Η κατανόηση μιας επιστημονικής (ή τεχνολογικής) περιοχής προϋποθέτει τη γνώση της λογικής και των βασικών αρχών που διέπουν τα σχετικά φαινόμενα (ή των βασικών αρχών λειτουργίας της σχετικής τεχνολογίας). Αυτή η γνώση προϋποθέτει με τη σειρά της τη γνώση των βασικών μαθηματικών και φυσικών θεωριών που συγκροτούν τη «γλώσσα» του θεωρητικού πυρήνα της εκάστοτε περιοχής, αλλά και την εξοικείωση με το είδος των φαινομένων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, τα οποία συνιστούν το αντικείμενο μελέτης και το πεδίο εφαρμογής των αποτελεσμάτων της επιστημονικής (ή τεχνολογικής) πρακτικής.
Πολύ σχηματικά θα λέγαμε ότι αυτή η ενότητα θεωρητικής περιγραφής και πραγματικού πεδίου μελέτης και εφαρμογής διαμορφώνει την ευρεία εικόνα ενός αντικειμένου, η βαθιά κατανόηση της οποίας χαρακτηρίζει έναν επιστήμονα με την ουσιαστική έννοια του όρου. Η ενότητα αυτή δεν διαταράσσεται όταν η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας οδηγεί σε αυτονομήσεις περιοχών, καθώς σε κάθε νέα περιοχή διατηρείται στο επιμέρους πια σύνολο φαινομένων αυτή η ανάγκη κατανόησης του «δεσίματος» θεωρητικής περιγραφής και πεδίου εφαρμογής.
Η καθημερινότητα στην παραγωγική διαδικασία, με την επανάληψη συγκεκριμένων και συχνά τυποποιημένων αλγοριθμικών διαδικασιών, δίνει την εντύπωση ότι δεν χρειάζεται οι εργαζόμενοι (οι περισσότεροι από αυτούς) να έχουν βαθιά κατανόηση των βασικών αρχών ή της σύνθετης θεωρητικής περιγραφής. Αυτό που χρειάζεται είναι η απόκτηση της ικανότητας να εφαρμόζουν μια συγκεκριμένη διαδικασία. Πάνω σε αυτή τη λογική σε ένα βαθμό διαμορφώθηκαν τα ΤΕΙ στη χώρα. Μια τέτοια προσέγγιση έχει μια σειρά από συνέπειες, αλλά λόγω χώρου θα αναφερθώ μόνο σε δύο.
Πρώτον, ο εργαζόμενος δεν έχει τη δυνατότητα να παρέμβει στη διαδικασία της παραγωγής. Ενώ είναι ο μόνος που είναι σε θέση να εντοπίζει προβλήματα και αδυναμίες στο κομμάτι της παραγωγής στο οποίο βρίσκεται καθημερινά, η μη κατανόηση του τι ακριβώς λαμβάνει χώρα σε αυτό το σημείο της παραγωγής δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Επίσης, δεν επιτρέπει την κατανόηση, αλλά και την κριτική αποτίμηση της συνολικότερης διαδικασίας μέσα στην οποία εντάσσεται το συγκεκριμένο κομμάτι της παραγωγής. Όπως είναι σαφές, αυτή η αδυναμία του εργαζόμενου δεν είναι ένα λάθος, αλλά εσκεμμένη επιλογή και σχετίζεται με τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας. Ο εργαζόμενος που είναι σε θέση να έχει γνώμη, αλλά και τη δυνατότητα να γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο τι συμβαίνει, απειλεί την εξουσία στο χώρο δουλειάς, έχει άλλες απαιτήσεις, δεν είναι εύκολα αναλώσιμος και είναι σε θέση να επερωτήσει επιλογές που δεν γίνονται με βάση την αποτελεσματικότερη παραγωγή ως τέτοια αλλά την μεγιστοποίηση του κέρδους (η σύγκρουση μεταξύ της παραγωγικής διαδικασίας και της καπιταλιστικής λογικής είναι ένα μεγάλο θέμα που δεν θα θίξουμε εδώ, αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι η λογική του κέρδους ιδιαίτερα σήμερα όχι μόνο δεν είναι ενισχυτική της βελτιστοποίησης της παραγωγής αλλά έρχεται σε ευθεία αντίθεση μαζί της).
Δεύτερον, ο εργαζόμενος που δεν γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενο στο οποίο είναι ικανός χρήστης συγκεκριμένων μόνο εφαρμογών, δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει μόνος του ενδεχόμενες αλλαγές και νέες εξελίξεις. Με αυτό τον τρόπο καθίσταται αναλώσιμος και αναγκασμένος να περνάει διαρκώς επιμορφώσεις και εκπαιδεύσεις στις νέες αλγοριθμικές εφαρμογές. Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα της γνώσης ενός αντικειμένου στην ολότητά του είναι το γεγονός ότι ο επιστήμονας είναι σε θέση να παρακολουθήσει τις νέες εξελίξεις και να τις εντάξει μέσα στη γενική εικόνα που διαθέτει για το αντικείμενο. Όπως είναι σαφές, ούτε αυτή η επιλογή είναι αθώα και ουδέτερη.
Αξίζει να σημειώσουμε μια γενικότερη τάση αναδιάρθρωσης στην εκπαιδευτική διαδικασία που είναι σε εξέλιξη και η οποία διαμορφώνει ένα ευρύτερο πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορεί να γίνει πιο κατανοητό το «φαινόμενο» ΤΕΙ. Λόγω της ραγδαίας εξέλιξης των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα (και σε συνδυασμό με μια σειρά άλλους κοινωνικούς παράγοντες που δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε εδώ), στον ευρωπαϊκό χώρο διαμορφώθηκε το εξής παράδοξο: είχαμε μαζική είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μελλοντικών εργαζόμενων και μάλιστα σε μια τριτοβάθμια εκπαίδευση που σε μεγάλο βαθμό διατηρούσε χαρακτηριστικά όπως αυτά που περιγράψαμε στην αρχή. Αυτή η συνθήκη δημιουργούσε επιστημονικό και τεχνικό εργατικό δυναμικό που έβαζε (και βάζει) σε κίνδυνο τον έλεγχο της παραγωγής (ιδιαίτερα σε προηγμένους τεχνολογικά τομείς) και την ευελιξία που απαιτεί η λογική του κέρδους.
Γενικά στις νέες συνθήκες παραγωγής, που και η τεχνολογία διαμορφώνει πια καθοριστικά, τίθεται πιεστικά μια παλιά ανάγκη για το κεφάλαιο με νέους όρους. Όπως πριν από δύο αιώνες το στοίχημα ήταν η αφαίρεση της πρακτικής γνώσης του μάστορα, η ενσωμάτωσή της στις πρώτες μηχανές και η μετατροπή του μάστορα σε ανειδίκευτο εργάτη, έτσι και σήμερα το στοίχημα είναι η αφαίρεση της θεωρητικής-επιστημονικής μόρφωσης από τον επιστήμονα-εργαζόμενο, η ενσωμάτωσή της στους Η/Υ και η μετατροπή τους σε προσωπικό που εφαρμόζει αλγοριθμικές διαδικασίες, εισάγει δεδομένα κλπ (ένας μηχανικός σήμερα δεν «χρειάζεται» να ξέρει πώς υπολογίζεται η στατικότητα ενός κτιρίου ή το όριο κόπωσης ενός εξαρτήματος, αρκεί να ξέρει να χειρίζεται τα προγράμματα που το κάνουν).
Υπό αυτή την - πολύ σχηματική λόγω χώρου - οπτική μπορούμε να κατανοήσουμε την σπουδαιότητα για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο σήμερα της στρατηγικής της Μπολόνια και όχι μόνο για την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης, την επίθεση στα προγράμματα σπουδών πανεπιστημιακών σχολών και τη μετατροπή τους σε ασύνδετα σύνολα παροχής εργαλειακής και αποσπασματικής «γνώσης». Στόχος είναι ο προσανατολισμός των ίδιων των μαζικών προπτυχιακών σπουδών στη λογική δημιουργίας των ΤΕΙ, μεταφέροντας την ολότητα της επιστημονικής γνώσης στις διδακτορικές σπουδές (κατά το πρότυπο των αγγλοσαξωνικών χωρών), με ενδιάμεσο στάδιο τις μεταπτυχιακές σπουδές. Αυτή η γενική εικόνα της τάσης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση τοποθετεί τα ΤΕΙ (παρά τις ελληνικές ιδιαιτερότητες) ως μια στιγμή σε μια ευρύτερη προσπάθεια απο-κοινωνικοποίησης της επιστημονικής γνώσης, η οποία είναι κρισιμότατη για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού.