Συζητήθηκε σήμερα στη Βουλή η επίκαιρη επερώτηση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα τις «ανισότητες και τις διακρίσεις μεταξύ των δύο φύλων».
Αναφερόμενη στην περίπτωση της Αργεντινής το 2001 και τις ομοιότητες με τη σημερινή ελληνική κατάσταση, η Κοινοβουλευτική Εκπρόσωπος, βουλευτής Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ, Ηρώ Διώτη, στην εισήγησή της, έκανε ιδιαίτερη μνεία στο ρόλο που διαδραμάτισαν οι γυναίκες της Λατινοαμερικανικής χώρας στην ανάκαμψή της, τονίζοντας, όμως, ότι ακόμη και σήμερα, «στην πολιτισμένη δύση δεν λείπει η καθημερινή βία κατά των γυναικών, οι διακρίσεις λόγω φύλου στη δουλειά, τα μικρότερα μεροκάματα, η επισφάλεια, τα αυξημένα καθήκοντα».
Ερχόμενη στην κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, η βουλευτής στηλίτευσε το γεγονός ότι «η αμειβόμενη εργασία για τις γυναίκες είναι ακόμα ένα ασθενές κοινωνικό δικαίωμα που πρέπει συνεχώς να το διεκδικούν» καθώς και ότι «δεν υπάρχει καμία δημόσια πολιτική για να στηριχθεί το δικαίωμά τους να είναι αυτόνομοι πολίτες». Επίσης, δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο νέο ασφαλιστικό ν/σ, τονίζοντας ότι «τα ασφαλιστικά δικαιώματα των γυναικών, καταπατώνται βάναυσα τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, ενώ παράλληλα προτείνεται μια εξίσωση προς τα πάνω των ορίων συνταξιοδότησής τους». Ένα άλλο μεγάλο θέμα που η βουλευτής έθιξε, είναι αυτό της βίας κατά των γυναικών. «Θέλουμε να στηλιτεύσουμε το απαράδεκτο καθεστώς αντιμετώπισης του κακουργήματος του βιασμού, το οποίο σπάνια καταγγέλλεται, και δεν έχει γίνει καμιά θεσμική προσπάθεια για να πάψει το θύμα του βιασμού να θεωρείται ένοχο για αυτό που υπέστη» σημείωσε μεταξύ άλλων, ενώ “άνοιξε” και το “κεφάλαιο” τόσο του τράφικινγκ, όσο και της εργοδοτικής βίας κατά των γυναικών (περιπτώσεις Κ. Κούνεβα, Κάρμεν Μ. κ.α.).
Κλείνοντας, η Λαρισαία βουλευτής αναφέρθηκε με δηκτικό τρόπο στην εικόνα της γυναίκας-εμπόρευμα που ακόμη και σήμερα προβάλλεται από τα ΜΜΕ, ενώ, τέλος, έβαλε και το ζήτημα κατάργησης του άρθρου 28 του Ν. 3719/2008, που αφορά στο θέμα της αλλαγής επωνύμου της συζύγου.
Η Κοινοβουλευτική Εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Λίτσα Αμμανατίδου Πασχαλίδου, υποστήριξε ότι:
Παρά τις αξιοσημείωτες νομοθετικές βελτιώσεις, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη μακριά από την επίτευξη του στόχου της ισότητας των φύλων. Τα τελευταία χρόνια δημιουργούνται μεν περισσότερες θέσεις απασχόλησης για τις γυναίκες, πρόκειται όμως για θέσεις χωρίς επαγγελματική προοπτική και χαμηλά αμειβόμενες.
Σήμερα, η οικονομική επιβράδυνση έχει επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την άνιση μεταχείριση των φύλων στην αγορά εργασίας. Η κρίση ανατρέπει το σύνολο των εργασιακών σχέσεων καθιστώντας τες περισσότερο ελαστικές και άτυπες. Έτσι, μειώνονται οι ευκαιρίες των γυναικών να βρουν σταθερές και μη επισφαλείς δουλειές. Παράλληλα, η κρίση λειτουργεί ως δικαιολογία για την επιμήκυνση των ωραρίων, κάτι που πλήττει κυρίως τις γυναίκες οι οποίες δυσκολεύονται να ανταποκριθούν, καθώς είναι επιφορτισμένες με τη φροντίδα της οικογένειας. Εξάλλου, εν γένει αλλά ιδίως σε περίοδο οικονομικής κρίσης, σημαντικός αριθμός ιδιωτικών επιχειρήσεων θεωρούν ασύμφορη την πρόσληψη γυναικών λόγω της νομοθετικής προστασίας της (άδειες μητρότητας, μειωμένο ωράριο λόγω παιδιών κλπ). Όμως κρισιμότερο και από τις διακρίσεις είναι οι συνθήκες περιορισμένης υποστήριξης από το κοινωνικό κράτος. Το πλέγμα ολοήμερα σχολεία - δημόσιοι βρεφικοί και παιδικοί σταθμοί - φύλαξη παιδιών - βοήθεια στο σπίτι για ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρία - βοηθοί-μητέρες δεν έχει συνολικά εφαρμοστεί, ενώ τμήματά αυτών των κοινωνικών υπηρεσιών παραδίδονται, σταδιακά, σε ιδιώτες. Επείγει λοιπόν η ενδυνάμωση του κοινωνικού κράτους.
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης το 2002 τα κράτη-μέλη είχαν συμφωνήσει στόχους για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας για τα παιδιά. Βάσει αυτών έως το 2010 θα έπρεπε να παρέχονται υπηρεσίες φροντίδας στο 90% τουλάχιστον των παιδιών ηλικίας μεταξύ 3 ετών και σχολικής ηλικίας και στο 33% τουλάχιστον των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών. Ωστόσο, οι υποδομές για τη φροντίδα των παιδιών όχι μόνο είναι εξαιρετικά ανεπαρκείς, αλλά στην Ελλάδα τείνουν να είναι αποκλειστικά ιδιωτικές και υψηλού κόστους, δηλαδή απαγορευτικές για μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Στην ιδιαίτερη θέση της γυναίκας μέσα από τους αιώνες, από την εποχή των μητριαρχικών κοινωνιών μέχρι τους σημερινούς πολλαπλούς της ρόλους, αναφέρθηκε ο βουλευτής κ. Θανάσης Λεβέντης. Σήμερα η χώρα μας καταγράφει αρνητικά ρεκόρ σε σχέση με τον κοινοτικό μέσο όρο όσον αφορά τις μισθολογικές ανισότητες. Αν συνυπολογίσουμε την απουσία μέτρων για την προστασία της μητρότητας, την υποεκπροσώπηση στα κέντρα λήψης αποφάσεων και το γεγονός ότι η γυναίκα στη χώρα μας υποκαθιστά και τις ανύπαρκτες δομές του κράτους πρόνοιας (βρεφονηπιακοί σταθμοί, γεροκομεία, κλπ), καταλαβαίνουμε ότι η κατάκτηση της ισότητας των φύλων είναι ένας στόχος πολύ δύσκολα επιτεύξιμος, αν δεν ληφθούν τα απαιτούμενα νομοθετικά μέτρα.
Στην τοποθέτηση ο βουλευτής Βʼ Αθηνών Δημήτρης Παπαδημούλης υπογράμμισε:
«Σήμερα έρχεται για επίσημη επίσκεψη ο κ. Ερντογάν. Γιατί δεν προχωράτε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού σε μία συμφωνία αμοιβαίας μείωσης των εξοπλισμών; Θα μπορούσε να εξοικονομήσει όχι μόνο ένα μέρισμα ειρήνης, που θα βοηθούσε την ανάπτυξη της οικονομίας, του τουρισμού, αλλά θα μπορούσε να εξοικονομήσει και τεράστιους πόρους, δισεκατομμύρια ευρώ, για τη στήριξη προγραμμάτων που θα μειώσουν την ανεργία και ειδικότερα την ανεργία νέων γυναικών. Για τη στήριξη προγραμμάτων που θα μπορούσαν να καταπολεμήσουν την ακρίβεια και να ενισχύσουν το κοινωνικό κράτος.
Μας φέρνετε ένα ασφαλιστικό με διαδικασίες κατεπείγοντος, που θα είναι ντροπή για τη Βουλή. Ενημερώθηκα ότι θα προωθηθεί με διαδικασίες κατεπείγοντος μετά από κυβερνητική απόφαση. Αν κάτω από την κατακραυγή το παίρνετε πίσω καλοδεχούμενο, αλλά κρατάω την ουσία. Εσείς βγήκατε πρώτος βουλευτής στη Βʼ Αθηνών. Πήρατε πάρα πολλές ψήφους με τα τρία «ΔΕΝ». Τα θυμάστε; Δεν μειώνονται οι συντάξεις. Δεν αυξάνονται τα όρια ηλικίας. Δεν αυξάνονται οι εισφορές. Το νομοσχέδιο που πανηγυρικά παρουσιάσατε και καρατομεί τις ασφαλιστικές προσδοκίες εκατομμυρίων πολιτών και ανδρών και γυναικών, έχει τόση σχέση με τα 3 ΔΕΝ, όση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο!»
Ο βουλευτής Αʼ Πειραιά και Νήσων Θοδωρής Δρίτσας, τόνισε:
«Καταθέσαμε αυτήν την Επίκαιρη Ερώτηση, όχι μόνο υπό το πρίσμα βελτίωσης του νομοθετικού πλαισίου. Αντίθετα, επισημαίνουμε ήδη από τις εισαγωγικές της παραγράφους, όπως ακριβώς και η «Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών» αναφέρει, ότι το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι απλώς οι νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλά είναι η μεταχείριση χωρίς διακρίσεις από κρατικούς παράγοντες, όπως επίσης και η λήψη θετικών κρατικών μέτρων, για την προστασία από κάθε διακριτή μεταχείριση, συμπεριλαμβανομένων και των μη κρατικών παραγόντων, δηλαδή και στη σφαίρα του ιδιωτικού και στη σφαίρα της κοινωνίας. Και αυτή η προσέγγιση αποτελεί θεμελιώδες συστατικό ενός διεθνούς συστήματος προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Εκεί είναι, λοιπόν, η έμφαση και της επερώτησης μας, για το ποιες κρατικές και συνολικότερες παρεμβάσεις μπορούν και πρέπει να γίνουν, πέραν του άλλοθι των νομοθετικών ρυθμίσεων. Η κρατική παρέμβαση, λοιπόν –ολοκληρώνω, κύριε Πρόεδρε- στα επίπεδα υπεράσπισης των δικαιωμάτων των γυναικών, επί του προκειμένου, αλλά και όλων των θυμάτων των ταξικών διακρίσεων είναι ζητούμενο και είναι τεράστιο το κενό που υπάρχει ως προς αυτό.»
Με επίκληση την ισότητα των δύο φίλων, τόνισε ο βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ Βασίλης Μουλόπουλος, θέλει η κυβέρνηση να φορτώσει στις γυναίκες ένα επιπλέον φορτίο , αυτό της περικοπής των συντάξεων και του κοινωνικού κράτους. Και αυτό τη στιγμή που στην Ελλάδα οι δείκτες για τις γυναίκες είναι οι χειρότεροι σε όλη την Ευρώπη, σε ποσοστό ανεργίας, ύψος μισθών και συντάξεων, επαγγελματικές ευκαιρίες, εξέλιξη. Επιπλέον οι γυναίκες έχουν την πικρή πρωτιά σε ελαστικές μορφής απασχόλησης και είναι αυτές που απολύονται πρώτες.
Σημείωσε ότι η εργασιακή εβδομάδα των γυναικών ξεπερνά τις 60-65 ώρες την εβδομάδα, καθώς βαρύνονται με την άμισθη εργασία στο σπίτι.
Και πρόσθεσε ότι, αυτή η εργασία αποτελεί έναν αθέατο αλλά υπαρκτό παραγόμενο πλούτο και είναι μια από τις χειρότερες μορφές εκμετάλλευσης που επιτρέπει στο κεφάλαιο και στους θεσμούς , να περικόπτουν κονδύλια από τις κοινωνικές υπηρεσίες, την υγεία και την παιδεία.