Στις «1000 και 1 νύχτες» η ωραία Χαλιμά διηγείται στο Σουλτάνο μια σειρά από ιστορίες που ξεπηδάνε η μια μέσα από την άλλη. Στην προσπάθειά της να αποφύγει το μοιραίο τέλος, κατασκευάζει μια μεγάλη αφήγηση που αποτελείται από μικρά, αυτοτελή παραμύθια.
Απʼ όσα διαβάζουμε και ακούμε, η πρόσφατη κρίση που «γέννησε» ο καπιταλισμός ξεκίνησε ως κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, από αυτήν ξεπήδησε η κρίση της παραγωγής, των επενδύσεων, της απασχόλησης, στη συνέχεια ήρθε η κρίση των χρεών και του δανεισμού, η ύφεση, η βαθύτερη ακόμα κρίση της απασχόλησης, και θα δούμε τελικά πού αλλού θα μας πάει …
Σε κάθε διαφορετική φάση της κρίσης, οι δυνάμεις του καπιταλισμού και όσοι τον στηρίζουν επικαλούνται το «παραμύθι» τους, για να περνάνε με τις καλλίτερες δυνατές προϋποθέσεις στην επόμενη φάση. Αλλάζοντας τακτική, γλώσσα και ύφος, επιστρατεύουν για το σκοπό αυτό όλους τους παλιούς και νέους μύθους, τεράστιους ιδεολογικούς μηχανισμούς, διεθνείς Οργανισμούς, στρατιές από παπαγαλάκια. Χρησιμοποιούν πολιτικές δυνάμεις και πρόσωπα που πασχίζουν να τα εμφανίσουν ως άφθαρτα και αθώα από τις αμαρτίες του συστήματος. Ο στόχος παραμένει πάντα ο ίδιος: η ιστορία να μην τελειώσει, μέχρι να σωθεί η Χαλιμά.
Μετά και την πρόσφατη «διάσωση» της Ελλάδας από το μηχανισμό στήριξης, που υπήρξε το επιστέγασμα ενός πολύμηνου επικοινωνιακού βομβαρδισμού της κοινωνίας και στηρίχθηκε σε αλλοπρόσαλλες κυβερνητικές πολιτικές και τακτικές, η έννοια της λαϊκής ρήσης «παραμύθια της Χαλιμάς» αποδίδει με γλαφυρότητα τόσο τη χρήση των νεοφιλελεύθερων μύθων όσο και την επιχειρηματολογία των εγχώριων οπαδών τους.
Θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε ότι οι αιτίες της κρίσης επωάσθηκαν πριν 2-3 δεκαετίες με τη «μεγάλη αφήγηση» του νεοφιλελευθερισμού. Τότε που ο καπιταλισμός επαγγέλθηκε την επικίνδυνα εξτρεμιστική Ουτοπία του για το «τέλος της Ιστορίας». Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Τ. Ήγκλετον : «Μόνο οι εξτρεμιστές … θα μπορούσαν να επιδοκιμάσουν ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο, όπως λέγεται, πλήρωσε το 1992 τον Μάικλ Τζόρνταν για τη διαφήμιση των αθλητικών παπουτσιών της Nike περισσότερο από ό,τι πλήρωσε ολόκληρη την εργατική δύναμη της νοτιοανατολικής Ασίας που τα παρήγαγε. Οι επαναστάτες είναι εκείνοι οι μετριοπαθείς ρεαλιστές, που κατανοούν την αναγκαιότητα του ριζικού μετασχηματισμού, για τη διόρθωση παρόμοιων πραγμάτων. Όσοι σκέπτονται διαφορετικά, δεν είναι παρά φαντασιόπληκτοι ουτοπιστές, αν και συνήθως (αυτό)αποκαλούνται φιλελεύθεροι ή πραγματιστές…».
***
Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι η τελευταία «μεγάλη αφήγηση» του καπιταλισμού διατυπώθηκε μετά το τέλος της «μεγάλης αφήγησης» της Αριστεράς του 20ου αιώνα. Με την κατάρρευση του υπαρκτού μοντέλου της, βρέθηκαν σε αμηχανία μέχρι και οι αριστεροί επικριτές του. Γιατί η Ιστορία συνεχίζει την πορεία της, χωρίς να κάνει διάλειμμα για να ξεπλυθεί από τις αμαρτίες της.
Η καινούργια «μεγάλη αφήγηση» της Αριστεράς μένει να διατυπωθεί σήμερα, μέσα στην ιδιαίτερα οξυμένη καπιταλιστική κρίση, με το υλικό της εποχής της. Η νεοφιλελεύθερη Ουτοπία – που είχε γοητεύσει πολλούς, όχι μόνο στις παρυφές αλλά και μέσα στο σώμα της Αριστεράς – με την είσοδο του 21ου αιώνα άρχισε να χάνει τη λάμψη και την πειστικότητά της και σήμερα επιδιώκει να οδηγήσει τον κόσμο της εργασίας και της προόδου στο περιθώριο. Η διάσπαρτη και θρυμματισμένη Αριστερά όταν ξέσπαγε η κρίση, είχε άρχισε να επικοινωνεί, να διαλέγεται και να συμπαρατάσσεται, να δείχνει εδώ κι εκεί σημεία ανάκαμψης και δυνατότητες να αρθρώσει ένα νέο, ριζοσπαστικό, εναλλακτικό λόγο.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η κρίση φέρνει τη μεγάλη στιγμή για την Αριστερά. Οι αιτίες είναι καθαρές, μένει να διατυπωθεί η εναλλακτική πρόταση, μια πρόταση που θα συνδέει την Αριστερά με την κοινωνία και θα αναδεικνύει την επικαιρότητα του στρατηγικού της ορίζοντα.
***
Βέβαια η καπιταλιστική κρίση δεν αποτελεί υποχρεωτικά «ευκαιρία» για την Αριστερά. Τέτοιες νομοτέλειες έχει αποδειχθεί ότι δεν υπάρχουν. Είναι αλήθεια ότι οι βασικές αξίες της έρχονται στο προσκήνιο και συζητιούνται ξανά. Μαζί τους όμως φαίνεται ότι κινδυνεύει να ξαναβγεί στην επιφάνεια και η «αρχαία σκουριά», με όλες τις γνωστές κακοδαιμονίες της. Η ίδια η λογική της «μεγάλης ευκαιρίας» μπορεί να αποτελέσει κακό σύμβουλο, ιδίως αν εκβιάσει προτάσεις χωρίς τις αναγκαίες θεωρητικές, επιστημονικές αλλά και κοινωνικές προϋποθέσεις. Ή αν μεταλλαχτεί σε φιλοδοξία κατίσχυσης ή ανάδειξης του ιδιαίτερου «μικρού μαγαζιού» κάθε διαφορετικής αριστερής εκδοχής, αν αναζωπυρώσει την επικράτηση της λογικής της «απόλυτης αλήθειας» και των συγκρούσεων στο όνομά της, αν εκτραπεί σε ένα αγώνα δρόμου για την κατοχύρωση της «πατέντας» της διεξόδου από την κρίση ή του «γκρεμίσματος» του καπιταλισμού.
Το πιο ριζοσπαστικό και πραγματικά επαναστατικό καθήκον που θα μπορούσε να αναλάβει σήμερα η Αριστερά θα ήταν να εξηγήσει πειστικά και χωρίς ιδεολογισμούς στην κοινωνία τις αιτίες της κρίσης, τις πολιτικές που τη δημιούργησαν και τα αδιέξοδα των πολιτικών που εφαρμόζονται για να την αντιμετωπίσουν. Και μαζί με αυτό, να πυροδοτήσει τη συνειδητή κίνηση της κοινωνίας για τη διατύπωση των ζωτικών της αιτημάτων, προτείνοντας ταυτόχρονα εναλλακτικά οικονομικά και κοινωνικά σχέδια αλλά και τις αναγκαίες πολιτικές λύσεις.
Αυτό σημαίνει ότι θα συνεχιστεί χωρίς αναστολές και οπισθοχωρήσεις η προσπάθεια για διάλογο, κοινή δράση και συμπόρευση του μεγαλύτερου δυνατού φάσματος των ιστορικών, ιδεολογικών ρευμάτων της Αριστεράς αλλά και όλων των γενεών με τις διαφορετικές κοινωνικές και αγωνιστικές εμπειρίες. Είναι ανιστόρητο λάθος να ξαναστήνονται τα παλιά, γνώριμα «χαρακώματα» και αβασάνιστος τακτικισμός να επινοούνται καινούργια.
Για παράδειγμα, η χάραξη «κόκκινων γραμμών» στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ με «λέξεις-κλειδιά» του τύπου «στάση πληρωμών» ή «έξοδος από το ευρώ», που εκτός των άλλων δυσκολεύουν τη νηφάλια και σοβαρή συζήτηση για πρωτόγνωρα φαινόμενα και την κοινή δράση για την αντιμετώπισή τους. Όπως επίσης η αναβίωση μέσα στον ΣΥΝ των νοσταλγικών συσπειρώσεων της «ανανεωτικής» ΕΑΡ και του «επαναστατικού» ΚΚΕ, που περιχαρακωμένες ιστορικά, ιδεολογικά αλλά και ηλικιακά, θα εμπόδιζαν να συνεχιστεί η ώσμωση που έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα στον ΣΥΝ και στην οποία ακριβώς στηρίχθηκε η διαμόρφωση μιας αριστερής προγραμματικής φυσιογνωμίας που αποκτά σιγά-σιγά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά.
Μόνο αν μπορέσει η Αριστερά να πατήσει στέρεα στη δύσκολη και ρευστή σημερινή κατάσταση και στα πραγματικά επίδικα της συγκυρίας, έχει πιθανότητες να καταφέρει να διατυπώσει την τόσο αναγκαία για τις κοινωνίες του 21ου αιώνα νέα «μεγάλη αφήγησή» της. Διαφορετικά, ο λόγος της θα κατακερματιστεί άλλη μια φορά σε πολλά, «μικρά παραμύθια». Και η ίδια θα μεταφέρει την καπιταλιστική κρίση στο εσωτερικό της και θα την βιώσει ως δική της κρίση.