Στη Σύνοδο των πρυτάνεων στο Ρέθυμνο η Υπουργός Παιδείας κατέθεσε και επίσημα το κείμενο διαβούλευσης, οι βασικοί άξονες του οποίου δεν είναι μακριά απ όσα είχε εξαγγείλει στους Δελφούς. Ευθύς εξαρχής το Τμήμα Παιδείας του ΣΥΝ δήλωσε ότι δεν θα συμμετάσχουμε ως κόμμα στη διακομματική επιτροπή διαλόγου, ενώ ταυτόχρονα ασκήσαμε οξύτατη κριτική στις κυβερνητικές προτάσεις, κριτική που σήμερα επιβεβαιώνεται από το κείμενο διαβούλευσης.
Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν χρειάζεται επειγόντως ριζικές αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του. Εμείς είμαστε οι πρώτοι που παλεύουμε για αλλαγές που θα βελτιώσουν τη λειτουργία των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων. Είναι σαφές πως σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζουμε την υπάρχουσα προβληματική κατάσταση. Πρέπει να αποσαφηνιστεί, όμως προς ποια κατεύθυνση και με ποιες επιδιώξεις πρέπει να γίνουν αυτές οι αλλαγές.
Θεωρούμε από κάθε άποψη απαράδεκτο θέματα που ρυθμίζει το Σύνταγμα ( άρθρο 16) να τίθενται υπό συζήτηση στο διάλογο. Οι κυβερνητικές εξαγγελίες ουσιαστικά προαναγγέλλουν, στο πνεύμα του ΔΝΤ και του Μνημονίου, την οριστική απόσυρση του κράτους από το Δημόσιο Πανεπιστήμιο και την έρευνα, και προωθούν ακόμα περισσότερο την έμμεση και άμεση ιδιωτικοποίηση βασικών τομέων της λειτουργίας τους. Παράλληλα, καταλύουν το αυτοδιοίκητο των Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης με την εισαγωγή νέου συστήματος οργάνωσης και διοίκησης των ΑΕΙ από διορισμένα συμβούλια που θα ασκούν τη διοίκηση των συνταγματικά αυτοδιοίκητων Πανεπιστημίων και ΤΕΙ.
Το ουσιωδέστερο για το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης είναι ότι καταργείται διά νόμου η ρήτρα του Νόμου 1268/82 (που έχει ήδη ακυρωθεί στην πράξη, με την ευλογία των κυβερνήσεων και «τις πρακτικές άκριτης ίδρυσης Ιδρυμάτων και Τμημάτων») ότι «ένα Τμήμα αντιστοιχεί σε μία επιστήμη». Με βάση τις προτάσεις του Υπουργείου Παιδείας, τα πτυχία θα τα απονέμει πλέον η Σχολή και όχι το Τμήμα «που θεραπεύει μία επιστήμη». Η Σχολή θα αναθέτει στα Τμήματα «την οργάνωση και προσφορά των διαφορετικών και ευέλικτα δομημένων προγραμμάτων σπουδών». Και από τα Τμήματα θα αφαιρεθεί η ευθύνη της κατάρτισης των προγραμμάτων σπουδών και θα τους ανατεθεί μόνο «η ευθύνη για την οργάνωση της διδασκαλίας και τη συνεχή βελτίωση της μάθησης σε αυτά». Αν αυτά γίνουν νόμος του κράτους, τότε τα Τμήματα θα γίνουν «μονάδες παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών», δεν θα εκπροσωπούνται στις Συγκλήτους, και η λειτουργία τους θα περιορίζεται στην υπηρέτηση «επιμέρους προγραμμάτων σπουδών της Σχολής». Η ίδια η κυβέρνηση, που από το 1998 έχει ακολουθήσει την πολιτική της διεύρυνσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και με μεγάλη ευκολία δημιουργούσε πανεπιστήμια και τμήματα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, σήμερα με βάση τις κατευθύνσεις του ΔΝΤ και του «Καλλικράτη» προτείνει συγχωνεύσεις και αναδιαρθρώσεις όχι με κριτήρια επιστημονικά αλλά αγοραία. Γιατί τώρα ως κοινωνικές ανάγκες γίνονται αντιληπτές οι ανάγκες σε ειδικότητες που ζητά η αγορά και ό,τι δεν εντάσσεται σʼ αυτές, όπως πολλοί παραδοσιακοί επιστημονικοί κλάδοι, ανθρωπιστικές, κοινωνικές επιστήμες κ.ά., αλλά και η πλατιά βασική γνώση, επί της οποίας θεμελιώνεται η επιστημονική συγκρότηση, προτείνεται να βγουν εκτός!
Παράλληλα, διαλύεται ο ενιαίος χαρακτήρας του πτυχίου με την προωθούμενη διάσπαση των γνωστικών περιοχών. Θα υπάρχει ένα σύνολο από προσφερόμενα μαθήματα σε επίπεδο σχολής και ο κάθε φοιτητής θα συγκροτεί το δικό του ατομικό «μενού». Το «μενού» που θα προσφέρεται θα έχει αξιολογηθεί και πιστοποιηθεί από εγχώριους και διεθνείς φορείς. Πρόκειται για έναν ενιαίο άξονα διάλυσης των πτυχίων-αξιολόγησης-πιστοποίησης,
Επιπλέον, εισάγεται σύστημα υποτιθέμενης αποτελεσματικής αξιολόγησης, που καταλήγει στην επιβολή εξωακαδημαϊκών και αγοραίων όρων για την ελάχιστη, έστω, δημόσια χρηματοδότηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και της έρευνας, ενώ είναι δεδομένο ότι κάθε συζήτηση για μεταρρύθμιση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι κενή περιεχομένου, αν δεν υπάρχει ισχυρή δημόσια χρηματοδότηση.
Η κυβέρνηση με πρόσχημα την αντιμετώπιση υπαρκτών προβλημάτων και αδυναμιών, τα οποία επισώρευσαν οι πολιτικές των κυβερνήσεων των δύο κομμάτων εξουσίας, υιοθετεί πολιτικές που υπονομεύουν τον δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα των πανεπιστημίων και αγνοεί τα ώριμα αιτήματα της πανεπιστημιακής κοινότητας για μια προοδευτική και επιστημονικά αναγκαία αναδιάταξη του Νόμου-πλαίσιου και των ερευνητικών και μαθησιακών λειτουργιών που επιτελούν τα πανεπιστήμια.
Το δικό μας όραμα για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην Παιδεία βρίσκεται στον αντίποδα των κυβερνητικών εξαγγελιών. Καταθέτουμε για μια ακόμα φορά στην πανεπιστημιακή κοινότητα και σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία τις προτάσεις μας και δηλώνουμε ότι είμαστε αποφασισμένοι να αγωνιστούμε για ένα αναβαθμισμένο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, για την διαφύλαξη του πολύτιμου κοινωνικού κεκτημένου του δημόσιου πανεπιστήμιου, ενός πανεπιστήμιου που θα προάγει την επιστημονική γνώση και την έρευνα και θα ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες.
Τμήμα Παιδείας