Συνέντευξη στο Νίκο Γεωργακάκη για την ΑΥΓΗ
===
Βιώσιμο Κράτος και Δημόσια Κτήση
Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων
Μαρία Καραμανώφ
Σύμβουλος Επικρατείας
Πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεπιστημονικών Σπουδών Περιβάλλοντος
Αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος
Ν.Γ.Στο βιβλίο σας Βιώσιμο Κράτος και Δημόσια Κτήση» που κυκλοφόρησε φέτος, επικεντρώνετε την ανάλυσή σας στη βιώσιμη ανάπτυξη. Πόσο επίκαιρος και πόσο εφικτός είναι σήμερα αυτός ο στόχος;
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ, θορυβημένα επιτέλους από το μέγεθος της περιβαλλοντικής κρίσης, συνήλθαν στη Διεθνή Διάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (2002) και αποφάσισαν να υιοθετήσουν κοινή στάση απέναντι στο πρόβλημα αλλάζοντας τον τρόπο της ζωής τους. Η Διακήρυξη του Ρίο δεν ήταν απλή ευχή ούτε ουτοπία, αλλά μια ηθική και πολιτική απόφαση, η οποία μετουσιώθηκε σε νομική επιταγή του Διεθνούς Δικαίου και κατοχυρώθηκε τόσο στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες (Μάαστριχτ και Άμστερνταμ), όσο και στο Ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 24).
Παρʼ όλα αυτά, τα τελευταία είκοσι χρόνια η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά. Το φαινόμενο της «παγκόσμιας μεταβολής» (global change, κατά την ορολογία του ΟΗΕ) και οι επί μέρους εκδηλώσεις του (υπερκατανάλωση φυσικών πόρων, κλιματική αλλαγή, απώλεια βιοποικιλότητας, ερήμωση, αποδάσωση, μαζικές μεταναστεύσεις κ.λπ.) μαρτυρά ότι η βιώσιμη ανάπτυξη δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, τουλάχιστον σε βαθμό που να κάνει τη διαφορά. Και ο λόγος είναι ότι η υλοποίησή της δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Στο Ρίο έγινε για πρώτη φορά συνείδηση ότι το παγκόσμιο περιβαλλοντικό πρόβλημα δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου και ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται προ των πυλών μιας γενικευμένης κρίσης που έχει τις ρίζες της πολύ πιο βαθειά. Και πράγματι η περιβαλλοντική κρίση έδειξε σιγά-σιγά και τα άλλα της πρόσωπα, πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, αποδεικνύοντας ότι για την αντιμετώπισή της χρειάζεται κάτι πολύ δραστικότερο από απλά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Παγκόσμια φαινόμενα όπως η φαλκίδευση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η υποχώρηση της αξιοκρατίας, η διατάραξη της κοινωνικής συνοχής, η εξάρτηση της επιστήμης και της έρευνας από την αγορά, ο έλεγχος της κοινής γνώμης από τα παγκόσμια ΜΜΕ, ο περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας με διεθνή Σύμφωνα και πρακτικές, η προσαρμογή των κρατικών δομών και θεσμών στις ανάγκες του διεθνούς εμπορίου, η απόλυτη υποταγή του παραγωγικού συστήματος στις ανάγκες της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, είναι μερικές μόνο από τις αλληλένδετες πτυχές του περίπλοκου προβλήματος που βρίσκεται πίσω από την περιβαλλοντική κρίση. Το μεγάλο στοίχημα της βιώσιμης ανάπτυξης, η επαναφορά δηλ. της δικαιοσύνης και του σωστού μέτρου στις σχέσεις ανθρώπου και φύσης, δεν είναι λοιπόν εύκολο να κερδηθεί.
Από τα πολυάριθμα σενάρια καταστροφής του πλανήτη, που κυκλοφορούν στους επιστημονικούς κύκλους, άλλα δίνουν το προβάδισμα στην περιβαλλοντική καταστροφή, άλλα στην οικονομική κατάρρευση, άλλα στη γενικευμένη βία και κοινωνική αναρχία. Το ζήτημα όμως δεν είναι ποιο είδος καταστροφής θα μας προλάβει, αλλά πώς θα την προλάβουμε εμείς, πλήττοντας τα βαθύτερα αίτιά της. Αυτό όμως προϋποθέτει πάνω απʼ όλα την αποκατάσταση της αξίας του ανθρώπου, του φυσικού περιβάλλοντος και της κοινωνικής αλληλεγγύης στην κορυφή της πυραμίδας των ανθρώπινων αξιών, από όπου τις έχουν εκτοπίσει τα τελευταία χρόνια ο πλούτος, η απεριόριστη οικονομική ανάπτυξη και ο άκρατος ανταγωνισμός. Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι πλέον πολυτέλεια ευαίσθητων οικολόγων, αλλά μονόδρομος, και για το λόγο αυτό κάθε μέρα που περνάει χωρίς να υλοποιείται, μας φέρνει πιο κοντά στο κατώφλι της μη αναστρέψιμης παγκόσμιας μεταβολής. Όσο για το αν είναι ακόμα εφικτή, θέλω να σκέφτομαι θετικά. Η αναγκαία επιστημονική μεθοδολογία και γνώση υπάρχουν και περιμένουν υπομονετικά να χρησιμοποιηθούν από τους κοινωνικούς και ιδίως τους πολιτικούς φορείς. Μπορώ να πω ότι η χώρα μας υπήρξε πρωτοπόρος και συνέβαλε σημαντικά στον τομέα αυτό με τη νομολογία του Εʼ Τμήματος του ΣτΕ ήδη αμέσως μετά το Ρίο, η οποία, όπως επεσήμανε χαρακτηριστικά το 2000 ο τ. Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Σαντέρ, «υλοποιεί επιτυχώς το όραμα και το πνεύμα του Ρίο και της Συνθήκης του Άμστερνταμ σε ένα ευρύτατο φάσμα προβλημάτων βιωσιμότητας».
Ν.Γ.Ποιος είναι ο ρόλος του κράτους στη βιώσιμη ανάπτυξη και πόσο έτοιμο είναι το κράτος σήμερα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου του; Τα τελευταία χρόνια προωθείται και στη χώρα μας με εντεινόμενους ρυθμούς και με διάφορους τρόπους η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου πλούτου. Πόσο εναρμονίζεται με το στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης ή πόσο τον υπονομεύει η πολιτική αυτή;
Η Διακήρυξη του Ρίο έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι δεν περιορίζεται σε ευχολόγια. Συνοδεύεται από την Agenda 21, δηλ. το παγκόσμιο στρατηγικό σχέδιο για τον 21ο αιώνα, το οποίο περιέχει συγκεκριμένες οδηγίες για την αποτελεσματική υλοποίηση της βιώσιμης ανάπτυξης σε όλους τους τομείς. Η Agenda 21 απευθύνεται μεν σε ολόκληρη την κοινωνία, πολίτες, φορείς, ΜΚΟ, επιχειρήσεις, αναθέτει όμως το κύριο βάρος και ευθύνη στο κράτος. Οι επιστήμονες που την συνέταξαν γνώριζαν καλά ότι η βιώσιμη ανάπτυξη αφορά μεν το σύνολο του πλανήτη, ο σχεδιασμός όμως και η εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων δεν μπορεί να γίνει, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, παρά μόνο σε τοπικό, δηλ. κρατικό επίπεδο. Γιατί ο μεν σχεδιασμός, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να γίνεται με γνώμονα τις ιστορικές, πολιτιστικές, περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, η δε υλοποίησή του απαιτεί συντονισμό μεγάλης κλίμακας, εξειδικευμένη γνώση και τεράστιους υλικούς πόρους, καθώς και θεσμούς, μηχανισμούς και εγγυήσεις που μόνο ένα σύγχρονο κράτος μπορεί να έχει στη διάθεσή του. Είναι γνωστό το βασικό σύνθημα της βιωσιμότητος «think globally act locally», όταν δηλ. ενεργείς τοπικά να σκέφτεσαι τις επιπτώσεις των ενεργειών σου σε παγκόσμιο επίπεδο. Το σύνθημα όμως αυτό πρέπει να διαβάζεται και αντίστροφα. Είναι μάταιο να οραματίζεσαι μεγαλεπήβολα σχέδια για τη σωτηρία ολόκληρου του πλανήτη, αν δεν είσαι σε θέση να ελέγξεις τις ενέργειές σου, ώστε να είναι βιώσιμες στο τοπικό σου επίπεδο.
Είναι όμως το σύγχρονο κράτος σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός τόσο πολύπλοκου εγχειρήματος, όπως είναι η μετάβαση από την άγρια στη βιώσιμη ανάπτυξη; Στη Διεθνή Διάσκεψη του Γιοχάννεσμπουργκ (2002), που συγκλήθηκε από τον ΟΗΕ για να αξιολογήσει τα, πενιχρά δυστυχώς, αποτελέσματα της πρώτης δεκαετίας μετά το Ρίο, τα κράτη διαπίστωσαν μεν τις αδυναμίες τους, δεσμεύτηκαν όμως να αυξήσουν την ικανότητά τους (capacity building) στο νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαστικό πεδίο, ώστε να τις ξεπεράσουν. Επιβεβαιώθηκε έτσι για μια ακόμη φορά σε επίπεδο διεθνούς δικαίου ότι ο δρόμος για τη βιώσιμη ανάπτυξη περνάει μέσα από το κράτος. Αλλά ποιο κράτος; Όχι βέβαια ένα κράτος σαν το σημερινό, ένα κράτος που αποκηρύσσει με ευκολία το παρελθόν, την ιστορία και την ταυτότητά του, ανέχεται τη βία σε βάρος ανθρώπων και φύσης, θυσιάζει με ευκολία τους αδυνάτους, παλινωδεί, παραπαίει και παραδίδει τελικά άνευ όρων, σχεδόν με ανακούφιση, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του στην αγορά. Το κράτος στο οποίο αποβλέπει η Agenda 21 είναι κυρίαρχο και βιώσιμο. Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά είναι αναγκαία, ισότιμα και αλληλένδετα και η επιδίωξή τους πρέπει να είναι ο θεμελιώδης σκοπός του κράτους του 21ου αιώνα. Γιατί μόνο ένα κυρίαρχο κράτος, το οποίο δηλ. ασκεί αυτοδύναμη εξουσία στην επικράτειά του και σχεδιάζει την πολιτική του με αποκλειστικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και τις ανάγκες των πολιτών του, μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά το φυσικό, πολιτιστικό και κοινωνικό του κεφάλαιο. Και αντίστροφα. Μόνο ένα κράτος που έχει τον έλεγχο των στρατηγικών σημείων της επικράτειάς του, των κρίσιμων υποδομών και των φυσικών του πόρων διατηρεί πραγματική και όχι χάρτινη κυριαρχία. Για την πραγμάτωση και των δύο αυτών σκοπών, είναι κρίσιμος ο ρόλος της δημόσιας κτήσης.
Όσον αφορά, κατʼ αρχάς, τη βιωσιμότητα, αυτή με απλά λόγια επιβάλλει στο κράτος την υποχρέωση να θέτει ως ανυπέρβλητο όριο κάθε δημόσιας πολιτικής του, χωροταξικής, πολεοδομικής, αναπτυξιακής, δημοσιονομικής, ενεργειακής, τουριστικής κ.λπ., την μη περαιτέρω καταστροφή, υποβάθμιση ή αλλοίωση του φυσικού, πολιτιστικού και κοινωνικού κεφαλαίου της χώρας. Κάτω από τις παρούσες κρίσιμες συνθήκες, αυτό σημαίνει ότι τα σημαντικά στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος (δάση, ορεινοί όγκοι, ακτές, βιότοποι κ.λπ.), πρέπει να αφεθούν να λειτουργούν ως φυσικά οικοσυστήματα ώστε να αποκατασταθεί η διαταραγμένη οικολογική ισορροπία, παραμένοντας ελεύθερα από κάθε ασύμβατη εκμετάλλευση και δραστηριότητα. Για να επιτευχθεί αυτό, είναι αναγκαία η επιβολή σοβαρότατων περιορισμών στη διαχείριση και χρήση τους, πράγμα απλό όταν αυτά ανήκουν στο κράτος. Όταν όμως ανήκουν σε ιδιώτες, οι περιορισμοί αυτοί απαιτούν πολύπλοκες νομικές διαδικασίες και δικαστικές αμφισβητήσεις, συνεπάγονται δυσβάστακτο κόστος, εξουδετερώνονται δε συνήθως κάτω από κοινωνικές και πελατειακές πιέσεις. Το ίδιο ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και για τα ουσιώδη στοιχεία του πολιτιστικού κεφαλαίου της χώρας (μνημεία, ιστορικοί τόποι κ.λπ.). Όσο για τα στοιχεία του κοινωνικού κεφαλαίου, δηλ. τις αναγκαίες υποδομές και υπηρεσίες που είναι σύμφυτες με την επιβίωση και την ποιότητα ζωής των πολιτών (ενέργεια, συγκοινωνίες, εκπαίδευση, ασφάλιση, πρόνοια κ.λπ.), το κράτος πρέπει να είναι σε θέση να τις παρέχει ανά πάσα στιγμή, ανεξάρτητα από τη δραστηριοποίηση των ιδιωτών στους αντίστοιχους τομείς, πράγμα που προϋποθέτει ότι διατηρεί κάτω από τον έλεγχό του, άρρηκτο ή χαλαρό ανάλογα με την περίπτωση, όλα τα στοιχεία της δημόσιας κτήσης που εξυπηρετούν τους σκοπούς αυτούς.
Όσον αφορά εξάλλου στον άλλο θεμελιώδη δημόσιο σκοπό, δηλ. τη διατήρηση της κυριαρχίας, τα ίδια αυτά στοιχεία, είτε πρόκειται για καίρια σημεία της επικράτειας, είτε για βασικές υποδομές (λιμάνια, αεροδρόμια, μεγάλα συγκοινωνιακά και ενεργειακά έργα κ.ο.κ.) είναι αναγκαίο να ανήκουν στη δημόσια κτήση, αφού ο άμεσος και αποτελεσματικός έλεγχός τους, ιδίως σε περιόδους κρίσης, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την εθνική άμυνα, δημόσια ασφάλεια και όλες τις συναφείς δημόσιες πολιτικές.
Βιώσιμη ανάπτυξη και δημόσια κτήση είναι λοιπόν αλληλένδετες και αλληλοεξαρτώμενες. Η επαύξηση της δημόσια κτήσης θα έπρεπε επομένως να αποτελεί βασικό στρατηγικό στόχο κάθε κράτους που εννοεί πράγματι, και όχι μόνο στα λόγια, να καταστεί βιώσιμο. Και είναι πάντως τουλάχιστον οξύμωρο το αντίθετο. Ένα κράτος, όπως το δικό μας, που έχει την τύχη να κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού, πολιτιστικού και κοινωνικού κεφαλαίου της χώρας, να αποξενώνεται από αυτό υπονομεύοντας τη βιωσιμότητά του για λόγους καθαρά εισπρακτικούς.
Ν.Γ.Συχνά αναφέρεται η ανάγκη αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας (των ΕΤΑ, Ολυμπιακών Ακινήτων, ΟΣΕ κ.λπ.) για αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας. Με δεδομένο ότι η δημόσια περιουσία αποκτήθηκε με πολύχρονη διαδικασία, ακόμη και θυσίες του λαού, πόσο ηθική είναι η απόσπαση και ιδιωτικοποίησή της, αλλά και πόσο συνταγματική είναι μια τέτοια πολιτική; Πώς θα μπορούσε να γίνει μια πραγματική αξιοποίηση της περιουσίας αυτών των φορέων και συνολικά του πλούτου της χώρας σε όφελος του κοινωνικού συνόλου ενάντια στην εισπρακτική λογική και εκποίηση -εμπορική εκμετάλλευση όπως αναφέρετε- της δημόσιας περιουσίας;
Μολονότι η βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει ενδυνάμωση του κράτους, τα τελευταία χρόνια προβάλλεται συστηματικά η θέση ότι το κράτος έχει φθάσει στο τέλος της ιστορίας του και είναι καιρός να τεθεί στο περιθώριο. Να συρρικνωθεί δηλ. και να μεταβιβάσει όσες περισσότερες αρμοδιότητες μπορεί, μαζί βέβαια με την αντίστοιχη δημόσια κτήση, στον ιδιωτικό τομέα προκειμένου να αποτελέσουν εφεξής αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η θέση όμως αυτή δεν μπορεί να υιοθετηθεί αβασάνιστα. Προϋποθέτει ότι έχει προηγουμένως λυθεί ένα κρίσιμο συνταγματικό ζήτημα: από πόσα και ποια στοιχεία της δημόσιας κτήσης έχει δικαίωμα να αποξενωθεί το σύγχρονο Κράτος Δικαίου και Προνοίας χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά του, αλλά και την ίδια του την υπόσταση; Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη, αφού απώλεια δημόσιας κτήσης συνεπάγεται πράγματι και εξουδετέρωση του δημόσιου σκοπού στον οποίο είναι αφιερωμένη και εξυπηρετεί, είτε με τη μερική ή ολοσχερή εγκατάλειψή του, είτε με τη μετατροπή του από δημόσια υπηρεσία σε εμπορικό αγαθό. Αυτό σημαίνει πράγματι ότι δημόσια ακίνητα που συνδέονται άρρηκτα με θεμελιώδεις και συνταγματικά κατοχυρωμένους δημόσιους σκοπούς δεν είναι δεκτικά ιδιωτικοποίησης είτε αμέσως είτε εμμέσως.
Δυστυχώς η δημόσια κτήση της χώρας δεν αποτέλεσε ποτέ το αντικείμενο μιας συνολικής δημόσιας πολιτικής, η οποία θα κατηγοριοποιούσε τα πολλά και ποικίλα ακίνητά της. (δάση, ορεινούς όγκους, φυσικά μνημεία, συγκοινωνιακές και ενεργειακές υποδομές, δημόσια κτίρια κ.λπ.) με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και θα καθόριζε τις επιτρεπόμενες στο καθένα χρήσεις ανάλογα με τον προορισμό τους και τη σημασία του δημόσιου σκοπού τον οποίο εξυπηρετούν.
Προφανώς αυτό δεν υπήρξε αναγκαίο, γιατί μέχρι πρόσφατα η τάση του κράτους ήταν να επαυξάνει τη δημόσια κτήση του, λ.χ. με απαλλοτριώσεις για κοινωφελείς σκοπούς, και όχι να την εκποιεί για να εισπράξει το αντίτιμο ή να την εισφέρει ως συνέταιρος σε εμπορικές επιχειρήσεις. Έτσι, η διεθνής τάση των αθρόων ιδιωτικοποιήσεων βρήκε τη χώρα απροετοίμαστη τόσο στο νομικό και πολιτικό πεδίο, όσο και σε επίπεδο δημόσιου διαλόγου και προβληματισμού, με αποτέλεσμα να επικρατήσει η αντίληψη ότι όλα τα δημόσια ακίνητα συλλήβδην και αδιακρίτως είναι εκποιήσιμα και ότι το μόνο νομικό και πολιτικό πρόβλημα εστιάζεται στο ύψος του τιμήματος.
Παραβλέφθηκε το κρίσιμο, νομικά και πραγματικά, γεγονός ότι ένα και το αυτό δημόσιο ακίνητο εξυπηρετεί συνήθως παράλληλα και επάλληλα πολλούς δημόσιους σκοπούς. Για παράδειγμα, ένα δημόσιο τουριστικό ακίνητο μπορεί να αποτελεί ταυτόχρονα ουσιώδες στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος ή της πολιτιστικής κληρονομίας, πολύτιμο απόθεμα φυσικού κεφαλαίου, κρίσιμο μέρος του συγκοινωνιακού δικτύου κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι, και αν ακόμη το κράτος αποφασίσει να αποκρατικοποιήσει τη δημόσια τουριστική πολιτική που ασκούσε μέχρι σήμερα για λόγους ανάδειξης και προβολής της χώρας, πράγμα απολύτως νόμιμο αφού η πολιτική αυτή δεν είναι θεμελιώδης, αυτό δεν σημαίνει ότι το τουριστικό ακίνητο καθίσταται αυτομάτως εκποιήσιμο ή δύναται να εισφερθεί σε μία ιδιωτική τουριστική επιχείρηση, έστω και με συνέταιρο το κράτος, εφόσον το ίδιο αυτό ακίνητο εξακολουθεί να είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση άλλων δημοσίων σκοπών τους οποίους επάλληλα εξυπηρετεί.
Δεν μπορούμε, λοιπόν, να μιλάμε σοβαρά για αξιοποίηση του λεγόμενου πλούτου της χώρας σαν να πρόκειται για επικερδή εκμετάλλευση του ενεργητικού μιας ιδιωτικής επιχείρησης. Είναι αναγκαίο να προηγηθεί ο αναγκαίος διαχωρισμός των δημοσίων ακινήτων α) σε εκείνα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την κυριαρχία και βιωσιμότητα της χώρας και άρα αποτελούν αναπόσπαστη δημόσια κτήση, ανεπίδεκτη ιδιωτικοποίησης, β) σε εκείνα που εξυπηρετούν τους βασικούς σκοπούς του κοινωνικού κράτους και άρα μόνον υπό αυστηρούς όρους μπορούν ενδεχομένως να ιδιωτικοποιηθούν και γ) σε εκείνα που εξυπηρετούν παροδικούς και επικουρικούς δημόσιους σκοπούς και άρα είναι ευχερώς εκποιήσιμα. Το οικονομικό κριτήριο δεν είναι αμελητέο, επιτρέπεται όμως να λαμβάνεται υπʼ όψιν μόνον όταν δεν εκτίθενται σε κίνδυνο οι θεμελιώδεις για την υπόσταση και βιωσιμότητα του κράτους δημόσιοι σκοποί. Αν το κράτος κάνει το λάθος να αποξενωθεί από τη δημόσια κτήση που αποτελεί την πραγματική βάση για την εκπλήρωση των σκοπών αυτών, διοχετεύοντάς την στη μαύρη τρύπα των ελλειμμάτων του κράτους, ή, ακόμα χειρότερα, της αγοράς, η θυσία της όχι μόνο θα είναι μάταιη και για τους δύο, αλλά και μοιραία για το μέλλον της χώρας.