Ποιος μας γηροκομεί τη σήμερον ημέρα
ψηστιέρα καρβουνιέρα, μούσα Δεκεμβριανή;
Πολέμησα καιρό σε όλα τα πεδία
και με τυφλή μανία ξέσκιζα τον εχθρό.
Τώρα με χειρουργεί μια αλλήθωρη νεολαία
μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική.
Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράμα
όποιος τους θέλει αντάμα πληρώνει ακριβά
-Δ. Σαββόπουλος, Παράβαση (από τους Αχαρνής)
Τον Νοέμβριο μας το ξεκαθάρισε ο Αλέκος: δεν ξεμπερδέψαμε με τη γενιά του. Έκτοτε κινείται στη δική του σφαίρα, ακολουθώντας κι αυτός τον γνωστό δρόμο όλων ανεξαιρέτως των πρώην προέδρων μας: τον δρόμο της αποχώρησης από το κόμμα και της πλήρους απαξίωσής του. Μήπως κάποια στιγμή αυτό θα έπρεπε να προβληματιστούμε σοβαρά ως προς το τι πάει λάθος σʼ αυτό το κόμμα; Πώς καταφέρνει μονίμως να ξεβράζει τα πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του; Μήπως γιατί αντικατοπτρίζουν ή/και μεγεθύνουν τις αδυναμίες του; Μήπως τελικά το κόμμα δεν αντέχει να αναγνωρίσει τον εαυτό του στα πρόσωπα που κατά καιρούς αναδεικνύει για να το εκπροσωπούν δημόσια; Και ποιος ευθύνεται γιʼ αυτό: το κόμμα ή τα πρόσωπα; Ποιος τα επέλεξε αυτά τα πρόσωπα και με ποια κριτήρια; Μήπως είναι η ώρα να ξανασκεφτούμε τι ακριβώς θέλουμε να είμαστε, ώστε να μην κάψουμε και τα νέα πρόσωπα που αναδείχθηκαν στο κόμμα μας την τελευταία περίοδο; Θέλουμε να είμαστε ένα προσωποπαγές αρχηγοκεντρικό άθροισμα «παραγόντων της πολιτικής» ή ένα σύγχρονο αριστερό κόμμα, αντίστοιχο με τις ανάγκες του 21ου αιώνα;
Είναι δυνατόν να νιώθει «απειλούμενη» η γενιά του Αλέκου, αλλά και πολλών άλλων συντρόφων και συντροφισσών που αποτελούσαν (και κάποιοι εξακολουθούν να αποτελούν) εμβληματικές φιγούρες της σύγχρονης αριστεράς για όλους και όλες εμάς που πολιτικοποιηθήκαμε και ενταχθήκαμε στην αριστερά (και στον Συνασπισμό) στις αρχές του ʼ90; Λες και μπορεί να ήθελε κανείς πραγματικά να ξεμπερδέψει μʼ αυτή τη γενιά…
Μια γενιά που κράτησε όρθια την αριστερά σε ώρες δύσκολες και που χάρη στην ακούραστη προσπάθειά της έχουμε σήμερα όλοι και όλες την πολυτέλεια να συνεχίζουμε να υπάρχουμε ως χώρος. Η γενιά που έδωσε τη μάχη ενάντια στον δογματισμό, σχηματοποιώντας τη διεθνιστική και ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά μέσα σε ένα εξαιρετικά εχθρικό περιβάλλον. Η γενιά που, παρότι πάνω στα κεφάλια της κατέρρευσε ο (αν)υπαρκτός, κράτησε ζωντανή τη φλόγα της ελπίδας για μια άλλη κοινωνία. Αλλά και η γενιά που, φέρουσα τα γαλόνια του Πολυτεχνείου, ευνούχισε (άθελά της τις περισσότερες φορές) τις επόμενες γενιές -πώς να σταθείς δίπλα στους αγωνιστές που έριξαν τη Χούντα, αν όχι με δέος;- στέλνοντας άλλους στο περιθώριο της κομματικής ζωής, άλλους σπίτι τους και άλλους στο ΠΑΣΟΚ. Αποτέλεσμα; Όταν κάποια στιγμή γύρισε να κοιτάξει πίσω απʼ τους ώμους της για να δει ποιοι την ακολουθούν, διαπίστωσε πως, προκειμένου να βρει την επόμενη συγκροτημένη γενιά που θα μπορούσε να τη διαδεχτεί και να στελεχώσει το κόμμα, έπρεπε να κάνει άλμα 20 - 30 χρόνων.
Η μαζική ανανέωση στην οποία προχώρησε το κόμμα μας στο τελευταίο συνέδριό του έγινε άτσαλα και απροετοίμαστα, λίγο «ετσιθελικά» και «από τα πάνω». Ο κομματικός μηχανισμός (και όχι η βάση, που διαισθάνθηκε κάτι ελπιδοφόρο) δεν ήταν έτοιμος να δεχτεί, να αφομοιώσει και να αξιοποιήσει ούτε τον «πιτσιρικά» πρόεδρο, ούτε την «ανανεωμένη» ΚΠΕ. Και λάθη απειρίας έγιναν πολλά (έχω αναφερθεί σʼ αυτά άλλωστε δημόσια) και καθυστερήσαμε, αλλά και απογοητευτήκαμε. Κάπως έτσι, φτάσαμε στη σημερινή διαλυτική εικόνα του κόμματός μας. Τώρα τι κάνουμε; Έκανε λάθος το κόμμα τότε; Μπορεί! Να το πούμε ανοιχτά και να το συζητήσουμε για να βρούμε λύση.
Φοβάμαι, όμως, πως δεν είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας. Το πρόβλημά μας δεν βρίσκεται στα κείμενα (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την απερχόμενη πλειοψηφία) και νομίζω ότι κατά βάθος το ξέρουμε σχεδόν όλοι. Ας μιλήσουμε ανοιχτά λοιπόν: Είναι προφανές ότι ένα ηλικιακό χάσμα εικοσαετίας (και βάλε…) συνεπάγεται διαφορετικές καταβολές και διαβάσματα, διαφορετικές αναφορές και παραστάσεις, διαφορετική αντίληψη για τον τρόπο οργάνωσης της πολιτικής δράσης. Ισχυρίζομαι ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα στο κομμάτι της πλειοψηφίας είναι η σύγκρουση δύο διαφορετικών αντιλήψεων για την οργάνωση της πολιτικής δράσης: η μία έχει αναφορά στο παραδοσιακό κόμμα νέου τύπου, με την ιεραρχική δομή και την κάθετη οργάνωση. Η άλλη, σε έναν πιο οριζόντιο, πιο «φορουμικό», πιο αμεσοδημοκρατικό και από τα κάτω, πιο δικτυακό τρόπο οργάνωσης. Ωστόσο, ο δεύτερος ίσως να φαντάζει εκ πρώτης όψεως περισσότερο χρονοβόρος και λιγότερο αποτελεσματικός από τον πρώτο. Και να εμφανίζει λειτουργικά προβλήματα στην πράξη, καθώς απαιτεί πολλή μεγαλύτερη συμμετοχή και ενεργοποίηση της βάσης, πράγμα που με τα σημερινά δεδομένα μοιάζει από αρκετά έως πολύ δύσκολο. Σύμφωνοι, αλλά το ίδιο δεν μας λέει και η κυρίαρχη ιδεολογία: «Ωραία τα λέτε στα λόγια περί σοσιαλισμού, αλλά τι να κάνουμε που ο καπιταλισμός δουλεύει αποτελεσματικότερα!»;
Σήμερα, όμως, που η πολιτική δράση δεν οργανώνεται σε συνθήκες παρανομίας (όχι ακόμη τουλάχιστον…) και που η πρόσβαση στην πληροφορία είναι πρωτόγνωρα εύκολη (για όσους ενδιαφέρονται να αφιερώσουν κάποιον χρόνο για να την αναζητήσουν…), οι ανάγκες ενός κομματικού μηχανισμού είναι πολύ διαφορετικές, ως προς την επικοινωνία βάσης και ηγεσίας, τόσο κάθετα όσο και οριζόντια. Είναι λογικό σύντροφοι που έμαθαν μια ζωή να ακολουθούν ένα ιεραρχικό μοντέλο (με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία) να είναι πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στο καινούριο. Δεν είναι ούτε από ιδιοτέλεια ούτε από καρεκλοκενταυρισμό: νιώθουν, ασυναίσθητα ίσως, πως απειλείται η ίδια η ύπαρξη του χώρου. Νιώθουν βαριά την ευθύνη της διατήρησής του, αφού τον έφεραν ως εδώ.
Ταυτόχρονα, όσοι και όσες ενσαρκώνουμε αυτή τη νέα αντίληψη δεν καταφέραμε να την υποστηρίξουμε στην πράξη δημιουργώντας αντιπαραδείγματα όπως παλιότερα (ΕΚΦ, Ανοιχτή πόλη). Εγκλωβιστήκαμε σε σκληρά δομημένα σχήματα του κομματικού μηχανισμού, εμπλακήκαμε σε προϋπάρχοντες άγονους ανταγωνισμούς, πελαγώσαμε. Ωστόσο, όταν μπήκαμε στη διαδικασία να αναλάβουμε κεντρικούς ρόλους και θέσεις ευθύνης υποθέταμε πως θα είχαμε υποστήριξη σ' αυτή την άνιση μάχη. Πού να φανταστούμε τι θα επακολουθούσε και τι τέρατα θα ακούγαμε και θα διαβάζαμε για τις αφεντομουτσουνάρες μας (προεδρικοί, νεοσταλινικοί, ανεπάγγελτοι, ιδιοτελείς, αριβίστες, απολίτικοι, τρέντυ, μέχρι και … μπαρακούντα!);
Είναι δεδομένο ότι αυτές οι διαφορετικές αντιλήψεις δεν έχουν στεγανά μεταξύ των γενεών: ούτε είναι όλοι οι νεότεροι φορείς αυτής της νέας αντίληψης ούτε, φυσικά, όλοι οι μεγαλύτεροι φορείς της παλιάς. Είναι, όμως, επίσης δεδομένο ότι την τελευταία περίοδο πολλοί και πολλές, εκπρόσωποι των ενδιάμεσων γενιών που ως σήμερα ήταν σε «δεύτερους» ρόλους μέσα ή έξω από τον κομματικό μηχανισμό, ένιωσαν πως μπορούν όντως να προσφέρουν πολλά περισσότερα και ουσιαστικότερα. Ένιωσαν ότι τους αφορά εκ νέου το «παιχνίδι» της πολιτικής.
Το κόμμα μας είναι σε ένα μεταβατικό στάδιο και, ευτυχώς, η πλειοψηφία των μελών της απερχόμενης ΚΠΕ δείχνει να το αντιλαμβάνεται. Στο χέρι όλων μας είναι να σκεφτούμε και να συνδυάσουμε τα θετικά στοιχεία αυτών των δύο αντιλήψεων, διαμορφώνοντας τη νέα ταυτότητα της αριστεράς με βάση τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής, δημιουργώντας το καινούριο συλλογικό υποκείμενο για την οργάνωση της πολιτικής δράσης μας, που θα μας χωρά όλους (ή τουλάχιστον όσους συνομολογούμε το στόχο της ανατροπής των συσχετισμών). Γιατί όσο εξακολουθούμε να μην έχουμε ένα κόμμα που να λειτουργεί, άρα επί της ουσίας να μην έχουμε κόμμα, και όσο οχυρωνόμαστε πίσω από ιδεολογικές μικροδιαφορές ή πίσω από αναμασήματα παρωχημένων σχημάτων του παρελθόντος, όσο επαναστατικό ή ρεφορμιστικό και να είναι αυτό που θα αποφασίσουμε, θα μείνει στα λόγια.
Ακούω συχνά ότι μʼ αυτά που λέω και γράφω κινδυνεύω να χαρακτηριστώ ρομαντικός. Όμως, αν ο ρομαντισμός είναι κίνδυνος και όχι το κίνητρο της συμμετοχής μας στην αριστερά, αν η πίστη ότι επιβάλλεται να αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο και η ελπίδα ότι μπορούμε να το πετύχουμε έχουν εκλείψει, τότε πολύ φοβάμαι ότι απομένει η ιδιοτέλεια. Και δεν νομίζω ότι μια τέτοια αριστερά αφορά τους περισσότερους και τις περισσότερες από εμάς. Και, σίγουρα, δεν μας αξίζει!
Αλέξανδρος Μπίστης, ΚΠΕ ΣΥΝ