Σύμφωνα με αναλυτές της Credit Suisse, κάθε αύξηση 10% στις τιμές των σιτηρών, επιφέρει αύξηση του κόστους τροφίμων στην Ευρώπη κατά 1%, παρασύροντας προς τα πάνω και τον δείκτη τιμών καταναλωτή
Δυο βδομάδες μετά την επιβολή του ρωσικού εμπάργκο στην εξαγωγή σιτηρών και την έκρηξη της δημοσιότητας περί την κερδοσκοπική άνοδο της τιμής τους, οι προβολείς των κυρίαρχων ΜΜΕ έχουν πλέον στραφεί αλλού. Η εικόνα που καλλιεργείται πλέον είναι απολύτως καθησυχαστική. Τα συναρμόδια υπουργεία Οικονομίας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων συσκέφθηκαν και από κοινού και ξεχωριστά, η Επιτροπή Ανταγωνισμού «έτριξε τα δόντια» στις αλευροβιομηχανίες (κρατώντας βέβαια πάντα στο συρτάρι την αραχνιασμένη από το 2008 έρευνα για καρτέλ στον κλάδο), η δημιουργία μητρώου εμπόρων γεωργικών προϊόντων εξαγγέλθηκε για νιοστή φορά και επιπλέον ανακοινώθηκε η σύσταση διεπαγγελματικής οργάνωσης και φορέα διαχείρισης σιτηρών. Φορείς που προφανώς, αν και όποτε συσταθούν, θα ακολουθήσουν τη «λαμπρή» παράδοση παλαιότερων και σημερινών αντίστοιχων σχημάτων, δηλαδή χορό εκατομμυρίων ευρώ για τους κάθε λογής επιτήδειους και κανένα όφελος για τον μικρομεσαίο παραγωγό.
Να μην παραλειφθεί και η δριμεία κριτική της υπουργού ΑΑΤ στο φαινόμενο συμβολαίων με ανοιχτές τιμές (δηλαδή ο παραγωγός να παραδίνει το προϊόν του χωρίς να έχει καθοριστεί συγκεκριμένη τιμή, αλλά αυτή να καθορίζεται πολύ αργότερα ανάλογα με τις διακυμάνσεις της αγοράς). Μια πρακτική την οποία έχουν ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια και συνεταιριστικές οργανώσεις και που φυσικά δεν την ανακάλυψε τώρα, σχεδόν ένα χρόνο μετά την ανάληψη του ΥΠΑΑΤ, απλώς ουδέποτε την αντιμετώπισε. Και ούτε τώρα βέβαια θα αντιμετωπιστεί μόνο και μόνο με δηλώσεις ότι «τα συμβόλαια από εδώ και στο εξής θα έχουν συγκεκριμένες τιμές», σε όσο αυστηρό τόνο και αν γίνονται, αν δεν εφαρμοστούν συγκεκριμένα μέτρα ελέγχου και διασφάλισης των αγροτών από τους κάθε λογής μεσάζοντες κερδοσκόπους. Τέλος, μέσα στην επόμενη βδομάδα, κατά τις δηλώσεις της κ. Μπατζελή, θα έχει γίνει η καταγραφή των αποθεμάτων σε σιτηρά ώστε στη συνέχεια να μπορεί να προσδιορισθεί η τιμή στην εγχώρια κατανάλωση.
Το σίγουρο είναι ότι ανεξάρτητα από το πόσα είναι τα αποθέματα που θα καταγραφούν, το πολύ 40% από τις ανάγκες σε μαλακό σιτάρι καλύπτει η εγχώρια παραγωγή. Τα τελευταία χρόνια η παραγωγή μαλακού σίτου έχει περιοριστεί περίπου στους 400-500 χιλιάδες τόνους, όταν οι ανάγκες της χώρας ξεπερνούν τους 1.200.000 τόνους. Στην Ελλάδα η παραγωγή μαλακού σιταριού έφτασε στα επίπεδα της αυτάρκειας τη δεκαετία του 1950 και έγινε πλεονασματική προς τα τέλη του 1970 μέχρι το 1984. Έκτοτε αρχίζει ραγδαία μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού η οποία συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού με αποτέλεσμα από τότε η Ελλάδα να είναι ελλειμματική σε μαλακό σιτάρι και πλεονασματική σε σκληρό. Η προσαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στις απαιτήσεις των μεγάλων βιομηχανιών ζυμαρικών για φθηνή πρώτη ύλη (το σιμιγδάλι παράγεται από σκληρό σιτάρι) καθιέρωσε ισχυρά κίνητρα (πριμοδότηση) στην παραγωγή σκληρού σιταριού το 1983 που ισχύουν ακόμα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΑΑΤ, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις με μαλακό σιτάρι το 1980 ήταν περίπου 7.281.370 (2.274 χιλ. τόνοι) και με σκληρό 2.290.500 στρέμματα (550 χιλ. τόνοι). Το 1990 η έκταση του μαλακού σιταριού έπεσε στα 4.000.000 στρέμματα (1.120 χιλ. τόνοι) και η έκταση του σκληρού σιταριού αυξήθηκε σε 6.000.000 στρέμματα (1.560 χιλ. τόνοι). Το 1995 η αναλογία έχει ήδη αντιστραφεί, φτάνοντας το μαλακό σιτάρι τα 2.900.000 στρέμματα (900 χιλ. τόνοι) και το σκληρό τα 7.100.000 (1.988χιλ. τόνοι). Το 2009 εκτιμάται ότι το μαλακό έπεσε στα 1.730.000 στρέμματα (525 χιλ. τόνοι) και το σκληρό στα 5.250.000 (1.414 χιλ. τόνοι). Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι εισαγωγές μαλακού σιταριού την εμπορική περίοδο 1991 - 1992 ήταν 229.000 τόνοι, φτάνοντας την περίοδο 2008 - 2009 τους 683.000. Το 2009 εισήχθησαν στην Ελλάδα 824.000 τόνοι μαλακού σίτου αξίας 141,5 εκ. ευρώ με μέση τιμή 172 ευρώ/ τ. περίπου. Ο κύριος όγκος των εισαγωγών προήλθε από Ουγγαρία, Γαλλία, Βουλγαρία (γύρω στο 60%), ενώ από Ουκρανία, Καζακστάν, Ρωσία το 16%.
Φέτος, η τιμή στην παγκόσμια αγορά του σκληρού σιταριού ανέβηκε το δίμηνο Ιουλίου - Αυγούστου στα 230 ευρώ, από 180 ευρώ ο τόνος το αμέσως προηγούμενο δίμηνο και η τιμή του μαλακού σιταριού αυξήθηκε από τα 160 στα 225 ευρώ ο τόνος το δίμηνο Ιουλίου - Αυγούστου. Οι πρώτοι μεγάλοι χαμένοι της νέας κερδοσκοπίας στα σιτηρά είναι όσοι παραγωγοί, πιεσμένοι από την τεράστια ανάγκη για ρευστότητα, πούλησαν ήδη σε τιμές μεταξύ 9 και 11 λεπτών το κιλό. Επιπλέον εκτιμάται ότι ένα μέρος της εγχώριας παραγωγής μαλακού σίτου που συγκεντρώνουν οι συνεταιριστικές οργανώσεις, 30% περίπου, έχει ήδη διατεθεί στο εμπόριο σε τιμές που κυμαίνονται 11 έως 16 λεπτά/κιλό. Και μπορεί να τρέφουν ελπίδες για πρόσκαιρη έστω ανάκαμψη του εισοδήματος τους, ωστόσο η εμπειρία του 2008 δείχνει ότι μόνο οι αγρότες δε βγήκαν κερδισμένοι από το παγκόσμιο χρηματιστηριακό τζόγο στα σιτηρά.
Πάντως, οι δηλώσεις του προέδρου του Συνδέσμου Αλευροβιομηχάνων κ. Λούλη, ότι τα αποθέματα που διατηρούν οι εταιρείες σε σιτάρι δεν ξεπερνούν τις 4 εβδομάδες, προετοιμάζει το έδαφος για μεγάλες αυξήσεις στα άλευρα από Σεπτέμβρη, την ώρα που ήδη η τιμή του ψωμιού έχει αυξηθεί από το 2008 κατά 1,72%, των ζυμαρικών κατά 1,05% και των αλεύρων κατά 2,19%. Ακόμα χειρότερα, σύμφωνα με αναλυτές της Credit Suisse, κάθε αύξηση 10% στις τιμές των σιτηρών, επιφέρει αύξηση του κόστους τροφίμων στην Ευρώπη κατά 1%, παρασύροντας προς τα πάνω και το δείκτη τιμών καταναλωτή
Ταυτόχρονα, η εκκωφαντική σιωπή ΥΠΑΑΤ και ΥΠΟΙΑΝ για τις αυξήσεις στην τιμή των ζωοτροφών που ήδη έχουν επιβληθεί, προκαλεί την αγωνία των κτηνοτρόφων. Ήδη, η τιμή του καλαμποκιού αυξήθηκε από 0,15 στα 0,30 ευρώ το κιλό και του κριθαριού από 0,11 στα 0,20 ευρώ το κιλό τον τελευταίο μήνα, εκτινάσσοντας στα ύψη το κόστος εκτροφής των ζώων. Κατʼ επέκταση υψηλότερες τιμές ετοιμάζουν και οι επιχειρήσεις κρέατος και γάλακτος, συμπιέζοντας ταυτόχρονα και τις τιμές παραγωγού, καθώς λόγω της λαίλαπας της τρόικας έχει μειωθεί σημαντικά η εγχώρια κατανάλωση. Με την ψαλίδα τιμών παραγωγού καταναλωτή στο ψωμί πάνω από 500%, στα μακαρόνια 900% και στο γάλα 180%, απαιτούνται άμεσα μέτρα πάταξης της ασύδοτης κερδοσκοπίας και των καρτέλ που δεν πρόκειται να εφαρμόσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Απαιτείται ριζοσπαστική αγροτική πολιτική που θα διασφαλίζει τη διατροφική επάρκεια της χώρας, την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων, το εισόδημα των παραγωγών και όλα αυτά προς όφελος των καταναλωτών, ιδίως των οικονομικά ασθενέστερων.
* Υπεύθυνη της Π.Γ. του ΣΥΝ για την Αγροτική Πολιτική και την Οικολογία