Οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ στο ΕΣΕΠ, ο βουλευτής Θοδωρής Δρίτσας και ο Πάνος Τριγάζης, κατέθεσαν το ακόλουθο υπόμνημα κατά τη σημερινή συνεδρίαση του οργάνου.
1. Το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ) συνέρχεται ύστερα από 20 μήνες, ενώ ο νόμος προβλέπει τη σύγκλησή του ανά 4μηνο. Το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτό όργανο είναι υποβαθμισμένο και όταν συνεδριάζει δεν επιτελεί το ρόλο του να «επεξεργάζεται θέματα σχετικά με τον στρατηγικό σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής», όπως προβλέπει ο νόμος σύστασής του. Ζητούμε κανονισμό λειτουργίας του ΕΣΕΠ.
2. Κύριο ζητούμενο σήμερα, κατά τη γνώμη μας είναι οι ριζικοί επαναπροσδιορισμοί στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Περισσότερο από κάθε προηγούμενη περίοδο, η Ελλάδα έχει ανάγκη – και λόγω της βαθιάς κρίσης- από μια νέα, πολυδιάστατη ενεργητικά φιλειρηνική εξωτερική πολιτική, διεκδικητική εντός της Ε.Ε. και ικανή να προωθεί διαδικασίες ισότιμης συνεργασίας στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο, καθώς και τις σχέσεις με τη Ρωσία. Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί η συνολική αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας μας, με τη συμβολή και της «διπλωματίας των πολιτών». Η εμμονή στον ατλαντισμό κοιτάει στο παρελθόν και όχι στο μέλλον, σε μια περίοδο που οι διεθνείς ισορροπίες αλλάζουν και η ηγεμονία των ΗΠΑ αμφισβητείται όλο και περισσότερο.
3. Ένας τέτοιος προσανατολισμός δεν υπηρετείται από την αναβάθμιση των σχέσεων με το Ισραήλ. Αναρωτιόμαστε αν η κυβέρνηση κινείται στη γραμμή των «ίσων αποστάσεων» στο Παλαιστινιακό, δεδομένου ότι στις δηλώσεις του πρωθυπουργού κ. Γ. Παπανδρέου, μετά τις συναντήσεις του με τον ισραηλινό ομόλογό του, δεν υπήρξε ρητή αναφορά στην ανάγκη εφαρμογής των αποφάσεων του ΟΗΕ για το Παλαιστινιακό, άρσης του αποκλεισμού της Γάζας και τερματισμού των εποικισμών, ενώ αποσιωπήθηκαν οι πυρηνικοί κίνδυνοι για την ευρύτερη περιοχή που συνδέονται και με το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ.
Θεωρούμε ιδιαίτερα ανησυχητική την ανάπτυξη της στρατιωτικής συνεργασίας με μια χώρα που συνεχίζει την στρατιωτική κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών, διατηρεί παράνομα ένα ισχυρό πυρηνικό οπλοστάσιο και δεν κρύβει ότι έχει νέα σχέδια πολέμου στην περιοχή. Εκθέτει την Ελλάδα σε σοβαρούς κινδύνους η συνεργασία αυτή, η οποία δεν πρέπει να συνεχιστεί. Ζητάμε να ακυρωθεί η προγραμματιζόμενη για τον Οκτώβριο κοινή στρατιωτική άσκηση με το Ισραήλ. Επίσης, να υποστηριχθεί ενεργά από τη χώρα μας η πρόταση για μια αποπυρηνικοποιημένη Μέση Ανατολή.
4. Οι αλλαγές στο εσωτερικό της Τουρκίας, με όλες τις αντιφάσεις τους, απαιτούν σύνθετη προσέγγιση και νέες πρωτοβουλίες. Τα μεγάλα λόγια περί «νέας εποχής» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που ειπώθηκαν κατά την επίσκεψη Ερντογάν τον περασμένο Μάιο, μένουν μετέωρα όταν δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα βήματα όπως η άρση του casus belli. Μετά την έγκριση από τον λαό των συνταγματικών αλλαγών, η κυβέρνηση Ερντογάν θα επιδιώξει μεγαλύτερη κινητικότητα στην ενταξιακή της πορεία κι αυτό το νέο δεδομένο πρέπει να αξιοποιηθεί από την Ελλάδα και την Κύπρο. Το γεγονός ότι το Κυπριακό βρίσκεται στην πιο κρίσιμη φάση του, θα έπρεπε να συνοδεύεται από ένα σχέδιο δράσης σε διεθνές επίπεδο για την ανάδειξη της ουσίας του προβλήματος. Οι προτάσεις Χριστόφια δίνουν την ευκαιρία για να γίνει κάτι τέτοιο, έστω και καθυστερημένα.
5. Δεν αρκούν οι αναφορές στην ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτ. Βαλκανίων. Διαφωνούμε με την απουσία πρωτοβουλιών της κυβέρνησης για την ανάπτυξη της Διαβαλκανικής Συνεργασίας, με όρους σεβασμού των συνόρων, συνανάπτυξης και όχι «διείσδυσης». Και στο πλαίσιο αυτό έχει πρόσθετη αξία η ένταση των προσπαθειών για την επίλυση της διαφοράς γύρω από το όνομα της FYROM με μια σύνθετη ονομασία, αμοιβαία αποδεκτή.
6. Αποτελεί πρόκληση το να γίνεται λόγος για «διπλωματία των εξοπλισμών», την ώρα που η ελληνική οικονομία βυθίζεται στην κρίση και ζητούνται νέες θυσίες από τον ελληνικό λαό στο όνομα του μνημονίου. Οι πιέσεις της ηγεσίας του ΝΑΤΟ να μη θιγούν οι στρατιωτικές δαπάνες πρέπει να αποκρουστούν. Επαναφέρουμε την πρότασή μας να τεθεί ως προτεραιότητα στον ελληνοτουρκικό διάλογο η αμοιβαία και ισόρροπη μείωση των εξοπλισμών των δύο χωρών. Γενικότερα στην ευρύτερη περιοχή μας, χρειάζονται διαδικασίες αποστρατιωτικοποίησης και αποπυρηνικοποίησης, στις οποίες θα έπρεπε – και έχει πολλούς λόγους – να πρωτοστατεί η χώρα μας.