Η κυβέρνηση έχει αυτοπαγιδευτεί στον ασφυκτικό κλοιό που η ίδια δημιούργησε με τις επιλογές της, αλλά και τις πλαστές προσδοκίες που καλλιέργησε. Η αποτυχία όμως δεν αφορά μόνο στην ελληνική κυβέρνηση αλλά και στις ευρωπαϊκές αρχές, οι οποίες προεξοφλούσαν τη βελτίωση των όρων του δανεισμού μετά τις αποφάσεις της 25/3/2010.
Στη βάση αυτή πολλά διεθνή μέσα ενημέρωσης, εκφραστές των συμφερόντων και της λογικής του χρηματιστικού κεφαλαίου, καλλιεργούν την εικόνα ενός απόλυτου αδιεξόδου. Δεν υπάρχει άλλη λύση, υποστηρίζουν, παρά να προσφύγει άμεσα η Ελλάδα, εδώ και τώρα, στο μηχανισμό Ε.Ε. – ΔΝΤ. Και μετά; Τι θα συμβεί; Τι έγινε στη Λετονία ή στην Ουγγαρία μετά από την παρέμβαση ενός ανάλογου μηχανισμού; Τα προβλήματα δε λύθηκαν. Επιδεινώθηκαν. O στόχος τους είναι ακριβώς αυτός. Θέλουν να δείξουν ότι ο «μηχανισμός» είναι χάρτινος και το ευρώ γυμνό, άρα υπάρχει έδαφος για νέες κερδοσκοπικές πιέσεις και όχι μόνο σε βάρος της Ελλάδας.
Άλλοι πάλι προβάλλουν ως δήθεν λύση να πάρει η κυβέρνηση μέτρα που να «αιφνιδιάζουν τις αγορές». Δηλαδή; Ιδιωτικοποιήσεις, κι άλλες περικοπές μισθών, διάλυση εργασιακών σχέσεων. Η στυγνή ιδιοτέλεια ντυμένη τον μανδύα του «πατριώτη» και του «σωτήρα».
Η εικόνα του αδιέξοδου όμως δεν είναι ακριβής. Τα υψηλά επιτόκια δανεισμού που ζητούν οι αγορές, η εκτίναξη των ασφαλίστρων έναντι του κινδύνου χρεοκοπίας της Ελλάδας πάνω και από αυτά του Λιβάνου ή του Ιράκ, πιστοποιούν ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά είναι και ευρωπαϊκό. Οι «αγορές» αγνοούν το γεγονός ότι είμαστε μέλος του ευρώ και μας ζητούν επιτόκια σαν εκείνα που πληρώναμε πριν μπούμε στο ευρώ. Δείχνουν με τον τρόπο αυτό ότι το ευρώ είναι ως να μην υπάρχει ως ασπίδα προστασίας, αν το ίδιο δεν προστατεύεται από μηχανισμούς δανεισμού ύστατης ανάγκης και αναπτυξιακής σύγκλισης. Αυτό σημαίνει ότι θεωρούν το «μηχανισμό στήριξης» που δημιουργήθηκε ανεπαρκή ή αναξιόπιστο. Το αίτημα επομένως των αγορών, ανεξάρτητα αν είναι «ορθολογικό» με βάση τη λογική τους ή παράλογο, υπερβαίνει τα όρια και τις δυνατότητες της Ελλάδας. Στην ουσία απευθύνεται στις αρχές του ευρώ και της ευρωζώνης και άρα με όρους ευρωζώνης πρέπει να απαντηθεί. Είτε με τον επανασχεδιασμό του «μηχανισμού» είτε με τη σιωπηλή άδεια προς τις ελληνικές τράπεζες να καλύψουν τις όποιες άμεσες ανάγκες δανεισμού του κράτους με «ιδιωτική τοποθέτηση», δηλαδή με ομόλογα με προκαθορισμένο επιτόκιο, τα οποία θα πάρουν οι ελληνικές τράπεζες και θα τα τοποθετήσουν στην Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα αντλώντας τη σχετική ρευστότητα. Και αυτό βεβαίως για το ξεπέρασμα το άμεσου προβλήματος. Διότι το κλειδί για ριζικές, διαρκείς και βιώσιμες λύσεις, το κλειδί για να σπάσει ο «κλοιός» οριστικά, δε βρίσκεται μόνο στις δυνατότητες και τους όρους του δανεισμού, αλλά κυρίως στις δυνατότητες και τους όρους της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της δίκαιης αναδιανομής του πλούτου.
Ο διαφαινόμενος προσανατολισμός της κυβέρνησης να δανειστεί από τις αγορές όσο - όσο, ακόμη δηλαδή και με πιο υψηλά επιτόκια, αγνοεί την ιστορική και την παγκόσμια εμπειρία, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν συνθήκες υπό τις οποίες ο δανεισμός δεν πρέπει να γίνεται από τις αγορές, αλλά παρακάμπτοντας τις αγορές. Και σήμερα ζούμε ακριβώς τέτοιες συνθήκες. Η παραγνώριση αυτού του γεγονότος μπορεί να γίνει πηγή πρόσθετων σοβαρών κινδύνων.