού και της αλλαγής στον τρόπο σχεδιασμού του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Το τελευταίο πρέπει να βασίζεται στον δημοκρατικό προγραμματισμό, να υπόκειται σε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, να έχει αυτόνομο χαρακτήρα και όχι να δρα απλώς συμπληρωματικά στα κοινοτικά προγράμματα.
4. Τη δημιουργία αμερόληπτου και αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης των εθνικών και κοινοτικών πόρων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, ώστε αυτοί να αξιοποιούνται προς όφελος της κοινωνίας, να κατανέμονται ισόρροπα και να θεμελιώνεται στη βάση τους η κοινωνική συνοχή και η μακροχρόνια βάση της ανάπτυξης, ενόσω περιορίζεται η σπατάλη.
5. Τον ολοκληρωμένο χωροταξικό σχεδιασμό του αστικού και αγροτικού χώρου, που θα προκύψει ως προϊόν ουσιαστικής διαβούλευσης των φορέων, των περιφερειακών και αυτοδιοικητικών μονάδων και γενικά της κοινωνίας των πολιτών και θα αποτελεί τη βάση για τον προσανατολισμό των δημοσίων επενδύσεων, ώστε αυτές να συμβάλλουν στην αειφόρο ανάπτυξη.
6. Την ανακατανομή των δημοσίων πόρων και δαπανών που θα αντιστοιχίζεται με τις πραγματικές ανάγκες και τους διακριτούς ρόλους και τις αρμοδιότητες του κράτους από τη μια μεριά και της αυτοδιοίκησης από την άλλη. Μια γενναία και δημοκρατική φορολογική μεταρρύθμιση οφείλει εδώ να συμβάλει αποφασιστικά.
[ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο σημείο αυτό πρέπει να επισυναφθεί η απόφαση της ΚΠΕ για την αποτίμηση του σχεδίου «Καλλικράτης» και για την προεκλογική τακτική του κόμματος εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών.]
Η έξοδος από την κρίση που προτείνουμε είναι συνυφασμένη και με την ανάγκη ριζικών επαναπροσδιορισμών στην εξωτερική πολιτική της χώρας μας, με στόχο τη συνολική αναβάθμιση της διεθνούς της θέσης.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υποσχέθηκε «νέα εθνική στρατηγική», αλλά συνεχίζει στην πεπατημένη του ατλαντισμού. Έχει πλήρως αποδεχθεί το ΝΑΤΟ και υποστηρίζει τη διεύρυνσή του. Εμμένει στην εμπλοκή της χώρας μας στον πόλεμο του Αφγανιστάν. Έχει εγκαταλείψει παλαιότερες διακηρύξεις του ΠΑΣΟΚ για την απομάκρυνση των βάσεων. Περιορίζεται σε ένα βαλκανικό όραμα «οικονομικής διείσδυσης». Διατηρεί τη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ. Εμμένει σε παρωχημένες και ΝΑΤΟκεντρικές αντιλήψεις για την εθνική άμυνα και ασφάλεια, με αποτέλεσμα πολυδάπανους εξοπλισμούς που, αντί να εξυπηρετούν την εθνική κυριαρχία, την υπονομεύουν πολιτικά και οικονομικά.
Η δική μας εναλλακτική πρόταση για την εξωτερική πολιτική έχει μονίμως ανοιχτό ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό, το ρατσισμό, την πατριδοκαπηλία. Εμπνέεται από τις αρχές της εθνικής ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων, της διεθνούς αλληλεγγύης και συνεργασίας. Έτσι:
1. Διεκδικούμε μια νέα πολυδιάστατη, ενεργητικά φιλειρηνική εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, απαλλαγμένη από τον ατλαντισμό, διεκδικητική εντός της Ε.Ε. και ικανή να προωθεί διαδικασίες ισότιμης συνεργασίας στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο, καθώς και στις σχέσεις με τη Ρωσία.
2. Πρώτη προτεραιότητά μας αποτελεί η υπεράσπιση της ειρήνης, συνοδευόμενη από αγώνες και πρωτοβουλίες αφοπλισμού σε περιφερειακό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Είμαστε κατά της εμπλοκής της χώρας μας σε πολέμους και της συμμετοχής της σε πολεμικά σχέδια. Ζητούμε την ανάκληση των ελληνικών μονάδων που συμμετέχουν σε αποστολές του ΝΑΤΟ και το ξήλωμα όλων των ξένων βάσεων στη χώρα μας. Μαζί με την Ευρωπαϊκή Αριστερά αντιτασσόμαστε στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και εργαζόμαστε για την ανάπτυξη μιας ευρύτερης διεθνούς δυναμικής με στόχο την κατάργηση της ατλαντικής συμμαχίας. Αγωνιζόμαστε για μια Ελλάδα έξω από στρατιωτικούς συνασπισμούς.
3. Η εμπέδωση ειρηνικών σχέσεων ομαλής συνύπαρξης και συνεργασίας, πριν απʼ όλα με τις γειτονικές μας χώρες, είναι μια πολιτική επιλογή με την οποία συναρτάται άμεσα και το αίτημα για δραστική μείωση των υπέρογκων, δυσβάστακτων και εν πολλοίς άχρηστων στρατιωτικών δαπανών. Η μείωσή τους μπορεί να προκύψει μέσα από τον εξορθολογισμό των δαπανών με μια διαφορετική, σύγχρονη και ορθολογική οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και την απαλλαγή από πανάκριβες αγορές που υπαγορεύονται από το ΝΑΤΟ ή από τη λεγόμενη «διπλωματία των εξοπλισμών» σε συνάρτηση πάντοτε με την εμπέδωση της μόνιμης ειρήνης στην περιοχή μας. Σταθερή μας θέση είναι ο έλεγχος των προμηθειών των ενόπλων δυνάμεων από διακομματική επιτροπή της Βουλής.
4. Η Βαλκανική παραμένει περιοχή «υψηλού κινδύνου», με ανοιχτές ακόμα πολλές πληγές του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας, όπως το πρόβλημα του Κοσσόβου. Η εμμονή στο απαραβίαστο των συνόρων και η ανάπτυξη της διαβαλκανικής συνεργασίας, με βάση ένα σχέδιο βαλκανικής συνανάπτυξης, είναι ο δρόμος προς το μέλλον. Προτείνουμε έναν Βαλκανικό Οικολογικό Χάρτη. Με τέτοιες προδιαγραφές διεκδικούμε την ευρωπαϊκή προοπτική των βαλκανικών χωρών.
5. Στο ίδιο πνεύμα απαιτείται να μην καθυστερήσει άλλο η λύση της διαφοράς για το όνομα της ΠΓΔΜ, στο πλαίσιο του ΟΗΕ, μια λύση σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό. Αποκρούουμε σταθερά τις εθνικιστικές εντάσεις και υποστηρίζουμε διαδικασίες πολύμορφης προσέγγισης, συνεργασίας και οικοδόμησης εμπιστοσύνης με τη γειτονική χώρα.
6. Η σταθερή μας θέση υπέρ του διαλόγου στη βάση του διεθνούς δικαίου για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών συνοδεύεται από την απαίτηση βημάτων όπως άρση του casus belli, παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Δικαστήριο της Χάγης, καθώς και από την πρόταση για την αμοιβαία μείωση των εξοπλισμών και των στρατιωτικών δαπανών Ελλάδας και Τουρκίας. Είμαστε υπέρ της συνέχισης της πορείας ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., με τήρηση των ευρωπαϊκών κριτηρίων εκδημοκρατισμού και κατοχύρωσης των ανθρωπίνων, κοινωνικών και μειονοτικών δικαιωμάτων.
7. Το Κυπριακό βρίσκεται στην πιο κρίσιμη και λεπτή φάση του. Στηρίζουμε ενεργητικά, και ως ΣΥΝ και ως Ευρωπαϊκή Αριστερά, τις προσπάθειες του προέδρου Χριστόφια για να καρποφορήσει ο διακοινοτικός διάλογος, παρά τις μεγάλες δυσκολίες και τα εμπόδια κυρίως από την πλευρά της Άγκυρας. Υποστηρίζουμε τη λύση διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ, ώστε να τερματιστεί η κατοχή και να επανενωθεί το νησί. Αγωνιζόμαστε για μια ειρηνική Κύπρο, χωρίς ξένους στρατούς και ξένες βάσεις.
8. Αγωνιζόμαστε για μια Ελλάδα γέφυρα ειρήνης με τους λαούς της Μέσης Ανατολής. Στηρίζουμε τον αγώνα για τη δημιουργία ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967, δίπλα στο κράτος του Ισραήλ, τον τερματισμό της κατοχής του Ιράκ, την ανακήρυξη της περιοχής σε αποπυρηνικοποιημένη ζώνη. Θέλουμε τη Μεσόγειο θάλασσα ειρήνης, χωρίς ξένες βάσεις, περιοχή ισότιμης συνεργασίας. Στην καρδιά της δικής μας πρότασης για την ευρω-μεσογειακή συνεργασία είναι η γεφύρωση του χάσματος Βορρά-Νότου στην περιοχή.
Όπως σημειώνουμε στη «Συμβολή» μας στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, οι δυνάμεις που διαχειρίστηκαν ως τώρα την υπόθεση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, δεξιές αλλά και σοσιαλδημοκρατικές, ούτε θέλησαν ούτε μπόρεσαν να δώσουν ώθηση στο ευρωπαϊκό εγχείρημα από τη σκοπιά και υπέρ των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων. Οι νεοφιλελεύθερες και ευρωατλαντικές επιλογές, όπως αποτυπώθηκαν και στο λεγόμενο «Ευρωσύνταγμα» που απορρίφθηκε από τους Γάλλους και τους Ολλανδούς και ακολούθως στη Συνθήκη της Λισαβόνας που απορρίφθηκε μία φορά από τους Ιρλανδούς, ενίσχυσαν τον «ευρωσκεπτικισμό» και τις τάσεις εθνικής αναδίπλωσης, μπροστά στην εξάπλωση της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας, της αποδόμησης του κράτους πρόνοιας, της εμπορευματοποίησης των κοινωνικών υπηρεσιών, της διαιώνισης των δημοκρατικών και οικολογικών ελλειμμάτων και της συμπόρευσης με τις ΗΠΑ στα θέματα της διεθνούς ειρήνης.
Τα παραπάνω γίνονται ιδιαίτερα επίκαιρα σήμερα, που η ένταση της κρίσης εντείνει και τα εθνοκεντρικά αντανακλαστικά, εκτοξεύει δραματικά τους δείκτες ανασφάλειας και ξενοφοβίας και μετατρέπει κοινωνικές τάξεις και κοινωνικές ομάδες σε αλληλοσυγκρουόμενες οντότητες, σε εθνικό αλλά συχνά και ευρωπαϊκό επίπεδο, με μόνο στόχο όχι την εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης αλλά την απλή επιβίωση.
Σήμερα αποδεικνύεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι οι ηγεμονεύουσες πολιτικές δυνάμεις της Ε.Ε. και οι μόνιμοι ή κατά περίπτωση πολιτικοί τους εταίροι όχι απλώς αδυνατούν να συγκροτήσουν μια αληθινά εναλλακτική πολιτική διεξόδου της Ευρώπης από την κρίση, αλλά αποτελούν επί της ουσίας τα πολιτικά της στηρίγματα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ρόλος της ευρωπαϊκής Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων καθίσταται κεντρικός.
Ο Συνασπισμός έκανε τη στρατηγικής σημασίας επιλογή να σταθεί, ως πολιτικός εκφραστής μιας νέας διεθνιστικής ταυτότητας, στην πρώτη γραμμή των κινηματικών και πολιτικών διεργασιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στη συγκρότηση του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) όσο και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ. Αλλά προκειμένου να διατυπώσουμε τους αναγκαίους άξονες προτάσεων και δράσης που θα καταστήσουν την ευρωπαϊκή Αριστερά και τα κινήματα φορείς και πρωταγωνιστές ριζικότερων αλλαγών, θα πρέπει να πάμε ένα βήμα πίσω. Οφείλουμε δηλαδή να αναρωτηθούμε: ποια νέα στοιχεία κατορθώσαμε να κομίσουμε μέσω των πρωτοβουλιών και των πολιτικών και τακτικών επιλογών μας, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, στην Ευρώπη, οκτώ σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ και έξι χρόνια μετά την ίδρυση του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς; Σε ποια μέτωπα αναπτύχθηκαν κοινωνικοί αγώνες μέσω και της δικής μας συμβολής; Πόσο αποτελεσματικοί υπήρξαμε και είμαστε σήμερα; Τι κρατάμε και τι χρειάζεται να αλλάξουμε στην παρέμβασή μας σε πολιτικό, θεσμικό και κινηματικό επίπεδο στην Ευρώπη;
Το ΚΕΑ έχει ήδη κλείσει έναν πρώτο κύκλο ζωής και, οδεύοντας προς το 3ο του Συνέδριο, αριθμεί ήδη πολλαπλάσια κόμματα-μέλη και παρατηρητές απʼ όσα αριθμούσε κατά την ιδρυτική του πράξη στη Ρώμη το 2004. Η «ζήτηση» αυτή συνεχώς διευρύνεται το τελευταίο διάστημα, με νέα κόμματα να παρακολουθούν την πορεία του και να αποφασίζουν την ένταξή τους σε αυτό.
Μολαταύτα, ως κόμμα-συνιδρυτής του ΚΕΑ, θα πρέπει –κρίνοντας πρώτα απʼ όλα αυστηρά τον ίδιο μας τον εαυτό– να παραδεχτούμε πως, παρʼ όλο το ιδιαίτερο στίγμα που μέχρι σήμερα έχει εκπέμψει το κοινό ευρωπαϊκό πολιτικό μας υποκείμενο, παρά το γεγονός ότι, μέσω της αλληλεπίδρασης στην Εκτελεστική Επιτροπή, τα Δίκτυα και τις Ομάδες Εργασίας του ΚΕΑ, βαθμιαία αναπτύσσεται ένα μεγαλύτερο επίπεδο πολιτικής ζύμωσης και συμφωνίας, που αποτυπώνεται και στη σταδιακή «ωρίμανση» των διακηρύξεών του, υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος να διανυθεί, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο το ΚΕΑ να καταστεί ένα πανευρωπαϊκό πολιτικό υποκείμενο ορατό από παντού, ικανό να πυροδοτεί με τις πρωτοβουλίες του μαζικές, ενωτικές, πανευρωπαϊκές λαϊκές κινητοποιήσεις, να συγκινεί ευρύτερα προοδευτικά ακροατήρια, να ριζοσπαστικοποιεί συνειδήσεις πλατιών κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων, στην κατεύθυνση της ανάπτυξης νικηφόρων αγώνων και της σταδιακής ενοποίησης των εργατικών τάξεων των επιμέρους εθνικών κρατών της Ε.Ε.
Για να πετύχει αυτά, το ΚΕΑ οφείλει, με απαρχή το επερχόμενο συνέδριό του, να αναπροσανατολίσει τις λειτουργίες και τις δράσεις του στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας και της διάθεσης περισσότερων πόρων στο κοινωνικό πεδίο, την ένταση των κινηματικών του πρωτοβουλιών, μέσω δικών του πανευρωπαϊκών εκστρατειών, αλλά και μέσω της συστηματικότερης και συντεταγμένης επαναδραστηριοποίησης των δυνάμεών του τόσο στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ όσο και στις επιμέρους, θεματικές, πανευρωπαϊκές κινηματικές δικτυώσεις (εργατοσυνδικαλιστικές, περιβαλλοντικές, εκπαιδευτικές, αντιρατσιστικές, φεμινιστικές, αντιμιλιταριστικές, lgbtq κ.ά.).
Στο πλαίσιο ενός τέτοιου κινηματικού αναπροσανατολισμού, οι δυνάμεις του ΚΕΑ δεν πρέπει να φοβούνται τη συνάντηση και την κοινή δράση με οποιαδήποτε πολιτική δύναμη (ή τμήμα της) κινείται προς μια στρατηγική αμφισβήτησης της ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, ρήξης με το υπάρχον μοντέλο οικοδόμησης, λειτουργίας και διεύρυνσης της Ε.Ε. και αναπροσανατολισμού των ευρωπαϊκών λαών προς μια «ευρωπαϊκή επανίδρυση», που θα περνά μέσα από την κοινωνική δικαιοσύνη, την αειφόρο και αξιοβίωτη ανάπτυξη, τη λογική των ίσων δικαιωμάτων για όλους και όλες.
Η δική μας απάντηση έναντι της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, για τη συγκρότηση ενός πανευρωπαϊκού μετώπου των εργαζόμενων και των κυριαρχούμενων εν γένει τάξεων για βαθιές μεταρρυθμίσεις και ανατροπές, σημαίνει συντονισμένη αντεπίθεση των εργαζομένων απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις των χωρών τους και την αρχιτεκτονική της Ε.Ε. Για να συμβεί όμως το τελευταίο, το ΚΕΑ (ως μαζικός πολιτικός φορέας, με θεσμικές εκπροσωπήσεις και δυνητική ικανότητα κινητοποίησης πόρων) οφείλει τόσο να αναβαθμίσει την πολιτική ενότητα στο εσωτερικό του, όσο και να καταστεί ταυτόχρονα ενοποιητικός παράγοντας και διαμεσολαβητής κοινής δράσης μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ένταξη σε ένα τέτοιο μέτωπο και άλλων κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονται, αλλά και άλλων πολιτικών δυνάμεων, αποτελεί τη μόνη γραμμή (κοινή σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ) κατά της νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής και αυταρχικής λειτουργίας της ΕΕ, για μια Ευρώπη αλληλεγγύης, ισότητας, ειρήνης και οικολογικής προστασίας, στην προοπτική του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία.
Σήμερα ζούμε πρωτόγνωρες εξελίξεις παγκοσμίως. Υπό εξέλιξη βρίσκεται μια «ιστορική κρίση που χτυπά την καρδιά του καπιταλισμού», σύμφωνα με τη διατύπωση του ΚΕΑ, κρίση που τείνει να αναδιατάξει τις παγκόσμιες ισορροπίες και να αμφισβητήσει την ηγεμονία των ΗΠΑ, πράγμα που αντανακλάται στις συνόδους των G20. Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν στο προσκήνιο τις ιδέες και τις αξίες της Αριστεράς ενώ υπογραμμίζουν την αυξανόμενη σημασία της συνεργασίας και της κοινής δράσης των δυνάμεων της, στην ευρύτερη δυνατή βάση, σε εθνικό, ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο.
Όσο προχωρεί η κρίση και επιβεβαιώνεται ο οικουμενικός της χαρακτήρας, τόσο προβάλλει πιο επιτακτικά η ανάγκη για ένα Παγκόσμιο Αριστερό Φόρουμ, την πρωτοβουλία για τη σύγκληση του οποίου μπορεί να αναλάβει το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, συνεργαζόμενο και με άλλα σχήματα διεθνούς αριστερής συνεργασίας όπως η Βορειοευρωπαϊκή Πράσινη Αριστερά και το «Σάο Πάολο Φόρουμ» των αριστερών δυνάμεων της Λατινικής Αμερικής. Το Φόρουμ αυτό οφείλει να είναι ανοιχτό σε όλα τα ρεύματα της Αριστεράς, με τη συμμετοχή και αριστερών διανοουμένων. Ανεξάρτητα από διαφορές απόψεων, αυτό μπορεί να συμφωνήσει σε συγκεκριμένες εναλλακτικές προτάσεις, συνοδευόμενες από ένα πρόγραμμα δράσεων και παρεμβάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο για τη διεκδίκησή τους. Ο ΣΥΝ έχει ήδη καταθέσει τη σχετική πρόταση διά του προέδρου του κατά τη σύνοδο του ΚΕΑ τον περασμένο Γενάρη στο Βερολίνο.
Οφείλουμε καταρχάς να αναγνωρίσουμε ότι η διαπιστωμένη από όλους αδυναμία του κόμματος να λειτουργήσει μέσα στην ελληνική κοινωνία με όρους που βοηθούν αποτελεσματικά την οργάνωση των εργαζομένων τάξεων δεν οφείλεται μόνο στα δικά μας προβλήματα. Οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσκολίες που σχετίζονται με τη σημερινή οργάνωση της κοινωνικής ζωής συνολικά. Η υποχώρηση της σημασίας του χώρου εργασίας, η ουσιαστική εξαφάνιση των λειτουργιών της γειτονιάς, η διασπορά και η πολυδιάσπαση του χρόνου εργασίας, ο καταιγισμός από εν πολλοίς ανούσια «πληροφόρηση» και η αντίστοιχη κονιορτοποίηση της εικόνας της πραγματικότητας ασκούν πολύ ισχυρές πιέσεις στη συλλογικότητα, δηλαδή σε μία κεντρική αξία της Αριστεράς, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την εικόνα που μεταδίδουν τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ ως τη μόνη εικόνα κοινής αναφοράς. Η συλλογικότητα που συνιστά το κόμμα μας οφείλει να αναγνωρίσει όλους αυτούς τους παράγοντες, να αντιπαλέψει τις αντίστοιχες επιδράσεις και να επινοήσει μορφές συνύπαρξης και κοινής δράσης που θα ζωντανέψουν εκ νέου την κομματική συλλογική ζωή.
Από την άλλη μεριά, η κρίση της συλλογικότητας είναι και κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Τα σημερινά κόμματα, και ιδίως τα κυβερνητικά, τείνουν να προσλάβουν μια δομή όπου ουσιαστικά εξαφανίζονται οι διαδικασίες συλλειτουργίας και συναπόφασης των μελών. Η συμμετοχή στο κόμμα νοείται απλώς ως επιλογή του εκάστοτε αρχηγού στον οποίο ανατίθεται εν λευκώ η εκπόνηση και υλοποίηση του αντίστοιχου πολιτικού σχεδίου. Οι εξελίξεις αυτές ενδύονται ταυτόχρονα το μανδύα της «περισσότερης και άμεσης δημοκρατίας», δηλαδή ξεδιπλώνονται στο όνομα, ακριβώς, της λογικής που εξαφανίζουν. Οι ίδιες εξελίξεις έχουν επιπτώσεις και στον δικό μας χώρο, όπου εντείνονται φαινόμενα προσωποκεντρισμού, δηλαδή φαινόμενα όπου παραβιάζεται η συλλογική και δημοκρατική λειτουργία στο όνομα, υποτίθεται, της ίδιας της δημοκρατίας και της ανεξέλεγκτης «ελευθερίας» του προβεβλημένου στελέχους να προτάσσει με κάθε αφορμή την προσωπική του γνώμη.
Ειδικότερα σε όσα αφορούν το κόμμα, η συλλογική εμπειρία που έχουμε αποκομίσει οδηγεί στις παρακάτω διαπιστώσεις.
1. Ο ΣΥΝ εξακολουθεί να στηρίζει την εικόνα και την αυτοκατανόησή του περισσότερο στα διακεκριμένα στελέχη του, κυρίως της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, παρά στα μέλη του και τη δουλειά τους. Ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια, και κυρίως μετά τη «στροφή» του 2000, το κόμμα αρκετές πλέον φορές τείνει να λειτουργήσει ως ομοσπονδία αυτόνομων τάσεων. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η αδράνεια εκείνων των μελών που είτε δεν ανήκουν σε τάσεις είτε ανήκουν σε τάσεις που μειοψηφούν στις πολιτικές κινήσεις που συμμετέχουν.
2. Τα ανώτερα όργανα του κόμματος (Πολιτική Γραμματεία, Κεντρική Πολιτική Επιτροπή) ουσιαστικά δεν επιτελούν τον θεσμοθετημένο ρόλο τους. Τα εκτελεστικά όργανα δεν σχεδιάζουν και δεν υλοποιούν την πολιτική που αποφασίζουν τα βουλευόμενα όργανα, ενώ ταυτόχρονα το κόμμα στερείται ενός ενιαίου κέντρου που θα επεξεργάζεται σε καθημερινή βάση τη γραμμή του κόμματος και θα εκπέμπει την εικόνα που θέλουμε να μεταδοθεί στην ελληνική κοινωνία. Η ΚΠΕ ουσιαστικά δεν λειτουργεί ως βουλευόμενο όργανο, δεν εμβαθύνει την πολιτική ανάλυση σχετικά με τα επίδικα ζητήματα, ενώ τα μέλη της δεν αναλαμβάνουν συγκεκριμένα καθήκοντα και υποχρεώσεις ως προς τα οποία μπορούν να λογοδοτούν, να κρίνονται και να αξιολογούνται. Η ΚΠΕ έχει έτσι αναχθεί στο όργανο που απλώς νομιμοποιεί τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί στην Πολιτική Γραμματεία ή, ακόμη χειρότερα, στο εσωτερικό των τάσεων. Στο επίπεδο της Πολιτικής Γραμματείας, επικρατεί η αγνόηση του προβληματισμού και των αναγκών της βάσης, η αέναη συζήτηση και διαφωνία επί των ίδιων ζητημάτων, η σχετική αυτονόμηση των στελεχών και η έκφραση με κάθε ευκαιρία της «προσωπικής» γνώμης, πράγμα που επιτείνει διαρκώς τη σύγχυση.
3. Η λειτουργία του κόμματος στο σύνολό της φαίνεται να περιφρονεί τη γνώση που παράγεται στην Ελλάδα και διεθνώς σχετικά με όλα τα ζητήματα που μας αφορούν. Οι θεωρητικές συζητήσεις είναι σποραδικές έως ανύπαρκτες, η δουλειά που κάνει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Transform, που αποτελεί το πολιτικό ίδρυμα του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, αγνοείται από μεγάλο μέρους του στελεχικού δυναμικού του κόμματος, ενώ απέναντι σε νέα προβλήματα και νέες προκλήσεις οι περισσότεροι τείνουμε να απαντήσουμε με την αυτάρκεια και την αυταρέσκεια του στελέχους που ήδη γνωρίζει τα πάντα. Σημαντικό παράδειγμα εδώ αποτελεί η τύχη που επιφυλάχθηκε στις προγραμματικές επεξεργασίες μας. Η «Συμβολή του ΣΥΝ στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ» ελάχιστα διαβάστηκε και ελάχιστα συζητήθηκε, με αποτέλεσμα να αποσυνδεθεί ουσιαστικά πλήρως από την τρέχουσα δουλειά του κόμματος.
4. Το κόμμα χαρακτηρίζεται από μια εντυπωσιακή έλλειψη υποδομών τεκμηρίωσης, ανάλυσης και σχεδιασμού. Σε μια εποχή όπου πολλά κρίνονται από την πληροφορία, την ταχύτητα απόκρισης και τη δυνατότητα πρόβλεψης, γίνεται όλο και πιο φανερή η έλλειψη οργάνων και λειτουργιών που θα συλλέγουν και θα αξιοποιούν τις πληροφορίες, θα τεκμηριώνουν και θα σχεδιάζουν, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, την πολιτική του κόμματος εξοπλίζοντάς το με την ικανότητα να αντιδρά αποτελεσματικά στα εκάστοτε νέα δεδομένα ενώ ταυτόχρονα θα του επιτρέπουν να ενημερώνει συστηματικά τα μέλη και τα στελέχη του για τα επίδικα ζητήματα, τις σχετικές αναλύσεις και επιχειρήματα και τις σχέσεις αυτών με ολόκληρη τη δουλειά του κόμματος και τη δράση του στην κοινωνία. Οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι μια τέτοια έλλειψη υποδομών πρέπει να σχετίζεται με την επικρατούσα λογική κατανομής της εργασίας ανάμεσα στα απλά μέλη και τα κεντρικά στελέχη του κόμματος. Με τον τρόπο που είναι σήμερα οργανωμένο το κόμμα, μόνο τα κεντρικά στελέχη που διαθέτουν ομάδες συνεργατών με πλήρη απασχόληση και την αναγκαία γραμματειακή υποστήριξη είναι σε θέση να συλλέγουν και να αξιοποιούν πληροφορία και γνώση. Είναι κεντρικής σημασίας για τη δημοκρατία στο κόμμα η δημιουργία και η ενίσχυση υποδομών που θα διαχέουν προς όλα τα μέλη γνώση και την πληροφορία.
5. Το έλλειμμα φύλου εξακολουθεί να διακρίνει το κόμμα. Αυτό εντοπίζεται και στο ποσοστό επί των μελών, αφού κυμαίνεται γύρω στο ένα τρίτο, αλλά και στην ανάδειξη γυναικείων στελεχών και στη σύνθεση των οργάνων. Η υιοθέτηση αναλογικής ποσόστωσης, που κατά την ίδρυση του ΣΥΝ εκτιμήθηκε ως θαρραλέο βήμα, σήμερα δεν αρκεί. Άλλωστε ισχύει μόνο για τα βουλευόμενα όργανα. Η άποψη που διαμορφώνεται, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων στο ΚΕΑ, προτείνει την ισάριθμη εκπροσώπηση των φύλων στα όργανα, στις αποστολές, στις δημόσιες θέσεις. Αποσπασματική και ανεπαρκής εξάλλου είναι η αναφορά στα ιδιαίτερα προβλήματα και ανάγκες του γυναικείου κοινωνικού φύλου μέσα από τον κεντρικό πολιτικό λόγο. Ο φεμινιστικός προβληματισμός παραμένει στα όρια του αντίστοιχου Τμήματος, χωρίς να διαποτίζει το σύνολο της πολιτικής του κόμματος. Απαιτείται κατά συνέπεια εκπόνηση ειδικού προγράμματος δράσης, η υλοποίηση του οποίου οφείλει να αρχίσει αμέσως μετά το συνέδριο. Αλλιώς η διεύρυνση των γραμμών μας και η σύμπηξη του κοινωνικού και πολιτικού συνασπισμού για την πραγματοποίηση του εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου μας θα έχει περιορισμένη αποτελεσματικότητα.
6. Το κόμμα δεν αντιμετωπίζει μόνο προβλήματα στο επίπεδο των κεντρικών του οργάνων. Οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι παρά τις ηρωικές προσπάθειες αρκετών στελεχών της βάσης, που μερικές φορές κάνουν θαύματα, πολλές οργανώσεις του κόμματος δεν έχουν ουσιαστικό αντικείμενο παρέμβασης πέρα από τη στοιχειώδη προπαγάνδιση των θέσεων του κόμματος και τη λειτουργία τους ως εκλογικού μηχανισμού για τις πάσης φύσεως εκλογές. Σε αυτή την έλλειψη αντικειμένου, που καθορίζεται και από τις αντικειμενικές συνθήκες που περιγράψαμε παραπάνω, προστίθενται και τα συνολικά ελλείμματα οργάνωσης και λειτουργίας του κόμματος. Έτσι η βάση ενημερώνεται περισσότερο από τις εφημερίδες παρά από την κομματική λειτουργία τόσο για τις απόψεις όσο και για τις έριδες στην ηγεσία του κόμματος. Η αναγκαία εις βάθος συζήτηση λείπει ενώ η πληροφόρηση παρέχεται σποραδικά με τελικό αποτέλεσμα την αποκοπή της βάσης από τις διαδικασίες παραγωγής και διαμόρφωσης της πολιτικής του κόμματος. Τελικά η πολιτική συζήτηση ανάγεται σε απλό σχολιασμό της πολιτικής ζωής, αλλά και των κινήσεων των κεντρικών στελεχών του κόμματος, και στην αέναη επανάληψη των ίδιων ζητημάτων. Το πρόβλημα δημοκρατίας που εντοπίζεται από όλους δεν έχει σε τίποτε να κάνει με απαγόρευση ή καταστολή της διαφορετικής γνώμης αλλά με τον εκ των πραγμάτων αποκλεισμό από τη γνώση και την πληροφορία που είναι απαραίτητες για τη διαμόρφωση πολιτικής γραμμής και τον έλεγχο της εφαρμογής της.
7. Η καθιέρωση τάσεων στο κόμμα μας, τάσεων που οφείλουν να αποτελούν διακριτά ρεύματα ιδεών, έχει συμβάλει ουσιαστικά στον δημοκρατικό και πλουραλιστικό χαρακτήρα του. Στην ιστορική διαδρομή του ΣΥΝ, οι τάσεις έχουν αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για τη διατήρηση της ενότητάς του, ενότητας μέσα στη διαφορετικότητα. Ωστόσο, κατά την πορεία των τελευταίων χρόνων, οι τάσεις δεν ασκούν πάντα το ρόλο που τους αποδίδει το καταστατικό του κόμματος. Σε αρκετές περιπτώσεις, που τελευταία τείνουν να γενικευθούν, αυτές λειτούργησαν και λειτουργούν αμυντικά και μηχανιστικά με όρους περιχαράκωσης, ενδοτασικής πειθαρχίας και έντονης εσωκομματικής αντιπαράθεσης, χωρίς αντίστοιχη φροντίδα για το κόμμα και την ανάγκη προωθητικών και γόνιμων συνθέσεων για την όλη εσωτερική λειτουργία του, αλλά και την προς τα έξω εικόνα και πολιτική αποτελεσματικότητά του. Δεν προτείνουμε την κατάργηση των τάσεων ούτε αμφισβητούμε τον πολυτασικό χαρακτήρα του κόμματος. Επισημαίνουμε όμως με έμφαση την ανάγκη ουσιαστικού σεβασμού του κοινού κεκτημένου και την τήρηση των κανόνων της δημοκρατίας – θεμελιώδες στοιχείο των οποίων είναι η σχέση πλειοψηφίας και μειοψηφίας– τόσο μέσα στο κόμμα όσο και στην προς τα έξω εμφάνιση του. Αν αυτά καταπατούνται, τότε δεν έχουμε κόμμα αλλά ομοσπονδία τάσεων με καταστατικά αδιευκρίνιστες σχέσεις μεταξύ τους.
8. Η οργανωτική ανάπτυξη του κόμματος στην περιφέρεια, η πολιτική του επιρροή και η κινηματική του παρουσία και δράση, εμφανίζουν πολιτικά και οργανωτικά ελλείμματα, ιδιαίτερα στις εκτός αστικών κέντρων περιοχές. Αυτό το γεγονός διαχρονικά αποτελεί πρόσθετο εμπόδιο στη γενικότερη προσπάθεια για σοβαρή και σταθερή διεύρυνση της πολιτικής επιρροής της Αριστεράς και την ανάδειξή της σε αποφασιστικό παράγοντα προοδευτικών πολιτικών εξελίξεων.
Είναι γεγονός ότι, από το 4ο Συνέδριο και ιδιαίτερα μετά το 5ο, η πολιτική μας παρέμβαση στην περιφέρεια ενισχύθηκε και έγινε εμφανώς πιο συστηματική. Αυτό εκφράστηκε ιδίως στα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 2009, με τη διατήρηση και σε πολλές περιπτώσεις την ενίσχυση των δυνάμεών μας στην περιφέρεια, σε αντίθεση με τα αποτελέσματα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ωστόσο, η κύρια μορφή της παρέμβασής μας, με την επί τόπου παρουσία κεντρικών πολιτικών στελεχών και ιδίως του προέδρου του κόμματος, όσο θετικά και αν αποτιμάται, δεν είναι αρκετή. Ο προσανατολισμός και η σταθερότητα της δουλειάς των κομματικών μελών και στελεχών προς την ύπαιθρο παραμένει ζητούμενο.
Η ανάπτυξη ενός πλατιού κινήματος για την άρση των ανισοτήτων και την ανόρθωση της περιφέρειας με αιχμή την εναλλακτική μας πρόταση για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, όπως έχει διατυπωθεί στο προγραμματικό μας κείμενο, μπορεί να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο και να συνθέσει πολλαπλασιαστικά τη δράση όλων των δυνάμεών μας στην περιφέρεια (αγρότες, κάτοικοι επαρχίας, επιστήμονες, αυτοδιοικητικοί φορείς, περιβαλλοντικές συλλογικότητες κλπ). Η οργάνωση των διεκδικήσεων με βάση ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο, που θα περιέχει αδιάσπαστα τα θέματα περιφερειακής ανάπτυξης, αγροτικής πολιτικής και περιβάλλοντος, θα συμβάλει στην αντιμετώπιση του αγροτικού ζητήματος όχι απλώς ως επιμέρους τομέα της οικονομίας, θα βοηθήσει τη δουλειά μας στην τοπική αυτοδιοίκηση να ξεφύγει από τα στενά διαχειριστικά πλαίσια και θα αναδείξει την οικολογική μας ταυτότητα σε στενή συσχέτιση με τις επί μέρους πολιτικές μας προτάσεις, με το κεντρικό πολιτικό μας σχέδιο και με την συνολική μας προοπτική.
9. Έχει γίνει πασιφανές ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το κόμμα είναι η αδυναμία ενιαίας δημόσιας έκφρασης, με δεδομένη την ύπαρξη διαφορετικών απόψεων, όπως και η συντονισμένη και καλά προετοιμασμένη δημόσια εκφορά των θέσεων του κόμματος από τα στελέχη που προσκαλούνται (ή αυτοπροσκαλούνται) στα ΜΜΕ. Σήμερα φαίνεται να απουσιάζει πλατιά η πεποίθηση ότι συγκροτούμε μια συλλογικότητα με στενούς δεσμούς εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης, παρά τις διαφορές μας, ενώ είναι απολύτως αναγκαίο να αντιληφθούμε ότι η διεύρυνση της απήχησης ακόμη και της επιμέρους ιδιαίτερης άποψης δεν μπορεί παρά να περνάει μέσα από την ελκτική δύναμη της συνολικής εικόνας μας και της ενίσχυσης της επιρροής μας ως συνόλου. Είναι πλέον σχετικά μακρύ το διάστημα όπου παρατηρείται δημόσια αμφισβήτηση των βασικών επιλογών του κόμματος και παράθεση στα ΜΜΕ προσωπικών απόψεων κεντρικών στελεχών μας. Οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι ο σεβασμός στην άλλη άποψη και η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, των θέσεων και των επιχειρημάτων έχουν πλέον εξελιχθεί παραμορφωτικά, τείνοντας προς την αυτονόμηση έναντι των συλλογικών αποφάσεων, αυτονόμηση που έφτασε μάλιστα να θεωρείται από κάποιους συντρόφους «δημοκρατικό κεκτημένο». Είναι απαραίτητο να θεσπιστεί ένας κώδικας δεοντολογίας που, εκτός των άλλων, θα ρυθμίζει όλα τα σχετικά με τις δημόσιες εμφανίσεις των στελεχών του κόμματος.
***
Το γεγονός ότι παρόμοιες διαπιστώσεις επαναλαμβάνονται από συνέδριο σε συνέδριο χωρίς να βελτιώνονται ουσιαστικά τα πράγματα, μας ωθεί να μην αντιμετωπίσουμε την κρίση του κόμματος υπό στενά οργανωτικούς όρους. Οφείλουμε να αναζητήσουμε τα βαθύτερα κοινωνικά και πολιτικά αίτια που ωθούν όλους μας να αναπαράγουμε μια κακή κατάσταση και να την αφήνουμε να χειροτερεύει. Οφείλουμε να σκύψουμε πάνω στις ιστορικά διαμορφωμένες αδυναμίες μας, να αποδεχθούμε ότι τείνουμε απλώς να αναπαράγουμε αυτά που μάθαμε και να μη μαθαίνουμε το νέο, ότι έχουμε συγκεντρώσει λίγα εφόδια για να αντιμετωπίσουμε μια πρωτοφανή σήμερα κατάσταση και ακόμη λιγότερα για να κάνουμε το άλμα στο μέλλον που απαιτούν οι καιροί. Μόνο αν αναγνωρίσουμε ειλικρινά και συλλογικά αυτά μας τα ελλείμματα, μόνον αν παραδεχθούμε ότι η κατάρρευση του 1989 είχε διαλυτικές επιπτώσεις σε ολόκληρη την Αριστερά, ανεξαρτήτως του πόσο κριτική υπήρξε κάθε συνιστώσα της στη Σοβιετική Ένωση και στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, διαλυτικές επιπτώσεις από τις οποίες ακόμη δεν έχουμε συνέλθει, μόνο τότε θα μπορέσουμε να ανακάμψουμε και να βρούμε τις σωστές σχέσεις ανάμεσα σε ιδεολογία, θεωρία, πολιτική και οργάνωση. Και αυτή η συζήτηση μπορεί να γίνει μόνο μέσα από διαδικασίες ανοιχτής, δημοκρατικής και συνθετικής συζήτησης μέσα στο κόμμα και μέσα στην κοινωνία, από τη βάση, τις ΠΚ και τα Τμήματα, μέχρι τα ενδιάμεσα όργανα και την κορυφή. Είναι οι όροι αυτής της συζήτησης που μπορούν ουσιαστικά να δεσμεύσουν στο κοινό κεκτημένο, όχι επειδή αυτό επιβάλλεται, αλλά επειδή κατακτάται και συντίθεται θεωρητικά και πολιτικά, επειδή όλοι θα αναγνωρίζουν ένα τουλάχιστον μέρος της αντίληψής τους μέσα σε αυτό.
***
Ωστόσο δεν βρισκόμαστε ακόμη εκεί. Για να φτάσουμε πρέπει να αποφασίσουμε μια δέσμη μέτρων που θα ξαναδώσουν στο κόμμα την πνοή που απαιτεί η εξαιρετικά κρίσιμη σημερινή κατάσταση ενώ ταυτόχρονα θα του επιτρέψουν να αναλάβει τη σύνθετη, ουσιαστικά αυτοκριτική, διαδικασία που μόλις περιγράψαμε.
Τα μέτρα αυτά μπορούν να είναι τα εξής.
Α. Γενικά
1. Η πρόσφατη πολιτική μας εμπειρία έδειξε ότι το κόμμα μπορεί να κερδίζει μικρές και μεγάλες μάχες, όταν θέτει το ίδιο την πολιτική ατζέντα και αναδεικνύει την ιδιαιτερότητά του. Η ΠΓ οφείλει να διαμορφώνει καθημερινά την ημερήσια διάταξη της συγκυρίας και να μην αντιδρά μόνο εκ των υστέρων ή εξ αντανακλάσεως. Η θεσμοθέτηση μιας επιτροπής πολιτικού σχεδιασμού που θα λειτουργεί υπό την ευθύνη της ΠΓ και του Προέδρου μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εν προκειμένω εργαλείο.
2. Το κόμμα στο σύνολό του πρέπει να αναλάβει μια πορεία ανασυγκρότησης και αναγέννησης. Στο πλαίσιο αυτής της πορείας οφείλει να μεριμνήσει συστηματικά για την ανάπτυξή του με την ένταξη σε αυτό νέων μελών που να προέρχονται κυρίως από τους εργαζόμενους, τους αγρότες, τις γυναίκες, τους μετανάστες, τους χώρους της επισφαλούς εργασίας. Η ένταξη νεώτερων σε ηλικία συντρόφων και συντροφισσών στις πολιτικές κινήσεις πρέπει να αποτελέσει βασικό στόχο.
3. Το κόμμα στο σύνολό του πρέπει να διαμορφώσει συγκεκριμένη πολιτική για την ανάδειξη των στελεχών του που να στηρίζεται στις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς (ανιδιοτελής προσφορά, σεβασμός στη συλλογικότητα, βαθύ αίσθημα συντροφικής αλληλεγγύης, άρνηση παραγοντισμού και αριβισμού, ιδεολογική και πολιτική συγκρότηση).
Β. Σε σχέση με τα όργανα του κόμματος
1. Ο Πρόεδρος του κόμματος δεν νοείται να είναι ο επικεφαλής κάποιας τάσης ούτε να λειτουργεί αυτόνομα με τη βοήθεια «συμβούλων». Οφείλει να μετέχει στα όργανα, να δεσμεύεται από τις αποφάσεις τους και εκφράζει προς τα έξω τη συλλογικά επεξεργασμένη γραμμή του κόμματος.
2. Η ΠΓ αποτελεί αποφασιστικό, όχι βουλευόμενο όργανο. Μια παράδοση ετών, σε συνδυασμό με την εκλογή της βάσει της απλής αναλογικής, χωρίς μάλιστα δυνατότητα επικοινωνίας των ψηφοδελτίων, την έχει αναγάγει σε όργανο που απλώς αναπαράγει τις διαφωνίες, αποφασίζοντας τυπικά και όχι ουσιαστικά. Πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε αυτή η κατάσταση να αλλάξει ριζικά.
3. Η ΚΠΕ αποτελεί το αποφασιστικό όργανο του κόμματος. Οφείλει να λειτουργεί συχνότερα, με συστηματική προετοιμασία κάθε συνεδρίασης και να συζητά διεξοδικά όχι μόνο θέματα κεντρικής πολιτικής αλλά και όλα τα μεγάλα θέματα. Κάθε μέλος της ΚΠΕ οφείλει να έχει συγκεκριμένη χρέωση, να λογοδοτεί τακτικά και να ελέγχεται για τον τομέα ευθύνης του.
4. Τα Τμήματα του κόμματος πρέπει να συνδεθούν συστηματικά με την κοινοβουλευτική δουλειά. Δεν νοείται οι τοποθετήσεις των βουλευτών μας να μην στηρίζονται και να μην εκφράζουν τη δουλειά στα Τμήματα και στο κόμμα, καθώς και τον συλλογικό προβληματισμό. Επιπλέον, οφείλουμε να επανεξετάσουμε τον τρόπο συγκρότησης και εκλογής των Τμημάτων καθώς και τους όρους υπό τους οποίους πρέπει αυτά να συνδέονται μεταξύ τους σε σχέση με όλα τα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος.
5. Τα επαγγελματικά στελέχη και οι εργαζόμενοι στο κόμμα οφείλουν να απασχολούνται σε συγκεκριμένο, ρητά καθορισμένο, τομέα ευθύνης, να λογοδοτούν τακτικά και να ελέγχονται για τον τομέα ευθύνης τους.
6. Ο κομματικός μηχανισμός στο σύνολό του, καθοδηγητικά όργανα και πολιτικές κινήσεις, οφείλουν να εκπονήσουν συγκεκριμένα και εξειδικευμένα προγράμματα δράσης για το χώρο ευθύνης τους, με προσωπικές χρεώσεις, η υλοποίηση των οποίων θα ελέγχεται. Δεν νοείται κομματικό μέλος χωρίς συγκεκριμένη χρέωση με βάση το πρόγραμμα που θα εκπονήσει η πολιτική κίνηση στην οποία ανήκει.
7. Οι διαδικασίες ελέγχου των καθοδηγητικών οργάνων από την οργανωμένη βάση οφείλουν να ενισχυθούν και να γίνουν τμήμα της καθημερινής λειτουργίας του κόμματος. Οι σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συντροφικότητας πρέπει να αποκατασταθούν τόσο μεταξύ των μελών όσο και μεταξύ των οργάνων. Αυτό οφείλει να αποτελέσει πρωταρχικό μέλημα των καθοδηγητικών οργάνων που θα εκλεγούν από το συνέδριο.
8. Πρέπει να ενεργοποιηθούν τα περιφερειακά συμβούλια με αρμοδιότητα για όλα τα κομματικά θέματα.
9. Πρέπει να θεσμοθετηθούν οι εξής επιτροπές: Μόνιμη Επιτροπή Προγράμματος, Επιτροπή Πολιτικού Σχεδιασμού και Επιτροπή Στήριξης και Αξιοποίησης Κοινοβουλευτικού Έργου.
10. Το Κόμμα οφείλει να πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα για πλήρη πληροφόρηση των μελών του, όχι μόνο για την πολιτική του, αλλά και για τους όρους και τη γνώση με βάση τις οποίες αυτή η πολιτική διαμορφώθηκε. Σε αυτή την κατεύθυνση οφείλει να αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες της τεχνολογίας. Η ιστοσελίδα του κόμματος αποτελεί εργαλείο ενημέρωσης για τις δραστηριότητες και τις θέσεις του στην εκάστοτε τρέχουσα επικαιρότητα.
11. Το Γραφείο Τύπου καθορίζει την παρουσία των στελεχών στην τηλεόραση με κριτήριο την ευθύνη του αντίστοιχου τομέα, την αρμοδιότητα, την ειδική γνώση αλλά και τον αριθμό εμφανίσεων.
12. Οι σοβαρές μεταβολές σε θέματα θέσεων και οργάνωσης του ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν να συζητιούνται στο κόμμα και να εγκρίνονται από την ΚΠΕ.
***
Η αντιμετώπιση των παραπάνω αδυναμιών και ελλείψεων με την παραπάνω δέσμη μέτρων, αλλά και όσων ακόμη απαιτηθούν στη συνέχεια, οφείλει να συνδυαστεί με τον αναπροσανατολισμό της κύριας δουλειάς του κόμματος.
Για παράδειγμα, η ένταση των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων το προηγούμενο διάστημα και η αδυναμία μας να αντιπαλέψουμε αποφασιστικά τη χειραγώγηση από τα ΜΜΕ καθιστά πλέον επείγουσα την εδραίωση της θέσης στην κοινωνία σε άμεση επαφή με τους εργαζόμενους με τρόπο ριζικά διαφορετικό από εκείνον που ακολουθούν τα κόμματα που αποσκοπούν απλώς στην άγρα πολιτικής πελατείας, όπως άλλωστε οφείλουν να κάνουν τα κόμματα της Αριστεράς. Η πείρα έδειξε ότι η ριζοσπαστικοποίηση σε επίπεδο πολιτικής εκφώνησης και τοποθέτησης στα κεντρικά πολιτικά ζητήματα δεν αρκεί για να οικοδομηθεί μια σύγχρονη Αριστερά ικανή να δώσει τους αγώνες που απαιτούν οι καιροί. Χρειάζεται επιπλέον συστηματική και οργανωμένη δουλειά στους μαζικούς χώρους, στην αυτοδιοίκηση, στον εργατικό συνδικαλισμό, στο αγροτικό κίνημα και στη νεολαία προκειμένου να αποκατασταθεί μια αδιαμεσολάβητη σχέση ανάμεσα στο κόμμα και αυτούς που πλήττονται από την κρίση, σχέση που θα καταστήσει τον πολιτικό μας χώρο πιο ανθεκτικό σε συκοφαντικές επιθέσεις και θα μας δώσει τη δυνατότητα να επικοινωνούμε τις αναλύσεις και τις θέσεις μας με άμεσο τρόπο.
Με άλλα λόγια, οφείλουμε να εστιάσουμε τη δουλειά μας στην ενίσχυση συλλογικοτήτων και αντιστάσεων, αλλά και στην οικοδόμηση νέων, στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, διοχετεύοντας τις κύριες δυνάμεις σε αυτόν το σκοπό. Μια τέτοια στροφή θα επιτρέψει στις οργανώσεις βάσης να βρουν νέο περιεχόμενο δράσης που θα τις βγάλει από την κοινωνική απομόνωση και υπολειτουργία που βρίσκονται σήμερα, ενώ θα ενισχύσει τους δεσμούς αλληλεγγύης μέσα στο κόμμα. Γα να επιτύχει αυτή η στροφή, απαιτείται νέο καταμερισμό των οικονομικών πόρων και των στελεχών του κόμματος.
Στην Πολιτική Απόφαση του 5ου Συνεδρίου σημειώναμε:
«Στρατηγική επιλογή για τον ΣΥΝ ήταν και παραμένει η κοινή δράση και η συνεργασία, πέρα από διαφορές, όλων των δυνάμεων της Αριστεράς και της ριζοσπαστικής οικολογίας στη χώρα μας στη βάση των ώριμων μεγάλων κοινωνικών αιτημάτων και ενός κοινού σύγχρονου προοδευτικού προγράμματος με σοσιαλιστική κατεύθυνση. Η ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, ως συμμαχικού πλαισίου ισότιμης συνάντησης διαφορετικών δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της αριστεράς της οικολογίας, συνιστά ένα μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση της κοινής δράσης και συνεργασίας όλου του φάσματος αριστερών και ριζοσπαστικών οικολογικών κομμάτων, οργανώσεων και κινήσεων. Το ενωτικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει ότι, παρά τις δυσκολίες, είναι δυνατόν δυνάμεις του χώρου της Αριστεράς και της ριζοσπαστικής οικολογικής αντίληψης, οι οποίες έχουν σημαντικές διαφορές, να συνεργαστούν δημιουργικά και να συνδιαμορφώσουν προωθητικές πολιτικές και προγραμματικές συνθέσεις, χωρίς να χάνουν την αυτονομία και την αυτοτέλειά τους».
Οι παραπάνω επιλογές υπηρετήθηκαν σταθερά από το κόμμα μας, τόσο με τη διαμόρφωση κοινών προγραμματικών κατευθύνσεων και κοινών κινηματικών δράσεων όσο και με την έκφρασή τους στις ευρωεκλογές και τις εθνικές εκλογές του 2009. Οι επιλογές αυτές δοκιμάστηκαν μέσα στο κλίμα της διαρκούς διχαστικής πολιτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ που τορπιλίζει κάθε ιδέα ενωτικής συμπαράταξης της Αριστεράς στην Ευρώπη και την Ελλάδα, αλλά και μέσα σε ένα περιβάλλον έντονων προβλημάτων, αμφισβητήσεων και κάποτε ανταγωνισμών στο εσωτερικό του συμμαχικού σχήματος που μείωσαν τη δυναμική και την εμβέλειά του μετά από μια σχετικά μακρά περίοδο όπου καταγράφηκε σημαντική δημοσκοπική άνοδος.
Στις συνθήκες της τρέχουσας οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και οικολογικής κρίσης, καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη για την πιο πλατιά συσπείρωση, τη σύγκλιση και την κοινή δράση όλων των δυνάμεων της Αριστεράς στη χώρα μας, διαδικασία που αντανακλά και πρέπει να αντιστοιχηθεί με τις διεργασίες σε διεθνή κλίμακα και ιδιαίτερα μέσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Η κρίση δημιουργεί το αναγκαίο έδαφος για τις κοινές αντιστάσεις των εργαζομένων, των νέων, των γυναικών, των μεταναστών, απέναντι στη λαίλαπα των νεοφιλελεύθερων επιλογών των κυρίαρχων τάξεων που επιδιώκουν να ξεπεράσουν την κρίση εις βάρος και πάλι των δυνάμεων της εργασίας. Ταυτόχρονα το κοινό αυτό έδαφος οφείλει να καλλιεργηθεί παραπέρα μέσα από την από κοινού αναζήτηση και συνδιαμόρφωση των εναλλακτικών προτάσεων και κυρίως της δράσης της Αριστεράς, που καταστατικά αντιμάχεται όχι μόνο την κρίση και τις συνέπειές της αλλά και τα αίτια που οδήγησαν και μπορούν να οδηγήσουν σε ανάλογες κρίσεις στο μέλλον.
Αποτελεί ιστορικής κλίμακας ευθύνη για τις ηγεσίες όλων των δυνάμεων της Αριστεράς η ανάληψη πρωτοβουλιών ώστε να ενθαρρυνθεί η ενωτική δυναμική και η αγωνιστική παρέμβαση μέσα από την πολύμορφη ανασύνταξη των συλλογικοτήτων και των κινημάτων, να καταπολεμηθεί η φοβία, να ανασυσταθεί η αλληλεγγύη των γενεών και η αλληλεγγύη των εργαζομένων, να συνειδητοποιηθεί από ταξική και ευρύτερη κοινωνική σκοπιά ο ρόλος και η δυνατότητα των πολιτών να επιδράσουν, να αντισταθούν, να κινητοποιηθούν, να σφραγίσουν με τις δικές τους ανάγκες το μέλλον τους, αρνούμενοι την παθητικότητα και το φόβο που θέλουν να τους προκαλούν οι διαχειριστές της σημερινής κρίσης. Μέσα σε αυτό το πεδίο πρέπει να ανασυγκροτηθεί το νέο πλαίσιο των προταγμάτων, των αξιών και των ιδανικών της Αριστεράς, και η ίδια η Αριστερά να αποτελέσει σημείο αναφοράς τόσο για τις λαϊκές δυνάμεις που θέλουν να αποδεσμευτούν από την πρόσδεση στις δυνάμεις του δικομματισμού, όσο και για τις νεότερες γενιές που υφίστανται μια χωρίς προηγούμενο υποβάθμιση σε ένα περιβάλλον γενικευμένης ανασφάλειας για το παρόν και το μέλλον τους.
Η πολιτική που αποσκοπεί στη διαμόρφωση και στην εμπέδωση των προϋποθέσεων ώστε να συγκροτηθεί μια μεγάλη ενωτική Αριστερά, πέρα από πολιτική ανάγκη με σύνθετα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά στην πάλη εναντίον του δικομματισμού, συνιστά τη θετική ανταπόκριση σε μια διαχρονική και συνεχώς ανανεούμενη παρακαταθήκη μιας γνήσιας λαϊκής και ευρύτατα διαδεδομένης διάθεσης για ενότητα. Εμπλουτίζεται τόσο από τις ιστορικές συνθήκες διαμόρφωσης του αριστερού κινήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και από τις πλέον σύγχρονες κοινές εμπειρίες που αποκτήθηκαν, τόσο στην Ευρώπη συνολικά όσο και σε κάθε χώρα χωριστά, μέσα από την ανάπτυξη σύγχρονων μεγάλων ενωτικών κινημάτων και πολυτασικών πολιτικών διαμορφώσεων, τα διεθνή και εθνικά κοινωνικά φόρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε και αποτελεί την πιο συστηματική και έμπρακτη ενωτική επιλογή και πρόκληση που διαμορφώθηκε μέσα από αλλεπάλληλες διαδικασίες πολιτικής ανασύνθεσης και κινηματικών εμπειριών στη χώρα μας στην πρόσφατη δεκαετία. Οι δυνάμεις που τον συγκρότησαν μέσα από μία πορεία που είχε ως σταθμούς αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, διαμόρφωσαν ένα θετικό πεδίο συνύπαρξης και καλλιέργειας, έναν πολιτικό πολιτισμό προγραμματικών συνθέσεων και κοινών πολιτικών πρωτοβουλιών μέσα από την αναγνώριση και τη θετική υπέρβαση υπαρκτών διαφορών στο ιδεολογικό επίπεδο και στο επίπεδο των ευρύτερων στοχεύσεων. Αυτή η πολιτική λειτουργία έδρασε ως μια συνεχής ενθάρρυνση προς τον ευρύτερο χώρο των ανέντακτων της Αριστεράς για την πολιτική ενεργοποίησή τους και για την ισότιμη συμμετοχή τους σε κινηματικές δράσεις.
Με αυτή την έννοια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε ποτέ μια συγκυριακή εκλογική συνεργασία, αλλά διαμόρφωνε κάθε φορά τους όρους, μέσα από τις ευρύτατες δυνατές συναινέσεις και την υπέρβαση αντιθέσεων στο πλαίσιο του εγχειρήματος, ώστε να αποτελεί έναν ζωντανό συμμαχικό πολιτικό οργανισμό, πρόκληση και πεδίο για συνεχή διεύρυνση προς τις δυνάμεις της σοσιαλιστικής και της κομμουνιστικής Αριστεράς, προς τους χώρους της ριζοσπαστικής οικολογίας και πάντοτε προς τους ενεργούς πολίτες που έχουν διάθεση να στρατευθούν στις αξίες και τη δράση της Αριστεράς.
Η δυναμική αυτή εκφράστηκε τόσο σε εκλογικά αποτελέσματα, όσο και στην διακριτή παρουσία μέσα σε πολύμορφα κινήματα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε πόλος αναφοράς ευρύτατων λαϊκών και νεολαιίστικων δυνάμεων που τροφοδότησαν, ακριβώς, τη μεγάλη δημοσκοπική άνοδο, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις (άρθρο 16, Βοτανικός, οικολογικές δράσεις, Δεκέμβρης, προγραμματικές προτάσεις με επίκεντρο τις κοινωνικές ανάγκες και την επισφάλεια της εργασίας σε συνθήκες κρίσης, αντιρατσιστικές δράσεις) συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας πολιτικής ατζέντας διαφορετικής και ανταγωνιστικής με τις κυρίαρχες και σε αντίθεση πολλές φορές με ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.
Η διαρκής προσπάθεια για την ανασυγκρότηση και την ενωτική ανασύνθεση της Αριστεράς είναι μια σύνθετη διαδικασία που, ιδιαίτερα σήμερα στις συνθήκες τις κρίσης, απαιτεί επίπονη προσπάθεια, τόσο στο πεδίο του προγράμματος και των θεωρητικών-ιδεολογικών επεξεργασιών όσο και στο επίπεδο των πολιτικών πρωτοβουλιών, ώστε να επιτυγχάνονται πολιτικές συγκλίσεις με θετικό ενωτικό πρόσημο σε αντιδιαστολή με επιλογές που στο όνομα της «ιδεολογικής καθαρότητας» ή και προσωπικών στρατηγικών οδηγούν στην αναπαραγωγή διχαστικών αντιλήψεων. Η ανασύνθεση των δυνάμεων της Αριστεράς επηρεάζεται θετικά μέσα από την ανάπτυξη ενωτικών συμμαχικών εμπειριών και τη δημοκρατική τους εμβάθυνση, αλλά η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα δεν φαίνεται να αντιστοιχεί σήμερα ούτε στις πολιτικές και ιδεολογικές ευαισθησίες όσων τον συναπαρτίζουν ούτε στις ανάγκες για παραπέρα διεύρυνση του σχήματος, διεύρυνση που μπορεί να επιτευχθεί μόνο όσο αυτός διατηρεί τον ανοιχτό χαρακτήρα του.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι στα προβλήματα που έχει παρουσιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ το κόμμα μας έχει, ως κόμμα, σημαντικές ευθύνες. Οι ευθύνες αυτές σχετίζονται με συνεχή ανατροφοδότηση απόψεων και συμπεριφορών που είτε κατατείνουν να απαξιώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ συνολικά είτε να διαμορφώσουν ανταγωνιστικούς πόλους στο εσωτερικό του είτε, ακόμη, να ρευστοποιήσουν τον ΣΥΝ στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ, αμφισβητώντας τη σχετική αυτονομία μας ως ενιαίου πολυτασικού κόμματος, το οποίο είναι το ίδιο προϊόν ανασύνθεσης διαφορετικών πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων και ευαισθησιών.
Η υλοποίηση των αποφάσεων των πανελλαδικών σωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία οφείλουμε να πρωταγωνιστήσουμε, αναδιαμορφώνει και εμβαθύνει ώς ένα βαθμό τα όρια της δημοκρατικής λειτουργίας του και μπορεί να καταστήσει πιο αποτελεσματική, πιο ενωτική και πιο ελκτική την ταυτότητά του ως πολιτικού οργανισμού ενεργά ανεκτικού προς όλα τα ρεύματα της Αριστεράς και τους ενεργούς πολίτες και ταυτόχρονα ανοιχτού στις αντίστοιχες διευρύνσεις. Για να πραγματοποιηθεί όμως αυτό απαιτείται το άμεσο ξεπέρασμα παθολογιών που ενυπάρχουν σε δυνάμεις της Αριστεράς, αδυναμιών που προκαλούν σοβαρές δυσκολίες στη λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, ενώ είναι δυνάμει δημιουργική η συνύπαρξη διαφορετικών, ιστορικά διαμορφωμένων, αντιλήψεων και ευαισθησιών σχετικά με τα χαρακτηριστικά της Αριστεράς του 21ου αιώνα τόσο στα όργανα όσο και στις λειτουργίες του ΣΥΡΙΖΑ, η συνύπαρξη αυτή οφείλει να μην οδηγεί σε μια εσωτερική διαμάχη ισχύος και έναν ανταγωνισμό ζυμώσεων, κατά το πρότυπο λειτουργίας των μαζικών χώρων. Η πολιτική συμμαχία οφείλει να κινείται με βάση αυτά που ενώνουν τις διαφορετικές συνιστώσες ενώ ο γόνιμος κατά τα άλλα ανταγωνισμός ιδεών και αντιλήψεων οφείλει να μην εμποδίζει την κοινή δράση, να μην παραλύει την κοινή λειτουργία και να μην προκαλεί μια χαοτική εικόνα σύγχυσης στο κόσμο της Αριστεράς.
Κατά το επόμενο διάστημα, ο ΣΥΝ θα εργαστεί συστηματικά για την αποκατάσταση ενός κλίματος αλληλεγγύης και συντροφικότητας μεταξύ των συνιστωσών και των ανέντακτων που συναπαρτίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, για την κατάκτηση της συλλογικότητας και την εξασφάλιση της πολιτικής λειτουργίας της Γραμματείας του, ώστε αυτή να μπορεί να παρεμβαίνει στη συγκυρία έγκαιρα και αποτελεσματικά, για τη συγκρότηση και λειτουργία των τοπικών και κλαδικών επιτροπών του με βάση τα πραγματικά προβλήματα στους τόπους δουλειάς και κατοικίας. Στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από την επιδίωξη να παίξει ο ΣΥΡΙΖΑ ρόλο πρωταγωνιστικό στην αντιμετώπιση τόσο των συνεπειών της κρίσης όσο και των αιτίων που τη δημιούργησαν.
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα, και κυρίως η νεοφιλελεύθερη φάση εξέλιξης του, έχει διαφοροποιήσει την κοινωνική δομή της χώρας μας και έχει αναπροσαρμόσει τις συμμαχίες των κυρίαρχων τάξεων και ομάδων και τους όρους διαιώνισης της κυριαρχίας της. Η οικονομική κρίση δημιουργεί, επιπρόσθετα, νέα εκρηκτικά δεδομένα.
Η στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου για ένταξη στο ευρώ με τους όρους και τις προϋποθέσεις που το ίδιο επιθυμούσε, όσο και η τέλεση των ολυμπιακών αγώνων στη χώρα μας , μπορεί να αποτέλεσαν νέες ευκαιρίες για δράση του κεφαλαίου, αλλά ταυτόχρονα, στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο που πραγματοποιήθηκαν, οδήγησαν στην περαιτέρω στρέβλωση του μοντέλου ανάπτυξης, αποδιάρθρωσαν την εργασία και τα κοινωνικά δικαιώματα, ενίσχυσαν τις σχέσεις του ελληνικού καπιταλισμού με τον διεθνή και υποθήκευσαν το μέλλον της χώρας. Σε συνδυασμό με αυτά, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και οι αλλαγές στην τεχνολογική βάση και την οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό τόσο των κυρίαρχων όσο και των κυριαρχούμενων τάξεων. Στη φάση της κρίσης που διανύουμε σήμερα, βρίσκεται σε εξέλιξη ένα σχέδιο ανασυγκρότησης του καπιταλισμού στη χώρα μας και αναθεμελίωσης της νεοφιλελεύθερης εκδοχής του, με προϋποθέσεις που υποσκάπτουν πλήρως ακόμη και το σημερινό, εξαιρετικά αδύναμο, επίπεδο αμοιβών και όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
Όσον αφορά τις κυρίαρχες τάξεις και ομάδες, ενισχύθηκε σημαντικά η μερίδα τους που συνδέεται με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και το πολυεθνικό κεφάλαιο που δραστηριοποιείται σε ευρωπαϊκή βάση ενώ ενισχύθηκε επίσης η παρουσία του διεθνικού κεφαλαίου κυρίως υπό τους καθαρά κερδοσκοπικούς όρους της βραχυπρόθεσμης απόδοσης. Ταυτόχρονα, μερίδα του τραπεζιτικού κυρίως κεφαλαίου επενδύθηκε στα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αξιοποιώντας το χαμηλό κόστος εργασίας και τους καλύτερους όρους κεφαλαιακής αξιοποίησης.
Από την άλλη πλευρά, η μισθωτή εργασία επεκτάθηκε περιλαμβάνοντας σημαντική μερίδα από τα μεσαία στρώματα και την αγροτιά, ενώ στην καθαυτό βιομηχανική παραγωγή υπέστη μείωση. Ο δημόσιος τομέας έχει συρρικνωθεί σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τους σταθερά απασχολούμενους, ενώ έχει αυξηθεί θεαματικά ο τριτογενής τομέας Το ανειδίκευτο και χαμηλής ειδίκευσης κομμάτι της εργατικής τάξης έχει καλυφθεί κατά βάση από μετανάστες, οι οποίοι εργάζονται κυρίως στην οικοδομή, στις βοηθητικές οικιακές εργασίες, στην κλωστοϋφαντουργία και στην αγροτική παραγωγή. Η γυναικεία απασχόληση έχει μεν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά υπολείπεται σημαντικά από το ποσοστό απασχόλησης στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι εργαζόμενες γυναίκες υφίστανται μεγαλύτερη εκμετάλλευση αφού κατά κανόνα απασχολούνται σε υποβαθμισμένες θέσεις εργασίας και κινούνται στη ζώνη της επισφάλειας. Η νέα γενιά εργαζομένων, μολονότι διαθέτει περισσότερα εφόδια και βελτιωμένο μορφωτικό επίπεδο, εντάσσεται με σημαντική καθυστέρηση και χειρότερους όρους στην παραγωγή ενώ το μέλλον της παραμένει ουσιαστικά άδηλο.
Σταδιακά, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, έχουν προκληθεί σημαντικές αλλαγές στη διάταξη των συμφερόντων και των προτεραιοτήτων εντός της εργατικής τάξεις, με μοχλό τη διαφοροποίηση των συνθηκών εργασίας, την ευελιξία των εργασιακών σχέσεων, την πολιτική μισθών, την εξάρτηση από τις τράπεζες, την αύξηση της ανεργίας, τους διαχωρισμούς των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Εντάθηκε τόσο ο βαθμός εκμετάλλευσης όσο και ο βαθμός συγκάλυψης της εκμετάλλευσης. Ο κατακερματισμός των επί μέρους συμφερόντων, ο ατομισμός, η ένταση της ιδεολογικής παρέμβασης κυρίως μέσω των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, όπως και η συμβιβαστική στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών, έχουν δυσχεράνει ιδιαίτερα τους όρους ταξικής διεκδίκησης και πάλης. Οφείλουμε να διαπιστώσουμε επιπλέον ότι οι εργαζόμενοι στη χώρα μας βρίσκονται κατακερματισμένοι λόγω του μεγάλου αριθμού εργαζομένων σε μικρές επιχειρήσεις και αμείβονται πολύ χαμηλότερα από ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο ρόλος της οικογένειας και τα έσοδα από αγροτικές ή τουριστικές δραστηριότητες κάπως απορροφούσε μέχρι σήμερα τους σχετικούς κραδασμούς, αλλά η όλη κατάσταση χειροτερεύει διαρκώς και με την κρίση λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Όλοι αυτοί οι λόγοι οδηγούν σε πολύ χαμηλούς βαθμούς συνδικαλιστικής οργάνωσης. Τα μεγαλύτερα προβλήματα εμφανίζονται κυρίως στο παραδοσιακό κομμάτι της βιομηχανίας, στο χώρο της επισφάλειας και στη ζώνη της ανεργίας, όπου οι ανάγκες της επιβίωσης υποχρεώνουν εν πολλοίς τους εργαζόμενους να υποκλίνονται πιο εύκολα στον κοινωνικό αυτοματισμό και να βλέπουν ως εχθρό όχι το κεφάλαιο και το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα αλλά τον εργαζόμενο που εξακολουθεί να έχει σταθερή εργασία ή τον μετανάστη. Τα φαινόμενα αυτά εντείνονται λόγω της οικονομικής κρίσης, ενώ ήδη αξιοποιούνται από την κυβέρνηση που δεν μπορεί πλέον να αποκρύψει τον ταξικό χαρακτήρα των επιλογών της.
Η κατάσταση αυτή επιβάλλει τον συνολικό αναπροσανατολισμό του κόμματος στην ιδεολογικοπολιτική δουλειά στην εργατική τάξη και στους χώρους των άλλων εργαζομένων. Οφείλουμε να εργαστούμε με όλα τα μέσα ώστε, το αμέσως επόμενο διάστημα, όπου θα εκδηλωθούν δραματικά οι συνέπειες της κρίσης, οι εργαζόμενοι στη χώρα να ορθώσουν οργανωμένα και αποτελεσματικά το ανάστημά τους για να αποτρέψουν ολόκληρη την εφαρμοζόμενη πολιτική. Για να υπάρξει αυτή η εξέλιξη πρέπει να αρθούν τα εμπόδια που αδρανοποιούν τους εργαζόμενους. Πρέπει να αποκαλυφθεί ο χαρακτήρας των κυβερνητικών μέτρων, που δεν είναι μόνο άδικα και βαθιά ταξικά αλλά και οικονομικά αναποτελεσματικά. Πρέπει να διαλυθούν οι σχετικοί φόβοι και να καταρρεύσει η προσπάθεια παραπλάνησης για τη δήθεν αναγκαιότητά τους. Πρέπει να αντιπαρατεθεί ένα εναλλακτικό σχέδιο προτάσεων και θέσεων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης και για τη διέξοδο από αυτήν χωρίς να συντριβούν οι εργαζόμενοι. Πρέπει να αποκρουστούν ρατσιστικές συμπεριφορές, τυφλές αντιδράσεις και κοινωνικοί αυτοματισμοί. Πρέπει ακόμη οι όποιες σποραδικές και αυθόρμητες κινητοποιήσεις να ενταχθούν σε ένα σχέδιο μεγάλων κινητοποιήσεων για τη συνολική ανατροπή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και την προώθηση εναλλακτικών λύσεων.
Ό,τι προηγήθηκε συντείνει στην αναδιατύπωση, επιβεβαίωση και επικαιροποίηση του συνολικού πολιτικού σχεδίου του ΣΥΝ μέσα στο περιβάλλον που συνθέτουν πλέον τα στοιχεία της σημερινής συγκυρίας: η εξέλιξη της παγκόσμιας, πολυεπίπεδης κρίσης, η κρίση της Ευρώπης, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της κρίσης στη χώρα μας, καθώς και όσα αντίρροπα πολιτικά σχέδια επιχειρούν να επιβάλουν μια διέξοδο από την κρίση που θα μεταφράζεται σε υπονόμευση κοινωνικών κατακτήσεων, αποσύνθεση του κοινωνικού δεσμού, πλήγμα στις πιο ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού, διεύρυνση των ήδη οξυμμένων ανισοτήτων.
Έτσι τίθενται για τον ΣΥΝ και την Αριστερά που εκφράζει, συγκεκριμένα κομβικά ερωτήματα: με ποιες κοινωνικές δυνάμεις συνομιλούμε, με ποιους τρόπους παρεμβαίνουμε στην κοινωνία, μέσα από ποιες πολιτικές μορφές και με ποιον τελικά πολιτικό ορίζοντα.
Όπως έχει προσδιοριστεί και στα προηγούμενα συνεδριακά και προγραμματικά μας κείμενα, είναι κοινό κεκτημένο ότι ο ΣΥΝ λειτουργεί πολιτικά και παρεμβαίνει κοινωνικά από τη μεριά των κοινωνικών δυνάμεων της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού. Μακριά από λαϊκιστικές επικλήσεις του «λαού» ή των «πολιτών» γενικά και αδιαφοροποίητα, εμείς θεωρούμε ότι η κοινωνία δεν είναι μια άμορφη μάζα αλλά συγκροτείται από ένα σύνολο σχέσεων που ορίζουν κοινωνικές τάξεις και ομάδες με κοινά ή αντιτιθέμενα υλικά συμφέροντα και κοινές ή αντιτιθέμενες αξίες και επιδιώξεις. Στο πλαίσιο του καπιταλισμού, και μάλιστα στις συνθήκες της τρέχουσας κρίσης, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των δυνάμεων βρίσκεται υπό καθεστώς εκμετάλλευσης και είναι πολιτικά αποδυναμωμένο.
Κατά τη δική μας αντίληψη, η Αριστερά είναι – ή οφείλει να είναι– το πολιτικό υποκείμενο που θέτει ως στόχο να συντονιστεί με αυτές τις πλατιές κοινωνικές δυνάμεις και να συμβάλει στην πολιτική συγκρότηση των εργαζόμενων τάξεων, εκείνων των τάξεων δηλαδή που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας. Ενάντια στη σημερινή πολυδιάσπαση της κοινωνίας, στον πολυκερματισμό των ατόμων, των κοινοτήτων, των εργασιακών συνθηκών, των συνθηκών ζωής, η Αριστερά οφείλει να προσπαθεί να συστήσει δεσμούς αλληλεγγύης, κοινού βηματισμού και πολιτικής εκπροσώπησης με αυτές τις πλατιές μάζες, μέσα από τη σύνθεση και την πολιτική έκφραση των επιμέρους συμφερόντων σε γενικά συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας.
Ο ΣΥΝ αντιτίθεται στην παραδοσιακή, αλλά και ιστορικά ηττημένη, αντίληψη της σχέσης πολιτικού υποκειμένου και κοινωνίας που προσομοιάζει στην εικόνα του «ιμάντα» που μεταφέρει καθήκοντα και εντολές προς εκτέλεση ή «αλήθειες» προς επικύρωση από την κορυφή προς τη βάση ή από την πολιτική σφαίρα στην κοινωνική με λογικές «εντολής» και απλής ανάθεσης. Αντίθετα, ο ΣΥΝ επιδιώκει να οικοδομήσει δεσμούς αλληλεγγύης, συντονισμού και πολιτικής έκφρασης με την ελληνική κοινωνία σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση γιατί συνιστά πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς που όχι μόνο σέβεται πλήρως αλλά και προστατεύει στο μέτρο των δυνάμεών του το δικαίωμα έκφρασης κάθε πολίτη και την αυτονομία κάθε δημοκρατικά λειτουργούσας συλλογικότητας. Με αυτή τη λογική διαμορφώνεται το πλαίσιο της συνάντησης του πολιτικού υποκειμένου με το κοινωνικό, δηλαδή με τους πραγματικούς πρωταγωνιστές ενός πολιτικού σχεδίου με ρητά αριστερή στόχευση.
Οι δεσμοί πολιτικής αλληλεγγύης, συντονισμού και εκπροσώπησης που θέλουμε να οικοδομήσουμε αφορούν καταρχάς τις εργαζόμενες τάξεις, όχι μόνο με την «παλιά» κι ωστόσο πάντοτε επίκαιρη έννοια του προλεταριάτου, αλλά με μια νέα, διευρυμένη έννοια, που αγγίζει το σύνολο σχεδόν της μισθωτής εργασίας, τις τάξεις δηλαδή που κατεξοχήν παράγουν αγαθά, γνώση και υπηρεσίες, τον πλούτο δηλαδή της κοινωνίας μας, αλλά και εκείνες που υφίστανται την εκμετάλλευση της εργασίας τους και την πολύπλευρη καταπίεση.
Οι κατηγορίες των μισθωτών, «παραδοσιακές» και «νέες», δεν είναι οι μόνες που εντάσσονται στο πολιτικό μας σχέδιο. Η περιχαράκωση και οι κλειστοί ορίζοντες, οι αποτυχημένες βεβαιότητες του παρελθόντος, δεν είναι στοιχεία της δικής μας κοινωνικής απεύθυνσης. Η δική μας Αριστερά προσπαθεί να κατανοήσει τη σημερινή κοινωνία σε όλη της την πολυπλοκότητα, γιατί από εκεί ξεκινάει ο δρόμος του μετασχηματισμού της. Αυτή η κατανόηση όμως προϋποθέτει την αναγνώριση και τη διαλεκτική επεξεργασία των ποικίλων αντιθέσεων που διαπερνούν την κοινωνία μας σήμερα και διαμορφώνουν το πεδίο για να αναδειχθεί ένας νέος κοινωνικός και πολιτικός συνασπισμός.
Συνεχής επιδίωξή μας είναι λοιπόν το άνοιγμα προς όλες τις κοινωνικές κατηγορίες που μπορούν να ενταχθούν στο πολιτικό μας σχέδιο, οι οποίες, σε ανοιχτό και ειλικρινή διάλογο μαζί μας, μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη των κοινών στόχων. Έχουμε επιλέξει η πολιτική μας παρέμβαση να προχωρά μέσα από τις πλατύτερες δυνατές συγκλίσεις και συναινέσεις, αλλά και μέσα από αναπόφευκτες συγκρούσεις, αν και όποτε χρειαστεί, στοχεύοντας πάντα σε μια κοινωνία δημοκρατίας και δικαιοσύνης, έχοντας δηλαδή έναν στόχο που αφορά την κοινωνία ολόκληρη.
Γιʼ αυτούς τους λόγους, τα κοινωνικά υποκείμενα στα οποία απευθυνόμαστε ξεκινούν από τους εργαζομένους, τους άνδρες και τις γυναίκες που παράγουν, με τα χέρια και με το μυαλό τους, τον κοινωνικό πλούτο, με τις ειδικές κατηγορίες τους: ανάμεσά τους είναι οι νέοι, οι οποίοι, καθώς απογαλακτίζονται αργά από το «ασφαλές» περιβάλλον της οικογένειας και εισέρχονται στην παραγωγή με τις γνώσεις που απέκτησαν και τη δυναμικότητά τους, βλέπουν να εφαρμόζονται πάνω τους πιλοτικά όλες οι νέες εκδοχές απορρύθμισης και εργασιακής επισφάλειας· οι γυναίκες, που εξακολουθούν να πληρώνουν το φύλο τους με διακρίσεις και ανισότητες όλων των ειδών· οι οικονομικοί μετανάστες, οι οποίοι υφίστανται την πιο ακραία εκμετάλλευση, ενώ βρίσκονται μονίμως αντιμέτωποι με την άρνηση των πιο στοιχειωδών κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Το συνολικό πολιτικό μας σχέδιο όμως επεκτείνεται και σε κατηγορίες πέρα από τις στενά οριζόμενες δυνάμεις της εργασίας, όπως είναι λ.χ. τα λεγόμενα δυναμικά νέα μεσαία στρώματα, ένα ετερόκλητο σύνολο από κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες το οποίο συναπαρτίζουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι επιστήμονες, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι μηχανικοί, οι καλλιτέχνες, οι παραγωγοί πολιτιστικών αγαθών, εκείνοι που εργάζονται στα ΜΜΕ, όσοι απασχολούνται στις νέες τεχνολογίες και είναι οι φορείς της ανάπτυξης και της διάδοσής τους. Άνθρωποι με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τόσο από πλευράς μόρφωσης και καλλιέργειας όσο και σε σχέση με την εργασία τους, καθώς πολλοί από αυτούς πλέον βρίσκουν τη θέση τους στον κόσμο της μισθωτής εργασίας.
Οι μισθωτοί των πόλεων έχουν ως φυσικούς τους συμμάχους τους αγρότες, οι οποίοι εξαναγκάζονται σήμερα να εγκαταλείψουν κατά χιλιάδες την παραγωγή. Εμείς επιδιώκουμε να συντονίσουμε το βήμα μας με τον κόσμο της υπαίθρου, και ειδικά με τους μικροκαλλιεργητές και τους εργάτες γης, Έλληνες και αλλοδαπούς, όπως και με τη νέα γενιά αγροτών, έχοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής τους και τις περιφερειακές ιδιαιτερότητες και ανισότητες.
Για το πολιτικό μας σχέδιο δεν είναι ξένα και τα λεγόμενα παραδοσιακά μεσαία στρώματα, δηλαδή οι αυτοαπασχολούμενοι, η μικρή και μεσαία ιδιοκτησία και παραγωγή, αφού όχι μόνο οι εργαζόμενοι σε τέτοιες επιχειρήσεις αλλά και οι ίδιες οι εν λόγω επιχειρήσεις πλήττονται από τις μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές δομές της εγχώριας αγοράς, από τη συμπίεση της αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων και από τις συχνά αλλοπρόσαλλες πολιτικές επιλογές που τους αφορούν.
Ιδιαίτερη θέση έχει για μας και η νέα γενιά με τις πολλαπλές της ταυτότητες, η «γενιά του άρθρου 16» και η γενιά της έκρηξης του Δεκέμβρη, ή με πιο υλικούς όρους η «γενιά των 700 ευρώ», που καλείται να αντιμετωπίσει την οικονομική ανέχεια, την εργασιακή ανασφάλεια και την απουσία μέλλοντος, η οποία σήμερα ασφυκτιά γιατί η κατάρτιση και τα προσόντα που απέκτησε με τον δικό της μόχθο και με την οικονομική επιβάρυνση των γονιών δεν μπορούν να χρησιμεύσουν τελικά πουθενά, ούτε να βρουν αναγνωρισμένη έκφραση και διέξοδο, κοινωνικά, επαγγελματικά, πολιτικά.
Ακόμη, και πολύ περισσότερο σήμερα, απαιτείται να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στη σχέση του κόμματός μας με τους οικονομικούς μετανάστες, που σε ποσοστό κοντά στο 90% εργάζονται ως μισθωτοί στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Η σχέση αυτή πρέπει να είναι πολυδιάστατη, να αντιστοιχεί στο γεγονός ότι οι μετανάστες αποτελούν πλέον αναντικατάστατο τμήμα της εργατικής τάξης και τα παιδιά τους κομμάτι της νεολαίας της χώρας μας. Επομένως, ο συνολικός πολιτικός, ιδεολογικός και οργανωτικός μας σχεδιασμός – από τα κεντρικά όργανα ώς τις ΠΚ– οφείλει να αφορά συγκεκριμένα και τους μετανάστες.
Η περιγραφή των κοινωνικών δυνάμεων με τις οποίες επιδιώκουμε να χτίσουμε διαλεκτικές σχέσεις συντονισμού και συνδιαμόρφωσης υποδεικνύει και το είδος της κοινωνικής μας παρέμβασης. Έτσι, προσανατολιζόμαστε καταρχήν στο μαζικό κίνημα στη χώρα μας, ιδίως το συνδικαλιστικό κίνημα της εργατικής τάξης, το οποίο έχει μια μακρά αγωνιστική παράδοση και στάθηκε όρθιο, κρατήθηκε ενωμένο, με καθοριστικό στήριγμα στην ανάπτυξή του τη δράση της Αριστεράς – αλλά σήμερα υπονομεύεται από εκείνες τις δυνάμεις που το θέλουν κατακερματισμένο και τραβούν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους εργαζόμενους.
Κεντρικό ζήτημα στην πολιτική μας σκόπευση είναι η αγωνιστική ανασυγκρότηση των συνδικάτων. Η δράση μας προς αυτή την κατεύθυνση δεν υπονοεί σε καμία περίπτωση την υποκατάσταση με μια άλλης μορφής κομματική χειραγώγηση. Θεωρούμε ότι οι εργατικοί θεσμοί πρέπει να έχουν την αυτονομία τους, τις εσωτερικές τους δημοκρατικές διαδικασίες, με γνήσια καταγραφή των συσχετισμών στις ηγεσίες τους. Σήμερα πρέπει να επιδιώξουμε τη συγκρότηση ενός μαζικού, αυτόνομου, ταξικού και ενωτικού ρεύματος μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, με κορμό τις δυνάμεις του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο θα μπορεί να συσπειρώνει και αγωνιστές εργαζόμενους από το ΠΑΣΟΚ και από άλλες δυνάμεις της Αριστεράς και θα λειτουργεί με όρους δικτύου στο εσωτερικό των συνδικάτων.
Υποστηρίζουμε την εκ βάθρων ανασυγκρότηση του αγροτικού κινήματος και την αυτοοργάνωση των αγροτών μέσα από δημοκρατικές, συμμετοχικές και κινηματικές διαδικασίες. Υποστηρίζουμε και ενθαρρύνουμε τις δυνάμεις που απεγκλωβίζονται από παραδοσιακές κομματικές δουλείες, ιδίως στον χώρο των νέων αγροτών, και προτάσσουν έναντι της αποσπασματικής διεκδίκησης το ίδιο το μέλλον της ελληνικής γεωργίας. Υπερασπιζόμαστε την ενοποίηση από τα κάτω της συλλογικής συνδικαλιστικής έκφρασης των αγροτών και καταδικάζουμε κάθε απόπειρα χειραγώγησης και κυβερνητικών παρεμβάσεων στον αγροτικό συνδικαλισμό.
Ταυτόχρονα, ο ΣΥΝ δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να κινείται στην πολύτιμη ιστορική παράδοση της συμπόρευσής του με τα πολλαπλά κοινωνικά κινήματα και τους φορείς τους. Η δική μας Αριστερά προσπαθούσε πάντα και πρέπει να συνεχίσει να προσπαθεί να αναγνωρίζει τις συντελούμενες κοινωνικές διεργασίες, να ακούει προσεκτικά τις διεκδικήσεις των κοινωνικών κινημάτων, να συνομιλεί και να συντονίζει το βήμα μαζί τους, συμβαδίζοντας συστηματικά – και όπου χρειάζεται κριτικά– με τα λεγόμενα νέα κοινωνικά κινήματα που έχουν αναδειχθεί και αναδεικνύονται συνεχώς μέσα από τις κοινωνικές και πολιτικές ρωγμές του καπιταλιστικού συστήματος: με το γυναικείο και το φεμινιστικό κίνημα, το οικολογικό κίνημα, με τα ζητήματα που έχει αναδείξει και τους αγώνες που έχει αναλάβει, τα κινήματα για τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά δικαιώματα των ασθενέστερων ομάδων της κοινωνίας μας, των μεταναστών και των μειονοτήτων, με τους αγώνες τους ενάντια στο ρατσισμό, την ξενοφοβία ή τον εθνικισμό.
Οφείλουμε να προσθέσουμε ότι οι πρόσφατες αγροτικές κινητοποιήσεις, σε συνδυασμό με την επέκταση και την εμβάθυνση της κρίσης, αναδεικνύουν την ανάγκη παρουσίας και δράσης νέων συλλογικοτήτων που θα λειτουργούν συγκεκριμένα ως ασπίδα κοινωνικής αλληλεγγύης. Έτσι, η συγκρότηση μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας γύρω από το κοινωνικό δικαίωμα στην πρόσβαση σε οικονομικώς προσιτά, ποιοτικώς ασφαλή και υγιεινά τρόφιμα, που θα προωθεί νέες συλλογικές μορφές οικονομικής οργάνωσης των αγροτών τόσο στο εσωτερικό τους όσο και σε σύνδεση με άλλες κοινωνικές ομάδες, αποτελεί καθήκον της συγκυρίας, δεδομένου ότι η κερδοσκοπία γύρω από τα τρόφιμα έχει ως βασικά θύματα αφʼ ενός τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς και αφʼ ετέρου τους κατοίκους των πόλεων και ιδιαιτέρα τους χαμηλόμισθους, τους επισφαλώς εργαζόμενους και τους ανέργους.
Στην ίδια κατεύθυνση, η δημιουργία από μηδενική βάση νέων αγροτικών συνεταιρισμών, τοπικών αγορών παραγωγών, εναλλακτικών και αλληλέγγυων δικτύων διακίνησης τροφίμων, θα συμβάλει όχι μόνο στην ανάσχεση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, αλλά ταυτόχρονα θα αποτελέσει την αριστερή απάντηση, το «ανταγωνιστικό παράδειγμα» απέναντι στον ατομισμό και τις μεμονωμένες λύσεις, όπως και την αφετηρία για μια νέα πολιτικοποίηση, μακριά από την αναξιοπιστία του πολιτικού κόσμου και των παραδοσιακών απαξιωμένων συλλογικών θεσμών στον αγροτικό χώρο και στην κοινωνία γενικότερα.
Αλλά και γενικότερα, οφείλουμε να παρέμβουμε άμεσα, έμπρακτα και συστηματικά στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης, αναπτύσσοντας διαδικασίες αυτοοργάνωσης των εργαζομένων και των στρωμάτων που πλήττονται. Οι δικές μας δυνάμεις οφείλουν να λειτουργήσουν ως καταλύτες ανάπτυξης κοινωνικών δικτύων αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των εργαζόμενων από τους ίδιους. Επιδιώκουμε να ενεργοποιηθούν οι εργαζόμενοι σε μια κατεύθυνση που δεν θα αφήνει χώρο σε «φιλανθρωπικού» χαρακτήρα προσεγγίσεις που καλλιεργούν τη θυματοποίηση και την παθητικότητα αλλά και ούτε στη διοχέτευση των αντιδράσεων σε εκρήξεις τυφλής βίας. Ειδικά δε στην τοπική αυτοδιοίκηση, οφείλουμε να διευρύνουμε την παρέμβασή μας πέρα από την περιοδική συμμετοχή στις εκλογές. Κεντρικός στόχος της παρέμβασής μας οφείλει να είναι η διαμόρφωση σχημάτων για την προώθηση της αυτο-οργάνωσης των γειτονιών, για την επίλυση προβλημάτων σε τομείς που η τοπική αυτοδιοίκηση αδυνατεί ή δεν επιδιώκει να λύσει. Οι εξελίξεις σήμερα είναι τέτοιες που οι προσπάθειες για αυτο-οργάνωση και αλληλεγγύη μπορεί να αποβούν όχι μόνο μέσο κυριολεκτικής επιβίωσης αλλά και ουσιαστική βάση για την κοινωνική εδραίωση του πολιτικού μας σχεδίου.
Μαζί με αυτήν την ευρύτατη κοινωνική πλειοψηφία που περιγράψαμε, επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε, με όρους πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης, ένα νέο πρότυπο παραγωγής και διανομής του πλούτου, με δημόσιο έλεγχο και δημοκρατία, ένα άλλο πρότυπο ατομικής και συλλογικής ζωής, ως απάντηση στη σημερινή πολυεπίπεδη κρίση και στις πολιτικές που εντείνουν τα αντικοινωνικά της χαρακτηριστικά. Το εναλλακτικό μας σχέδιο και οι προτάσεις που το συγκροτούν δεν αντιπαρατίθενται απλώς στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική μήτρα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, που σήμερα απονομιμοποιείται στη συνείδηση και την πρακτική των ανθρώπων. Το σχέδιο και οι προτάσεις αυτές ορίζουν ταυτόχρονα ένα μετα-νεοφιλελεύθερο και συνάμα αντικαπιταλιστικό πεδίο κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, ένα πεδίο αγώνων που διεκδικούν μια συνολική ριζική αλλαγή σε εθνικό επίπεδο και παράλληλα μια συνολική ριζική αλλαγή στο επίπεδο της Ευρώπης και του κόσμου.
Βαδίζοντας σταθερά στον δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό, επιδιώκουμε όχι μόνο να συντονίσουμε αντιθέσεις που γεννιούνται ενάντια στις πολιτικές διαχείρισης της κρίσης αλλά και να συνθέσουμε αγώνες και μέτωπα, μέσα από ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες – που έχουν ως αναγκαία προϋπόθεση της δική μας ιδεολογική και πολιτική αυτονομία– ώστε να αναδυθούν και να αναπτυχθούν, μέσα από μια πορεία ανατροπών, αλλαγών, μεταρρυθμίσεων και ρήξεων, εκείνες οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που θα αντιμάχονται συγκεκριμένα και ήδη από σήμερα τις καπιταλιστικές, με επίδικα αντικείμενα τους σκοπούς και τις σχέσεις παραγωγής, τις κοινωνικές αξίες, τους στόχους και τα κριτήρια ανάπτυξης, την ίδια τη ζωή και την ποιότητά της. Οφείλουμε να καταστήσουμε σαφές σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία το εναλλακτικό πολιτικό μας σχέδιο, δηλαδή την πολιτική που θα ακολουθήσουμε και τα πολιτικά μέσα που θα χρειαστούμε για να την προωθήσουμε.
Η πολιτική που επιδιώκουμε να ακολουθήσουμε, το εναλλακτικό πολιτικό μας σχέδιο, συμπυκνώνεται στην προγραμματική μας πρόταση. Το πρόγραμμα μας αποτελεί ένα συνεκτικό σύνολο προτάσεων και θέσεων, με απολύτως σαφές το κοινωνικό, το δημοκρατικό και το οικολογικό του στίγμα. Απευθύνεται χωρίς διακρίσεις σε όλη την κοινωνία. Συνιστά ταυτόχρονα χρήσιμο εργαλείο που βοηθά τις αναγκαίες πολιτικές συσπειρώσεις της Αριστεράς αλλά και στην αναδιάταξη του πολιτικής σκηνής συνολικά, ώστε να διαμορφωθεί πληρέστερα και να ενισχυθεί περισσότερο το πολιτικό υποκείμενο που θα ωθήσει στην υπέρβαση της σημερινής νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας. Οι δυσκολίες είναι μεγάλες, η κρίση δεν οδηγεί αυτόματα στη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών. Όμως είναι παρούσα και η διευρύνεται διαρκώς η αγανάκτηση μέσα στο κοινωνικό σώμα. Συντελούνται αλλαγές στις συνειδήσεις των πολιτών, στερεότυπα δεκαετιών καταρρέουν.
Ως ΣΥΝ, με όλες μας τις δυνάμεις, μέσα και από τη συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ, οφείλουμε να ενισχύσουμε την επαφή μας με την κοινωνία. Δεν αρκεί να συντηρήσουμε την πολιτική μας επιρροή, οφείλουμε να είμαστε σε επαφή με τον ευρύτερο σοσιαλιστικό χώρο, με τον οικολογικό χώρο και τους φορείς του, με την ανένταχτη Αριστερά. Οφείλουμε να είμαστε πρωταγωνιστές στα κοινωνικά μέτωπα με συγκεκριμένη δράση, με πολύμορφες κοινωνικές και πολιτικές πρωτοβουλίες.
Σήμερα είναι η ώρα της μαχητικής αριστερής προγραμματικής συνολικής αντιπολίτευσης. Σε αυτή τη φάση της όξυνσης της κρίσης, η προώθηση του εναλλακτικού πολιτικού μας σχεδίου περνάει μέσα από μια ολόπλευρη, ισότιμη, ειλικρινή και ανοιχτή παρουσία μας σε αγωνιστικές διεργασίες, στα κινήματα, στη δράση στο κοινοβούλιο, στις σχέσεις μεταξύ πολιτικών συλλογικοτήτων. Στόχος μας πρέπει να είναι, μέσα από τον σχεδιασμένο και συνεπή αγώνα, να συμβάλουμε στην οικοδόμηση ενός πλατιού – εναλλακτικού ως προς το δικομματικό πλαίσιο– ριζοσπαστικού, προοδευτικού κοινωνικο-πολιτικού συνασπισμού μέσα στην κοινωνία, με μορφές που θα προκύπτουν στην πορεία και με ρυθμούς που θα διαμορφώνει η ζωή, η όξυνση της κοινωνικής διαπάλης και οι εξελίξεις, χωρίς βολονταρισμούς αλλά και χωρίς αγκυλώσεις.
Το κοινωνικο-πολιτικό αυτό ρεύμα συγκροτείται ήδη από σήμερα, με την προοπτική να καταστεί πλειοψηφικό, δηλαδή να γίνει η δύναμη που θα προωθήσει και θα υλοποιήσει το εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, της σύγχρονης δημοκρατικής και σοσιαλιστικής Αριστεράς.
Μερικοί σύντροφοι της Επιτροπής Θέσεων θεωρούν ότι η ανάλυση που κάνουμε παραπάνω για το κόμμα μας και τα μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας του που προτείνουμε πρέπει να αποτυπωθούν σε ορισμένες επιμέρους καταστατικές ρυθμίσεις, χωρίς να θεωρούν ότι το Συνέδριο πρέπει να αναλωθεί σε ζητήματα καταστατικού. Μερικοί άλλοι σύντροφοι δεν θεωρούν ότι καταστατικές ρυθμίσεις είναι απαραίτητες. Παρακάτω παρατίθενται οι συγκεκριμένες προτάσεις που κατατέθηκαν.
1. ΠΡΟΣΘΗΚΗ εναλλακτικής πρότασης στο κεφάλαιο «σχετικά με το κόμμα»
Οι περισσότερες από τις διαπιστώσεις του κειμένου της Επιτροπής Θέσεων σχετικά με το κόμμα επαναλαμβάνονται από Συνέδριο σε Συνέδριο. Τίποτα δεν αλλάξαμε από το Ιδρυτικό Συνέδριο του κόμματος, που τον Ιούνιο του 1992 διαπίστωνε «φαινόμενα των συνεχών και αλληλοσυγκρουόμενων δηλώσεων στελεχών, την αδυναμία που δείξαμε να δουλέψουμε ενιαία και αποτελεσματικά».
Η παθογένεια αυτή επιχειρήθηκε, διαχρονικά, να αντιμετωπισθεί με «συνεννόηση»…
Πολιτικά (!), χωρίς καταστατικά μέτρα και κανόνες, με πλήρη αποτυχία.
Το κόμμα-Βαβέλ βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Η έλλειψη πολιτικής λειτουργίας και δυνατότητας συμμετοχής στη διαμόρφωση των αποφάσεων του κόμματος αφυδατώνουν τις ΠΚ, προκαλούν υπολειτουργία τους και αποστασιοποίηση των μελών.
Η διαρκής, επί σειρά ετών και σχεδόν καθημερινή δημόσια αμφισβήτηση των βασικών επιλογών του κόμματος και η παράθεση στα ΜΜΕ προσωπικών απόψεων κεντρικών στελεχών, εκτός από σύγχυση, προκαλούν απογοήτευση-δυσφορία στα μέλη και αποστροφή, μέχρι και χλεύη, στην κοινωνία.
Ο σεβασμός στην άλλη άποψη και στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών-θέσεων-επιχειρημάτων εξελίχτηκε παραμορφωτικά σε αυτονόμηση έναντι των συλλογικών αποφάσεων και αποτελεί «κεκτημένο» κατάργησής τους στην πράξη.
Είναι απόλυτα αναγκαίο να υπάρξει ριζική και επείγουσα αντιμετώπιση των προβλημάτων συμμετοχής των μελών στη λήψη των αποφάσεων, σεβασμού της ελεύθερα εκφρασμένης συλλογικής γνώμης τους, καθώς και της δημοκρατικής αρχής της πλειοψηφίας στο κόμμα.
Γιʼ αυτό προτείνονται στο Συνέδριο οι εξής καταστατικές ρυθμίσεις:
Α. Τροποποίηση του άρθρου 8 παρ.1 εδ. (ΕΚΛΟΓΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ)
Προτείνεται η εκλογή Προέδρου του κόμματος να γίνεται από την ΚΠΕ και όχι από το Συνέδριο.
Η ρύθμιση αυτή κρίνεται απαραίτητη για να προβάλλουμε τη συλλογικότητά μας, έναντι της ψευδεπίγραφης δημοκρατικότητας με την εκλογή-εν λευκώ ανάθεση, από ευρύτερα σώματα, όπως το σύνολο των μελών και φίλων (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) και την τάση δημιουργίας αρχηγοκεντρικών κομμάτων.
Β.Τροποποίηση του άρθρου 3 παρ.δ εδ. 2 (ΔΗΜΟΣΙΑ ΜΟΝΟ ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ)
Στο εδ. 2 αναγράφεται «Το μέλος δικαιούται να διατυπώσει δημόσια την προσωπική του γνώμη λέγοντας ταυτόχρονα τη συλλογική απόφαση».
Προτείνεται να αναγραφεί «το μέλος υποχρεούται να διατυπώνει δημόσια αποκλειστικά τις συλλογικές αποφάσεις του κόμματος».
Γ. Τροποποίηση του άρθρου 3 παρ. ε εδ. 2 και 3. (ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΦΙΛΙΚΑ ΜΜΕ)
Στο εδ. 2 αναγράφεται «Τα μέλη του κόμματος έχουν τη δυνατότητα να συνδιαμορφώνουν και να προβάλλουν συλλογικά τις απόψεις και προτάσεις τους μέσα στο κόμμα και δημόσια».
Προτείνεται να απαλειφθεί η λέξη δημόσια και να προστεθούν σε αντικατάστασή της οι λέξεις «στα ΜΜΕ που το στηρίζουν».
Μετά τις ρυθμίσεις αυτές το εδ. 3 απαλείφεται στο σύνολό του.
Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις Β και Γ αποσκοπούν στην προάσπιση του κόμματος ως οργανωτικά και πολιτικά ενιαίου και του δικαιώματος δημοσιοποίησης των απόψεων-προτάσεων της μειοψηφίας στα φιλικά ΜΜΕ και όχι στα άλλα που τις προβάλλουν, σε εθνικό ακροατήριο, συνήθως υπονομευτικά σε βάρος του κόμματος.
Δ. Τροποποίηση του άρθρου 16 παρ. ιβ. (ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΕΛΩΝ ΣΤΗ ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ)
Στο εδάφιο αυτό ορίζεται «Για σοβαρά ζητήματα πριν αποφασίσει η Κεντρική Πολιτική Επιτροπή επιδιώκεται η συζήτηση στις Πολιτικές Κινήσεις του κόμματος στη βάση προσχεδίου απόφασης με πιθανές εναλλακτικές προτάσεις».
Προτείνεται η αναδιατύπωση του εδαφίου «Προ κάθε συνεδρίασης της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής διεξάγεται συζήτηση στις Πολιτικές Κινήσεις του κόμματος στη βάση προσχεδίου απόφασης με πιθανές εναλλακτικές προτάσεις».
Με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκεται η πολιτική λειτουργία των οργανώσεων και η συμμετοχή των μελών στη διαμόρφωση των αποφάσεων του κόμματος.
Εξυπακούεται ότι εκτός από τις «τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις», που είναι το μόνιμο θεματολόγιο της ΚΠΕ, οι συνεδριάσεις θα είναι θεματικές για λήψη απόφασης και όχι για παροχή εκ των υστέρων έγκρισης, όπως σήμερα.
Ε. Τροποποίηση του άρθρου 16 παρ. ιδ (ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ)
Στην παρ. ιδ ορίζεται «Την ευθύνη για την εκπροσώπηση του κόμματος στα τηλεοπτικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας την έχει το Γραφείο Τύπου στο πλαίσιο των ρυθμίσεων του κώδικα δεοντολογίας που καθορίζει η Κεντρική Πολιτική Επιτροπή».
Προτείνεται η προσθήκη εδαφίου «Ο κώδικας δεοντολογίας περιλαμβάνει τρεις βασικές κατευθύνσεις:
α) Η επιλογή των εκπροσώπων στα ΜΜΕ γίνεται αποκλειστικά από το κόμμα
β) Η επιλογή γίνεται με βάση το γνωστικό αντικείμενο του προς συζήτηση ή παρέμβαση θέματος
γ) Επιδιώκεται η εναλλακτική αξιοποίηση περισσότερων στελεχών στην εκπροσώπηση του κόμματος και του συμμαχικού σχήματος, με ισότιμη συμμετοχή γυναικών και νέων συντρόφων»
Ομοίως προτείνεται η προσθήκη εδαφίου-μεταβατικής διάταξης «Ο κώδικας δεοντολογίας συζητιέται στις οργανώσεις του κόμματος, εγκρίνεται από την ΚΠΕ και τίθεται σε εφαρμογή μέχρι 31 Ιουλίου 2010».
Η σκοπιμότητα της καταστατικής θεσμοθέτησης των τριών κατευθύνσεων υπαγορεύτηκε από την ανάγκη τερματισμού της σημερινής νοσηρής, για αριστερό κόμμα, κατάστασης. Τα ΜΜΕ, κατά κανόνα, επιλέγουν τους εκπροσώπους μας, κατά την απόλυτη κρίση τους καλλιεργώντας προνομιακές σχέσεις. Προβάλλουν τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα, αδιαφορώντας αν γνωρίζουν το αντικείμενο και αν παραθέτουν τις δικές τους απόψεις και όχι τις θέσεις του κόμματος. Λόγοι ίσης μεταχείρισης, ανάδειξης του πλούσιου στελεχιακού δυναμικού μας, αλλά και αποτελεσματικής παρουσίασης των θέσεων του κόμματος επιβάλλουν την εναλλακτική χρησιμοποίηση από πίνακα εξειδικευμένων στελεχών.
Η μεταβατική διάταξη κρίνεται απαραίτητη γιατί η καταστατική διάταξη για κώδικα δεοντολογίας αγνοήθηκε. Σχετική απόφαση της ΚΠΕ του 4ου Συνεδρίου δεν εφαρμόστηκε, με ευθύνη της ΠΓ. Επίσης, παρά την απόφαση της ΚΠΕ του 5ου Συνεδρίου, ουδέποτε ήρθε σε αυτή προς έγκριση κώδικας δεοντολογίας.
ΣΤ. Προσθήκη στο κεφάλαιο 4, άρθρου 5, με τίτλο ειδική διάταξη (ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ).
«Η παράβαση των διατάξεων προάσπισης του σεβασμού των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, της δημοκρατικής αρχής της πλειοψηφίας και της ενιαίας λειτουργίας και δημόσιας έκφρασης του κόμματος αποτελεί σοβαρή πράξη υπονόμευσής του».
Η διαπίστωση της πράξης γίνεται στην πρώτη συνεδρίαση της ΚΠΕ, μετά την τέλεσή της, με αποδεικτική Εισήγηση του Γραφείου Τύπου.
Επιβάλλεται από την ΚΠΕ στον ή τους παραβάτες ποινή δημόσιας αποδοκιμασίας, με ανακοίνωση του κόμματος στα ΜΜΕ.
Σε περίπτωση υποτροπής επιβάλλεται, με την ίδια διαδικασία, η ποινή της έκπτωσης από τα κομματικά αξιώματα.
Αν πρόκειται για βουλευτή ή ευρωβουλευτή επιβάλλεται η ποινή στέρησης του δικαιώματος υποβολής υποψηφιότητας νέας επανεκλογής.
Η σκοπιμότητα θέσπισης της διάταξης είναι προφανής. Το κόμμα τίθεται πάνω από τις προσωπικές ή τασικές επιδιώξεις.
Η ιδέα του είδους της ποινής ανήκει στην Π.Κ. Αμπελοκήπων.
2. ΠΡΟΣΘΗΚΗ τελευταίας παραγράφου στο Κεφάλαιο «Η ενότητα της Αριστεράς και ο ΣΥΡΙΖΑ»
Το ΣΤ΄ Συνέδριο:
Προσβλέπει στην οργανωτική ανάπτυξη, δημοκρατική και αποτελεσματική λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και στην προσπάθεια ανασύνθεσης της Αριστεράς.
Θεωρεί αναγκαίο οι σοβαρές μεταβολές σε θέματα οργάνωσης και θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ να συζητιούνται στο κόμμα και να εγκρίνονται από την ΚΠΕ.
Καλεί τα μέλη και τους φίλους του ΣΥΝ να:
α) Να πάρουν πρωτοβουλία για δημιουργία τοπικών και κλαδικών οργανώσεων ΣΥΡΙΖΑ σ όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό.
β) Να γραφούν μέλη στις τοπικές ή κλαδικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ και να παραλάβουν την ταυτότητα μέλους του συμμαχικού μας σχήματος.
1. Τάσεις. Χρειάζεται να αποσαφηνιστούν τα όρια ύπαρξης και λειτουργίας των τάσεων ως καθαρά εσωκομματική διαδικασία, χωρίς δημόσια αυτοτελή λειτουργία ώστε οι τάσεις να μην καταγράφονται στην κοινωνία ως «κόμματα μέσα στο κόμμα». Σε αυτό το πνεύμα, οι τάσεις δεν μπορεί να εκδίδουν δελτία τύπου, ούτε να οργανώνουν ανοικτές δημόσιες εκδηλώσεις. Τα όποια κείμενα ή απόψεις, διακινούνται εσωκομματικά και δημοσιεύεται μόνο σε ειδική στήλη στην «Αυγή» και αντίστοιχη ιστοσελίδα στο διαδίκτυο. Επίσης οι τάσεις, δεν μπορούν να συνάπτουν αυτοτελώς «συμμαχίες» και «συσπειρώσεις» εντός ή εκτός ΣΥΡΙΖΑ.
2. Εκπροσώπηση στα ΜΜΕ. Η εκπροσώπηση του κόμματος στα ΜΜΕ πρέπει να γίνεται αποκλειστικά με ευθύνη του Γραφείου Τύπου, το οποίο, στο πλαίσιο ενός «κώδικα δεοντολογίας» (επιλογή συντρόφων με κριτήριο το θέμα, τους τομείς ευθύνης, τις ικανότητες, την αξιοποίηση όλων των στελεχών κ.ά.), επιλέγεται κάθε φορά ο καταλληλότερος σύντροφος. Παρουσίας χωρίς έγκριση του Γραφείο Τύπου δεν επιτρέπονται για κανέναν (μέλος, στέλεχος, βουλευτή ή ευρωβουλευτή). Στην δημόσια τοποθέτηση ο εκπρόσωπος του κόμματος υποχρεούται να λέει μόνο τη θέση του κόμματος και αν, δεν έχει διαμορφωθεί τέτοια θέση, την προσωπική του άποψη, επιφυλασσόμενος για την τελική θέση του κόμματος. Σε περίπτωση που κάποιο μέλος ή στέλεχος δεν αισθάνεται πολιτικά άνετα να υπερασπίζεται δημόσια μια θέση με την οποία διαφωνεί, δεν υποχρεούται να την εκπροσωπήσει. Εξυπακούεται ότι όσοι παραβιάζουν τη συγκεκριμένη ρύθμιση, υφίστανται κατά περίπτωση καταστατικές κυρώσεις (πολιτική αποδοκιμασία, ανάκληση από θέση ευθύνη κλπ).
3. Σεβασμός των αποφάσεων. Οι αποφάσεις των οργάνων του κόμματος είναι σεβαστές από όλους. Πρόκειται για σεβασμό του κανόνα της πλειοψηφίας που αντανακλά τη βούληση των περισσοτέρων μελών του κόμματος. Όσοι μειοψήφησαν δείχνουν τουλάχιστον ανοχή στην εφαρμογή των αποφάσεων και δεν βάζουν εμπόδια στην υλοποίηση τους. Αντίθετα, όσοι με συγκεκριμένες ενέργειες παρεμποδίζουν την εφαρμογή των αποφάσεων αυτών, υφίστανται κατά περίπτωση, καταστατικές κυρώσεις.
4. Βουλευόμενα σώματα και εκτελεστικά όργανα. Η εκπροσώπηση των τάσεων και των ρευμάτων σε βουλευόμενα σώματα (συνέδρια, συνδιασκέψεις, ΚΠΕ, ΝΕ, Τμήματα, Επιτροπές κ.ά.), πρέπει οπωσδήποτε να διασφαλίζεται. Ωστόσο στα εκτελεστικά όργανα (ΠΓ, ΕΓ, Γραμματείες ΝΕ κ.ά.), κριτήρια στελέχωσης δεν μπορεί να είναι απλά η αναλογική εκπροσώπηση των τάσεων, αλλά η αξιοκρατία και η διαθεσιμότητα προώθησης των κεντρικών αποφάσεων. Αν κάποιος σύντροφος ή κάποια συντρόφισσα δεν μπορεί να παλέψει για την εφαρμογή τους, προτιμότερο είναι να μη συμμετέχει στο όργανο.
5. Λειτουργία Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Η Κ.Ο. επεξεργάζεται κανονισμό λειτουργίας σε συνεννόηση με την Π.Γ. του ΣΥΝ και τη Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ. Για τους βουλευτές και τους ευρωβουλευτές τηρούνται απαρέγκλιτα οι ρυθμίσεις για περιορισμένες θητείες, ενώ κρίνεται σκόπιμη η καθιέρωση ανώτατου ορίου ηλικίας (κανένας βουλευτής πέραν των 70 ετών).
6. Θητείες στα κεντρικά όργανα. Στη σύνθεση των μελών της ΚΠΕ, εκτός από τις ρυθμίσεις αυτόματης ανανέωσης μελών (30% σε κάθε συνέδριο), καλό θα ήταν να προστεθεί ειδική ποσόστωση (πχ. 15%) για νέους ηλικίας συντρόφους κάτω των 40 ετών. Επίσης ο περιορισμός θητειών στα μέλη της ΠΓ (δύο συνεχείς θητείες, δικαίωμα επανεκλογής μετά από διακοπή μιας θητείας) επεκτείνεται και στα μέλη της ΕΓ.
7. Εκλογή προέδρου από ΚΠΕ. Μια από τις αιτίες συρρίκνωσης της συλλογικότητας στα πλαίσια του ΣΥΝ είναι η εκλογή προέδρου από το Συνέδριο, καθώς και η δημιουργία αυτοτελούς κέντρου γύρω από τον Πρόεδρο. Η ως τώρα εμπειρία δικαιώνει την άποψη ότι ο πρόεδρος θα ήταν καλύτερο να εκλέγεται από την ΚΠΕ ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική στήριξη του, σε συνδυασμό με την εξασφάλιση ενιαίας και συλλογικής λειτουργίας των κεντρικών οργάνων.
8. Συγκρότηση κόμματος και περιφερειακά όργανα. Οι νέες διοικητικές δομές που προωθούνται, επιβάλλουν αντίστοιχες ρυθμίσεις στη συγκρότηση του κόμματος. Οι ενοποιήσεις δήμων δημιουργούν μεγάλες πληθυσμιακές ενότητες και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό οι περιφέρειες. Η δημιουργία Π.Κ. και Ν.Ε. σε επίπεδο δήμων και περιφερειών, θα οδηγήσει σε υπερσυγκέντρωση κομματικών δυνάμεων. Άρα χρειάζεται η αναζήτηση κατάλληλων μορφών συντονισμού, διατηρώντας ευέλικτες κομματικές δομές (πχ. ΠΚ και ΝΕ κατά δημοτικά και νομαρχιακά διαμερίσματα ή νησιά, κ.ά.).
9. Σχέσεις ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ. Τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί με την «πολιτική συμμαχία» του ΣΥΡΙΖΑ έχουν γεννήσει, μεταξύ άλλων, την ανάγκη καταστατικών ρυθμίσεων, ώστε να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις, είτε με απόρριψη του ΣΥΡΙΖΑ, είτε με τάσεις διάχυσης του ΣΥΝ στο ΣΥΡΙΖΑ. Η ταυτόχρονη ιδιότητα μέλους του ΣΥΝ και παράλληλα μέλους ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και η συμμετοχή σε αντίστοιχα όργανα, απορρέει από την «πολιτική συμμαχία» και ισχύει όσο η τελευταία. Κατά συνέπεια, η ιδιότητα του μέλους του ΣΥΝ είναι πρωτογενής, ενώ η ιδιότητα του μέλους ΣΥΡΙΖΑ είναι παράγωγη και διαρκεί όσο η συμμετοχή του ΣΥΝ στην «πολιτική συμμαχία». Τα μέλη του ΣΥΝ κατά τη συμμετοχή τους στο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύονται από τις αποφάσεις του κόμματος και η συναίνεση τους σε επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ κινείται στο πνεύμα των αποφάσεων του ΣΥΝ.
10. ΣΥΝ και ΚΕΑ. Αντίστοιχες αποσαφηνίσεις σχετικά με τα μέλη και τη συμμετοχή μας σε όργανα χρειάζεται να γίνουν στις σχέσεις ΣΥΝ και ΚΕΑ (Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς), λαμβάνοντας υπόψη και τα νέα δεδομένα της ευρωπαϊκής διάστασης.
Άλλες καταστατικές ρυθμίσεις. Οπωσδήποτε η συζήτηση για τις καταστατικές ρυθμίσεις θα φέρει στο προσκήνιο και άλλες πτυχές του οργανωτικού προβλήματος, το οποίο αποτελεί την «αχίλλειο πτέρνα» για την αποτελεσματική λειτουργία του κόμματος. Για παράδειγμα, ζητήματα κομματικής οικοδόμησης, ανάδειξης και επιμόρφωσης στελεχών, ανάπτυξη κριτικής και αυτοκριτικής, αναβάθμισης ρόλου απλών μελών στις κομματικές αποφάσεις, στήριξη υλικοτεχνικής υποδομής των Π.Κ. και Ν.Ε., εξασφάλιση αναγκαίων οικονομικών πόρων, συστηματική πολιτική στήριξη των κατώτερων οργάνων, προσπάθεια ένταξης νέων μελών στο κόμμα κ.ά., αποτελούν κρίσιμες πτυχές του «οργανωτικού προβλήματος».
1. Το άρθρο 3 να συμπληρωθεί με την εξής παράγραφο:
ζ. Στον ΣΥΝ επιδιώκεται η ανανέωση στελεχών και οργάνων, ενώ λαμβάνεται μέτρα για την ισόρροπη εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών.
2. Το άρθρο 16 να συμπληρωθεί με την εξής παράγραφο:
Για λόγους δημοκρατίας μεταξύ των φύλων, η εκπροσώπηση σε όλα τα όργανα του κόμματος πρέπει να είναι 50% άνδρες 50% γυναίκες.