Το 2010 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το έτος της Αυτοδιοίκησης αλλά και συνολικότερα της αλλαγής του διοικητικού χάρτη της χώρας. Το κατά πόσο αυτό το έτος θα γραφτεί με χρυσά η με μαύρα γράμματα στην ιστορία του διοικητικού χάρτη της χώρας μας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την τελική μορφή του πολυθρύλητου σχεδίου «Καλλικράτης».
Για την Αριστερά, το θέμα της περιφερειακής - ισόρροπης ανάπτυξης, με βάση τις αρχές της αειφορίας και της κοινωνικής συνοχής, με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, αποτέλεσε και θα αποτελεί ζήτημα θεμελιώδους σημασίας.
Δυστυχώς, η Ελλάδα ολοκληρώνει την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα με ένα πλήρως αποτυχημένο μοντέλο ανάπτυξης και διοίκησης. Εκτός των συνεχών κρουσμάτων διαφθοράς και διαπλοκής, οι ανάγκες και τα προβλήματα της καθημερινότητας συσσωρεύονται αντί να επιλύονται, ενώ λείπει η στρατηγική για την ανάπτυξη και οι διαδικασίες του δημοκρατικού προγραμματισμού για τη διαμόρφωση των κατευθύνσεων και των αναπτυξιακών επιλογών, όπως και ο έλεγχος της υλοποίησής τους.
Σήμερα κοινή είναι η διαπίστωση ότι το έλλειμμα του περιφερειακού προγραμματισμού, της υλοποίησης έργων ανάπτυξης και της ορθολογικής και χρηστής διαχείρισης πόρων διογκώνεται, Το γεγονός αυτό αυξάνει την εξάρτηση της περιφέρειας από το κέντρο, εμποδίζει την ανάπτυξη των δημιουργικών δυνάμεων των τοπικών κοινωνιών και μετατρέπει την κατανομή των δημόσιων πόρων σε ρουσφετολογική διαδικασία. Η παραγωγική βάση της περιφέρειας διαλύεται και η ανεργία διευρύνεται. Η υποβάθμιση του αστικού χώρου και οι ενδοαστικές ανισότητες εντείνονται
Η βασική αιτία για το μεγάλο αυτό αναπτυξιακό έλλειμμα είναι η συγκεντρωτική μέθοδος διακυβέρνησης, η έλλειψη αποκεντρωμένων δομών και υπηρεσιών με τη μεταφορά εξουσιών σε περιφερειακό επίπεδο, σε μία ισχυρή δηλαδή περιφέρεια, που θα επιλύει τα τοπικά προβλήματα.
Η κατάσταση αυτή έχει τεράστιες συνέπειες στην περιφερειακή ανάπτυξη, στην εδαφική και κοινωνική συνοχή, στην προστασία του περιβάλλοντος και του δημόσιου πλούτου της χώρας, καθώς δεν κατανέμει ισόρροπα και δίκαια τα οφέλη, διευρύνει τις ανισότητες, αποδιαρθρώνει τον κοινωνικό ιστό και δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον για αυθαιρεσίες και ανεξέλεγκτη δράση των οργανωμένων αλλά και των μεμονωμένων ιδιωτικών και πελατειακών συμφερόντων.
Για να ανατραπεί η άνιση σχέση κέντρου-περιφέρειας και να αλλάξει ο συγκεντρωτικός τρόπος διακυβέρνησης, είναι αναγκαίες ριζικές μεταβολές στη λειτουργία του κράτους, με τη δημιουργία πλήρως στελεχωμένων αποκεντρωμένων υπηρεσιών και τη μεταφορά εξουσιών και των αντίστοιχων πόρων στο τοπικό επίπεδο.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, η περιφερειακή πολιτική πρέπει να αποτελεί ένα μέσο-εργαλείο εδαφικής και κοινωνικής συνοχής και οικονομικής αλληλεγγύης, με στόχο να μειώνει τη διαφορά εισοδήματος και πλούτου μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων περιφερειών και να εξασφαλίζει στους πολίτες τις απαραίτητες υποδομές και τον κοινωνικό εξοπλισμό για την αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η περιφερειακή ανάπτυξη για μας είναι άρρηκτα δεμένη με την αποκέντρωση, την ενίσχυση των αυτοδιοικητικών θεσμών και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα όργανα της λαϊκής βούλησης σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Αναμφισβήτητα το σχέδιο «Καποδίστριας» άλλαξε το χάρτη της αυτοδιοίκησης χωρίς όμως να μπορέσει να αλλάξει και τη φυσιογνωμία της και την αποστολή της. Το σχέδιο «Καποδίστριας» αν και κινήθηκε προς την ορθή κατεύθυνση δεν αντιμετώπισε τα προβλήματα και τις παθογένειες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Κι ενώ ακόμη σήμερα δεν έχει γίνει κανένα αποφασιστικό βήμα για να γίνει η αυτοδιοίκηση πραγματική ΑΥΤΟ-διοίκηση, η συζήτηση για τον «Καλλικράτη» διεξάγεται σε επίπεδο γεωγραφικό και αριθμητικό, χωρίς και πάλι να γίνεται συζήτηση για τα πραγματικά προβλήματα και τις λύσεις που πρέπει να δοθούν πριν αρχίσουμε να μιλάμε για την γεωγραφική κατανομή. Ποια είναι όμως τα αποτελέσματα της 12ετούς εφαρμογής του «ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ»;
• Οι Δήμοι συνεχίζουν να εξαρτώνται αποκλειστικά από το κεντρικό κράτος για τη χρηματοδότηση τους και μάλιστα οι Δήμαρχοι αναγκάζονται να γίνονται επαίτες και διαδρομιστές των Υπουργείων προκειμένου να εξασφαλίσουν πόρους για την υλοποίηση και λειτουργία βασικών υποδομών του Δήμου τους.
• Οι πολυθρύλητες μεταφορές αρμοδιοτήτων στους Δήμους έμειναν λειψές αφού δεν μεταφέρθηκαν ούτε οι αντίστοιχοι πόροι, αλλά ούτε και η αποφασιστική αρμοδιότητα, παρά μόνο η διαχειριστική αρμοδιότητα. Ταυτόχρονα έγιναν αιτία μεγέθυνσης της γραφειοκρατίας και διεύρυνσης των πελατειακών σχέσεων, που με τη σειρά τους ενίσχυσαν τα φαινόμενα της διαφθοράς.
• Ενώ ο Δημόσιος τομέας, κατά γενική ομολογία, σφύζει από πληθώρα υπαλλήλων, οι απομακρυσμένοι και νησιωτικοί Δήμοι δεν μπορούν να στελεχώσουν τις απαραίτητες υπηρεσίες τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι προσλήψεις, με πελατειακά χαρακτηριστικά πολλές φορές, υπαλλήλων με ελαστικές μορφές εργασίας, όπως μερικού χρόνου, ορισμένου χρόνου και stage.
• Δεν έγινε καμία προσπάθεια να τεθούν οι βάσεις του χωροταξικού σχεδιασμού της χώρας σε συνεννόηση με τις τοπικές κοινωνίες.
• Οι πελατειακές σχέσεις συνεχίζουν να υπάρχουν, με τη «συμβολή» των οποίων «αναπτύχθηκαν» οι νέοι αποκεντρωμένοι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί του κράτους. Στην ουσία αποκεντρώθηκε και ο κομματισμός της κεντρικής πολιτικής σκηνής στις ισχυρότερες πλέον τοπικές εξουσίες. Στην περίοδο που διανύθηκε ήταν κραυγαλέα η αδυναμία των νέων δήμων να εξυπηρετήσουν την τοπική κοινωνία μαζί με την αναποτελεσματικότητα στην διαχείριση των ήδη περιορισμένων πόρων και των κουτσουρεμένων αρμοδιοτήτων.
• Δεν οριοθετήθηκε ο ρόλος των Τοπικών Συμβουλίων σε σχέση με τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες αποφάσεων. Σε μεγάλο βαθμό δεν επετεύχθη η κοινωνική συνοχή των Δημοτικών Διαμερισμάτων, με αποτέλεσμα οι σημερινοί δημότες να νιώθουν σαν ξένοι στο ίδιο σπίτι. Η κεντρική κρατική διοικητική μηχανή αντιμετωπίζει τους πολίτες «φεουδαρχικά» και σχεδόν αποκλειστικά ως «εκλογική πελατεία».
• Εξαιρετικά δύσκολη έως ανέφικτη παρουσιάζεται πλέον η συνεργασία μεταξύ πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης αλλά και μεταξύ δημάρχων μικρών και μεγαλύτερων δήμων εντός της ίδιας διοικητικής περιφέρειας, με τις μικρότερες αυτοδιοικητικές μονάδες καταδικασμένες σε σιωπή κάθε φορά που η σύγκρουση συμφερόντων ανακύπτει σε επίπεδα σχεδιασμού, χρηματοδοτήσεων κλπ.
Είναι κοινώς αποδεκτό σήμερα ότι η μεταρρύθμιση πρέπει να υλοποιεί τον στόχο της αποκέντρωσης δηλαδή:
• Κράτος με επιτελικό χαρακτήρα και θεσμούς ελέγχου.
• Η Νέα αιρετή περιφέρεια (κατάργηση της σημερινής Νομαρχίας) με προγραμματικό ρόλο και διαδικασίες σχεδιασμού της περιφερειακής ανάπτυξης
• ΟΤΑ ισχυρούς με πλήρη αυτόνομη λειτουργία - διαχείριση και δυνατότητα εκτέλεσης δράσεων και έργων που αφορούν την καθημερινότητα του πολίτη και συμβάλλουν στην κοινωνική-οικονομική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών.
Δηλαδή Μεταρρύθμιση σημαίνει πλήρης αλλαγή της υφιστάμενης δομής Διοίκησης με μεταφορά αρμοδιοτήτων και πόρων από το Κράτος στην Αιρετή Περιφέρεια και στον Δήμο.
Η βασική μας πολιτική κατεύθυνση είναι η επιτελική λειτουργία του κράτους με την αποκέντρωση και τη μεταφορά σημαντικών αποφασιστικών αρμοδιοτήτων και λειτουργιών του κράτους με τη δημιουργία ισχυρών περιφερειακών επιπέδων διοίκησης κοντά στον πολίτη και την παροχή υψηλής ποιότητας δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών με ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων.
Οι γενικές κατευθύνσεις πρέπει να περιλαμβάνουν ουσιαστικές δεσμεύσεις για:
• πολιτική αυτοτέλεια με την ενσωμάτωση στην αιρετή περιφέρεια όλων των αναπτυξιακών, κοινωνικών, και γενικά κρατικών λειτουργιών μαζί με τους αντίστοιχους εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους. Πρέπει να ασκείται μόνο έλεγχος νομιμότητας από Ανεξάρτητη Αρχή Ελέγχου Αυτοδιοίκησης που προτείνεται να συγκροτηθεί γι' αυτό το σκοπό.
• καταγραφή, τακτοποίηση και κάλυψη όλων των ελλειμμάτων που δημιούργησαν οι σημερινοί αυτοδιοικητικοί φορείς, καθώς και όλων των σχετικών διοικητικών στρεβλώσεων (ελλείμματα όχι μόνον οικονομικά αλλά και υποδομών και διάρθρωσης προσωπικού ακόμη και νοοτροπίας ).
• Η διαμόρφωση των νέων ΟΤΑ θα πρέπει να γίνει με βάση αντικειμενικά κοινωνικά, αναπτυξιακά, οικονομικά και γεωγραφικά κριτήρια και σε καμία περίπτωση με βάση προσωπικές στρατηγικές και σκοπιμότητες.
• Η περιφερειακή ανάπτυξη θα πρέπει να στοχεύσει στην ουσιαστική άμβλυνση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων οι οποίες παρατηρούνται σήμερα, οδηγώντας τις λιγότερο προνομιούχες περιοχές σε περαιτέρω μαρασμό. Κλασσικό είναι το παράδειγμα του Νοτίου Αιγαίου, όπου η ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από τουλάχιστον τρεις διαφορετικές ταχύτητες και η ένταξη της Περιφέρειας στο Στόχο 2 του ΕΣΠΑ ήταν αποτέλεσμα των αναπτυξιακών παραμέτρων 5 μόνο νησιών στο σύνολο της Περιφέρειας.
Η αιρετή περιφέρεια πρέπει να αποκτήσει το σύνολο των αρμοδιοτήτων που θα δίνουν τη δυνατότητα στις τοπικές κοινωνίες να καθορίζουν την αναπτυξιακή πορεία του τόπου. Αυτό μπορεί να γίνει με μεταφορά όλων των αρμοδιότητων της κρατικής Περιφέρειας και όλων των αποκεντρωμένων μονοκλαδικών δομών των Υπουργείων στην α' και β' βάθμια Αυτοδιοίκηση, με εξουσιοδοτήσεις των αντίστοιχων υπουργών, όπως ισχύει για τις πολεοδομίες. Να μην επιτρέπεται να υπάρχουν σε επίπεδο Δήμου και Περιφέρειας, αποκεντρωμένες κρατικές υπηρεσίες με παράλληλα αντικείμενα με την Αυτοδιοίκηση. Μεταξύ των άλλων να τροποποιηθεί ο Νόμος 3614/2007 «δια τη διαχείριση, τον έλεγχο και την εφαρμογή των αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την 4η προγραμματική περίοδο 2007-2013» και να ανατεθεί στη δευτεροβάθμια Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση η διαχείριση των περιφερειακών προγραμμάτων.
Σε επίπεδο Περιφέρειας, οι κύριες ασκούμενες αρμοδιότητες πρέπει να αφορούν την αναπτυξιακή πολιτική, τον προγραμματισμό και συντονισμό, τον χωρικό σχεδιασμό και διαχείριση περιοχών (χωροταξία, φυσικό περιβάλλον, υδατικοί πόροι) και την κατασκευή και λειτουργία έργων υποδομής διανομαρχιακού επιπέδου. Σε επίπεδο Νομού, σημαντικά κρίνονται τα ζητήματα αρμοδιοτήτων νομαρχιακού επιπέδου, εφαρμογής περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής (πρωτοβάθμιος, δευτεροβάθμιος και τριτοβάθμιος παραγωγικός τομέας), της πολεοδομίας, του περιβάλλοντος, της κοινωνικής πολιτικής (υγεία, κοινωνική φροντίδα, εκπαίδευση), της πολιτικής προστασίας κ.λπ.
Η μεταφορά των αρμοδιοτήτων του σχεδιασμού, του προγραμματισμού και της αναπτυξιακής πολιτικής στην Περιφέρεια, πρέπει να συνοδευτεί από την ανατροπή της γραφειοκρατίας που μέχρι σήμερα έχει λειτουργήσει ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη ιδιαίτερα των νησιωτικών και απομακρυσμένων περιοχών. Σε αυτή την κατεύθυνση και προκειμένου οι αιρετές περιφέρειες να αποκτήσουν τη δυνατότητα να γίνουν ισχυρές και αυτόνομες με διακριτή εκπροσώπηση στα Ευρωπαϊκά όργανα, το γεωγραφικό τους εύρος θα πρέπει να οριστεί με κριτήρια αναπτυξιακά, γεωγραφικά και κοινωνικά. Σε καμία περίπτωση ο γεωγραφικός τους καθορισμός δεν πρέπει να μπει στη βάση εκλογικών σκοπιμοτήτων. Η αιρετή Περιφέρεια πρέπει να λειτουργεί στη βάση της αναλογικής συμμετοχής σε όλα τα όργανα της των Περιφερειακών Παρατάξεων και των τοπικών φορέων. Για το λόγο αυτό προτείνουμε την εκλογή του Περιφερειακού Συμβουλίου με απλή αναλογική χωρίς επίπλαστες πλειοψηφίες. Πρέπει να αποφευχθεί η δημιουργία ενός μοντέλου Διοίκησης αντίστοιχου του σημερινού, όπου ο Περιφερειάρχης έχει την απόλυτη ευθύνη εξουσίας. Οι πόροι της αιρετής Περιφέρειας πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένοι και θεσμοθετημένοι. Θεωρούμε τέλος αναγκαίο το πέρασμα της διαχείρισης των πόρων του ΕΣΠΑ 2007 – 2013 στην αιρετή περιφέρεια, που θα έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη κατανομή και απόδοση των κοινοτικών πόρων, που παραμένουν τουλάχιστον για τα επόμενα 5-6 χρόνια το βασικό χρηματοδοτικό αναπτυξιακό εργαλείο της περιφέρειας αλλά και των πόλεων.
Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η αιρετή Περιφέρεια δεν μπορεί να είναι άλλη από τον ενιαίο Αιγιακό χώρο των δύο σημερινών Περιφερειών Νοτίου και Βορείου Αιγαίου. Η Περιφέρεια Αιγαίου, όπως προτείνεται, θα αποτελέσει μια ισχυρή νησιωτική Περιφέρεια που θα μπορεί να διεκδικήσει την εφαρμογή νησιωτικών πολιτικών σε εθνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι Γενικές Διοικήσεις όπως ορίζονται από τον «Καλλικράτη» επειδή στην πραγματικότητα θα αποτελέσουν έναν μοχλό ελέγχου και επιβολής των κυβερνητικών επιλογών στους δυο βαθμούς αυτοδιοίκησης, δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Οι αρμοδιότητες που λόγω συνταγματικών δεσμεύσεων δεν μπορούν να μεταφερθούν στην αυτοδιοίκηση, μέχρι να γίνει η απαραίτητη Συνταγματική Αναθεώρηση μπορούν να ασκούνται από την κεντρική διοίκηση με την σημερινή της μορφή δηλ μέσω Υπουργείων ή με εξουσιοδότηση του αντίστοιχου Υπουργού.
Ο νέος Δήμος θα πρέπει να έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες:
1. Στον τομέα της ανάπτυξης, ο Δήμος πρέπει να έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα της εξειδίκευσης των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων της γεωγραφικής του περιφέρειας, σε εφαρμογή ενός ευρύτερου αναπτυξιακού σχεδιασμού της Περιφέρειας και σε συνεργασία με τους Τοπικούς Φορείς (Συλλόγους, Επιμελητήρια κλπ.) με τη θεσμοθέτηση ενός Συμβουλίου Ανάπτυξης, το οποίο θα έχει σαφείς αποφασιστικές αρμοδιότητες. Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός πρέπει να εξειδικεύεται σε επίπεδο Δημοτικού Διαμερίσματος με τη συμμετοχή των κατά τόπους Τοπικών Φορέων. Αποφασιστικό ρόλο θα πρέπει να έχουν οι ΟΤΑ Α΄Βαθμού και στα αναπτυξιακά εργαλεία χρηματοδότησης, είτε αυτά είναι Εθνικά είτε Ευρωπαϊκά
2. Το σύνολο της διαχείρισης και ελέγχου των περιβαλλοντικών παραμέτρων του Δήμου (εναλλακτικές πηγές ενέργειες, προστασία υδάτων, θάλασσας και δασικού πλούτου, λύματα και απορρίμματα ) πρέπει να μεταφερθεί στην αρμοδιότητα των Δήμων όταν αυτές βρίσκονται χωροθετημένες στο σύνολο τους στη Γεωγραφική του Περιφέρεια, ενώ σε περίπτωση ευρύτερων περιβαλλοντικών επιπτώσεων η αρμοδιότητα θα πρέπει να ανήκει στην αιρετή Περιφέρεια. Ο ρόλος του κράτους θα πρέπει να παραμείνει συντονιστικός και ελεγκτικός ως προς τη λειτουργία των θεσμών. Η εμπειρία έχει δείξει ότι σε περιοχές με σαφή γεωγραφικά όρια, όπως είναι τα νησιά στη δίκη μας περίπτωση, η αρμοδιότητα διαχείρισης των περιβαλλοντικών παραμέτρων σε περισσότερους του ενός φορέως, οδηγεί σε ασάφειες, καθυστερήσεις και υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
3. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης αποτελούν τον εγγύτερο θεσμό προς τον πολίτη. Παρʼ όλα αυτά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών ένα μεγάλο φάσμα αρμοδιοτήτων για τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών δεν ελέγχεται από τους Δήμους. Πρέπει να αλλάξουν ριζικά οι κατεστημένες νοοτροπίες και οι πελατειακές σχέσεις κράτους- πολίτη και να μεταφερθούν αρμοδιότητες ουσιαστικές στους Δήμους σε ζητήματα βελτίωσης της ποιότητας ζωής. Ιδιαίτερα σε νησιωτικές περιοχές, όπως η Δωδεκάνησος, οι αρμοδιότητες της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, της κοινωνικής προστασίας, του πολιτισμού και του αθλητισμού, πρέπει να μεταφερθούν στους ΟΤΑ Αʼ βαθμού, συνεπικουρούμενοι σε περιπτώσεις που το ανθρώπινο δυναμικό δεν το επιτρέπει από τις υπηρεσίες της αιρετής Περιφέρειας. Η πρωταρχική στόχευση πρέπει να είναι η μείωση της γραφειοκρατίας με συγκεκριμενοποίηση των αρμοδιοτήτων των φορέων στις καθημερινές συναλλαγές του πολίτη με τη διοίκηση.
Για να μπορέσει πραγματικά να υπάρξει ένας ισχυρός και αυτοτελής Δήμος πρέπει πρώτα και πάνω απʼ όλα να εξασφαλιστεί η οικονομική του αυτοτέλεια. Οι πόροι θα πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένοι και θεσμοθετημένοι. Συνεπώς απαιτείται ριζική αλλαγή και εκδημοκρατισμός του φορολογικού συστήματος με αναδιανομή των φόρων που εισπράττονται δίχως επιβολή νέων, ιδίως στους εργαζόμενους και απλούς πολίτες, καθώς και ανακατανομή των πόρων που προέρχονται από το κράτος με όρους ισοτιμίας και εθνικής αλληλεγγύης προς τους Δήμους που για λόγους γεωγραφικής θέσης, οικονομικής ανάπτυξης, περιβαλλοντικής επιβάρυνσης κλπ. έχουν διαφοροποιημένες ανάγκες. Τα κριτήρια κατανομής τους πρέπει να επανακαθοριστούν σαφώς με βάση γεωγραφικά, αναπτυξιακά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, των νησιωτικών Δήμων πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών (μεταφορές, υγεία, πολιτισμός κλπ.) δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με πληθυσμιακά κριτήρια, αλλά στη βάση της εξυπηρέτησης των αναγκών του νησιού ανεξάρτητα από τον πληθυσμό του.
Η λειτουργία ενός ισχυρού Δήμου είναι αναγκαίο να στηρίζεται σε ισχυρές Δημοκρατικές Διαδικασίες λήψης αποφάσεων, οι οποίες θα διασφαλίζουν την ορθολογική διαχείριση και την αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση των πολιτών στις λήψεις των αποφάσεων. Γι ʼαυτό προτείνουμε:
1. Την κατάργηση του Δημαρχοκεντρικού μοντέλου Διοίκησης και την ενίσχυση του ρόλου και της λειτουργίας των συλλογικών οργάνων του Δήμου.
2. Την κατάργηση της αναχρονιστικής σύνθεσης των Δημοτικών Συμβουλίων κατά τα 3/5 από την πλειοψηφούσα Δημοτική Παράταξη και την καθιέρωση της απλής αναλογικής σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των Δημοτικών εκλογών. Η σύνθεση του δημοτικού συμβουλίου θα πρέπει να εξασφαλίζει την ελάχιστη εκπροσώπηση των υφιστάμενων Δήμων με θεσμική κατοχύρωση της ποσόστωσης και με κριτήρια που δεν θα περιορίζονται στο πληθυσμιακό μέγεθος. Αντίστοιχα αναλογική θα πρέπει να είναι η εκπροσώπηση σε όλους τις επιτροπές του Δήμου.
3. Την ύπαρξη λίστας συμβούλων, πέραν των συμβούλων των δημοτικών διαμερισμάτων, που θα εκλέγονται αναλογικά χωρίς σταυροδοσία.
4. Τη λειτουργία Συμβουλίων ανά Δημοτικό Διαμέρισμα, με συμμετοχή των προέδρων των τοπικών συμβούλων του Διαμερίσματος και των διαμερισματικών δημοτικών συμβούλων, τα οποία θα διαχειρίζονται καθημερινά ζητήματα του Δημοτικού Διαμερίσματος και συγκεκριμένο προϋπολογισμό για την υλοποίηση έργων στο Δημοτικό Διαμέρισμα, λαμβάνοντας υπόψη, για ένα μεταβατικό στάδιο, την υφιστάμενη οικονομική και διοικητική δομή του.
5. Τη λειτουργία Τοπικών Συμβουλίων με σύνθεση ανάλογη του μεγέθους των κοινοτήτων και με έμμεση εκλογή του προέδρου. Στα τοπικά συμβούλια εκτός από τους αιρετούς πρέπει να συμμετέχουν γνωμοδοτικά οι σύλλογοι και οι οργανωμένες κινήσεις των πολιτών που δρουν στην τοπική κοινωνία.
6. Δεδομένου ότι οι νέοι δήμοι θα αποτελούνται από ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό οικισμών, πρέπει να καθοριστεί το θεσμικό πλαίσιο που θα διέπει τους θεσμούς διαβούλευσης των κατοίκων των οικισμών για τη διαμόρφωση των δημοτικών πολιτικών και τον έλεγχο της εφαρμογής τους. Θα πρέπει, επίσης, να ενισχυθεί και να διευρυνθεί ο ρόλος των τοπικών συμβουλίων με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων και των αντίστοιχων πόρων, ώστε να εξασφαλιστεί η τοπική δημοκρατία.
7. Σε όλα τα ανωτέρω επίπεδα απαιτείται η ενεργή συμμετοχή των πολιτών και ιδιαίτερα στις κοινότητες. Οι φορείς της αυτοδιοίκησης οφείλουν να επιζητούν την διεξαγωγή τοπικών δημοψηφισμάτων και λαϊκών συνελεύσεων.
8. Τη λειτουργία Συμβουλίου Ανάπτυξης με τη συμμετοχή όλων των Τοπικών Φορέων (Συλλόγων, Επιμελητηρίων, Κινήσεων Πολιτών κλπ), με γνωμοδοτικές αρμοδιότητες.
9. Ενίσχυση της διαφάνειας με την ουσιαστική και έγκαιρη δημοσιοποίηση των διοικητικών πράξεων και αποφάσεων καθώς και των εισηγήσεων για λήψη απόφασης στα συλλογικά όργανα.
Με βάση τις παραπάνω προτάσεις είναι αυτονόητο ότι σαφώς ορισμένες γεωγραφικές ενότητες όπως είναι τα νησιά της Δωδεκανήσου δεν μπορούν παρά να αποτελούν ένα ΟΤΑ ανά νησί, δεδομένου ότι αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο σε όλους τους τομείς οικονομικής-κοινωνικής- περιβαλλοντολογικής διαχείρισης.
Για τις νησιωτικές περιοχές, όπως είναι ο νομός μας, πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα σε σχέση με το μέγεθος των νησιών και τις αναπτυξιακές τους ικανότητες. Αν και δεν προτείνεται η δημιουργία ενιαίων Δήμων από συμπλέγματα νησιών, προκειμένου να διατηρηθεί η αυτονομία τους, εν τούτοις είναι απαραίτητη η θεσμοθέτηση της αρωγής των μεγαλύτερων Δήμων στους μικρούς. Συγκεκριμένα, προτείνουμε να θεσμοθετηθεί η υποχρέωση για τους μεγάλους Δήμους- νησιά και εναλλακτικά την αιρετή Περιφέρεια να παρέχουν υπηρεσίες Τεχνικών Υπηρεσιών, Πολεοδομίας, οικονομικών υπηρεσιών στους γειτονικούς μικρούς Δήμους- νησιά. Η παροχή αυτών των υπηρεσιών θα κοστολογείται και θα χρηματοδοτούνται με επιπλέον πόρους από τους ΚΑΠ.
Στα πλαίσια της Διοικητικής Μεταρρύθμισης θα πρέπει να διασφαλίζονται οι θέσεις εργασίας των εργαζομένων στους ΟΤΑ Αʼ και Βʼ βαθμού, τους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις τους. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θιγούν τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων, οι οποίοι πρέπει να αποτελέσουν το εχέγγυο της επιτυχίας του εγχειρήματος αυτού. Επί πλέον και δεδομένων δύο προβλημάτων, της υποστελέχωσης της αυτοδιοίκησης και της άνισης μισθολογικής κατάστασης του προσωπικού της, η μεταρρύθμιση πρέπει να συνοδευτεί με ένα ενισχυμένο πρόγραμμα προσλήψεων και με τη δημιουργία μιας ενιαίας και ικανοποιητικής μισθολογικής βάσης, για το προσωπικό, τουλάχιστον ίση με την ανώτερη από τις υπάρχουσες, ώστε να μπορούν να γίνουν οι μετακινήσεις-μετατάξεις από το ένα επίπεδο στο άλλο.
Τέλος είναι ουσιαστικό να επισημανθεί και πάλι ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ανάπτυξη στις νησιωτικές περιοχές αν δεν σχεδιασθεί και υλοποιηθεί ένα επαρκές και προσβάσιμο από όλους σύστημα μεταφορών - επικοινωνίας τόσο με το κέντρο όσο και μεταξύ των νησιών, με μέριμνα του κράτους με έμφαση στις θαλάσσιες μεταφορές. Πρέπει επομένως να μελετηθεί, θεσμοθετηθεί και υλοποιηθεί ένα Δημόσιο Σύστημα Θαλάσσιων Μεταφορών στο οποίο βασικό ρόλο σχεδιασμού και υλοποίησης θα έχει η προτεινόμενη Περιφέρεια Αιγαίου καθώς και οι νησιωτικοί Δήμοι.
Σε μια εποχή απαξίωσης και χειραγώγησης της πολιτικής, που οι λειτουργίες της δημοκρατίας υφίστανται την ασφυκτική πίεση από ισχυρά συμφέροντα, η ενίσχυση της άμεσης δημοκρατίας και της αμφίπλευρης σχέσης πολίτη - κοινωνίας με την Αυτοδιοίκηση αποτελεί αντίβαρο για τη στήριξη και αναζωογόνηση της δημοκρατίας στη χώρα μας.
Αυτή την κατεύθυνση υπηρετούν οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΝΟΤΙΑΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
Φεβρουάριος 2010