Μιλώντας σήμερα στο ραδιοφωνικό σταθμό Flash 96 (Ν. Λειβαδάρη), ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στη Βʼ Αθήνας Δ. Παπαδημούλης, δήλωσε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Για τη στάση της Γερμανίας και τα σενάρια ενόψει της Συνόδου Κορυφής:
«Η κ. Μέρκελ παίζει ένα σκληρό πολιτικό και διπλωματικό πόκερ, εκμεταλλευόμενη την πολύ ισχυρή θέση που έχει η Γερμανία και η γερμανική οικονομία μέσα στην Ευρωζώνη. Αποδεικνύει με τη σκληρότητά της, πόσο αφελείς ήταν όσοι πίστευαν ότι η επίκληση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την κυβέρνηση των Αθηνών μπορεί να λειτουργήσει ως μπλόφα και ως απειλή στους νεοφιλελεύθερους των Βρυξελλών.
Όταν, σε τέτοια σκληρά παιχνίδια κανείς κάνει «μπλόφα», για να έχει πιθανότητες να κερδίσει πρέπει να έχει λεφτά. Όταν δεν έχει λεφτά κινδυνεύει να χάσει και τα λίγα που έχει. Πιστεύω ότι έκαναν λάθος όσοι συμβούλεψαν τον κ. Παπανδρέου να χρησιμοποιήσει το σενάριο του ΔΝΤ ως φόβητρο έναντι του διευθυντηρίου των Βρυξελλών.
Τα τρία πράγματα που «παίζονται» είναι πρώτον πώς και πόσο θα εμπλακεί το ΔΝΤ στην ευρωπαϊκή λύση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Το δεύτερο είναι πώς, πόσο και πόσοι θα πληρώσουν ή θα εγγυηθούν με διμερή δανεισμό, για να υπάρχει ένα εργαλείο οικονομικής στήριξης της Ελλάδας, πέρα από την πολιτική στήριξη. Και το τρίτο, που ελάχιστα συζητούμε στην Αθήνα, είναι με τι όρους, με ποιο τίμημα για τους Έλληνες πολίτες θα συνοδευτεί αυτή η ευρωπαϊκή ή μικτή λύση.»
Για τις συζητήσεις σχετικά με μελλοντικές λύσεις:
«Συζητώντας με πολύ κόσμο στις Βρυξέλλες, κατέληξα ότι έχει αρχίσει και διαμορφώνεται μια ευρεία αντισυσπείρωση απέναντι στο δογματισμό και τον εθνικισμό των Γερμανών που τα θέλουν όλα δικά τους. Ακόμη δεν έχει αποδώσει και το θέμα είναι πόσο θα αποδώσει. Θα έπρεπε πάνω σε αυτό το χαρτί να έχει επενδύσει εδώ και μήνες η Αθήνα οικοδομώντας συμμαχίες, διότι στην πλάτη της Ελλάδας και των Ελλήνων πολιτών παίζεται η σταθερότητα και το μέλλον του ευρώ. Αν θα έχουμε ένα ευρώ, αν θα συνοδεύεται με μηχανισμούς αλληλεγγύης και στήριξης των ασθενέστερων σε περιόδους κρίσης ή αν θα πάμε σε δύο ευρώ, σε μια ευρωζώνη δύο ταχυτήτων.
Ακόμη, συζητείται αν θα μείνουμε σε ερμηνείες της Συνθήκης και του παράλογου Συμφώνου Σταθερότητας –που δεν τηρείται πια και όλοι το ξέρουν- ή αν θα προχωρήσουμε σε αλλαγές της Συνθήκης και αν οι αλλαγές θα είναι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Αν δηλαδή πάμε προς μηχανισμούς αντιρρόπησης των ανισοτήτων που γεννάει η ασύδοτη αγορά ή προς αυστηρότερες διαδικασίες, σαν κι αυτές που θέλει η Γερμανία, που να περιλαμβάνουν ποινές και ακόμη την απειλή της εξόδου από την ευρωζώνη των άτακτων και των απείθαρχων.
Όλοι λένε, από τους Γερμανούς μέχρι τους Πορτογάλους, ότι αυτό που ζει η Ελλάδα, είναι η παταγώδης αποτυχία της οικονομικής και πολιτικής της ελίτ, που την έβαλε πριν δέκα χρόνια μετά βαΐων και κλάδων στη ζώνη του ευρώ και τώρα την έχει καταστήσει αδύναμο κρίκο.
Για τις επερχόμενες εξελίξεις και τις επιπλέον απαιτήσεις ΕΕ- ΔΝΤ:
«Χρειάζεται να αλλάξουν πολλά. «Το τζάμπα πέθανε» και δεν υπάρχουν λύσεις αυτόματου πιλότου. Χρειάζεται μια δραστική φορολογική μεταρρύθμιση, έτσι ώστε να πληρώνουν όλοι ανάλογα με τη δύναμή τους, να πληρώνουν λιγότερα οι μισθωτοί και να έχει περισσότερα έσοδα το δημόσιο, πράγμα που απαιτεί και μια σε βάθος αναδιάρθρωση του φοροελεγκτικού και φοροεισπρακτικού μηχανισμού που πρέπει να απαλλαγεί από τα φαινόμενα κομματισμού και διαφθοράς. Χρειάζεται και επαναξιολόγηση από μηδενική βάση των δημόσιων δαπανών, έτσι ώστε να πιάνουν τόπο τα λεφτά των φορολογουμένων. Να σταματήσει δηλαδή το «πάρτι» που κάνει κάθε φορά το κυβερνόν κόμμα με τους μηχανισμούς του σε βάρος του δημόσιου χρήματος και του δημόσιου συμφέροντος.
Πρέπει να αλλάξει ο τρόπος που κυβερνείται η Ελλάδα. Από 18 χρονών που παρακολουθώ και συμμετέχω στο δημόσιο βίο, όλες οι κυβερνήσεις υπόσχονται εκσυγχρονισμό, εξάλειψη του κομματικού κράτους, πάταξη της φοροδιαφυγής και χρηστή διαχείριση του δημόσιου χρήματος και έχουν γίνει τα εντελώς αντίθετα. Μακάρι να γίνουν θετικές αλλαγές και να τις στηρίξουμε για να πάει ο τόπος μπροστά, αφού έχει τις δυνατότητες, αλλά τις σπαταλούνε οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ.
Ήδη είμαστε υπό αυστηρή επιτήρηση η οποία κατά τη γνώμη μου θα ενταθεί. Περιθώρια παραμένουν στις ελληνικές κυβερνήσεις. Δηλαδή το από πού θα μαζέψει έσοδα και το πού θα κατανείμει τις δαπάνες, παραμένει εργαλείο ελληνικό. Αλλά το ότι πρέπει να συμμαζευτούν τα δημόσια οικονομικά κάθε μήνα θα ελέγχεται το δημόσιο ταμείο, αυτό είναι δεδομένο.
Πιστεύω ότι η όποια λύση βρεθεί, υπό την πίεση των Γερμανών, αυτό το σενάριο της «μικτής» λύσης, με μικρότερη ή μεγαλύτερη εμπλοκή του ΔΝΤ, θα έχει κι ένα σκέλος αυστηρότερης επιτήρησης. Αυτή τη φορά, ο στόχος δεν θα είναι τα δημόσια οικονομικά, αλλά τα εισοδήματα και τα δικαιώματα των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας.»
To Γραφείο Τύπου