«Η εξάλειψη του φαινομένου της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας είναι όχι μόνο ζήτημα υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και ζήτημα δικαίου και ζήτημα πολιτισμού, και είναι ευθύνη αλλά και υποχρέωση όλων μας να πολεμήσουμε για την εξάλειψή του με οποιοδήποτε τρόπο και κόστος». Αυτό τόνισε, μεταξύ άλλων, η βουλευτής Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ Ηρώ Διώτη, στην ομιλία της με αφορμή τη “Διεθνή Ημέρα για την πάταξη της βίας κατά των γυναικών” και τη σχετική συζήτηση στη Βουλή.
Παραθέτοντας σειρά στατιστικών στοιχείων που καταρρίπτουν τους κοινωνικούς μύθους κι αφηγήσεις γύρω από το θέμα, σχολίασε ότι «η κάθε λογής εξουσία, με κάθε τρόπο προσπαθεί να αφήσει τις γυναίκες σε μια μοίρα πιο δύσκολη. Ακόμα και σήμερα στην πολιτισμένη δύση δε λείπει η καθημερινή βία κατά των γυναικών, οι διακρίσεις λόγω φύλου στη δουλειά, τα μικρότερα μεροκάματα, η επισφάλεια, τα αυξημένα καθήκοντα στο σπίτι, ενώ σε άλλες γωνιές του πλανήτη η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο ζοφερή».
«Η άσκηση βίας αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών. Παράλληλα όμως, αποτελεί μέρος της δομής των κοινωνιών μας και του συστήματος λειτουργίας τους. Η βία, αλλά και η απειλή της βίας αποτελούν είναι εργαλείο κοινωνικού ελέγχου. Γιʼ αυτό και η βία κατά των γυναικών είναι ένα καθημερινό φαινόμενο που όμως παραμένει από τα πιο καλά φυλαγμένα μυστικά.
Ασκώντας κριτική στο ελληνικό ποινικό σύστημα, υπενθύμισε ότι παρά τις κατευθυντήριες γραμμές της Ε.Ε., στον Ποινικό Κώδικα δεν υπάρχει καν ο όρος και «ακόμα και μετά την ψήφιση του ν/σ για την ενδοοικογενειακή βία εξακολουθεί να μένει αρρύθμιστο το πρόβλημα. Η αυστηροποίηση των ποινών χωρίς την ανάπτυξη επιμορφωτικών δικτύων εντός της εκπαίδευσης και προστατευτικών δικτύων εντός των κοινωφελών δομών δεν έχει αποτέλεσμα». Αναφερόμενη, δε, στο trafficking, επεσήμανε ότι «η νομοθετική αντιμετώπιση του φαινομένου στην Ελλάδα δεν φαίνεται να αποθαρρύνει την δράση των κυκλωμάτων».
«Η εξάλειψη της βίας» κατέληξε η βουλευτής, «προϋποθέτει να πάψει να θεωρείται ως κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά είτε προς τις γυναίκες είτε προς οποιονδήποτε που υποφέρει λόγω της διαφορετικότητας του κοινωνικού του φύλου».
Η πλήρης εισήγηση της βουλευτή, στην Ολομέλεια της Βουλής, είναι η ακόλουθη:
Τα στατιστικά στοιχεία για τη βία που ασκείται απέναντι στις γυναίκες, αγαπητές συναδέλφισσες και αγαπητοί συνάδελφοι, είναι ντροπιαστικά για μια κοινωνία που θέλει να ονομάζεται πολιτισμένη. Το ζήτημα συντηρείται με μια σειρά μύθους. Ο μύθος ότι η κακοποιημένη γυναίκα αλλά και ο θύτης είναι συνήθως χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, ή χαμηλού οικονομικού στάτους. Τίποτα από αυτά δεν επιβεβαιώνεται από τα στατιστικά στοιχεία. Επίσης, το 16% των γυναικών που προσήλθαν στα συμβουλευτικά κέντρα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας είναι αλλοδαπές. Από το σύνολο των αλλοδαπών θυμάτων, περίπου τέσσερις στις δέκα προέρχονται από τα Βαλκάνια. Μεγάλο μέρος είναι καλής οικονομικής κατάστασης και εκπαίδευσης, περίπου οι έξι στις δέκα.
Παραβιάζουμε ανοιχτές θύρες κυρίες και κύριοι, αν πούμε ότι το ζήτημα της βίας αφορά όλες τις τάξεις.
Η βία, επίσης, είναι σε μεγάλο βαθμό ενδοοικογενειακή υπόθεση, αφού, πάλι σύμφωνα με στατιστικές, το 68% των κακοποιημένων γυναικών είναι έγγαμες. Βέβαια, οι στατιστικές αφορούν μόνο τα περιστατικά που καταγγέλλονται, γιατί μεγάλο μέρος των περιστατικών βίας παραμένει στο σκοτάδι. Τα θύματα διστάζουν να καταγγείλουν, φοβούνται ή αδυνατούν ή τέλος μένουν με την ελπίδα βελτίωσης των πραγμάτων.
Η βία δεν είναι μόνο σωματική, αλλά και ψυχολογική. Η κακοποίηση, δηλαδή, δεν έχει μόνο τη μορφή της σωματικής βίας, αλλά και της ψυχολογικής, με τη συστηματική μείωση και απομόνωση της γυναίκας από το κοινωνικό σύνολο και εκφράζεται με όλες τις συμπεριφορές που αποσκοπούν στην ισοπέδωση της αυτοπεποίθησης του θύματος και τέλος, της σεξουαλικής βίας που εκφράζεται ακόμα και με την απρεπή συμπεριφορά έναντι της γυναικών.
Απʼ ότι φαίνεται η κάθε λογής εξουσία, αγαπητοί συνάδελφοι, με κάθε τρόπο προσπαθεί να αφήσει τις γυναίκες σε μια μοίρα πιο δύσκολη, στην οικογένεια, στην δουλειά, στον ελεύθερο χρόνο που δεν έχουν. Ακόμα και σήμερα στην πολιτισμένη δύση δεν λείπει η καθημερινή βία κατά των γυναικών, οι διακρίσεις λόγω φύλου στη δουλειά, τα μικρότερα μεροκάματα, η επισφάλεια, τα αυξημένα καθήκοντα στο σπίτι, ενώ σε άλλες γωνιές του πλανήτη η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο ζοφερή.
Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα γύρω από το θέμα είναι η σιωπή. Η Ελλάδα δυστυχώς συμμετέχει και αυτή στο παιχνίδι της σιωπής όσον αφορά το θέμα της βίας κατά των γυναικών. Το θέμα σπανίως φτάνει στην επιφάνεια και ακόμη πιο σπάνια οργανώνονται σχετικές δράσεις ή εκδηλώσεις ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης και δραστηριοποίησης. Σύμφωνα με στοιχεία του Κέντρου Κοινωνικής Υποστήριξης Γυναικών, το οποίο αποτελεί μία μη κυβερνητική οργάνωση με έδρα τη Θεσσαλονίκη, από το Νοέμβριο του 1998 μέχρι τον περασμένο Οκτώβριο 1.061 γυναίκες ζήτησαν τη βοήθεια του Κέντρου. Οι γυναίκες που υφίστανται βία και έκαναν χρήση των υπηρεσιών του Κέντρου ήταν έγγαμες (σε ποσοστό 66,9%), άνεργες (55,8%), απόφοιτες Λυκείου (26,5%), ενώ ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν 40,3 έτη. Το 79,4% είχε υποστεί βία από το σύζυγο ή το σύντροφό τους.
Λέγεται ότι η άσκηση βίας αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών και αναμφισβήτητα είναι. Όμως είναι και κάτι παραπάνω. Αποτελεί μέρος της δομής των κοινωνιών μας και του συστήματος λειτουργίας τους. Η βία, αλλά και η απειλή της βίας αποτελούν σημαντικό παράγοντα κοινωνικού ελέγχου, είναι εργαλείο ελέγχου.
Γιʼ αυτό και η βία κατά των γυναικών είναι ένα καθημερινό φαινόμενο που όμως παραμένει από τα πιο καλά φυλαγμένα μυστικά. Η ανοχή της βίας και της κακοποίησης από τις κοινωνίες καθώς και η ντροπή και οι ενοχές των θυμάτων εμποδίζουν τις γυναίκες-θύματα βίας να αναζητήσουν βοήθεια. Ακόμη όμως και στο ποσοστό που κάποιες από αυτές τολμούν να κοινοποιήσουν το πρόβλημά τους, βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα περιορισμένο δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών, αλλά και με ένα σύνολο κοινωνικών αντιλήψεων και στερεοτύπων που κάθε άλλο παρά βοηθητικά είναι απέναντι στο πρόβλημα. Είναι καιρός να προβληματιστούμε γύρω από την αναγκαιότητα της συνειδητοποίησης της ύπαρξης του προβλήματος της βίας εξετάζοντάς το από την σκοπιά της ουσιαστικής εμπλοκής της πολιτείας.
Η ενδοοικογενειακή κακοποίηση είναι εξαπλωμένη σε όλο τον κόσμο έχοντας επιπτώσεις στη σωματική και συναισθηματική υγεία των γυναικών, απειλώντας την οικονομική τους ασφάλεια και υπονομεύοντας την αυτοεκτίμησή τους. Στις χειρότερες περιπτώσεις αποτελεί απειλή για τη ζωή, όταν γυναίκες δολοφονούνται ή αυτοκτονούν από απελπισία.
Η εξάλειψη του φαινομένου είναι όχι μόνο ζήτημα υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και ζήτημα δικαίου και ζήτημα πολιτισμού, και είναι ευθύνη αλλά και υποχρέωση όλων μας να πολεμήσουμε για την εξάλειψή του με οποιοδήποτε τρόπο και κόστος.
Η πάταξη του φαινομένου βέβαια, δεν είναι δυνατή με τις υπάρχουσες ποινικές διατάξεις. Στις κατευθυντήριες γραμμές της Ε.Ε ο όρος βία κατά των γυναικών «καθορίζει κάθε πράξη βίας που κατευθύνεται κατά των γυναικών και που προκαλεί ή μπορεί να προκαλέσει στις γυναίκες ζημιά ή σωματικές, σεξουαλικές ή ψυχολογικές δοκιμασίες, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών απειλών, του καταναγκασμού ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας, ανεξαρτήτως αν αυτό συμβαίνει στην δημόσια ή ιδιωτική ζωή» Στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, όμως, δεν υπάρχει καν ο όρος «βία κατά των γυναικών».
Ακόμα και μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου για την ενδοοικογενειακή βία εξακολουθεί να μένει αρρύθμιστο το πρόβλημα της βίας κατά των γυναικών.
Η αυστηροποίηση των ποινών χωρίς την ανάπτυξη επιμορφωτικών δικτύων εντός της εκπαίδευσης και προστατευτικών δικτύων εντός των κοινωφελών δομών δεν έχει αποτέλεσμα.
Η μονοπώληση της κοινωνικής πρόνοιας για τα θέματα της βίας κατά των γυναικών από τους δικαστικούς και εκκλησιαστικούς φορείς αναπαράγει το πρόβλημα, αφού η ελεημοσύνη της εκκλησίας και η καταστολή των δικαστηρίων δεν ταιριάζουν σε έναν τόσο εκτεταμένο κοινωνικό ζήτημα.
Η βία δεν εξαλείφεται με αστυνόμευση. Η εξάλειψη της βίας προϋποθέτει να πάψει να θεωρείται ως κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά είτε προς τις γυναίκες είτε προς οποιονδήποτε που υποφέρει λόγω της διαφορετικότητας του κοινωνικού του φύλου.
Και τέλος μια λέξη για το trafficking. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της UNICEF, 1.000.000 παιδιά προωθούνται κάθε χρόνο στην πορνεία. Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης εκτιμούσε για το 2000, δέκα χρόνια πριν, ότι περίπου 700.000 γυναίκες προωθήθηκαν με εξαναγκασμό, εξαπάτηση ή εξαγορά στην πορνεία σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ τουλάχιστον 300.000 γυναίκες από την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη προωθήθηκαν από τα δίκτυα οργανωμένου εγκλήματος στην πορνεία σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, εκ των οποίων 85.000 περίπου στη χώρα μας. Το 72% των γυναικών που διακινούνται παράνομα πωλούνται και αγοράζονται τουλάχιστον τρεις φορές
Η νομοθετική αντιμετώπιση του φαινομένου στην Ελλάδα δεν φαίνεται να αποθαρρύνει την δράση των κυκλωμάτων και τα παρεχόμενα εχέγγυα είναι ελάχιστα. Χωρίς να γίνει πραγματική προστασία μαρτύρων για περίοδο περίσκεψης, για ανεύρεση εργασίας και τόπου διαμονής μακριά από τους θύτες, και χωρίς την ποινικοποίηση της πελατειακής σχέσης δεν θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα και η πολιτεία θα περιοριστεί στο ρόλο των επετειακών εκδηλώσεων για την καταπολέμηση της βίας, μακριά πολύ ακόμα από την πραγματική αντιμετώπιση του φαινομένου. _