Πολλοί εξακολουθούν να συζητούν για την κρίση του χρέους ως να πρόκειται για ένα αυτόνομο από την ευρύτερη αναπτυξιακή και πολιτική διαδικασία πρόβλημα. Η φάση όμως αυτή έχει παρέλθει. Οι πρόσφατες αποφάσεις της συνόδου κορυφής και ιδίως η απόφαση της ΕΚΤ να παρεμβαίνει στις αγορές ομολόγων και να απορροφά κατά βούληση κρατικό χρέος, υποδηλώνουν πως υπήρχαν περιθώρια διαπραγμάτευσης τα οποία όμως δεν αξιοποιήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση.
Το πρόβλημα πλέον δεν είναι το χρέος από μόνο του, αλλά ο συνδυασμός του με την ύφεση και την εντεινόμενη ανισοκατανομή των εισοδημάτων που προκαλούν τα μέτρα της κυβέρνησης και του μηχανισμού Ε.Ε. - ΔΝΤ. Μόνο με τη συνδυασμένη αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων μπορεί να υπάρξει διέξοδος. Διαφορετικά θα συμβεί ό,τι συνέβη σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του ʼ80: η ελληνική κοινωνία θα μένει καθηλωμένη στην παγίδα ενός αυτοτροφοδοτούμενου χρέους. Όπως και η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ αναγνωρίζει, το δημόσιο χρέος, παρά τη βάρβαρη μεταφορά πόρων από την εργασία και τα λαϊκά στρώματα προς το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, δεν πρόκειται να μειωθεί αλλά θα προσεγγίσει το 150% το 2013 και, αν ύφεση αποδειχτεί βαθύτερη, μπορεί να υπερβεί και το 160%. Οι ετήσιοι τόκοι θα υπερβούν το 8% του ΑΕΠ, όταν τα έσοδα από τον ΦΠΑ δεν υπερβαίνουν το 7,6% (στοιχεία 2008).
Ο «μηχανισμός» επομένως δεν απομακρύνει τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, αλλά από θεωρητικός, που ήταν ως πρόσφατα ο κίνδυνος αυτός, τον καθιστά πραγματικό. Τον εδραιώνει μάλιστα ως διαρκή πηγή τρόμου και εκφοβισμού της κοινωνίας και τον αξιοποιεί ως μοχλό εκβιασμού για την επιβολή νέων θυσιών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Το προγράμματα του ΔΝΤ όμως, όπου εφαρμόστηκαν, δεν είχαν μόνο οικονομικές συνέπειες. Τα προγράμματα αυτά αποσυνθέτουν τις κοινωνίες, διαλύουν κάθε έννοια «κοινωνικού συμβολαίου», καταρρακώνουν το διεθνές κύρος και αποδυναμώνουν τη διαπραγματευτική θέση της στοχοποιημένης χώρας. Τέτοια «τραύματα» δεν μπορούν να αποκατασταθούν με μικρές επιδιορθώσεις. Χρειάζεται λοιπόν να σκεφτούμε τη διέξοδο με όρους μιας τομής, μιας νέας αρχής, στη βάση ενός μακρόπνοου προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης, ριζικής αναδιανομής, μετασχηματισμού του κράτους, της διοίκησης, της οικονομίας, ανάκτηση εν τέλει της δυνατότητας αυτοπροσδιορισμού.
Πώς όμως μπορούν να διαβρωθούν ή να ακυρωθούν στην πράξη τα καταστροφικά αποτελέσματα του «μηχανισμού» μέχρις ότου ωριμάσουν οι κοινωνικο – πολιτικοί όροι για μια τέτοια «νέα αρχή» και για την πλήρη απαλλαγή μας απʼ αυτόν; Ας δούμε μερικές ιδέες.
1. Ένας τρόπος είναι να αντισταθούμε στον αποπληθωρισμό των μισθών και να διεκδικήσουμε τον αποπληθωρισμό των τιμών, όπως εισηγείται ήδη ο κ. Η. Ιωακείμογλου του Δικτύου Αριστερών Οικονομολόγων. Αν ο στόχος ήταν πράγματι η ανταγωνιστικότητα της τιμής, τότε αυτός, θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη μείωση των τιμών και όχι των μισθών. Μπορεί λοιπόν να διαμορφωθεί ένα ισχυρό κίνημα κατά της ακρίβειας, κατά των καρτέλ, των μονοπωλίων και των συναφών κυβερνητικών πολιτικών; Αυτό θα ήταν ένας κόκκος άμμου στα γρανάζια του «μηχανισμού», διότι αν οι μισθοί υποχωρήσουν περισσότερο από τις τιμές, η ύφεση θα βαθύνει, η ανεργία θα αυξηθεί και εξ αυτού οι μισθοί θα μειωθούν περισσότερο. Αν όμως οι τιμές μπορούσαν να υποχωρήσουν περισσότερο από τους μισθούς, τότε αυτός ο φαύλος κύκλος θα μπορούσε να ακυρωθεί στην πράξη.
2. Η ύφεση και η ανεργία, στη λογική των προγραμμάτων του ΔΝΤ, δεν είναι προβλήματα αλλά επιθυμητοί μηχανισμοί εκκαθάρισης και προσαρμογής του καπιταλισμού στις νέες συνθήκες. Μέσω της ύφεσης αναμένεται να πιεστούν οι μικρές αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις, έτσι ώστε να εξαγοραστούν από άλλες και να επιταχυνθεί επομένως η συγκέντρωση του κεφαλαίου. Και μέσω της ανεργίας επιδιώκεται η πίεση στους μισθούς. Επομένως ό,τι αντιστρατεύεται αυτή τη λογική, ό,τι μπορεί να επιφέρει αύξηση της απασχόλησης, αποτελεσματική προστασία των ανέργων ή ενίσχυση της συλλογικής δύναμης των εργαζομένων, είναι μέτρα σε θετική κατεύθυνση, όχι μόνο για τους ανέργους αλλά και για την κοινωνία συνολικά.
Ήρθε η ώρα λοιπόν να ανακαλύψουμε εκ νέου την αξία των κλαδικών πολιτικών, της υποκατάστασης εισαγωγών μέσω διαρθρωτικών πολιτικών, τη διεκδίκηση πολιτικών για την κοινωνική κατοικία, την αναβάθμιση του περιβάλλοντος, τον οικολογικό μετασχηματισμό, τον αναπτυξιακό ρόλο και τον κοινωνικό έλεγχο των τραπεζών, αλλά και μορφές αυτοδιαχείρισης και συλλογικής ιδιοκτησίας που υπό όρους και προϋποθέσεις μπορούν να υπάρξουν και υπό συνθήκες καπιταλισμού.
3. Στη λογική του «μηχανισμού» κεντρική παραμένει η ιδέα μιας ανάπτυξης που γίνεται μέσω δανεισμού. Όμως το μοντέλο αυτό επιτείνει την υπερχρέωση δημόσια και ιδιωτική. Πρέπει να αντισταθούμε λοιπόν σʼ αυτή την αδιέξοδη λογική και να διεκδικήσουμε μια ανάπτυξη μέσω αναδιανομής και νέου τύπου διαρθρωτικών πολιτικών για μια κοινωνία της αλληλεγγύης και μια οικονομία των αναγκών. Είναι καιρός να σκεφτούμε πολιτικές ικανοποίησης των αναγκών μέσω της διεύρυνσης των συλλογικών αγαθών αντί της θεοποίησης του καταναλωτισμού, του ιδιωτικού και της κοινωνικής σπατάλης. Είναι η κατάλληλη στιγμή να ξανασκεφτούμε τις ανάγκες μας, συλλογικές και ατομικές, πώς δημιουργούνται, ποιοι και πώς μας τις επιβάλλουν ως «υποχρεωτικές» και να προχωρήσουμε σε μια νέα αξιολόγηση και ιεράρχηση των αναγκών και του τρόπου ικανοποίησής τους.
Ήρθε η ώρα λοιπόν για μια ριζική αναδιανομή, όχι μόνο με βάση το εισόδημα αλλά με βάση την περιουσία, ανεξαρτήτως μορφής. Αυτό απαιτεί πλήρη απογραφή του πλούτου και της περιουσίας, δημόσιας και ιδιωτικής, μα και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, με τους νέους προσδιορισμούς που προσδίδει σʼ αυτές η οικολογική διάσταση και η κλιματική αλλαγή. Ας γίνει, λοιπόν, στη βάση αυτή, ένα πλήρες και καθολικό περιουσιολόγιο και ας συμπληρωθεί με ένα αξιόπιστο πόθεν έσχες.
Και μόνο αυτό αν γινόταν, δεν θα είχαμε ανάγκη ούτε «προστάτες» ούτε τριτεγγυητές, ούτε τοκογλύφους. Όμως για να μην έχει κι αυτό την τύχη που είχε το «κτηματολόγιο» ή το «δασολόγιο» ή το «χωροταξικό», ό,τι δηλαδή υποβοηθά τη χάραξη μιας δίκαιης πολιτικής, πρέπει να διεκδικηθεί, εδώ και τώρα, με αποφασιστικότητα.
Έτσι θα βρει δικαίωση και το λαϊκό αίτημα «δεν πληρώνω». Αφού μόνο αν οι εγχώριοι έχοντες και κατέχοντες πιεστούν, μόνο τότε, κάποια τμήματά τους θα αναγνωρίσουν την ανάγκη και για μια δίκαιη ρύθμιση του εξωτερικού δημόσιου χρέους.
Μπορεί να υπάρξει λοιπόν σήμερα μια εναλλακτική οικονομική πολιτική; Προσπάθησα να δείξω με κάποια παραδείγματα πως ναι, μόνο που αυτή η εναλλακτική πολιτική δεν θα έχει καμιά δύναμη ή επιρροή όσο μένει ως μια εκφώνηση αφʼ υψηλού. Θα αποκτά δύναμη και υπόσταση μόνο ως απάντηση σε ώριμες κοινωνικές ανάγκες, ως έκφραση μιας κοινωνικής δυναμικής, ως μια μαχητική και διεκδικήσιμη πολιτική στόχευση. Από την άλλη πλευρά και η κοινωνική οργή που ξεχειλίζει και οι κοινωνικοί αγώνες που αναπτύσσονται, μπορούν να αποκτήσουν διάρκεια και αντοχή, αν πάρουν τη μορφή ενός μεγάλου ενωτικού κοινωνικού κινήματος αντίστασης, μιας αντίστασης όμως που διεξάγεται με βάση συγκεκριμένους, θετικούς, οραματικούς, αλλά και άμεσους, διεκδικήσιμους στόχους.