Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
22/08/2010

Για την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση - του Στέλιου Μπαμπά*

Εισαγωγή

Η πολυβάθμια Αυτοδιοίκηση ήταν από πολλά χρόνια κεντρικό αίτημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Το θεσμικό πείραμα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης αποτέλεσε ανεεπαρκή ανταπόκριση στο Αίτημα της πολυβάθμιας Αυτοδιοίκησης, αφού η τότε κυβέρνηση φρόντισε να διατηρήσει στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση δομές, λειτουργίες, αρμοδιότητες, πρακτικές, που αντιστοιχούσαν στη Νομαρχία ως αποκεντρωμένη κρατική Διοίκηση. Κατά συνέπεια, η ριζοσπαστική Αριστερά θεωρεί σημαντικό θεσμικό διακύβευμα τη θεσμοθέτηση της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, παρά τις θεμελιώδεις διαφωνίες της με τον τρόπο που επιχειρείται αυτή η θεσμοθέτηση.

Η ριζοσπαστική Αριστερά έχει πλήρη συνείδηση της ιστορικής σημασίας του θεσμού του κράτους για τη διεύθυνση της κοινωνίας, αλλά και εμπειρία και γνώση των κινδύνων που εκπηγάζουν από την επιβεβλημένη στις κοινωνίες μας δόμηση του κράτους. Κινδύνους, αφενός από τη συγκεντρωτική, γραφειοκρατική, τεχνοκρατική δόμηση του κρατικού θεσμού, αφετέρου από την επιβολή των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων στους κυριαρχούμενους δια μέσου του Κράτους ως θεσμού εξουσίας και μηχανισμού επιβολής.

Από την άλλη πλευρά, η ριζοσπαστική Αριστερά αντιλαμβάνεται τις μεγάλες αλλαγές στην εποχή μας, που διαλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την ανάδειξη αποκεντρωτικών τάσεων στη διεύθυνση των κοινωνιών, σε εθνικό αλλά και υπερεθνικό επίπεδο. Μια δυναμική που προωθείται όχι χωρίς αντιστάσεις και αμφισημίες, αλλά και κρύβει κινδύνους, στο βαθμό που αποδυναμώνει τις δομές του παραδοσιακού εθνικού κράτους, χωρίς να αναδεικνύεται στη θέση του ένα νέο θεσμικό πλαίσιο διεύθυνσης των κοινωνιών, που να αντιστοιχεί στη νέα ιστορική πραγματικότητα. Η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συγκροτήσει αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο στον ευρωπαϊκό χώρο που έχει προσχωρήσει σʼαυτήν, είναι από αυτήν την άποψη χαρακτηριστική.

Το κράτος στην ιστορική του διαδρομή είναι πάνω απʼ όλα ο κεντρικός θεσμός εξουσίας σε εθνικό επίπεδο• αυτό που ως και σήμερα, έστω με αντιφάσεις και κενά, θεσμοθετεί τις νέες σχέσεις ταξικής κυριαρχίας. Ο ελληνικός λαός έχει πικρή ιστορική εμπειρία από το κράτος ως εξουσία, αλλά και σήμερα βιώνει με δραματικό τρόπο την επιβολή σε βάρος του μορφών αντιλαϊκής πολιτικής δια μέσου της κρατικής εξουσίας σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο (Ευρωπαϊκή Ένωση).

Το κράτος ως εξουσία και η δυναμική του «δημόσιου χώρου»

Για τους λόγους αυτούς η ριζοσπαστική Αριστερά της εποχής μας, ωθούμενη από τις αναπτυσσόμενες δυναμικές, αλλά και με την εμπειρία αφενός των αντιφάσεων και αδιεξόδων που αυτές οι δυναμικές επιφέρουν, αφετέρου των νέων όρων ανάπτυξης των αγώνων σήμερα, υποστηρίζει τη δυναμική αλλαγής από το εθνικό κράτος ως κυρίαρχο συγκεντρωτικό θεσμό, στη συγκρότηση του «δημόσιου χώρου» ως θεσμικού πεδίου πολλαπλών φορέων και συλλογικών δράσεων δημόσιου χαρακτήρα (το κράτος, η Αυτοδιοίκηση, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι «Ανεξάρτητες Αρχές» κ.ο.κ). Βέβαια και στο δημόσιο χώρο το κράτος παραμένει ως κεντρικός φορέας εξουσίας και διεύθυνσης της κοινωνίας• αλλά ταυτόχρονα στο δημόσιο χώρο διαμορφώνονται και άλλοι δημόσιοι φορείς με σχετική αυτονομία. Θεσμοί που ασκούν επιμέρους δημόσιες λειτουργίες υπό την εποπτεία του κράτους ως κεντρικού θεσμού. Από την άλλη όμως πλευρά, οι άλλοι θεσμοί του «δημόσιου χώρου» αναζητούν και διεκδικούν τον δικό τους ρόλο, διαμορφώνουν τις δικές τους πλέον άμεσες σχέσεις με την κοινωνία ή επιμέρους κοινωνικές κατηγορίες.

Δια μέσου αυτής της διαλεκτικής θεσμών και κοινωνικών δυνάμεων, ο δημόσιος χώρος, μολονότι εξακολουθεί να αποτελεί θέσμιση της εξουσίας στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού, ταυτόχρονα ανάγεται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και η υπό τους ιστορικούς όρους του κυρίαρχου συστήματος βέβαια, σε πεδίο έκφρασης των κυριαρχούμενων κοινωνικών δυνάμεων και αντιπαράθεσης προς τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις. Αυτή η κοινωνική δυναμική έχει ιδιαίτερη σημασία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της εποχής μας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, αλλά και ιστορικό βάρος για το παρόν και το μέλλον, στο βαθμό που οι κυριαρχούμενες κοινωνικές δυνάμεις θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν έστω θετικά βήματα• να αντιμετωπίσουν, όσο οι συνθήκες το επιτρέπουν, προβλήματα της εποχής μας• να επιχειρήσουν, ήδη από σήμερα, κοινωνικούς πειραματισμούς, να θέσουν επιμέρους στόχους, να αναδείξουν ψήγματα οραμάτων για το μέλλον. Σπεύδω να υπογραμμίσω, πως δεν θεωρώ αυτά τα βήματα, πειραματισμούς, ψήγματα οραμάτων, ως ασφαλή αφετηρία κοινωνικής αλλαγής. Θεωρώ όμως ότι κανένας αγώνας δεν έχει νόημα αν δεν απαντά σε συγκεκριμένα κρίσιμα προβλήματα της κοινωνίας• και ότι, αντίστοιχα, η απάντηση στα συγκεκριμένα προβλήματα έχει νόημα μόνον όταν τα αντιμετωπίζει στην προοπτική της κοινωνικής αλλαγής.

Αν πρέπει να βγει, κατά συνέπεια, κάποιο γενικότερο συμπέρασμα από τα προηγούμενα για το νέο στην Ελλάδα θεσμό της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, αυτό θα είναι πως η σχετική συζήτηση που μόλις αρχίζει και το νέο πεδίο αγωνιστικής πρακτικής που εγκαινιάζεται από τη ριζοσπαστική Αριστερά ως Περιφερειακή Πολιτική, έχει ένα κοινωνικό και πολιτικό βάρος που υπερβαίνει τα όρια της κάθε μιας Περιφέρειας και των συγκεκριμένων προβλημάτων, σχέσεων, δράσεων που αναφέρονται σʼ αυτήν• χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορείς να αγωνιστείς για το συγκεκριμένο πρόβλημα και να το υπερβείς πράγματι, χωρίς αναφορά στην αναγκαιότητα της κοινωνικής αλλαγής.

Η πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς για την Περιφέρεια

Το κρίσιμο ερώτημα νομίζω ότι είναι με ποιους στόχους, ποιες πολιτικές, ποιες δράσεις, θα επιχειρήσει η ριζοσπαστική Αριστερά να δώσει τώρα την εκλογική μάχη για την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, αλλά κυρίως να αναπτύσσει τη δράση της στο πλαίσιο αυτού του νέου θεσμού και στο επίπεδο της περιφερειακής πολιτικής γενικά, αλλά και στην κάθε Περιφέρεια, όπως οριοθετήθηκε από το Νόμο.

Ποιος θα μπορούσε να είναι ο κεντρικός άξονας της περιφερειακής αυτής πολιτικής; Θα επιχειρήσουμε να διατυπώσουμε κάποιες αφετηριακές σκέψεις, έχοντας υπόψη ότι για τον ελληνικό λαό συνολικά, όπως και για την ριζοσπαστική Αριστερά, η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση ως θεσμός, καθώς και η περιφερειακή πολιτική, είναι κατʼ ουσίαν μια νέα εμπειρία. Χρειαζόμαστε μια συστηματική και εκτεταμένη συζήτηση που δεν έγινε ως τώρα και μια πρωτόγνωρη, τουλάχιστον σε σημαντικές πτυχές της περιφερειακής πολιτικής, κοινωνική και πολιτική πράξη.

Επιχειρώ στις επόμενες γραμμές να αναφερθώ σε αυτές τις σημαντικές πτυχές της περιφερειακής πολιτικής:

α) Νομίζω, ότι το πρώτο σημείο αυτής της νέας πολιτικής μας δράσης πρέπει να είναι το ζήτημα της δημοκρατίας. Είναι σε όλους μας φανερό, ότι υπό τις σύγχρονες συνθήκες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλες τις χώρες που έχουν ενταχθεί στο σύγχρονο καπιταλισμό, η «κοινοβουλευτική Δημοκρατία» βρίσκεται σε κρίση.

Δεν αναφέρομαι απλώς στην εξ ορισμού διάσταση της «κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» προς τους ανεκπλήρωτους ως σήμερα στόχους της «συμμετοχικής δημοκρατίας». Αναφέρομαι στην παρακμή των δημοκρατικών θεσμών στο σύγχρονο καπιταλισμό• τη συστηματική χειραγώγηση και ταυτόχρονα «περιφρόνηση» του λαού και την επιβολή, υπό το ένδυμα του κοινοβουλευτισμού, μηχανισμών κυβερνητικών κομμάτων σε συνέργεια με τις γραφειοκρατικές και τεχνοκρατικές ελίτ, στην υπηρεσία του μεγάλου διεθνούς κεφαλαίου στις σύγχρονες εκφάνσεις του (χρηματιστικό-τραπεζιτικό κεφάλαιο – κερδοσκοπία αυτονομούμενη από τις παραγωγικές δομές – δυναμική της «καπιταλιστικής» παγκοσμιοποίησης).

Σε αντίθεση προς αυτήν την αρνητική ροπή της «κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας», οι θεσμοί της Πρωτοβάθμιας και της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, παρά τις θεσμικές στρεβλώσεις που το σύστημα επιβάλλει, παρέχουν εξορισμού το υπόβαθρο και ανοίγουν μονοπάτια για την προάσπιση και στήριξη της Δημοκρατίας. Ανοίγουν νέους δρόμους που η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να επιχειρήσει να χαράξει, όσο κι αν αυτό φαίνεται δύσκολο. Νέους δρόμους όχι μόνο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και την καθιέρωση νέων σχέσεων και λειτουργιών στο χωριό, την πόλη, την περιφέρεια, αλλά και για να αναδείξει στην πράξη το ιστορικό βάρος και τις νέες μορφές άσκησης της Δημοκρατίας, πέρα από το πολιτικό αδιέξοδο που βιώνουμε δυστυχώς υπό το ένδυμα της «κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας».

Αυτά τα «παράθυρα» η ριζοσπαστική Αριστερά επιχειρεί να διευρύνει δια μέσου των πολιτικών και διοικητικών θεσμών του Δημόσιου Χώρου. «Παράθυρων», που σε συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού δεν μπορούν να ολοκληρωθούν• ωστόσο ανοίγουν νέα πεδία αγώνων, πολιτικών και κοινωνικών δράσεων για την υπεράσπιση και προώθηση της Δημοκρατίας γενικά και ειδικότερα στο πλαίσιο των τοπικών κοινωνιών και των περιφερειών.

Ο αγώνας αυτός για τη Δημοκρατία μέσα από τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς και τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές δράσεις που το αυτοδιοικητικό πλαίσιο επιτρέπει, είναι πολύτιμος σε μια εποχή όπως αυτή που διανύουμε, κατά την οποία ο σύγχρονος καπιταλισμός, βιώνοντας τη δομική, πολυδιάστατη κρίση των ημερών μας, γίνεται εξ αντικειμένου ολοένα πιο αυταρχικός, με διαστάσεις ακόμα και πολιτικών και κοινωνικών συμπεριφορών ολοκληρωτικού χαρακτήρα.

Η προάσπιση, κατά συνέπεια, της Δημοκρατίας και του αληθινού της προσώπου μέσα από τους θεσμούς της πρωτοβάθμιας, αλλά και της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, δεν αφορά περιορισμένα την αυτοδιοικητική πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ανάγεται, γενικότερα, στην, υπό τις σημερινές ιδιαίτερα συνθήκες, πολιτική ζωή της χώρας και την προοπτική της Δημοκρατίας.

β) Η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση ως βασικός θεσμός του δημόσιου χώρου εξ αντικειμένου συμμετέχει στη διεύθυνση της κοινωνίας• ειδικότερα στην περιφέρεια όπου θεσμοθετήθηκε. Και είναι πολύ σημαντικό η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση να διεκδικήσει, να αναλάβει και να φέρει σε πέρας με επιτυχία όλες τις αρμοδιότητες, λειτουργίες, δράσεις που εξ αντικειμένου αφορούν την περιοχή της και τις οποίες ως σήμερα ασκεί το συγκεντρωτικό μας κράτος. Είναι όμως αναγκαίο και να διαθέτει όλους τους αναγκαίους προς τούτο πόρους και θεσμικά «εργαλεία». Και τα δυο αυτά στοιχεία δεν είναι δεδομένο ότι υπάρχουν. Το αντίθετο μάλιστα, υπό τις σημερινές συνθήκες. Είναι όμως αναγκαίοι στόχοι και γιʼ αυτό πρέπει να τίθενται στο επίκεντρο των αγώνων της ριζοσπαστικής Αριστεράς για την Περιφέρεια.

Η περιπτωσιολογική αναφορά κάποιων εκατοντάδων επιμέρους αρμοδιοτήτων για την  Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση στο Νόμο «Καλλικράτης» (άρθρο 186 : αρμοδιότητες 311) δεν προωθεί, αντίθετα θέτει φραγμούς στη δυναμική της μεταφοράς στην Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση όλων των θεσμικών θεμάτων που αφορούν την Περιφέρεια. Και είναι μεν αλήθεια ότι η διάκριση του έργου, άρα και των αρμοδιοτήτων, ανάμεσα στο Κράτος και την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση απαιτεί νομοθετική ρύθμιση. Λείπει όμως η γενικότερη σύλληψη που ορίζει, ότι το Κράτος ως επιτελικός θεσμός της κοινωνίας διατηρεί τις αντίστοιχες επιτελικού χαρακτήρα αρμοδιότητες ή κατά περίπτωση δημιουργεί νέες προς άσκηση αυτού του επιτελικού έργου, αλλά η Περιφέρεια είναι ο αρμόδιος φορέας σύλληψης, οργάνωσης και εφαρμογής της περιφερειακής πολιτικής στον χώρο της. Αυτός ο διαχωρισμός αρμοδιοτήτων και έργου δεν πραγματώνεται με περιπτωσιολογικές διατάξεις σε ένα Νόμο. Απαιτείται η θεσμοθέτηση της γενικής αρχής διάκρισης αρμοδιοτήτων και έργου όπως προηγουμένως εκτέθηκε αλλά και η θεσμοθέτηση μόνιμης θεσμοθετημένης λειτουργίας κατανομής και ανακατανομής αρμοδιοτήτων, καθώς το Κράτος θα κατανοεί προοδευτικά και εις βάθος  τι πράγματι σημαίνει ο επιτελικός ρόλος, η δε Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση αντίστοιχα θα ωριμάζει ως πολιτικός και διοικητικός θεσμός, ως θεσμικό επίκεντρο του χώρου της Περιφέρειας. Και σʼ αυτό το πεδίο παραμένει ανοιχτή η δυναμική συνέργειας Κράτους – Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, καθώς και αντιστοίχησης των επιμέρους λειτουργιών και αντιλήψεων ανάμεσα στους δυο θεσμούς• και ,αντίστοιχα, ο ενεργός ρόλος των πολιτών και των συλλογικών τους φορέων σε αυτήν την νέα θεσμικού χαρακτήρα δυναμική.

Με την ίδια δυναμική, αντιστοίχηση και συναλληλία, θα πραγματώνεται και η διαδικασία συγκρότησης και ωρίμανσης των θεσμικών σχέσεων ανάμεσα στην Περιφερειακή και την Πρωτοβάθμια Αυτοδιοίκηση. Τίποτα δεν ρυθμίζεται απλώς με τις διατυπώσεις κάποιων άρθρων του νομοθετήματος «Καλλικράτης». Η δυναμική των σχέσεων αυτών θα είναι επίσης πολιτική διαδικασία συγκρότησης και ωρίμανσης. Ώστε η Πρωτοβάθμια Αυτοδιοίκηση να αποτελεί το θεσμικό υπόβαθρο της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης και η τελευταία να λειτουργεί ως συντονιστικός και προωθητικός θεσμός της Πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης. Με όρους αυτονομίας και ισονομίας.

Η ριζοσπαστική Αριστερά έχει ρόλο παρέμβασης σε αυτήν την πολιτική διαδικασία διαμόρφωσης των σχέσεων Κράτους – Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης και της τελευταίας με την Πρωτοβάθμια Αυτοδιοίκηση. Παρέμβασης τόσο μέσα από τα θεσμικά όργανα και διαδικασίες, όσο και στην κοινωνία, της περιφέρειας και του νέου Δήμου• παρέμβαση με τον δικό της πολιτικό λόγο και πράξη, αλλά και σε οργανική σχέση με τα κοινωνικά και πνευματικά κινήματα και φορείς των επιμέρους τοπικών κοινωνιών του Δήμου και της Περιφέρειας.

γ) Κεντρικός άξονας της πολιτικής λειτουργίας της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης είναι ο προγραμματισμός και η πραγμάτωση της κοινωνικής ανάπτυξης της Περιφέρειας.

Οι δειλές και ατελείς απόπειρες «δημοκρατικού προγραμματισμού» των πρώτων μεταδικτατορικών δεκαετιών, ουδέποτε ολοκληρώθηκαν. Εν συνεχεία δε και τυπικά εγκαταλείφθηκαν στο όνομα της δογματικής προσκόλλησης στην «ελευθερία της αγοράς» και του «οικονομικού νέο-φιλελευθερισμού». Για να οδηγηθούμε πλέον σήμερα στο χάος της επιβολής του «Μνημονίου» και του περιορισμού του κυβερνητικού έργου στην πειθήνια εκτέλεση εντολών, ανεφάρμοστων και καταστροφικών για τη χώρα, ξένων προς αυτήν κέντρων εξουσίας και συμφερόντων.

Ωστόσο, ο προγραμματισμός και η αναπτυξιακή διαδικασία που επαναφέρονται «δειλά» στο Νόμο «Καλλικράτης», θα πρέπει να αποτελέσουν κεντρικό πόλο της πολιτικής της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης.

Θα ήθελα να υπογραμμίσω δυο σημεία που είναι αποφασιστικά για τον χαρακτήρα και την αποτελεσματικότητα του προγραμματισμού της ανάπτυξης.

Το πρώτο: Δεν αναφερόμαστε στην οικονομική μόνον ανάπτυξη, που συνήθως οριοθετείται από την αναφορά ορισμένων οικονομικών μεγεθών και δεικτών. Αναφερόμαστε στην κοινωνική ανάπτυξη που είναι πολυδιάστατη διαδικασία (οικονομική – κοινωνική – πολιτική - πολιτισμική). Πολυδιάστατη όχι μόνο με την αναφορά σε αυτά τα πολλαπλά πεδία της κοινωνικής συγκρότησης, αλλά και ως καρπός της διαπλοκής και σύμμειξης τους, χωρίς να προβλέπονται ή να υποβαθμίζονται και οι άλλες διαστάσεις της κοινωνικής ζωής, όπως η οικολογική, η δημογραφική (μεγέθη και σύνθεση του πληθυσμού), η Ιστορία του λαού, η σχέση με τον γαιοπολιτικό περίγυρο κ.ο.κ. Αυτή η έννοια της ανάπτυξης δεν είναι άθροισμα τεχνοκρατικών δεικτών. Είναι διαρκής μελέτη, ανάλυση και σχεδιασμός, κοινωνική και πολιτική πρακτική. Η δυναμική από την καθημερινή πράξη στη στρατηγική και το όραμα για την κοινωνία. Η οικονομία, βέβαια, παραμένει θεμελιακή διάσταση της κοινωνικής ανάπτυξης, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Όχι το κέρδος, αλλά η ορθολογική, με κοινωνικά κριτήρια, λειτουργία της Περιφέρειας σε όλες τις διαστάσεις της και ο βαθμός και οι μορφές ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών, ορίζουν τον χαρακτήρα και τους ρυθμούς της περιφερειακής ανάπτυξης.

Το δεύτερο: Μια ανάπτυξη οικονομικών μεγεθών που δεν συναρτάται με τις λοιπές διαστάσεις της κοινωνικής ζωής, αλλʼ επαφίεται στους «αυτοματισμούς» της αγοράς και στη λογική του κέρδους, θα λειτουργήσει αρνητικά ως και καταστροφικά. Η δομική κρίση που διερχόμαστε ως χώρα, μας πρόσφερε στα θέματα αυτά σκληρό μάθημα.

Κατά συνέπεια, η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση ως θεμελιακός θεσμός της κοινωνικής ανάπτυξης πρέπει να αντιμετωπίσει με μεγάλη σοβαρότητα το δημοκρατικό προγραμματισμό, με πλήρη συνείδηση πως αυτός ο προγραμματισμός είναι κοινωνική και πολιτική διαδικασία που αξιοποιεί τους κανόνες και τα εργαλεία της επιστήμης, για να σταθεί δίπλα στον πολίτη και τις ανάγκες του• όχι τεχνοκρατική κατασκευή.

δ) Ίσως το πιο σημαντικό πρόβλημα της περιφερειακής πολιτικής που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η ριζοσπαστική Αριστερά, είναι η απόσταση που χωρίζει τις μητροπολιτικές από τις λοιπές περιφέρειες• η βαθειά ανισότητα και ποιοτική διαφοροποίηση ανάμεσά τους στην κατανομή πληθυσμού, εισοδήματος, υποδομών, οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών.

Συνέπεια αυτής της ανισοκατανομής πόρων, ανθρώπινου και υλικού δυναμικού και ποιοτικής διαφοροποίησης, είναι η διπλή καταστροφική δυναμική των μητροπολιτικών και των άλλων περιφερειών της χώρας: Η πληθυσμιακή και οικονομική συγκέντρωση στις μητροπολιτικές περιφέρειες οδηγεί σε ποιοτική υποβάθμιση της ζωής του πληθυσμού τους• σε αδυναμία να υπηρετηθούν οι κοινωνικές ανάγκες• σε καταχρηστική χρήση και κατανάλωση φυσικών πόρων και οικολογική αποδόμηση• σε ανορθολογικό υπερκαταναλωτισμό που αντιπαραβάλλεται σε εξαθλιωτικά φαινόμενα κρίσης• σε παρασιτικές οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες.

Αντίστοιχα, η μη μητροπολιτική περιφέρεια αποδομείται από κάθε άποψη. Καίριοι για τις κοινωνικές ανάγκες τομείς της παραγωγής, όπως η αγροτική οικονομία, αλλά και η τοπική βιομηχανία και βιοτεχνία, υποβαθμίζονται ως την εγκατάλειψη, ενώ από την άλλη πλευρά η Περιφέρεια δεν μετέχει στην τεχνολογική «επανάσταση» των ημερών μας, σε ότι σήμερα αποκαλούμε «κοινωνίας της γνώσης»• μια βαθειά κοινωνική μετάλλαξη που ανοίγει νέους δρόμους στην παραγωγή, την εργασία, την κοινωνική ζωή. Ο κορμός της ελληνικής κοινωνίας στέκει στο περιθώριο της πολιτιστικής ζωής. Υπάρχει έλλειψη υποδομών, παραγωγικών και κοινωνικών. Οι νέοι άνθρωποι δεν αισθάνονται ότι έχουν προοπτική στον τόπο τους. Παρασιτικές δραστηριότητες υποκαθιστούν τις οικονομικές και κοινωνικές δομές. Τα αστικά κέντρα της Περιφέρειας επιχειρούν να αντιγράψουν, έστω σε μικρογραφία, τις στρεβλώσεις των μητροπολιτικών κέντρων• τα χωριά αποσυντίθενται και εγκαταλείπονται.

Το μείζον αυτό πρόβλημα της χώρας απαιτεί, όπως είναι προφανές, ριζική αλλαγή της εθνικής πολιτικής και κοινωνικό προγραμματισμό• απαιτεί ριζική αλλαγή στόχων και μεθόδων στη διεύθυνση της κοινωνίας. Και αυτά δεν μπορούν να πραγματωθούν στην «οικονομία της αγοράς» και του «οικονομικού νεοφιλελευθερισμού».

Ωστόσο, η περιφερειακή πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς οφείλει να θέτει ήδη από σήμερα ως κεντρικό της στόχο την ανακατανομή πόρων, οικονομικών δομών, πληθυσμιακών μεγεθών, κοινωνικών και πολιτισμικών υποδομών και δράσεων, ώστε να επαναφέρουμε μιαν ισόρροπη ανάπτυξη στη χώρα που θα στοχεύει στις ανάγκες του λαού και όχι στη συσσώρευση πλούτου για ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες. Είναι προφανές, ότι αυτή η πολιτική ουδεμία σχέση έχει με τις εξαγγελλόμενες από τεχνοκράτες και κυβερνήσεις αλλαγές στο «κόσμο του οικονομικού νέο-φιλελευθερισμού». Πρόκειται για αντίπαλες πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες. Άλλωστε, η βαθειά δομική κρίση των ημερών μας καθιστά αυτήν την πολιτική, το αίτημα ανακατανομής δια μέσου του κοινωνικού προγραμματισμού και της κοινωνικής ανάπτυξης, υπαρξιακό για την Ελλάδα. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναδειχθεί σε στόχο υψίστης προτεραιότητας και για την περιφερειακή πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Από την άλλη πλευρά, αυτή η πολιτική δεν έχει απλώς οραματικό χαρακτήρα. Είναι πολιτική που θεμελιώνεται σήμερα, παρόλες τις αντιθέσεις, τις αμφισημίες, την ισχύ των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων και ιδεών. Στηρίζεται όμως στο αδιέξοδο και τη δομική κρίση του κυρίαρχου συστήματος• το αίτημα να βρουν ικανοποίηση οι ανάγκες των ανθρώπων• την ελπίδα που εδραιώνεται στη γνώση, ότι η στραγητική υπέρβασης του αδιέξοδου «σύγχρονου καπιταλισμού» είναι εφικτή.

ε) Θα ήθελα να κλείσω αυτό το κεφάλαιο για την κοινωνική ανάπτυξη και τον κοινωνικό προγραμματισμό, επιχειρώντας μιαν απάντηση σε πιθανές ενστάσεις, ότι όλη αυτή η συζήτηση που ήδη αναπτύσσεται στην κοινωνία και επιχειρείται και σʼ αυτές τις σελίδες, δεν είναι ρεαλιστική, στο βαθμό που η χώρα είναι απολύτως ενταγμένη και πολιτικά δεσμευμένη, ιδιαίτερα σήμερα, υπό όρους μειωτικούς και αυτής της εθνικής μας υπόστασης, στις επιταγές και τη φιλοσοφία των μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Δ.Ν.Τ., που μέχρι σημείου ακραίας υπερβολής και παραλόγου ηγούνται σήμερα των δυνάμεων του «οικονομικού νέο-φιλελευθερισμού» και αντιμετωπίζουν τη χώρα με λογικές κυρίαρχου προς κυριαρχούμενο. Απλή ανάγνωση του «Μνημονίου» (που δεν είναι η μόνη αυτού του χαρακτήρα δέσμευσή της χώρας μας) παρέχει ξεκάθαρα δείγματα αυτής της επιβεβλημένης πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας.

Ωστόσο, πέρα από το αυτονόητο δικαίωμα κάθε λαού –και ιδιαίτερα των τμημάτων του που υφίστανται κατʼ εξοχήν αυτήν την κυριαρχία- να αντιστέκεται, να μην αποδέχεται επιταγές καταστροφικές για την χώρα του, να αναζητεί και να αγωνίζεται για να επιβάλει τις εναλλακτικές λύσεις που αντιστοιχούν στα συμφέροντα, τις ελπίδες, τα οράματά του, θα ήθελα να προσθέσω τα ακόλουθα:

-    Όσο είναι ρεαλιστικό και αναγκαίο να συνειδητοποιείς την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας σε όλες τις αρνητικές διαστάσεις της και να ξεκινάς τη δράση σου από αυτήν την πραγματικότητα, άλλο τόσο είναι ρεαλιστικό και αναγκαίο να θεωρείς την κοινωνική πραγματικότητα όχι ως δεδομένη, αλλά ως διαδικασία που εξελίσσεται και μπορεί να αλλάξει. Διαδικασία που, τελικά, καθορίζεται από τις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές δράσεις για την αλλαγή ή και ανατροπή αυτών των αρνητικών ως καταστροφικών διαστάσεων της κυρίαρχης σήμερα πολιτικής.

-    Ακόμα και στη δίνη της σημερινής δομικής κρίσης, γνωρίζουμε ότι στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας δεν λειτουργεί μόνον η «αγορά» και η λογική του κέρδους, αλλά εξακολουθούν να διατηρούν ρόλους η δημόσια οικονομία αφενός, η κοινωνική οικονομία αφετέρου. Μορφές οικονομικής δράσης που μπορούν και οφείλουν να λειτουργούν ορθολογικά, με κοινωνικά κριτήρια• να διασφαλίζουν κεντρικές λειτουργίες της κοινωνίας, το κοινωνικό συμφέρον ιδιαίτερα των πιο αδύναμων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Δημόσια και κοινωνική οικονομία, είναι οικονομικές δομές και λειτουργίες που δεν έχουν στόχο το κέρδος, αλλά την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Δέχονται πράγματι σήμερα επιθέσεις από το οικονομικό και πολιτικό «κατεστημένο», αλλά μπορούν –και υπάρχει μέγιστη ανάγκη γιʼ αυτό- να συνεχίσουν, αναπτύξουν και βελτιώσουν ποιοτικά την κοινωνική τους λειτουργία• να υπερβούν τις στρεβλώσεις, τα επιμέρους συμφέροντα, τις γραφειοκρατικές δομές και τεχνοκρατικές «λογικές». Τέλος, να αποτινάξουν τις θλιβερές εμπειρίες διαφθοράς. Να μην υποτάσσονται στις λογικές της αγοράς και του κέρδους, των επιμέρους συμφερόντων, του έσχατου ατομικισμού, με τα οποία αυτός ο «σύγχρονος καπιταλισμός» έχει διαβρώνει τις κοινωνίες. Να μην υποτάσσονται. Όχι μόνο γιατί υπηρετούν βασικές ανάγκες της κοινωνίας που δεν μπορεί να εγκαταλειφθούν, αλλά και γιατί ανοίγουν με τις αντιστάσεις τους φωτεινά ανοίγματα προς το μέλλον.

Άλλωστε, ο ευρύτερος δημόσιος χώρος συνολικά, άρα και η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση ως βασική του δομή, από την ίδια τη φύση των λειτουργιών τους προσφέρουν υπηρεσίες και παρέχουν κοινωνικό έργο έξω από τη λογική της «αγοράς» και του «κέρδους». Οι συνεχείς απόπειρες, στην παρούσα  ιδιαίτερα φάση, του μεγάλου κεφαλαίου, των τεχνοκρατικών ελίτ και των ενταγμένων πλήρως στο «σύγχρονο καπιταλισμό» πολιτικών δυνάμεων, να υποτάξουν τις κοινωνικές λειτουργίες του δημόσιου χώρου στο πλαίσιο και τα προτάγματα της αγοράς, είναι κατανοητές και ερμηνεύσιμες στις κοινωνίες και οικονομίες του «κοινωνικού νέο-φιλελευθερισμού», αλλά παραμένουν τελικά ανεφάρμοστες και καταστροφικές.

Η ριζοσπαστική Αριστερά, συγκροτώντας την πολιτική της και στο πεδίο της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, προωθώντας την κοινωνική ανάπτυξη και τον κοινωνικό προγραμματισμό και αντικρούοντας τις πιέσεις και επιθέσεις εναντίον τους, πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη και να υποστηρίξει έμπρακτα τη δημόσια και την κοινωνική οικονομία• όχι μόνο για τις ανάγκες της συγκυρίας, αλλά και ως ιστορικά καθιερωμένες δομές• αλλά και νέους κοινωνικούς πειραματισμούς, προτάγματα για το μέλλον. Τα κοινωνικά οράματα, ιδιαίτερα σήμερα, δεν είναι αυθαίρετες εγκεφαλικές κατασκευές. Είναι καρπός των ιστορικών εμπειριών αλλά και των αγώνων, της οργής, των ελπίδων των ανθρώπων εμπρός στη σκληρή ως απάνθρωπη κρίση που βιώνουμε.

Η εκλογική πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς για την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση

Με τις προηγούμενες σκέψεις επιχειρήθηκε να ανοίξει η συζήτηση για την πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση. Μια συζήτηση πολύ χρήσιμη για ένα νέο κρίσιμης σημασίας θεσμό. Συζήτηση που θα συνεχίζεται επί πολύ, στο βαθμό που οι εμπειρίες από τη λειτουργία του νέου αυτού θεσμού και την επιρροή του στην ελληνική κοινωνία θα μας καταστήσει όλους πιο ώριμους ως πολίτες.

Ωστόσο, στους αμέσως επόμενους μήνες θα έχουμε για πρώτη φορά εκλογές και στην Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση. Κατά συνέπεια, η ριζοσπαστική Αριστερά της χώρας μας, όπως άλλωστε και οι άλλοι πολιτικοί σχηματισμοί, θα πρέπει να διαμορφώσει τώρα την εκλογική της πολιτική και τον εκλογικό της λόγο γιʼ αυτές τις εκλογές. Θα ήταν σημαντικό, αν όλοι είμαστε πιο έτοιμοι γιʼ αυτήν την εκλογική διαδικασία και, κυρίως, για τις δράσεις που ο νέος θεσμός θα επιτρέψει και θα επιβάλει. Όμως η ελληνική κοινωνία προσέρχεται σʼ αυτές τις εκλογές για την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση όχι μόνον ανέτοιμη, αλλά κυρίως υπό τη βαριά σκιά της δομικής κρίσης του συστήματος, των τάσεων αποδόμησης της ζωής μας που ήδη μας αγγίζουν, του φόβου για το αύριο.

Υπάρχει, κατά συνέπεια, κίνδυνος ο ελληνικός λαός να μη συνειδητοποιήσει το γεγονός και τον χαρακτήρα αυτής της θεσμικής αλλαγής. Να του επιβληθεί «στα μουγκά», όπως «σχεδιάστηκε» από την κυβέρνηση και τις στοχεύσεις των ισχυρών οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων του συστήματος. Συμφερόντων εκτός και εντός της χώρας. Υπάρχει ο κίνδυνος και η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση να είναι άλλο ένα πολιτικό θέατρο, όπως υπήρξε παλαιότερα και η καταργούμενη τώρα «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση», χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Να χρησιμοποιηθεί και αυτός ο νέος θεσμός ως άλλοθι για τις παρούσες και τις επερχόμενες συνέπειες της κρίσης. Να ακούσουμε άλλη μια φορά πως φταίει η «ανικανότητα», η «διαφθορά» κ.ο.κ. του νέου θεσμού, όπως ακούσαμε πως έφταιξε η «ανικανότητα» και «διαφθορά» των Δήμων. Να χρησιμοποιηθεί και η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση ως άλλοθι για τις κυβερνητικές ευθύνες, αλλά και τις διαλυτικές συνέπειες από τη δομική κρίση του «σύγχρονου καπιταλισμού», του οποίου τις επιταγές η κυβέρνηση εκτελεί πιστά.

Σε όλα αυτά η Ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να αντιδράσει, όχι για να κερδίσει ψήφους. Το όποιο εκλογικό κέρδος  της από μόνο του δεν μεταβάλλει την οδυνηρή πραγματικότητα. Όχι για να ασκήσει σε ένα νέο πεδίο, με τρόπο παραδοσιακό, αντιπολίτευση. Η Ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να αντιδράσει με ορμή αλλά και σκέψη σʼ αυτές τις εκλογές για την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση. Να αναδείξει τα θετικά στοιχεία και τις όποιες δυνατότητες άσκησης ριζοσπαστικής πολιτικής στο πεδίο της Περιφέρειας, που εξ αντικειμένου ενυπάρχουν στο θεσμό της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, παρά τα «θεσμικά παιχνίδια» και τεράστια κενά του «Καλλικράτη». Να μετατρέψει το θεσμό της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, ήδη από τις πρώτες εκλογές, σε πεδίο αγώνα για μια νέα πολιτική.

Η πολιτική της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Περιφέρεια είναι βέβαια οργανικό τμήμα του αγώνα για την αλλαγή, σήμερα ιδιαίτερα, μέσα στην κρίση που διέρχεται η χώρα. Αυτός ο αγώνας όμως δεν μπορεί να μείνει στα γενικά πολιτικά ζητήματα. Θα είναι αγώνας κοντά στον πολίτη, που μπορεί να τον κατανοήσει και να τον κάνει δικό του, στο βαθμό που θα αγγίζει την καθημερινή του ζωή, τα προβλήματα αλλά και τις ελπίδες που συνδέονται με αυτήν. Ταυτόχρονα, θα είναι αγώνας που εξ αντικειμένου θα συνδέεται άμεσα με τη πορεία της κοινωνίας μας, την πολιτική σε εθνικό επίπεδο, την πολυδιάστατη κρίση του συστήματος και τους τρόπους που μας επηρεάζει καθοριστικά.

Η πολιτική στην Περιφέρεια είναι οργανικό τμήμα της εθνικής πολιτικής και των ζητημάτων που σʼ αυτό το επίπεδο αναδεικνύονται. Αλλά είναι αγώνας που δίνεται στο χώρο της καθεμίας συγκεκριμένης Περιφέρειας. Και δεν θα είναι αποτελεσματικός παρά μόνον αν η Ριζοσπαστική Αριστερά σε αυτόν τον συγκεκριμένο χώρο της Περιφέρειας ανοίξει τον διάλογο με τους ανθρώπους• εντοπίσει μαζί τους τα ιδιαίτερα προβλήματα που τους απασχολούν• μελετήσει αυτά τα προβλήματα και με τα επιστημονικά εργαλεία της αναπτυξιακής πολιτικής, ώστε να διατυπώσει αναλύσεις, προτάσεις, στόχους για το σήμερα και το αύριο της περιφέρειας• ώστε αντιμετωπίζοντας σήμερα τα προβλήματα, να ανάγεται ταυτόχρονα στην αυριανή προοπτική.

Έτσι ο αγώνας και οι Προτάσεις της Αριστεράς στην Περιφέρεια θα συνδέουν οργανικά το περιφερειακό με το εθνικό πεδίο. Τη συγκυρία με την προοπτική. Τη διαχείριση των προβλημάτων προς όφελος του λαού, με την πολιτική της αλλαγής. Τον ρεαλιστικό σχεδιασμό με την οραματική διάσταση. Το μελετημένο πρόγραμμα με τη συμμετοχή και τη δράση του λαού και των φορέων του.

Θα είναι ανάπηρη μια πολιτική για την Περιφέρεια που θα περιορίζεται σε γενικές θέσεις και συνθήματα της Αριστεράς. Θα είναι λειψή και αδιέξοδη μια πολιτική που αναφέρεται μόνο στα επιμέρους προβλήματα της συγκεκριμένης Περιφέρειας και σε διαχειριστικού χαρακτήρα προτάσεις για αυτά. Θα είναι τέλος ζημιογόνα μια πολιτική της Αριστεράς για την Περιφέρεια που περιορίζεται σε γνωστά από το παρελθόν συνθήματα και καθιερωμένες «αριστερές» διατυπώσεις, αγνοώντας τη νέα πραγματικότητα.

Τέλος, η πολιτική της Ριζοσπαστικής Αριστεράς για τις εκλογές στην Περιφέρεια δεν θα έχει κανένα νόημα, αν περιοριστεί σʼ αυτό το πεδίο. Πρέπει να το πιστέψουμε και να πείσουμε ότι οι εκλογές στην Περιφέρεια είναι μια μάχη που μπορεί να κερδηθεί• να εκπληρώσουμε τους όρους που σήμερα είναι ρεαλιστικό να θέσουμε. Αλλά ότι ο αγώνας μας θα είναι μια μακρά πορεία σε ένα δύσκολο δρόμο. Ότι εμείς, η Ριζοσπαστική Αριστερά, μέσα και έξω από τα όργανα της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, θα είμαστε καθημερινά παρόντες και παρούσες. Με αντιστάσεις, αλλά και προτάσεις στο δύσκολο πεδίο της περιφέρειας. Με κοινωνικού χαρακτήρα δράσεις. Με κοινωνικούς πειραματισμούς. Με συστηματική μελέτη των ζητημάτων και ευρύτερο προβληματισμό. Με πολιτικές που διαμορφώνονται στέρεα μέσα στη σημερινή πραγματικότητα της πόλης και του χωριού, της Περιφέρειας, του λαού μας, του κόσμου. Και γιʼ αυτό μπορούμε να διακρίνουμε στο βάθος του ορίζοντα, τη νέα προοπτική που καλούμαστε να πλάσσουμε. Με τη δράση μας. Με τη σκέψη μας. Με την καρδιά μας.

Ο Στέλιος Μπαμπάς είναι μέλος Νομικός/Κοινωνιολόγος,
Μέλος της Γραμματείας του Τμήματος Περιφερειακής Ανάπτυξης του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ και
μέλος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου «Ν. Πουλαντζάς»