ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της ένστασης που προτίθενται οι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας να κάνουν -το οποίο και αγνοώ- αισθάνομαι την υποχρέωση να σας πω ότι δεν αποδέχομαι την ερμηνεία, την οποία κάνετε αναφορικά με το άρθρο 100. Το λέω αυτό διότι στα κοινοβουλευτικά πράγματα, ο καθένας πρέπει να αναλαμβάνει την ευθύνη του.
Πρώτον, δεν υπάρχει κοινοβουλευτική νομολογία επʼ αυτού και δεύτερον, έχω τη βεβαιότητα ότι η συζήτηση αρχίζει, αν όχι τουλάχιστον με την εκφώνηση του υπό συζήτηση νομοσχεδίου και θέματος, τουλάχιστον μετά την τοποθέτηση του κυρίου Υπουργού ο οποίος έκανε συγκεκριμένες τροποποιήσεις. Και το λέω αυτό, διότι επαναλαμβάνω τα ζητήματα του Κανονισμού χρειάζονται την αναγκαία δημοκρατική ευαισθησία σε ό,τι αφορά την ερμηνεία τους.
ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, σε ό,τι αφορά την τροπολογία και τις αρμοδιότητες που δίδονται στον Πρωθυπουργό, ανεξάρτητα από την επί της ουσίας διαφορετική άποψη που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, θέλω να υποστηρίξω την άποψη ότι κινείται εντός του συνταγματικού πλαισίου.
Πράγματι στο πλαίσιο του συντονισμού, που το Σύνταγμα παρέχει ως δικαίωμα στον Πρωθυπουργό, βρίσκεται και αυτή η δυνατότητα, με το περιεχόμενο που αναφέρεται στην τροπολογία, η οποία, επαναλαμβάνω, μας βρίσκει κατηγορηματικά αντιθέτους. Εν πάση περιπτώσει βρίσκεται εντός του πλαισίου του Συντάγματος. Και κατά τούτο δεν θα ψηφίσουμε την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας ότι πρόκειται για αντισυνταγματική ρύθμιση.
Θα προσέθετα και ένα επιχείρημα. Κύριοι συνάδελφοι, όταν ο Πρωθυπουργός έχει την δυνατότητα να ασκεί υπουργικά καθήκοντα, αντιλαμβάνεστε ότι στο μείζον περιέρχεται και το έλασσον. Κατά συνέπεια αυτό το επιχείρημα και μόνο μπορεί να καταδείξει ότι είναι αβάσιμη η ένσταση αντισυνταγματικότητας την οποία προβάλλετε.
Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη ένσταση, κύριε Πρόεδρε, της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 2, σε σχέση με το άρθρο 103 του Συντάγματος οι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας έχουν απόλυτα δίκιο. Και έχουν δίκιο για τον λόγο ότι το άρθρο 103 είναι συγκεκριμένο στην παράγραφο 4. Αναφέρει, όταν ομιλεί για την υπηρεσιακή κατάσταση και για τις μεταθέσεις και για τον υποβιβασμό και την παύση και για όλες αυτές τις ρυθμίσεις, ότι θέλει απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα 2/3 από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους. Είναι προφανές -και νομίζω δεν υπάρχει αντίθετη άποψη- ότι ούτε ο αντιπρόεδρος του ΑΣΕΠ, ούτε τα άλλα δυο μέλη του Α.Σ.Ε.Π., της ανεξάρτητης αρχής συνταγματικής περιωπής, ούτε ο βοηθός Συνήγορος του Πολίτη καθʼ οιανδήποτε εκδοχή μπορεί να θεωρηθούν δημόσιοι υπάλληλοι.
Έχω την βεβαιότητα, κύριε Πρόεδρε, ότι παρησύρθη η ρύθμιση αυτή του άρθρου 2 και αναφέρθηκε στην εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση, ενώ το σκοπούμενο από το συζητούμενο νομοσχέδιο ήταν μόνο το σύστημα επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων με αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια. Αυτό είναι περιοριστικό της υπηρεσιακής κατάστασης, αυτό που επιγράφεται στο νομοσχέδιο. Και κατά τούτο οφείλει η Κυβέρνηση να αποσύρει αυτή την ρύθμιση ή τουλάχιστον την διατύπωση «εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση». Διότι –επαναλαμβάνω- η εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση περιέχει αναπόδραστα και το στοιχείο της μετάθεσης και του υποβιβασμού και όλα τα άλλα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 103, παράγραφος 4 του Συντάγματος.
Κατά τούτο εμείς θα συνταχθούμε, αν τεθεί σε ψηφοφορία, υπέρ της αντισυνταγματικότητας της ρύθμισης, εκτός και αν η Κυβέρνηση αποσύρει την σχετική διατύπωση και περιορίσει την υπηρεσιακή κατάσταση μόνο στην επιλογή των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων με αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια, όπως άλλως επιγράφεται και το σχετικό νομοσχέδιο.
Τέλος, κύριε Πρόεδρε, νομίζω ότι είναι προφανές και αυτονόητο ότι θα πρέπει τα δυο ζητήματα αντισυνταγματικότητας να τεθούν χωριστά σε ψηφοφορία. Και είναι προφανές για το λόγο ότι Βουλευτές μπορεί να έχουν την άποψη ότι το ένα ζήτημα κινείται εντός του συνταγματικού πλαισίου και το άλλο εκτός και είναι αντισυνταγματικό.
Ευχαριστώ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ
ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, χωρίς να υποτιμώ την ανάγκη καθιέρωσης ενός συστήματος επιλογής Προϊσταμένων Οργανικών Μονάδων με αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια, θέλω να επισημάνω ότι το πρόβλημα της Δημόσιας Διοίκησης δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό το ζήτημα.
Η Δημόσια Διοίκηση έχει περιπέσει σε κατάσταση ανεπαρκή, για να επιλέξω ένα επιεική όρο, δεν μπορεί να αντιστοιχηθεί με τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και προφανώς δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια ουσιαστική αναπτυξιακή διαδικασία αυτού του τόπου.
Και το λέω, κύριε Υπουργέ, με την παραδοχή που θεωρώ ότι είναι κοινή ότι η Δημόσια Διοίκηση, δεν συντελεί, δεν έχει έστω μεγάλο συντελεστή συμμετοχής στο παραγόμενο οικονομικό αποτέλεσμα αυτού του τόπου. Πελατειακές σχέσεις, αναξιοκρατικές διαδικασίες, μεροληψίες και κομματικές ιδιοτέλειες ήσαν παρόντα μεγέθη διαχρονικά, με αποτέλεσμα η Δημόσια Διοίκηση και υπερτροφική να είναι άλλα κυρίως να είναι αναποτελεσματική και να μην μπορεί ο ελληνικός λαός να οικειωθεί τη λειτουργία της. Και αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο πολιτικό ζήτημα που αναμφισβήτητα πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Αποφεύγω την αναφορά σε συγκριτικά στοιχεία: πόσοι είναι οι Δημόσιοι Υπάλληλοι στην Ελλάδα και πόσοι είναι οι Δημόσιοι Υπάλληλοι σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί και η λειτουργία του ευρύτερου τομέα της Δημόσιας Διοίκησης παρακολουθεί, εντάσσεται αν θέλετε ακριβέστερα, στην εν γένει παθογένεια του πολιτικού συστήματος αυτού του τόπου που και γηρασμένο είναι και αναχρονιστικό είναι και αναποτελεσματικό.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κατά συνέπεια το ζητούμενο είναι η αλλαγή της δομής της Δημόσιας Διοίκησης. Ο εξορθολογισμός της λειτουργίας της και βεβαίως ο εξορθολογισμένος ορθός τρόπος αντιμετώπισης του δυναμικού που υπάρχει στη Δημόσια Διοίκηση. Γιατί πέρα από ισοπεδωτισμούς, αφορισμούς και λαϊκισμούς, πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι και όλες ότι υπάρχουν αξιόλογα στελέχη στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης που, δυστυχώς, έχουν περιπέσει σε μία κατάσταση άλλοτε αχρηστίας και άλλοτε ρουτίνας, για το λόγο ότι αυτή η δομή η οποία υπάρχει απορροφά κάθε δυνατότητα και κάθε δυναμική που θα μπορούσε να έχει αυτό το προσωπικό.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στο σχέδιο νόμου εντάσσεται ως διάταξη η ανάθεση συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων στον Πρωθυπουργό της χώρας. Αρμοδιότητες ανάθεσης συγκεκριμένων έργων, σύναψης συμβάσεων για την ανάθεση έργων και συμβάσεων για προσφορά υπηρεσιών. Και θα έλεγα, ότι αυτό είναι περιττό.
Και είναι περιττό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, διότι δημιουργεί μία περαιτέρω υπερτροφία της εκτελεστικής εξουσίας και όπως αυτή εκφράζεται με την κατεξοχήν και αθρόα συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του εκάστοτε Πρωθυπουργού -αν θέλετε- αμέσως μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 1984 και 1985.
Δεν είναι ορθή διάταξη, είναι λαθεμένη. Διαμορφώνει δημοκρατικό έλλειμμα, διότι ο οποιοσδήποτε Πρωθυπουργός –και η κριτική μου αφορά τον οποιοδήποτε Πρωθυπουργό- έχει τη δυνατότητα, αν θέλει, από την υπάρχουσα νομοθεσία, να επιλέγει και τις συμβάσεις έργου και την προσφορά υπηρεσιών με αντίστοιχες συμβάσεις, αξιοποιώντας υπάρχουσες διατάξεις του νόμου και όχι αυτήν εδώ τη ρύθμιση, η οποία δίνει τη δυνατότητα -κατά παρέκκλιση κάθε διατάξεως νόμου, με μόνη την επιφύλαξη σεβασμού της κοινοτικής νομοθεσίας- να προχωρά στη σύναψη συμβάσεων και έργου και προσφοράς υπηρεσιών.
Και βεβαίως, λίγο πριν ακούσατε να υπερασπίζομαι την άποψη, ότι αυτή η ρύθμιση δεν κινείται εντός συνταγματικού πλαισίου. Έτερον εκάτερον. Η πολιτική ουσία είναι το ζητούμενο. Και αυτή η πολιτική ουσία αναφέρεται στην αξιολόγηση της συγκεκριμένης ρύθμισης και αυτή η αξιολόγηση με οδηγεί να συμπεραίνω, ότι πρόκειται για μια μη δημοκρατική επί της ουσίας ρύθμιση.
Και θεωρώ ότι ήταν περιττό και δεν ξέρω γιατί επέλεξε η Κυβέρνηση, επέλεξε ο συγκεκριμένος Υπουργός Εσωτερικών, να φέρει αυτή τη διάταξη και μάλιστα μία διάταξη που με εμφατικό τρόπο δίνει αρμοδιότητες στον Πρωθυπουργό, που θα μπορούσε να τις αναζητήσει σε άλλες υπάρχουσες ρυθμίσεις στη βάση της κείμενης νομοθεσίας. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, μόνο αυτό το στοιχείο μου αρκεί για να καταψηφίσω επί της αρχής το σχέδιο νόμου που συζητάμε.
Για το σχέδιο νόμου. Δεν θέλω να υποτιμήσω διατάξεις ορθές, δεν θέλω να υποβαθμίσω ρυθμίσεις που πράγματι επιδιώκουν την αξιοκρατική κρίση, είτε πρόκειται για Γενικούς Διευθυντές είτε πρόκειται, γενικότερα, για προϊσταμένους οργανικών μονάδων.
Θα έλεγα, όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι -επαναφέροντας τη διαφωνία που διατύπωσα στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Διαρκή Επιτροπή- ότι ο τρόπος με τον οποίο συγκροτείται το ΕΙΣΕΠ, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είναι ορθή η ρύθμιση στο βαθμό που εξασφαλίζει την παρουσία στο ΕΙΣΕΠ τριών μελών του ΑΣΕΠ, τον Αντιπρόεδρο και άλλα δύο μέλη αυτής της Ανεξάρτητης Αρχής για την πρόσληψη προσωπικού.
Διαφωνώ, όμως, έντονα για την παρουσία του βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη στο ΕΙΣΕΠ. Ο Συνήγορος του Πολίτη είναι μία Ανεξάρτητη Αρχή, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, που έχει ως αντικείμενο και ως αρμοδιότητα τη διαμεσολάβηση μεταξύ του πολίτη και της δημόσιας διοίκησης για ζητήματα που αφορούν σε κακοδιοίκηση, που αφορούν σε δικαιώματα του πολίτη, που η δημόσια διοίκηση είτε δεν ικανοποιεί είτε περιφρονεί.
Για σκεφτείτε, δεν παραβιάζεται επί της αρχής η ουσία της Ανεξάρτητης Αρχής που ονομάζεται Συνήγορος του Πολίτη, όταν ο βοηθός του Συνηγόρου του Πολίτη θα είναι εκείνος που θα επιλέγει το Γενικό Διευθυντή; Με ποια λογική θα διαμεσολαβεί, εν συνεχεία και θα κρίνει, θα ελέγχει -όπως ο νόμος του δίνει τη δυνατότητα- εκείνον, που αυτός που με τη δική του ψήφο μέσα στο ΕΙΣΕΠ έκρινε ικανό για τη θέση του Γενικού Διευθυντή;
Και είπα στον κύριο Υπουργό στη Διαρκή Επιτροπή, το επαναφέρω. Δεν χρειάζεται η παρουσία του βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη στο ΕΙΣΕΠ. Είναι δυνατόν, διατηρώντας στο ακέραιο τη ρύθμιση Αντιπρόεδρος και δύο μέλη του ΑΣΕΠ στο ΕΙΣΕΠ, να αναζητήσει την παρουσία ενός άλλου προσώπου που δεν θα είναι ο βοηθός Συνήγορος του Πολίτη, προκειμένου αυτός να μετέχει και με την ψήφο του να διαμορφώνει το αναγκαίο και χρήσιμο, όσο και αξιοκρατικό αποτέλεσμα για τον ορισμό του Γενικού Διευθυντή.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ πέρα από τυπολατρίες και λεγκαλισμούς, ότι η παρουσία ενός εκπροσώπου μιας Ανεξάρτητης Αρχής –επαναλαμβάνω- και μάλιστα συνταγματικής περιωπής, αφαιρεί στοιχείο από το χαρακτήρα της Ανεξάρτητης Αρχής.
Και αυτό δεν είναι ένα παρεμπίπτον ζήτημα, είναι ένα ουσιώδες θέμα το οποίο, νομίζω, ότι κάποια στιγμή θα αναδειχθεί ως πάρα πολύ σημαντικό μέσα στην πορεία των πραγμάτων. Διότι, όταν τους θεσμούς δεν τους υπηρετείς με συνέπεια και τους τιμωρείς, έρχονται οι ίδιοι οι προσμετρημένοι θεσμοί κάποια δεδομένη στιγμή –αν θέλετε και με άλλα στοιχεία και με άλλες παραμέτρους και με άλλη πολιτική ατμόσφαιρα- να σε τιμωρήσουν. Και δεν τιμωρούν πρόσωπα, τιμωρούν τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, το οποίο οφείλει να διαφυλάσσει την ακεραιότητα των ρυθμίσεων που κάθε φορά επιλέγει.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχω τις διαφωνίες μου αναφορικά με τη μοριοδότηση, σε σχέση με τις επιλογές που θα γίνονται. Υποτιμάται το στοιχείο της διοικητικής εμπειρίας. Περιορίζεται η μοριοδότηση, ενώ η εμπειρία στη δημόσια διοίκηση θα έπρεπε να αξιολογείται ως πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο και να μην υπομοριοδοτείται, όπως σήμερα συμβαίνει με το συζητούμενο νομοσχέδιο.
Επίσης, θεωρώ ότι είναι λάθος να μην συρρέουν μόρια σε σχέση με τους αποφοίτους από τη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Η Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχει επιτύχει, βγάζει ικανά και άξια στελέχη. Και δεν θα πρέπει οι απόφοιτοι της Σχολής Δημόσια Διοίκησης να μη προσμετρούν ενδεχομένως και άλλα προσόντα που έχουν, είτε αυτά αναφέρονται σε διδακτορικά διπλώματα είτε σε άλλους μεταπτυχιακούς τίτλους.
Επίσης έχω συγκεκριμένη τη διαφωνία μου, αναφορικά με τη μικρή απόσταση μοριοδότησης μεταξύ του απλού μεταπτυχιακού τίτλου και του διδακτορικού διπλώματος. Και νομίζω, ότι έχει τη δυνατότητα η Κυβέρνηση, ο κύριος Υπουργός -μέχρι και αύριο που θα ολοκληρώσουμε τη συζήτηση με επί των άρθρων ειδικότερη συζήτηση- να ανακαθορίσει αυτά τα στοιχεία, προκειμένου να αξιοποιηθούν πραγματικά κριτήρια, που θα υπηρετούν την αντικειμενικότητα, αλλά και την αξιοκρατία της κρίσης.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)
Ολοκληρώνω, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο λόγος για τη συνέντευξη. Και όταν ο ορυμαγδός των συναδέλφων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. απέκρουε τη συνέντευξη στο πρόσφατο παρελθόν, εγώ υπεστήριζα ότι η συνέντευξη είναι χρήσιμο στοιχείο, υπό την προϋπόθεση ότι η συνέντευξη αυτή θα εξασφάλιζε πρώτον, τα στοιχεία του ελέγχου και δεύτερον, την αντικειμενικότητα.
Και η ρύθμιση η οποία γίνεται, είναι θετική με την έννοια ότι θέλει τη συνέντευξη να διενεργείται ενώπιον όλων των συνυποψηφίων, προκειμένου να υπάρχει η αντικειμενική κρίση και ο ανάλογος έλεγχος του περιεχομένου της συνέντευξης. Θα σας έλεγα, κύριε Υφυπουργέ, προσθέστε ότι παρόντες στη συνέντευξη θα πρέπει να είναι και εκπρόσωποι της ΑΔΕΔΥ.
Και βεβαίως είναι σωστό.
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: Προσετέθη.
ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Προσετέθη; Αν προσετέθη χαίρομαι, διότι είναι μια θετική ρύθμιση. Και προσθέτω ότι είναι επίσης, θετικό το γεγονός ότι υποχρεούται η επιτροπή, η οποία κρίνει, να αιτιολογεί, έστω με περιορισμένη, αλλά εμπεριστατωμένη αιτιολογία, το αποτέλεσμα της συνέντευξης. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά, με δεδομένη τη νομολογία και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ολοκληρώνοντας, όχι γιατί έχει εξαντληθεί η κλίμακα των ζητημάτων -γιατί για παράδειγμα υπάρχει το εξαιρετικά σημαντικό και ενδιαφέρον κεφάλαιο του μεταβατικού σταδίου- θέλω να αναφερθώ στη μη παρουσία των εκπροσώπων της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων στη συλλειτουργία και στην κρίση του ΣΕΠ. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να είναι παρούσα η εκπροσώπηση της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. για την κρίση αυτή.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΡΗΓΑΣ: Προστέθηκε και αυτό.
ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Εάν προβλέπεται και αυτή η ρύθμιση, είναι ένα θετικό στοιχείο, κύριε συνάδελφε και εγώ δεν θα το υποτιμήσω.
Βεβαίως, ξέρω, αντιλαμβάνομαι, ότι πολλοί είναι εκείνοι, οι οποίοι επιλέγουν να επιτεθούν στο συνδικαλιστικό κίνημα των δημοσίων υπαλλήλων, υποστηρίζοντας την άποψη ότι αυτό το συνδικαλιστικό κίνημα, αυτή η συνδικαλιστική εκπροσώπηση των εργαζομένων στη δημόσια διοίκηση, πολλές φορές έχει μεροληπτήσει, έχει συνδιαλλαγεί, προκειμένου να εξασφαλίσει δικά της οφέλη. Δεν είναι έτσι. Διότι αν θέλουμε να έχουμε την πραγματική συνευθύνη των ίδιων των εργαζομένων, πρέπει να διαμορφώνουμε συνθήκες συμμετοχής εκεί που όλοι κρίνονται.
Και εκείνο που πρέπει να κριθεί και να κριθεί θετικά στην παραπέρα πορεία αυτού του τόπου, είναι μια άξια δημόσια διοίκηση, αξιοκρατικά στελεχωμένη και κυρίως μια δημόσια διοίκηση, η οποία αναδομημένη, θα μπορεί να αντιστοιχείται με τις πραγματικές ανάγκες αυτού του τόπου.