ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το σχέδιο νόμου που εισηγείται ο κύριος Υπουργός Δικαιοσύνης, πράγματι έχει ρυθμίσεις οι οποίες καθιστούν αποτελεσματικότερο τον έλεγχο που όλοι επιθυμούμε.
Όμως, θα ήθελα να θέσω μερικά ερωτήματα. Ο υπάρχων νόμος για το πόθεν έσχες, εάν εφηρμόζετο όπως θα έπρεπε, δεν θα ήταν ικανός να αναδείξει ευθύνες και να αναδείξει όλους εκείνους οι οποίοι διασπάθισαν το δημόσιο χρήμα ή απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία, κάνοντας κατάχρηση της ιδιότητας των ως πολιτικών;
Αν εφαρμόζονταν ορθά ο υπάρχων νόμος για το πόθεν έσχες, δεν θα γνωρίζαμε ποιοι δημόσιοι λειτουργοί, εφοριακοί, δικαστές, αστυνομικοί, δημοσιογράφοι έκαναν κατάχρηση της ιδιαίτερης θέσης και ιδιότητας που έχουν και απέκτησαν χρήματα τα οποία είναι παράνομα;
Δυστυχώς, αυτή η υπάρχουσα νομοθεσία που ορθά βελτιώνεται σήμερα δεν εφαρμόστηκε. Και αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι θεσμικό πρόβλημα, αλλά πολιτικό.
Και επειδή το παράδειγμα διευκολύνει την κατανόηση του πολιτικού μου ισχυρισμού, σας ερωτώ τα εξής: Οι διατάξεις του Συντάγματος για τη βουλευτική ασυλία δεν έχουν επάρκεια; Οι διατάξεις του Συντάγματος για τη βουλευτική ασυλία δίνουν το δικαίωμα σε μας, στη Βουλή των Ελλήνων να διατηρούμε την ασυλία, όταν πρόκειται για διατάξεις που δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική δραστηριότητα του Βουλευτή; Προφανώς όχι.
Στο όνομα όμως μιας ανοχής, στο όνομα μιας λαθεμένης δήθεν συναδελφικής αλληλεγγύης, έφτασε η Βουλή των Ελλήνων να χορηγεί αφειδώς και να δίδει τη βουλευτική ασυλία και για πράξεις –επαναλαμβάνω- που δεν έχουν καμία σχέση με τη λειτουργία του Βουλευτή και με τον πυρήνα της πολιτικής του δραστηριότητας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το πρόβλημα της χώρας μας είναι θεσμικό, αλλά κυρίως είναι πολιτικό. Και η αντιμετώπιση του ζητήματος πρέπει να γίνεται και στα δύο αυτά επίπεδα. Και στο επίπεδο της πολιτικής και στο επίπεδο των θεσμών.
Ακούμε όλοι μας έναν ορυμαγδό αφορισμών εναντίον των Βουλευτών. Ας θέσουμε, όμως, το ερώτημα και να το θέσουμε εδώ για να το πληροφορηθούν και οι συμπολίτες μας: Τι είναι ο Βουλευτής; Ποιες αρμοδιότητες έχει ο Βουλευτής; Ποιες αρμοδιότητες έχει αυτή η Βουλή, όταν οι Βουλευτές που τη συγκροτούν έχουν μόνο παρακολουθηματική σχέση προς την εκάστοτε Κυβέρνηση;
Ο Βουλευτής είναι παρατηρητής. Ο Βουλευτής δεν μετέχει ουσιαστικά στο παραγόμενο πολιτικό αποτέλεσμα. Και αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχει σχέση με το συγκεντρωτισμό του πολιτικού συστήματος. Έχει σχέση με το πρωθυπουργοκεντρικό και το κυβερνητικοκεντρικό πολιτικό σύστημα, το οποίο κρατάει τη Βουλή μακριά από την οποιαδήποτε δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων. Και «τρέχει» η Βουλή πίσω από τα γεγονότα για να ασκήσει –όχι γιατί τον υποτιμώ- μόνο τον Κοινοβουλευτικό Έλεγχο, αλλά πάντα εκ των υστέρων.
Και έχουν τεθεί αυτά τα ζητήματα. Και μάλιστα, για να γίνει πιο αποτελεσματικός και πιο κρουστικός ο λόγος, κάποιοι είχαμε μιλήσει για την ανάγκη αυτή η Βουλή να αποκτήσει στοιχεία κυβερνώσας Βουλής, αν θέλουμε πράγματι η Βουλή των Ελλήνων να είναι το αντιπροσωπευτικό και όχι κατʼ επίφαση όργανο της λαϊκής κυριαρχίας. Ε, δεν είναι! Και αυτό έχει οδηγήσει στο να παράγεται η πολιτική σε ένα κλειστό κύκλωμα, το εκάστοτε κυβερνητικό πλαίσιο –περί αυτού ο λόγος- και να μην υπάρχει η αναγκαία παρουσία του κοινωνικού ελέγχου στην ασκούμενη πολιτική.
Αυτά είναι τεράστια ζητήματα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, και τα συζητάμε σήμερα μέσα στη δίνη των πραγμάτων και μέσα σε μια κατάσταση που δηλώνει ότι το πολιτικό σύστημα που οικοδομήθηκε τούτη την ώρα αποσυντίθεται.
Και το μεγάλο ζήτημα είναι πώς θα γίνει η ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος, με ποιους όρους και με ποιες συνθήκες. Και θέλω να πιστεύω πως οι περισσότεροι συμφωνούμε ότι πρέπει να γίνει με όρους πολιτικούς και όχι με όρους οικονομικών κέντρων και εξωπολιτικές συνθήκες τις οποίες προωθούν και διαμορφώνουν πολλοί που θέλουν την απαξίωση του, δυστυχώς, απαξιωμένου πολιτικού συστήματος για να το ανασυνθέσουν κατά τις δικές τους διαθέσεις και επιλογές και προφανώς για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων.
Όπου, όμως, χάνεται η πολιτική, χάνεται η λαϊκή κυριαρχία και χάνεται η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και του δημοσίου αγαθού.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το πολιτικό σύστημα αποσυντίθεται, αμφισβητείται και απαξιώνεται, διότι δεν προώθησε εκείνη την πολιτική που θα αντιστοιχούσε στις πραγματικές ανάγκες των Ελλήνων πολιτικών.
Για σκεφθείτε πότε συμβαίνουν όλα αυτά; Όλη αυτή η κατάρα, όλος αυτός ο ισοπεδωτισμός, όλος αυτός ο αφοριστικός λόγος πότε εγέρθηκε; Την ώρα που μια οικονομική κρίση κατέδειξε μια πολιτική που υπηρέτησε ένα πελατειακό πολιτικό σύστημα, περιθωριοποίησε πολλούς ανθρώπους, τεμάχισε την κοινωνία και οδήγησε σε αυτήν την κατάσταση. Άρα, το περιεχόμενο της πολιτικής είναι το κρίσιμο στοιχείο. Είναι αυτό που μπορεί επί της ουσίας να υπερασπίζεται ένα πολιτικό σύστημα για το συμφέρον του ελληνικού λαού.
Εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση και οι απαγορεύσεις είναι ορθές για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές των πολιτικών και όλων των άλλων που αναφέρονται στο νομοθέτημα. Συμφωνώ με την απαγόρευση της συμμετοχής των πολιτικών και άλλων κρατικών λειτουργών στις εξωχώριες εταιρείες, αλλά μη νομίσουμε ότι με τη θεσμική αυτή πρόβλεψη θα αντιμετωπίσουμε το πολιτικό ζήτημα, εάν δεν αντιμετωπιστεί η πολιτική επί της ουσίας, με σταθερή και αταλάντευτη αναφορά το συμφέρον του Έλληνα πολίτη.
Οι εξεταστικές επιτροπές, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με όσες ατέλειες, κύριε Πρόεδρε, μπορεί να έχει ο Κανονισμός και το Σύνταγμα, εάν ήθελε όλη η Βουλή να λειτουργήσουν, δεν θα υπήρχαν αποτελέσματα; Θα υπήρχαν.
Όμως, κύριοι συνάδελφοι –και απευθύνομαι σε εσάς, συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας- όταν επιλέξατε την πρωτοφανή, τη με παγκόσμια πρωτοτυπία διαδικασία αποχώρησης από τη Βουλή, για να προσβάλετε ακόμη επί της ουσίας και την αρχή της δεδηλωμένης, για να μη λειτουργήσει η εξεταστική επιτροπή, να τα αποτελέσματα! Και όταν ο αέρας σαρώνει, σαρώνει όλους αδιακρίτως και τροφοδοτεί όλους εκείνους που θέλουν να ισοπεδώνουν και να εξοβελίζουν το πολιτικό σύστημα, με τις διαφορές που εμπεριέχει, για να ταράσσουν τα δικά τους σχέδια.
Κύριε Υπουργέ, έχω έντονη τη διαφωνία μου για τα λεγόμενα μέτρα προστασίας και επιείκειας όλων εκείνων που συμβάλλουν στην αποκάλυψη πράξεων διαφθοράς, αφενός διότι δεν υπάρχουν εκείνες οι δικονομικές ασφαλιστικές δικλείδες, έτσι ώστε αυτή η προσφορά στην αποκάλυψη της διαφθοράς να γίνεται με τρόπους προστασίας δικαιωμάτων, αλλά ταυτόχρονα γιατί ανησυχώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, και φοβάμαι ότι τροφοδοτείται ένα κλίμα ενός άκρατου δωσιλογισμού –και επιλέγω τη διατύπωση- που τότε θα οδηγήσει στο να πολεμάνε όλοι όλους και μάλιστα χάριν ιδιοτελών σκοπιμοτήτων και πολλές φορές και πολιτικών σκοπιμοτήτων και είναι το χειρότερο για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Εγώ σας προτείνω να βγάλετε τελείως αυτή τη διάταξη. Όπως δεν μπορώ να καταλάβω, κύριε Υπουργέ, γιατί επιλέγετε να δίδετε με το άρθρο 1 το ιδιαίτερο δικαίωμα στον Υπουργό Δικαιοσύνης, όταν έχει μια επώνυμη καταγγελία για διαφθορά, να απευθύνεται στην επιτροπή αυτός. Ούτως ή άλλως αυτό το δικαίωμα το έχετε. Είναι η υποχρέωση αναγγελίας κάθε παράνομης πράξης για την οποία υπάρχει πληροφορία.
Και δεν αναφέρομαι σε εσάς προσωπικά. Σκεφθείτε, όμως, έναν Υπουργό Δικαιοσύνης που λειτουργεί με κομματική σκοπιμότητα και ιδιοτέλεια πώς μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή τη συγκεκριμένη διάταξη, για να στραφεί εναντίον πολιτικών αντιπάλων, με ό,τι συνεπάγεται αυτονοήτως μια τέτοια κατάσταση.
«Η επώνυμη καταγγελία», δεν χρειάζεται αυτή η ιδιαίτερη ρύθμιση, όταν φτάσει στα χέρια του όποιου Υπουργού, όταν φτάσει στα χέρια του όποιου Βουλευτού έχει την υποχρέωση να τη γνωστοποιήσει στην Επιτροπή του άρθρου 2, που προβλέπεται για τον έλεγχο του πόθεν έσχες.
Μην κάνουμε τα πράγματα πολύπλοκα, άρα με δυνατότητες να προκύψουν καταστάσεις επικίνδυνες, οι οποίες δεν θα υπηρετούν το σκοπούμενο, που σκοπούμενο είναι η διαφάνεια της πολιτικής συμπεριφοράς, ευρύτερα, και όχι μόνο για τους Βουλευτές, αλλά για τον καθένα που έχει την υποχρέωση κατάθεσης δήλωσης πόθεν έσχες.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να αλλάξει και ο νόμος περί της ευθύνης των Υπουργών, όσο είναι δυνατόν να τον βελτιώσει η Βουλή με την υπάρχουσα συνταγματική τάξη πραγμάτων. Δεν σας διαφεύγει ότι το Σύνταγμα έχει εξαιρετικά μεγάλα δεσμά, με την έννοια ότι δεν επιτρέπει σημαντικές τροποποιήσεις του νόμου περί ευθύνης Υπουργών. Εάν δεν αλλάξει το Σύνταγμα, δεν θα μπορέσουν να αλλάξουν πολλά.
Όμως, εκείνο το οποίο πρέπει να συμβεί και ανεξάρτητα από την υποχρέωση αλλαγής, όσο γίνεται, του νόμου περί ευθύνης Υπουργών, είναι η υποχρέωση μιας πολιτικής λειτουργίας, η οποία δεν θα οχυρώνεται, δεν θα παραταξιάζεται όταν πρόκειται για διαφθορά, όταν πρόκειται για τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, όταν πρόκειται για την υπονόμευση του δημοσίου συμφέροντος. Γιατί αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχει συμβεί. Γιʼ αυτό δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι Εξεταστικές Επιτροπές. Γιατί αυτό συνέβη και οδήγησε στη φαλκίδευση και των δυνατοτήτων που υπήρχαν και υπάρχουν από την κείμενη, από τη σημερινή νομοθεσία.
Η υπόθεση της διαφάνειας είναι –όπως έλεγα στην αρχή- βεβαίως και υπόθεση διαμόρφωσης θεσμών διαφάνειας στη διαχείριση του δημοσίου αγαθού. Κυρίως, όμως, είναι πολιτικό ζήτημα και αυτό το πολιτικό ζήτημα δεν προκύπτει ξαφνικά. Αυτό το πολιτικό ζήτημα αντιμετωπίζεται από την ευθύνη του καθενός χωριστά, αλλά και τη συνευθύνη όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Σας ευχαριστώ.