Στην ελληνική νομοθεσία για την αποτελεσματική προστασία των συμβασιούχων παραπέμπει η Επιτροπή απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Ν.Χουντή.
Ο Έλληνας ευρωβουλευτής στην ερώτησή του, αρχικά τονίζει ότι το πδ 164/2004, που ενσωματώνει την οδηγία 99/70 για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στον δημόσιο τομέα άφησε εκτός προστασίας χιλιάδες συμβασιούχων των οποίων οι συμβάσεις είχαν λήξεικαι ζητούσε από την Επιτροπή να λάβει μέτρα για την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας στην Ελλάδα και την προστασία των συμβασιούχων τόσο των παλαιότερων που δεν καλύφθηκαν από τις μεταβατικές διατάξεις του π.δ. 164/2004, όσο και των χιλιάδων νέων συμβασιούχων, για τους οποίους οι πάγιες διατάξεις του ιδίου π.δ. δεν παρέχουν αποτελεσματική προστασία.
Ακολουθεί η πλήρης απάντηση της Επιτροπής:
«Η προθεσμία που ορίστηκε για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70/ΕΚ από τα κράτη μέλη έληγε την 10η Ιουλίου 2001 και τη 10η Ιουλίου 2002 για τα κράτη μέλη που αιτήθηκαν χορήγηση παράτασης ενός επιπλέον έτους, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας.
Η Ελλάδα κοινοποίησε στην Επιτροπή ότι θα χρησιμοποιήσει αυτήν την επιλογή. Το προεδρικό διάταγμα 164/04 για τη μεταφορά της νομοθεσίας που αφορά τον δημόσιο τομέα στην Ελλάδα τέθηκε σε ισχύ στις 29 Ιουλίου 2004. Το άρθρο 11 του εν λόγω διατάγματος προέβλεπε ότι οι μεταβατικές διατάξεις θα κάλυπταν την περίοδο που μεσολαβεί από την προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στην Ελλάδα (10η Ιουλίου 2002) έως την πραγματική ημερομηνία της μεταφοράς (29η Ιουλίου 2004). Ωστόσο, το κοινοτικό δίκαιο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αποκαθιστούν τις ζημίες που υφίστανται οι ιδιώτες λόγω της μη μεταφοράς μιας οδηγίας. Αυτή η δυνατότητα παρέχεται σε όλους τους ιδιώτες που θεωρούν ότι έχουν ζημιωθεί εξαιτίας της καθυστερημένης μεταφοράς της οδηγίας στην Ελλάδα, τον Ιούλιο του 2004.
Σε ό,τι αφορά την καταλληλότητα της ελληνικής νομοθεσίας για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα μετά τη μεταφορά της οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο, το Δικαστήριο είχε αποφανθεί παλαιότερα (στην υπόθεση C-212/04 Aδενέλερ) ότι η συμφωνία πλαίσιο ενδέχεται να παρεμποδίζει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου όταν υπάρχουν ένα ή περισσότερα αποτελεσματικά μέτρα για την αποτροπή και, εν ανάγκη, την τιμωρία της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Το Δικαστήριο δεν έχει εκφέρει άποψη ούτε στην υπόθεση Aδενέλερ ούτε στις υποθέσεις C-278/07 έως C380/07 Αγγελιδάκη σχετικά με την αποτελεσματικότητα ή μη των μέτρων της ελληνικής νομοθεσίας για την αποφυγή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα. Στην υπόθεση Αδενέλερ καθορίστηκε ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση στα κράτη μέλη να παρέχουν μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν επισήμανε πιθανά εναλλακτικά αποτελεσματικά μέτρα. Πράγματι, το Δικαστήριο στην υπόθεση Αγγελιδάκη κατέστησε σαφές ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει κατά πόσο οι όροι για την εφαρμογή και την υλοποίηση των σχετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου αποτελούν μέτρο ικανό για την αποφυγή, και όπου κρίνεται κατάλληλο, για την τιμωρία της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας από τις δημόσιες αρχές.
Κατά συνέπεια, το ερώτημα σχετικά με το κατά πόσο η ελληνική νομοθεσία παρέχει αποτελεσματική προστασία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστηρίων.»
To Γραφείο Τύπου