Το κείμενο που πλειοψήφησε στην ΚΠΕ, γνωστό σαν «κείμενο - κορμός», επιχειρεί στο προοίμιο να εξηγήσει τους λόγους σύγκλησης του έκτακτου συνεδρίου. Όμως η κρίση του κόμματος προσεγγίζεται με μια λάθος μέθοδο, καθώς τα προβλήματα εμφανίζονται όχι σαν αντανάκλαση πολιτικών αιτιών, αλλά σαν αποτελέσματα οργανωτικών αδυναμιών και λαθεμένων συμπεριφορών.
Στην ενότητα 2, όπου γίνεται η αποτίμηση της πορείας του κόμματος τα τελευταία δύο χρόνια, δεν εξηγούνται με ένα σοβαρό τρόπο οι αιτίες αποτυχίας του να εκμεταλλευτεί την άνοδο στις δημοσκοπήσεις κατά το πρώτο μισό του 2008. Μεταξύ άλλων αναφέρονται σαν αιτίες «η πλήρης επικράτηση του Γ. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ», ο ρόλος των ΜΜΕ και η κακή λειτουργία του κόμματος, αλλά καμία νύξη δεν γίνεται για την πραγματική αιτία, που ήταν η άτολμη και θολή ηγετική πολιτική γραμμή πάνω στα βασικότερα ζητήματα της περιόδου.
Στην ενότητα 3 γίνεται λόγος για τη σημερινή «δομική καπιταλιστική κρίση», χωρίς όμως να εξηγείται τι σημαίνει αυτό, δίχως να τονίζεται με σαφήνεια ότι η αιτία της σημερινής κρίσης είναι οι εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού. Η επιφανειακή προσέγγιση της κρίσης φανερώνεται καθαρά όταν το κείμενο υποστηρίζει ότι η κρίση είναι αποτέλεσμα όχι της φύσης του καπιταλισμού αλλά «των όρων ανάπτυξής του» και της «σημερινής νεοφιλελεύθερης μορφής του».
Στο στόχαστρο του κειμένου βρίσκεται βασικά ο νεοφιλελευθερισμός και «η απόπειρα αναθεμελίωσής του», χωρίς να σημειώνεται, όπως θα έπρεπε, ότι αυτό που ονομάζεται νεοφιλελευθερισμός είναι σήμερα ο ίδιος ο τρόπος ύπαρξης του καπιταλισμού. Κι ενώ σωστά, σε μια γωνιά της ενότητας 3, γράφεται ότι «μια επιστροφή στον κεϋνσιανισμό δεν φαίνεται ικανή να δώσει τέλος στην παρούσα κρίση», δεν εξηγείται καθόλου αυτή η θέση και πιο κάτω αναιρείται απροκάλυπτα με την προβολή ενός απόλυτα κεϋνσιανού πλαισίου προγραμματικών διεκδικήσεων.
Για το κρίσιμο ζήτημα της Ε.Ε. ομολογείται, αν και πολύ δειλά, ότι η ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ από τον ΣΥΝ «δεν δικαιώθηκε». Όμως απουσιάζει η προσέγγιση της Ε.Ε. σαν καπιταλιστικής, ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, που από τη φύση της δεν μπορεί να μεταβληθεί στο αντίθετό της και σαν φυσική συνέπεια στο στόχαστρο τίθεται όχι η ίδια, αλλά «η νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική» της. Στην πραγματικότητα, όμως, η «αρχιτεκτονική» της Ε.Ε. δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί από την καπιταλιστική της φύση, δηλαδή οι Συνθήκες και οι πολιτικές που προωθεί δεν μπορεί παρά να την αντανακλούν και να καθορίζονται από αυτήν.
Συνέπεια αυτής της λαθεμένης προσέγγισης είναι το αίτημα για μια «αντι-νεοφιλελεύθερη» επανίδρυση της Ε.Ε. Οι επιμέρους διεκδικήσεις που συνοδεύουν αυτόν τον στόχο παραπέμπουν στην κλασική σοσιαλδημοκρατική αυταπάτη της ειρηνικής, σταδιακής μεταρρύθμισης της Ε.Ε. και μετατροπής της σε κάποιο απροσδιόριστο, μελλοντικό στάδιο, σε σοσιαλιστική. Όλες αυτές οι διεκδικήσεις είναι άτολμες, με κοινό τους χαρακτηριστικό την απουσία οποιασδήποτε αμφισβήτησης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των μονοπωλίων και της πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης.
Στην ενότητα 4 για την κρίση στην Ελλάδα, ενώ σωστά αναφέρεται ότι «..ο αγώνας ενάντια στις συνέπειες της κρίσης και για την έξοδο απʼ αυτήν συγχωνεύεται σήμερα με τον αγώνα για το σοσιαλισμό..», αμέσως μετά δηλώνεται ότι αυτός ο αγώνας «δεν μπορεί να νοηθεί ως αγώνας με ρεαλιστική προοπτική ανεξάρτητα από την τρέχουσα κρίση και τις προκλήσεις της που αυτή θέτει..», αναιρώντας με αυτόν τον πλάγιο τρόπο την προηγούμενη σωστή θέση.
Το συμπέρασμα στο οποίο τελικά φθάνει έμμεσα ο αναγνώστης είναι ότι σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης ο αγώνας για τον σοσιαλισμό δεν είναι επίκαιρος και ρεαλιστικός σήμερα. Αντίθετα, όμως, αν υπάρχει ένα βασικό πολιτικό συμπέρασμα από την κρίση του καπιταλισμού, αυτό σίγουρα είναι η επιτακτική αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, καθώς το μόνο πράγμα που μπορούν ρεαλιστικά να περιμένουν οι εργαζόμενοι από τον καπιταλισμό είναι ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια και ανεργία.
Στο σκέλος των πολιτικών καθηκόντων προβάλλεται εντελώς λαθεμένα η λογική των ίσων αποστάσεων από το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, με τη μορφή μιας πρόσκλησης διαλόγου «στον κόσμο» των δύο κομμάτων. Αυτή η θέση πρακτικά σημαίνει την υποβάθμιση της ζωτικής υπόθεσης της ενότητας ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ, δηλαδή της μόνης πολιτικής συμμαχίας που θα μπορούσε να γίνει μαζικός πόλος έλξης για τις πιο αριστερές δυνάμεις και τις εκατοντάδες χιλιάδες των εργαζόμενων της βάσης του ΠΑΣΟΚ.
Στην ενότητα 5 προτείνονται 10 θέσεις για τη «διέξοδο από την κρίση», τα κύρια χαρακτηριστικά των οποίων είναι ξανά η ατολμία και η «κεϋνσιανή» αντίληψη της δυνατότητας αντιμετώπισης των εργατικών προβλημάτων μέσα στον καπιταλισμό, μέσα από μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης και χαλάρωσης των περικοπών. Απουσιάζουν ξανά διεκδικήσεις όπως η τιμαριθμική αναπροσαρμογή μισθών και συντάξεων, το «35ωρο», οι κοινωνικοποιήσεις των τομέων - κλειδιά της οικονομίας, ο εργατικός έλεγχος κ.ά., που θα αμφισβητούν τα θεμέλια του καπιταλισμού, ανοίγοντας τον δρόμο για τον σοσιαλισμό.
Στις ενότητες 6 και 8 το κείμενο μιλά τη γλώσσα του μικροαστικού φιλελευθερισμού, αναφερόμενο χωρίς ταξικό προσδιορισμό στο «πολιτικό σύστημα» και το κράτος. Προβάλλεται η διεκδίκηση για δημοκρατική μεταρρύθμιση του κράτους, στο πλαίσιο μιας κλασικού σοσιαλδημοκρατικού τύπου ανάλυσης και ανάλογων προτεινόμενων διεκδικήσεων.
Στην ενότητα 9, που αναφέρεται στην εξωτερική πολιτική, κυριαρχεί μια ειρηνόφιλη ρητορική χωρίς ταξικό περιεχόμενο. Στο ζήτημα του ονόματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με την υποστήριξη της «σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό» γίνεται η συνήθης παραχώρηση στον ελληνικό εθνικισμό που απαγορεύει στον γειτονικό λαό το στοιχειώδες δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Ατολμία εμφανίζεται και στη θέση έναντι του ΝΑΤΟ, όπου, αντί για την υποστήριξη της άμεσης αποχώρησης της χώρας, τίθεται το αίτημα της κατάργησης της συμμαχίας, χωρίς να εξηγείται ότι αυτή μπορεί να προέλθει μόνο σαν επιστέγασμα της διεθνούς ανατροπής του καπιταλισμού.
Στην ενότητα 10, αγνοώντας τις διεργασίες για την ίδρυση μια νέας επαναστατικής Διεθνούς ενάντια στον καπιταλισμό κατόπιν ανοιχτής έκκλησης του Ούγκο Τσάβες, το κείμενο προτείνει τη δημιουργία ενός «Παγκόσμιου Αριστερού Φόρουμ». Στις ενότητες 11 και 12 για το κόμμα και τον ΣΥΡΙΖΑ παρατηρούμε την ολοκληρωτική απουσία συγκεκριμένων αναφορών στα προβλήματα που διαρκώς επισημαίνουν με έμφαση οι αριστεροί αγωνιστές του κόμματος, δηλαδή τις δημόσιες προκλήσεις της ηγεσίας της Ανανεωτικής Πτέρυγας, το ασαφές και αντιδημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ και τα φαινόμενα παραγοντισμού γύρω από την Τ.Α.
Στην ενότητα 13 σωστά επισημαίνεται η ανάγκη για προσανατολισμό στην εργατική τάξη, παρʼ ότι αυτό γίνεται με αρκετή δόση αστήριχτου σκεπτικισμού για τον ρόλο της στην κοινωνία. Όμως στην ενότητα 14 αυτή η θέση αναιρείται, καθώς γίνεται άνοιγμα στη μεσαία αστική τάξη. Τέλος, σε αυτή την ενότητα, που φέρει τον τίτλο «Για έναν νέο κοινωνικό και πολιτικό συνασπισμό», μάταια ψάχνει κανείς να βρει μια συγκεκριμένη πολική πρόταση εξουσίας, καθώς κυριαρχεί το χάος θολών πολιτικών διατυπώσεων και ευχών, που διαμορφώνουν την εντύπωση ότι η ηγεσία πρακτικά υπεκφεύγει από την ευθύνη να δώσει μια τέτοια λύση στους εγκλωβισμένους σε πολιτικό αδιέξοδο εργαζομένους της χώρας.
Συμπερασματικά, λοιπόν, θα λέγαμε ότι το «κείμενο - κορμός» είναι κατώτερο των περιστάσεων. Οι αγωνιστές της βάσης πρέπει να υποστηρίξουν κριτικά τις εκδοχές των 30 μελών της ΚΠΕ, οι οποίες -ιδιαίτερα αν συμπληρωθούν και βελτιωθούν σε ορισμένα σημεία- συμβάλλουν σημαντικά στον αναγκαίο εργατικό και μαρξιστικό προσανατολισμό του κόμματος.
* Ο Σταμάτης Καραγιαννόπουλος είναι μέλος της Π.Κ. ΣΥΝ Ν. Φιλαδέλφειας - Ν. Χαλκηδόνας, μέλος της συντακτικής επιτροπής της «Μαρξιστικής Φωνής» (www.marxismos.com)