Η χώρα μας έχει ένα από τα περισσότερο συγκεντρωτικά πολιτικά – διοικητικά συστήματα στην Ευρώπη με περιορισμένο το ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Έχει ταυτόχρονα μια αυτοδιοίκηση που αναπαράγει τα κακά συμπτώματα του κράτους (πελατειακές σχέσεις, σπατάλες, χαμηλή παραγωγικότητα, κυριαρχία μονοπρόσωπων συστημάτων).
Είναι αναγκαία λοιπόν μια μεταρρύθμιση που θα περιορίσει το κράτος στον επιτελικό ρόλο, θα ενισχύσει και θα αλλάξει την αυτοδιοίκηση , βελτιώνοντας την αποδοτικότητα της αλλά και τη συμμετοχή των πολιτών.
Ένα νέο διοικητικό μοντέλο, χωρίς να καθορίζει το περιεχόμενο των πολιτικών που ασκούνται από την αυτοδιοίκηση, είναι βέβαιο ότι επηρεάζει τις οργανωτικές διαστάσεις, την εμβέλεια και εν τέλει το βαθμό αποτελεσματικότητας αυτών των πολιτικών.
Κρίνοντας μέσω αυτής της οπτικής το σχέδιο ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ, φαίνεται ότι παρά τα θετικά του στοιχεία βρίσκεται πίσω από τις αναγκαίες τομές.
Τα κύρια σημεία ένστασης για το σχέδιο είναι τα εξής:
1. Αρμοδιότητες.
Δεν ορίζονται συγκεκριμένα οι αρμοδιότητες του κράτους που θα ασκούνται μέσα από τις 7 γενικές διοικήσεις και έτσι δεν είναι αποσαφηνισμένες και οι αρμοδιότητες του κάθε επιπέδου αυτοδιοίκησης. Η επεξεργασία αυτού του θέματος από το Υπουργείο Εσωτερικών γίνεται αυτήν την περίοδο.
Είναι αναγκαίο στις τελικές ρυθμίσεις το κράτος να περιοριστεί στον επιτελικό του ρόλο και να μεταβιβάσει στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση όλες τις αποκεντρωμένες αρμοδιότητες του χωρίς να κρατηθούν στις Γ.Δ παράλληλες αρμοδιότητες. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποφευχθεί η επανάληψη του φαινομένου της σταδιακής επαναφοράς των αρμοδιοτήτων στο κράτος όπως συνέβη στην περίπτωση της συγκρότησης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.
2. Οικονομικά.
Δεν προκύπτει σαφής δέσμευση για το πώς θα χρηματοδοτηθούν οι νέες αρμοδιότητες πλην μιας γενικής αναφοράς σε μέρος του ΦΠΑ.
Είναι όμως όρος εκ των ων ουκ άνευ για μια ουσιαστική αλλαγή στην Τ.Α η θεμελίωση της οικονομικής αυτάρκειας της, μέσω μιας δημοκρατικής φορολογικής μεταρρύθμισης. Ταυτόχρονα είναι ζητούμενη η σύγκλιση με το μέσο κοινοτικό όρο (από το 3,5% στο 11,5%) ότι αφορά το ποσοστό του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων που χειρίζεται η Τ.Α.
Αυτή η οικονομική ενδυνάμωση της Τ.Α πρέπει να συνοδεύεται από ρυθμίσεις για αμεσότερο έλεγχο των δαπανών μέσω αυτοτελών συστημάτων ελέγχου. Ιδιαίτερα για τη διαχείριση του ΕΣΠΑ που περνά στην Τ.Α πρέπει να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα που να διασφαλίζει την αντικειμενική αξιολόγηση των δράσεων που εντάσσονται στο ΕΣΠΑ και την παρακολούθηση της υλοποίησης των προβλεπόμενων στόχων.
3. Εκλογή, λήψη αποφάσεων, λειτουργία.
Το εκλογικό σύστημα παραμένει με αναλογικότητα μόνο 60%, αφού τα 3/5 των εδρών μοιράζονται στο 2ο γύρο ανεξαρτήτως ποσοστού πρώτου γύρου. Δεν προωθείται η θεσμοθετημένη συμμετοχή των πολιτών. Ενισχύεται περαιτέρω το δημαρχοκεντρικό μοντέλο, αφού ο δήμαρχος είναι ο μόνος που ψηφίζεται από το σύνολο των πολιτών του νέου Δήμου, ενώ οι δημοτικοί σύμβουλοι εκλέγονται μόνο από τους ψηφοφόρους ενός Δημοτικού Διαμερίσματος (που αντιστοιχεί στον παλαιό Δήμο).
Αντιθέτως προς το σχέδιο που δεν προωθεί τη δημοκρατική εμβάθυνση του θεσμού είναι αναγκαίο να ληφθούν τα εξής μέτρα:
o Καθιέρωση της απλής αναλογικής.
o Συμμετοχή της αντιπολίτευσης στις εκτελεστικές επιτροπές.
o Θεσμοθέτηση της ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών, γεωγραφικά μέσω των τοπικών συμβουλίων και θεματικά μέσω της συμμετοχής εκπροσώπων φορέων σε επιτροπές με ουσιαστικές αρμοδιότητες.
o Καθιέρωση του συμμετοχικού προϋπολογισμού.
o Επανεξέταση του τρόπου εκλογής του Δημάρχου και μεταφορά αρμοδιοτήτων του στο δημοτικό Συμβούλιο.
o Επανεξέταση του τρόπου εκλογής του Δημοτικού Συμβουλίου ώστε ένα μέρος των συμβούλων να εκλέγεται από το σύνολο των πολιτών του νέου Δήμου
o Γενική αναβάθμιση των συλλογικών οργάνων και μείωση της επιρροής των μονοπρόσωπων οργάνων.
4. Χωροταξική διάσταση.
Η μη ανακοίνωση του χωροταξικού της νέας διοικητικής διάρθρωσης δεν επιτρέπει να δει κανείς το τρόπο εφαρμογής των κριτηρίων που αναφέρονται στο σχέδιο. Είναι προφανές ότι θεμελιακός όρος αξιοπιστίας είναι η εφαρμογή ενιαίων κριτηρίων στη διαμόρφωση των νέων χωροεδαφικών ενοτήτων που θα οριστούν και η διάθεση ικανού χρόνου στη διαβούλευση .
5. Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση και Μητροπολιτική διοίκηση πολεοδομικών συγκροτημάτων.
Το σχέδιο δεν έδωσε απάντηση ουσιαστικά στο ζήτημα του τρόπου με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί η προφανής ανάγκη να υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση των προβλημάτων σε επίπεδο πολεοδομικών συγκροτημάτων όπως αυτό της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ιδιαίτερα για τη Θεσσαλονίκη, η αρχική ιδέα για δύο περιφέρειες (μια της Θεσσαλονίκης και μια της Κεντρικής Μακεδονίας) όπως ήταν φυσικό απερρίφθη διότι απέκοβε την πόλη από την ενδοχώρα της. Είναι αναγκαίο αυτό να θέμα να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο ειδικής ρύθμισης για τη συγκρότηση περιφερειών που όμως θα δίνει ουσιαστικές αρμοδιότητες συντονισμού στα νομαρχιακά τμήματα όπως αυτό της Θεσσαλονίκης που έρχονται να καλύψουν μια τέτοια ανάγκη.
Τέλος η διοικητική μεταρρύθμιση πρέπει να συνοδευτεί με νέες νομοθετικές ρυθμίσεις (εκλογικός νόμος και κώδικας για κάθε βαθμό Αυτοδιοίκησης), αλλά και ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα υποστήριξης στη φάση της νέας συγκρότησης ( πόροι, επιστημονική και οργανωτική στήριξη) .
Παπαθανασίου Σάκης -Θεσσαλονίκη