Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
20/10/2010

Ομιλία του Προέδρου της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα στο Συνέδριο του Economist: The Green Agenda after Copenhagen - Θεματική: ποιος πληρώνει την κλιματική αλλαγή

Φίλες και Φίλοι

Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω την τοποθέτησή μου με ένα σχόλιο για τη χτεσινοβραδινή απόσυρση της κρατικής εταιρείας από την επένδυση του Αστακού. Πρόκειται για κυβερνητικό φιάσκο. Είναι πλέον σαφές ότι επρόκειτο για μια αδιαφανή επένδυση με κινδύνους για το περιβάλλον.

Δώσαμε στην κυβέρνηση να την ευκαιρία να πει μια λέξη. Τέλος. Δεν την είπε και τον πρόλαβε το Κατάρ. Ο Πρωθυπουργός  είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει τη Βουλή και όχι να απαντά, άλλα αντʼ άλλων,  όπως στην ερώτηση που του απευθύναμε την περασμένη Παρασκευή. Να καταθέσει στη Βουλή και το Μνημόνιο και όλα τα σχετικά έγγραφα.

Για να γνωρίζει και ο ελληνικός και η ελληνική βουλή

Το θέμα της συζήτησης που κάνουμε σήμερα είναι αναμφίβολα το πιο συνολικό, το πιο μεγάλο, παγκόσμιο ζήτημα. Ζήτημα όχι στενά περιβαλλοντικό, όπως έχουν αναγνωρίσει όλοι, διεθνείς οργανισμοί και κοινωνία των πολιτών. 

Αντικειμενικά, η σκοπιά από την οποία που θα τοποθετηθώ εγώ είναι η σκοπιά της ευρωπαϊκής και διεθνούς αριστεράς, η σκοπιά της αριστεράς μιας χώρας που βρίσκεται, κοινωνικά και οικονομικά, στο μεταίχμιο Βορρά-Νότου. Θα καταλάβετε παρακάτω τι εννοώ.

Γνωρίζουμε ότι αυτό που σήμερα περιγράφεται ως κλιματική αλλαγή είναι αποτέλεσμα της ανθρωπογενούς δραστηριότητας καθʼ όλη την ιστορική περίοδο από τη βιομηχανική επανάσταση έως σήμερα. Το κυρίαρχο μοντέλο σε όλη αυτήν την περίοδο, ανεξάρτητα από επιμέρους διαφοροποιήσεις, βασίστηκε στην υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και στον παγκόσμιο Βορρά, αλλά κύρια στην απόσπαση πόρων από τον υπανάπτυκτο Νότο.

Θεωρούμε ότι η έννοια του οικολογικού χρέους είναι χρήσιμη για να κατανοήσουμε αυτό το ζήτημα. Ο ανεπτυγμένος κόσμος οφείλει στον αναπτυσσόμενο, όσο κι αν αυτή η οφειλή δεν μπορεί ή και δεν πρέπει να αποτιμηθεί σε χρήμα ή να συμψηφιστεί.

Επί της ουσίας, τίθενται συγκεκριμένα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουμε:

Έχουν δικαίωμα στο ίδιο μοντέλο ανάπτυξης οι σήμερα αναπτυσσόμενες, ιστορικά φτωχότερες χώρες; Να «φτάσουν» δηλαδή τις ανεπτυγμένες, κάνοντας τα ίδια λάθη, καταστρέφοντας τον πλανήτη με τον ίδιο τρόπο;

Έχουν, από την άλλη, δικαίωμα οι ανεπτυγμένες χώρες να συνεχίσουν στην ίδια πορεία «πρασινίζοντας» κατά τι τις τεχνολογίες της παραγωγής, αλλά κυριότερα, εξωτερικεύοντας τα περιβαλλοντικά κόστη, μέσω του περιβόητου εμπορίου δικαιωμάτων ρύπων, που έχει αποδειχθεί τελικά ένα χρηματιστηριακό  παιχνίδι μηδενικού αποτελέσματος;

Να σημειώσουμε εδώ, ότι η αρχή των «κοινών αλλά διαφοροποιημένων ευθυνών», σύλληψη πρωτοποριακή και βαθιά προοδευτική, που θα μπορούσε να αναμορφώσει τις πολιτικές επιλογές, δυστυχώς, γρήγορα απομειώθηκε σε ένα παζάρι για την ποσοτικοποίηση και τον καταμερισμό δικαιωμάτων ρύπανσης. Χωρίς ριζικά διαφορετικό συσχετισμό μεταξύ Βορρά –Νότου, πλούσιων και αποστερημένων, το παζάρι αυτό γίνεται με άνισους και κληρονομημένους όρους.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, είδαμε όλοι την διάσκεψη της Κοπεγχάγης να καταλήγει σε ένα φιάσκο, σε μια τεράστια αποτυχία, που κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει. Ο λόγος των επιστημόνων, των περιβαλλοντικών οργανώσεων, και διαρκώς μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας για τον επείγοντα χαρακτήρα της οικολογικής κρίσης, δεν έχει πραγματικά  καταφέρει να τροποποιήσει τους όρους του διαλόγου, παρά μόνο επιφανειακά, «πρασινίζοντας» λίγο την εικόνα των δυτικών κυβερνήσεων και των πολυεθνικών. Δε θέλουμε να φανούμε απαισιόδοξοι, αλλά μάλλον μπαίνουμε σε μία εποχή όπου η περιβαλλοντική και οικολογική ευαισθητοποίηση θα υποχωρήσουν μάλλον, παρά θα αναπτυχθούν, διαψεύδοντας όσους πίστευαν ή πιστεύουν σε μια γραμμική, εξελικτική, χωρίς ρήξεις και ανατροπές, οικολογικοποίηση της δημόσιας πολιτικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, εδώ στη χώρα μας, το πέρασμα στην εποχή των «fast track» επενδύσεων.

Για εμάς, οι λύσεις για την Ελλάδα, που όμως μπορούν να επεκταθούν και να αποτελέσουν λύσεις ευρύτερων ευρωπαϊκών και διεθνών αναπροσανατολισμών, ακουμπούν σε μια εναλλακτική πολιτική αναπτυξιακή πρόταση.  Μια πρόταση, που συνομιλεί με τις επεξεργασίες του διεθνούς αριστερού και οικολογικού κινήματος και της κοινωνίας των πολιτών, που είδαμε στην Κοπεγχάγη, και θα ξαναδούμε σε επόμενες διεθνείς διασκέψεις.

Για εμάς, η επιβράδυνση της αλόγιστης σπατάλης πόρων και της υπερκατανάλωσης, που σαφώς αποτελεί ζητούμενο, δεν είναι δυνατόν  να επιτευχθεί με τη βίαιη πτώχευση μεγάλων κοινωνικών ομάδων, αλλά με ένα συνολικό πολιτικό αναστοχασμό. Αναστοχασμό που περιλαμβάνει

•    την αναζήτηση τοπικών αναπτυξιακών «λύσεων», προσαρμοσμένων στα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τη δημοκρατική συναπόφαση στις τοπικές κοινωνίες, πράγμα που στη χώρα  μας, στην παρούσα συγκυρία δε μπορεί να εγγυηθεί ο Καλλικράτης.

•    την ανάπτυξη και τον αναπροσανατολισμό της μικρής και μεσαίας επιχείρησης, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας,  στην πράσινη επιχειρηματικότητα. Και όχι στο βίαιο εξοβελισμό της από την οικονομική διαδικασία, εξ αιτίας της άδικης φορολόγησης και της δραματικής μείωσης της αγοραστικής δύναμης του κόσμου.

•    Την χρηματοδότηση της παραγωγικής δραστηριότητας με όρους κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανταποδοτικότητας, κι όχι με όρους της μέγιστης κερδοφορίας του τραπεζικού συστήματος, όπως συμβαίνει σήμερα.

Όλα αυτά, είναι μέρος μιας εναλλακτικής τοποθέτησης στη συζήτηση για το κλίμα.

Και υπάρχουν χαρακτηριστικά παραδείγματα, για τα οποία η κυβέρνηση, αντί να σιωπά, πρέπει να δώσει σαφείς απαντήσεις

•    Η  επένδυση στον Αστακό, όπου η επεναεριοποίηση και αποθήκευση εισαγόμενου από το Κατάρ υγροποιημένου LPG (δηλαδή βουτανίου-προπανίου) βαφτίζεται «πράσινη ανάπτυξη», και το ανταποδοτικό για την κοινωνία όφελος είναι 140 θέσεις εργασίας.

•    Βλέπουμε να εκποιούνται μεγάλες δημόσιες εκτάσεις για χρήσεις μαζικού τουρισμού, καζίνο , μεγάλων εμπορικών κέντρων. Χαρακτηριστική η περίπτωση του πρώην αεροδρομίου  Ελληνικού και το μνημόνιο που υπέγραψε ο πρωθυπουργός, πάλι με το Κατάρ.

•    Βλέπουμε υποτιθέμενες μαγικές τεχνολογικές λύσεις, όπως η καύση απορριμμάτων, να ντύνονται κι αυτές έναν πράσινο μανδύα, ενώ ουσιαστικά και προβληματικές περιβαλλοντικά είναι, και δημιουργούν μονοπώλια στη διαχείριση των πόρων, χωρίς καμία κοινωνική διάσταση.

Όμως, η περίοδος της νεοφιλελεύθερης αισιοδοξίας , αλλά και αυτού που ονομάστηκε στρεβλά, και πάντα για τις χώρες του Βορρά, «πράσινη ανάπτυξη» , έχει κλείσει.

Το ερώτημα λοιπόν της συζήτησης δεν μπορεί να απαντηθεί παρά μόνο στην βάση κάποιων θεμελιωδών  αρχών.

•    Η ιστορική ευθύνη των αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών για το σημερινό αδιέξοδο, πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

•    Πρέπει να απορριφθούν οι μηχανισμοί εμπορίας ρύπων και οι υπόλοιποι λεγόμενοι «ευέλικτοι μηχανισμοί», στο βαθμό που, πέραν του ότι είναι αναποτελεσματικοί, αναπαράγουν και τις σχέσεις ανισότητας Βορρά-Νότου

•    Είναι αναγκαία μια οικονομία προσαρμοσμένη στην κοινωνία, στο χώρο και την ιστορία κάθε περιοχής, πράγμα που προϋποθέτει τη δημοκρατική συναπόφαση, και δεν καθορίζεται από τις επιλογές των ελίτ.

Τέλος, πρέπει να πούμε ότι για εμάς, το ποίος πληρώνει την κλιματική αλλαγή είναι κομμάτι της ερώτησης «ποιος πληρώνει την πολύπλευρη οικονομική, κοινωνική και οικολογική κρίση». Αυτοί λοιπόν που πρέπει να πληρώσουν, είναι αυτοί που τη δημιούργησαν. Ο πλανήτης και το περιβάλλον δεν είχαν την τύχη να είναι τράπεζες και «αγορές» ώστε να σωθούν από την πρόσφατη κρίση με δέσμευση τεράστιου ύψους δημόσιων πόρων. Χρειάζονται βαθιές τομές σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, τομές που θα προέλθουν μέσα από τη ριζική αμφισβήτηση των νεοφιλελεύθερων αναπτυξιακών προτύπων τα οποία ακολουθούνται σήμερα.