Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Η Ευρώπη Ένωση βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι.
Η κρίση δανεισμού χτυπάει μία μία της χώρες της περιφέρειας ενώ δεν αφήνει εκτός κάδρου και χώρες του σκληρού πυρήνα.
Προχθές η Ιρλανδία, το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα της Ε.Ε., προσέφυγε στο μηχανισμό, ενώ ήδη οι πιέσεις είναι ασφυκτικές και για την Πορτογαλία και για την Ισπανία.
Η κρίση χρέους και ελλειμμάτων, λοιπόν, δεν είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα.
Δικαιωνόμαστε σήμερα διότι από τη πρώτη στιγμή λέγαμε ότι η κρίση δεν είναι ελληνική, δεν οφείλεται στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας ή στους διεφθαρμένους έλληνες, όπως έλεγαν κυβερνητικά στελέχη, με τους οποίους τα έφαγαν μαζί.
Εμείς λέγαμε ότι η κρίση είναι παγκόσμια, είναι ευρωπαϊκή και κυρίως είναι συστημική και δικαιωνόμαστε.
Δικαιωνόμαστε επίσης διότι από την ίδρυση της ΟΝΕ, λέγαμε ότι νομισματική ένωση χωρίς οικονομική ένωση, και χωρίς αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών δεν γίνεται.
Δικαιωνόμαστε γιατί έχουμε εδώ και χρόνια μιλήσει για τις ενδημικές αδυναμίες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και της ανάπτυξης με δανεικά.
Η κρίση ανέδειξε όλες τις αδυναμίες του οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρώπη των νεοφιλελεύθερων προταγμάτων και της φιλοσοφίας του Μάαστριχτ ή θα αρνηθεί τον εαυτό της, ή θα καταρρεύσει.
¨Η θα παρθούν μέτρα εκτός του νεοφιλελεύθερου πλαισίου ή το οικοδόμημα θα τελειώσει, ανήμπορο να υπερβεί τις δικές του αδυναμίες.
Το πλαίσιο των προτάσεων που έχουμε καταθέσει, για ευρωομόλογο, για απευθείας δανεισμό από την ΕΚΤ από μια δημόσια τράπεζα ειδικού σκοπού, είναι πέρα για πέρα εφαρμόσιμο.
Στην Ελλάδα ζούμε την απόλυτη και παταγώδη αποτυχία του μνημονίου. Τόσο στις επιπτώσεις που έχει στην κοινωνία όσο και στους δημοσιονομικούς στόχους οι οποίοι φαίνεται να αλλάζουν κάθε δίμηνο.
Και αποδεικνύεται πλέον από την ίδια τη χρεοκοπία του μνημονίου, ότι στόχος του δεν ήταν ούτε το χρέος, ούτε το έλλειμμα.
Στόχος του δεν ήταν η σωτηρία της οικονομίας αλλά των πιστωτών και του μεγάλου κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, που με τις αναδιαρθρώσεις του δίνεται η ευκαιρία τα επόμενα χρόνια για ένα ξέφρενο πάρτι κερδοσκοπίας πάνω στα αποκαΐδια της κοινωνικής δομής και της εργασίας στην Ελλάδα.
Συντρόφισσες και σύντροφοι
Είμαστε μόλις δυο βδομάδες μετά τις εκλογές και επιβεβαιώνεται ότι είχαμε πει προεκλογικά για τα μέτρα που θα έρθουν την επομένη.
Είχαμε επισημάνει όταν κυβέρνηση και ΜΜΕ προσπαθούσαν να δημιουργήσουν την αίσθηση στο κόσμο ότι τα μέτρα τελείωσαν, ότι την επόμενη ημέρα θα ξεκίναγε μια καινούρια, ακόμα πιο σφοδρή επίθεση στον κόσμο, με πρόσχημα την αναθεώρηση του ελλείμματος.
Σήμερα, οι απαιτήσεις της τρόικας φέρνουν σε αμηχανία ακόμα και παράγοντες της ίδιας της κυβέρνησης.
Όπως η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η αύξηση του ΦΠΑ και του φόρου καυσίμων ή ακόμα και η επίθεση σε χιλιάδες εργαζόμενους του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Σε παλιότερους καιρούς, οποιοδήποτε από αυτά τα μέτρα θα είχε προκαλέσει σοβαρή κοινωνική έκρηξη. Αλλά στην παρούσα κατάσταση η κοινωνία παρακολουθεί ανασφαλής και φοβισμένη.
Το κέλυφος της παραίτησης και της ανασφάλειας δεν έχει σπάσει. Και αυτό είναι μια συνθήκη που πρέπει να πάρουμε σοβαρά υπ όψιν μας, αν θέλουμε να είμαστε αποτελεσματικοί στην οργάνωση των κοινωνικών αντιστάσεων.
Πολύ περισσότερο πρέπει να δούμε γιατί, ενώ η αριστερά είχε εκφράσει με απόλυτα σαφείς όρους το τι θα συνέβαινε μετά τις εκλογές, δεν φάνηκε -παρά τη ποσοστιαία αύξηση των διαφόρων εκδοχών της αθροιστικά- να γίνεται αποδέκτης της εμπιστοσύνης των εκατομμυρίων πολιτών που έφυγαν από τη κάλπη του δικομματισμού.
Κερδισμένος στην πραγματικότητα ήταν η αποχή. Και αυτό δεν αντιστοιχεί στης τεράστιας έκτασης αναδιαρθρώσεις που προωθούνται και μάλιστα με πρωτοφανή επιθετικότητα.
Επομένως, μπροστά στην ανάγκη να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις, οφείλουμε να εξετάσουμε με σαφήνεια ποιο είναι ακριβώς το πρόβλημα στην κοινωνική μας παρέμβαση.
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι η ανθεκτικότητα της κυβέρνησης έχει εξαντληθεί.
Και αυτό παρά την διάσωση των προσχημάτων στις εκλογές, παρά της κορώνες των κυβερνητικών εκπροσώπων, ακόμα και παρά τις δηλώσεις του Στρος Καν ότι οι εκλογές ήταν ψήφος εμπιστοσύνης στα μέτρα. Το μετεκλογικό σκηνικό είναι γεμάτο αβεβαιότητα και αμηχανία. Και αναζητείται ήδη η συσπείρωση των προθύμων του Μνημονίου.
Αυτό δρομολογεί εκ των πραγμάτων αναδιατάξεις στο πολιτικό σκηνικό. Αλλά το σχέδιο αυτό είναι θνησιγενές.
Η συναίνεση σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, δεν συνεπάγεται και κοινωνική συναίνεση στα μέτρα, που είναι το ζητούμενο από την κυβέρνηση και την τρόικα.
Αλλά το πρόβλημα είναι τι κάνουν οι δυνάμεις που τοποθετούνται κατά του Μνημονίου. Αν δηλαδή θα υπάρξει ή όχι σχέδιο αντισυσπείρωσης, με στόχο μια αριστερή πλειοψηφία σε κοινωνικό επίπεδο που θα απαιτήσει την απεμπλοκή της χώρας από το μνημόνιο της χρεοκοπίας.
Θωρώ ότι η διαμόρφωση μιας αριστερής πλειοψηφίας κατά του Μνημονίου, δεν είναι μια μεγαλόστομη εξαγγελία.
Είναι ένα απολύτως εφικτό και υλοποιήσιμο σχέδιο. Και μπορεί να συσπειρώσει ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων στα αριστερά της πολιτικής γεωγραφίας. Από τις δυνάμεις που απεγκλωβίζονται από το ΠΑΣΟΚ ως και τη λεγόμενη εξωκοινοβουλευτική αριστερά.
Το βάρος πέφτει σε εμάς και στις αντίστοιχες πρωτοβουλίας που θα πάρουμε. Και το ζητούμενο είναι η δική μας επάρκεια και πολιτική αποτελεσματικότητα.
Οφείλουμε να αναλάβουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων σε πολιτικό, κοινωνικό και συνδικαλιστικό επίπεδο. Και στην κατεύθυνση αυτή, πρέπει να ανεβάσουμε τους τόνους προς κάθε κατεύθυνση.
Για παράδειγμα δε μπορεί να εξαντλούμαστε στην συμμετοχή στις συγκεντρώσεις της ΓΣΕΕ. Μιας ΓΣΕΕ κατώτερης των περιστάσεων.
Δεν αμφισβητούμε την ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος. Οφείλουμε όμως με σαφείς στόχους και σχέδιο δράσης, να αναβαθμίσουμε την παρέμβασή μας στα πρωτοβάθμια σωματεία και τους χώρους του ιδιωτικού τομέα.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Το σχέδιο απόφασης έχει μια ολοκληρωμένη ανάλυση για τις δημοτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές και για τα πολιτικά συμπεράσματα που βγαίνουν από το αποτέλεσμα.
Θα σταθώ σε δύο μόνο ζητήματα.
Ζήτημα Πρώτο.
Φάνηκε ότι παρά τα πολύ σοβαρά προβλήματα που μας βασανίζουν, οι δυνάμεις μας κράτησαν. Και σε αρκετά αξιοπρεπές επίπεδο.
Δεν καταφέραμε να αυξήσουμε δυνάμεις και αυτό θα αποτελέσει στοιχείο προβληματισμού, αυτοκριτικής και μελέτης, από την άλλη όμως το μεγάλο κέρδος δεν είναι ποσοτικό αλλά ποιοτικό.
Είναι οι χιλιάδες σύντροφοι και συντρόφισσες που με τα ψηφοδέλτια που στήριξε το κόμμα έδωσαν μια σκληρή εκλογική μάχη. Τους συγχαίρουμε και τους ευχαριστούμε. Δεν αρκεί όμως. Για να ανταποδώσουμε τη τιμή και την ευθύνη, οφείλουμε απέναντί τους, απέναντι δηλαδή στο κόμμα μας, γιατί αυτοί είναι το κόμμα, να σταθούμε σοβαροί. Να σοβαρευτούμε.
Αλλά και απέναντι στη κοινωνία συνολικά που περιμένει από εμάς περισσότερα. Στις εκλογές είδαμε ότι υπάρχει ένας τεράστιος χώρος αποχής, που δεν εκφράζεται πολιτικά, αλλά περιμένει. Θα έλεγα ότι περιμένει ιδιαίτερα από εμάς.
Η τεράστια μάζα της αποχής, μας εκλαμβάνει ως κομμάτι του φθαρμένου πολιτικού συστήματος. Δεν πρέπει να αγνοήσουμε το μήνυμα αυτό.
Από την άλλη είναι γεγονός ότι όπου υλοποιήσαμε κάποιες στοιχειώδεις απαιτήσεις στη πολιτική δουλειά των αυτοδιοικητικών συνδυασμών, το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό. ¨Άρα οι δυνατότητες υπάρχουν.
Ας μην μείνουμε λοιπόν στην μάχη για το ποιος θα οικειοποιηθεί την ερμηνεία του αποτελέσματος.
Η πολιτική και ιδεολογική ανασυγκρότηση, δεν γίνεται μέσα από διαμάχες για τις λεπτομέρειες της γραμμής. Γίνεται με στροφή στις μάζες και με συνεπή και αποτελεσματική δουλειά.
Δεύτερο ζήτημα.
Για την περιφέρεια της Αττικής, η οποία είχε εκ των πραγμάτων μια ξεχωριστή σημασία.
Το αποτέλεσμα δεν ήταν το προσδοκώμενο. Και σε αυτό έπαιξαν το ρόλο τους, τόσο η διάσπαση, όσο και οι αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Αλλά πρέπει να αξιολογήσουμε με σοβαρότητα τα δεδομένα.
Κατ αρχήν, είναι η πρώτη φορά που καταφέραμε να φέρουμε κοντά μας ένα υπαρκτό και καταγράψιμο ρεύμα πολιτών, που μέχρι σήμερα ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ.
Αυτό είναι ένα κεκτημένο που πρέπει να κρατήσουμε. Και να δούμε πως η πολιτική αυτή θα διευρυνθεί, θα γίνει πιο στέρεα, για να φέρουμε ακόμα περισσότερους.
Στην κατεύθυνση αυτή, οι δυνάμεις που διαφοροποιούνται από το ΠΑΣΟΚ, είτε στην βάση, είτε μέσα από οργανωτικές ζυμώσεις και νέα σχήματα, μας ενδιαφέρουν και θέλουμε να συναντηθούμε μαζί. Αρκεί να είμαστε σε θέση να υπερασπιστούμε το άνοιγμα αυτό, και να μην εγκλωβιζόμαστε σε αδιέξοδες ιδεοληπτικές ζυμώσεις.
Δεν αρνούμαι την αναγκαιότητα να τεθεί σε σοβαρή συζήτηση κάθε αδυναμία του εγχειρήματος αυτού. Ειδικά στον βαθμό που έγινε βιαστικά, κάτω από πολλαπλές πιέσεις και μέσα σε δικές μας εσωτερικές αντιφάσεις.
Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί υποχώρηση ως προς τη γραμμή μας ή κεντροαριστερή παρέκκλιση.
Η πολιτική και προγραμματική του κατεύθυνση υπήρξε ξεκάθαρη. ¨Ήταν η αντίθεση στο μνημόνιο. Και ήταν και άριστα τεκμηριωμένη.
Και εν πάση περιπτώσει επειδή το κόμμα μας δεν δημιουργήθηκε χθες, καλό είναι να κάνουμε και μια σύγκριση των επιλογών μας και της γραμμής μας σε αυτές και στις προηγούμενες αυτοδιοικητικές εκλογές και ιδιαίτερα στη κεντρική περιφέρεια.
Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα είναι: τι θα κάνουμε με αυτόν τον κόσμο που ψήφησε και στήριξε το εγχείρημα; Θα τον στείλουμε στην αποχή ή πίσω στο ΠΑΣΟΚ; ¨Η θα αναζητήσουμε τρόπους να τον ενσωματώσουμε σε ένα σχέδιο, σε μια ενωτική πολιτική κατά του Μνημονίου;
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Κλείνοντας αυτή τη παρένθεση, θα ήθελα να μπω στην ουσία της πολιτικής αποτίμησης την οποία πρέπει με θάρρος, η ΚΠΕ να αποτολμήσει.
Και αν θέλουμε να είμαστε ουσιαστικοί δεν πρέπει να αποτιμήσουμε μόνο το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά τη πορεία του κόμματος από το 6ο Συνέδριο, αυτούς τους πέντε μήνες και κυρίως να ελέγξουμε αν είμαστε ή όχι σε πορεία υλοποίησης των βασικών αποφάσεων αι κατευθύνσεων του Συνεδρίου.
Ποιες ήταν οι δύο βασικές κατευθύνσεις. Να γίνουμε επιτέλους Κόμμα με σοβαρές και συγκροτημένες κομματικές λειτουργίες σε όλα τα επίπεδα. Και να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο των αντιπαραθέσεων στο ΣΥΡΙΖΑ.
Τι έχουμε καταφέρει από αυτούς τους δύο στόχους; Είναι ζητούμενο. Που κάναμε λάθη και παραλήψεις; Αυτό πρέπει να μας απασχολήσει.
Δεν μπορούμε να κάνουμε αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος και να κρίνουμε επιλογές και λάθη, αν δεν εστιάσουμε στο συνολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δώσαμε την εκλογική μάχη. Θα ήταν σα να εστιάζουμε στο δέντρο αφήνοντας το δάσος.
Οφείλουμε, λοιπόν, να αναγνωρίσουμε ότι δώσαμε την εκλογική μάχη, μέσα σε ένα ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα από τις διασπαστικές επιλογές, τόσο των συντρόφων μας που αποχώρησαν από το κόμμα στο Συνέδριο για να δημιουργήσουν άλλο κόμμα, όσο και του Μετώπου που εξαρχής αποφάσισε τη στρατηγική της αυτόνομης καθόδου στην Αττική και επι τρίμηνο ταλαιπώρησε το ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργώντας την εικόνα ενός χώρου κατακερματισμένου.
Οι εκτιμήσεις που επιμερίζουν την ευθύνη για τις διασπάσεις και στις δύο περιπτώσεις, είναι τουλάχιστον ασαφείς, είτε ηθελημένα είτε όχι.
Ας δούμε και τις δυο περιπτώσεις ξεχωριστά.
Για τη Δημοκρατική Αριστερά, η ζωή μας αποδεικνύει ότι δεν δημιουργήθηκε ευκαιριακά, δεν ήταν γέννημα επιλογών εν βρασμό.
Ήταν συνειδητή επιλογή δουλεμένη από καιρό, τουλάχιστον για τον ηγετικό πυρήνα των πρώην συντρόφων μας.
Επιλογή που αποσκοπεί σε ένα άλλο στρατηγικό σχέδιο από αυτό σε διαδοχικά συνέδρια το κόμμα μας έχει συλλογικά αποφασίσει τη τελευταία δεκαετία και αφορά την αυτόνομη παρουσία του χώρου της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής αριστεράς στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Τώρα, μάλιστα, βλέπουμε με πιο γρήγορους ρυθμούς από ότι είχαμε υπολογίσει να ξετυλίγεται αυτό το σχέδιο. Υπό το ιδεολόγημα της ευθύνης και με πρόσχημα ότι το μνημόνιο δεν ανατρέπεται, συγκροτείται μια αριστερά πρόθυμη να αναλάβει μέρος ευθυνών για ανυπολόγιστες καταστροφές στο κοινωνικό ιστό.
Είναι φανερό ότι δεν μπορούσαμε, ούτε μπορούμε να συνθέσουμε ή να συνυπάρξουμε με αυτές τις επιλογές.
Όπως, πιστεύω, ότι δεν θα συνυπάρξουν και μια σειρά από σύντροφοι και συντρόφισσες που πριν λίγους μήνες αποχώρησαν από το κόμμα, είτε γιατί απογοητεύτηκαν από τις εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ, είτε για συναισθηματικούς λόγους. Τώρα, όμως, βλέπουν να εκτυλίσσονται μπροστά τους σενάρια που δεν τους αφορούν.
Όλους αυτούς τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που για χρόνια πορευτήκαμε μαζί, δεν θα τους κλείσουμε τη πόρτα. Θα είμαστε εδώ.
Γνωρίζουμε ότι θα είμαστε υπό δοκιμή για μεγάλο διάστημα, αλλά θα είμαστε εδώ και θα κρατάμε ζωντανό το μετερίζι της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς και πάντα θα έχουμε τις πόρτες μας ανοιχτές.
Δε θα μπορούσαμε όμως να γίνουμε και δε θα γίνουμε μέρος αυτού του παράδοξου συρφετού των προθύμων για συναίνεση. Για συναίνεση σε μια κυβέρνηση που κατεδαφίζει κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών.
Από την άλλη πλευρά, η κρίση στο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν δυνατό να αποφευχθεί;
Με την επιλογή των ειλικρινών προθέσεων και της πολιτικής συνεννόησης που επιλέξαμε αμέσως μετά το Συνέδριο, δεν ήταν δυνατό να αποφευχθεί.
Γιατί η ξεχωριστή κάθοδος στην Αττική του Μετώπου αποτελούσε στρατηγική επιλογή των δημιουργών του από την αρχή.
Στρατηγική επιλογή ανταγωνιστική όχι μόνο με το Συνασπισμό αλλά και με τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ.
Πολιτικός στόχος, πέρα από τους όποιους προσωπικούς σχεδιασμούς, ήταν η δημιουργία ενός σχήματος με πιο «καθαρή» γραμμή. Και δεν είναι δικές μου εκτιμήσεις.
Θυμηθείτε τι ακούσαμε όλο αυτό το διάστημα.
Στην αρχή πολλά και φιλόδοξα σχέδια από την πλευρά του Μετώπου, να υπερβεί τον ΣΥΡΙΖΑ και να αποτελέσει το όχημα για τη συσπείρωση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι και το ΚΚΕ.
Όταν αυτά τα σχέδια έδειξαν να μην περπατάνε, οι σύντροφοι του Μετώπου επέστρεψαν στην γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ. Και έθεσαν ως απαραίτητο προαπαιτούμενο για την κοινή δράση, την μετατόπιση σε ένα πλαίσιο στην βάση της ιδεολογικής καθαρότητας των δικών τους στόχων.
Την στάση πληρωμών, την έξοδο από το ευρώ και την αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλιώς δήλωναν αποφασισμένοι να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο.
Δεν θέλω να μπούμε διεξοδικά σε αυτή τη συζήτηση. Γιατί δεν έχω στόχο να «ποινικοποιήσω» αυτές τις απόψεις. Αλλά δεν μπορούμε και ορισμένα ζητήματα να τα προσπερνάμε έτσι.
Κάποια ζητήματα όπως αυτό της στάσης πληρωμών, θα έπρεπε να συζητώνται ως τεχνικά ζητήματα και με βάση τους δεδομένους συσχετισμούς. Δε μπορείς όμως με ευκολία και χωρίς σοβαρή συζήτηση να αναδεικνύεις προτάγματα, που παρά τις προθέσεις σου -δεν τις αμφισβητώ- μπορεί να σε εκθέσουν.
Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι στάση πληρωμών, από την δική της σκοπιά, βάζει και μια μερίδα του ελληνικού κεφαλαίου. Προφανώς και δεν εννοούν και δεν επιδιώκουν το ίδιο.
Όσο για την έξοδο από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτοί που το εισηγούνται από θέσεις αριστεράς θα πρέπει να εξηγήσουν το πώς θα καταφέρει να σταθεί η Ελλάδα με το δικό της νόμισμα, εν μέσω ενός σφοδρού νομισματικού πολέμου ο οποίος κλυδωνίζει ακόμα και ισχυρά νομίσματα.
Θα πρέπει να εξηγήσουν το πώς μια τέτοια εξέλιξη θα είναι προς όφελος των εργαζομένων.
Και υπενθυμίζω ότι εδώ δε συζητάμε το τι είναι πιθανό να γίνει αλλά το τι είναι αναγκαίο για τους εργαζόμενους και τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που θέλουμε εμείς να εκφράσουμε.
Με δεδομένους, μάλιστα, τους σημερινούς συσχετισμούς, ποιος θα επωφεληθεί από την επιστροφή στη δραχμή και τις διαδοχικές υποτιμήσεις; Το κεφάλαιο ή η εργασία;
Εκτός αν πιστεύουμε ότι και μόνο μια ολοκληρωτική κοινωνική κρίση που θα προκληθεί, θα δρομολογήσει αυτομάτως διεργασίες που μας οδηγούν στον σοσιαλισμό.
Αυτά είναι τουλάχιστον αφελή. Και δεν έχουν συμβεί ποτέ στην ιστορία. Είναι μαρξισμός του αμφιθεάτρου, ή μάλλον δεν είναι καν Μαρξισμός.
Ο Μάρξ δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι η εξώθηση της κοινωνίας στην ένδεια και την εξαθλίωση δρομολογεί από μόνη της επαναστατικές διαδικασίες.
Αλλά το πρόβλημα, σύντροφοι, επαναλαμβάνω, δεν είναι στις πολιτικές διαφωνίες.
Το πραγματικό ερώτημα είναι ποιες είναι σήμερα οι προτεραιότητες. Θεωρούμε ότι σήμερα απέναντι στην κρίση το ζητούμενο είναι η ενότητα ή η καθαρότητα της γραμμής;
Αυτά τα δυο μαζί δεν συμβαδίζουν, πώς να το κάνουμε.
Αν θεωρούμε προτεραιότητα την ενότητα, οφείλομε να εργαστούμε για την ενότητα. Και η ενότητα για να προχωρήσει χρειάζεται κάθε φορά το μίνιμουμ προγραμματικό πλαίσιο. Όχι το μάξιμουμ, στο όνομα της καθαρής γραμμής.
Ας θυμηθούμε όλοι ποιος ήταν ο ιδρυτικός στόχος του ενωτικού εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ, στόχος που κατάφερε να συγκινήσει το ταλαιπωρημένο από τις διασπάσεις και το πολυκερματισμό, κόσμο της αριστεράς και κυρίως τον ανένταχτο κόσμο.
Ο ιδρυτικός στόχος ήταν η υπέρβαση της λογικής της μοναδικής αλήθειας. Η υπέρβαση της λογικής ότι η δική μας άποψη και μόνο, το δικό μας ρεύμα και μόνο, δικαιώθηκε ιστορικά.
Παρακολουθήστε τη συζήτηση που διεξάγεται το τελευταίο διάστημα, ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης στο χώρο της αριστεράς και ιδιαίτερα στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Και πείτε μου, τι σχέση έχει αυτή η συζήτηση, αυτό το κλίμα, με τον ιδρυτικό στόχο του συμμαχικού μας σχήματος;
Μια διαρκής, ατέρμονη και θορυβώδης διαμάχη για τη πιο σωστή, τη πιο αριστερή, τη πιο συνεπή προσέγγιση απέναντι στη κρίση.
Για το ποιος έχει την σωστή απάντηση, ποιος δρυΐδης διαθέτει το μαγικό φίλτρο και τη πλατφόρμα που αν την εκφωνήσουμε θα συνεπάρουμε τις μάζες και αν την υλοποιήσουμε θα τσακίσουμε τον καπιταλισμό.
Έχει καμία σχέση αυτή η συζήτηση και κυρίως το κλίμα στο οποίο διεξάγεται με αυτή την άλλη κουλτούρα της ανοχής στη διαφορετική άποψη, με τη κουλτούρα της συνεργασίας, της κατανόησης, της σύνθεσης που αποτέλεσαν τους ιδρυτικούς στόχους του ΣΥΡΙΖΑ;
Βέβαια εδώ οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι αυτό το κλίμα δεν πρωτοεμφανίστηκε με τη κρίση. Έχει εμφανιστεί από ορισμένες τουλάχιστον σύμμαχες δυνάμεις εδώ και χρόνια και είναι κύρια ευθύνη δική μας που δε καταφέραμε να το αποτρέψουμε.
Το ερώτημα λοιπόν που έχουμε μπροστά μας δεν είναι αν θέλουμε ή όχι τη συνεργασία των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς;
Το ερώτημα δεν είναι αν θέλουμε ή όχι το ΣΥΡΙΖΑ;
Το ερώτημα είναι αν μπορεί να συνεχίζει να υπάρχει ένα συμμαχικό σχήμα με βαριά τραυματισμένο και αναιρούμενο τον ιδρυτικό του στόχο;
Δεν μπορεί. Αν συνεχίσουμε έτσι, όχι μόνο δε θα βοηθήσουμε στην υπόθεση της ενότητας αλλά θα δημιουργήσουμε το υπόβαθρο για ακόμα μεγαλύτερες διαιρέσεις.
Άρα λοιπόν μπροστά μας ανοίγονται δυο δρόμοι.
Ο πρώτος δρόμος είναι να ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή.
Να ξαναθυμηθούμε όλοι τον ιδρυτικό στόχο, να σεβαστούμε τις διαφορές μας και εστιάσουμε σε αυτά που μας ενώνουν, σε αυτά που μπορούμε να συμφωνήσουμε.
Αυτός ο δρόμος έχει ένα μεγάλο κόστος και ένα μεγάλο κέρδος.
Το κόστος είναι ότι ξαναπιάνοντας το νήμα από την αρχή, αναγκαζόμαστε να αφήσουμε πίσω και όσα θεωρούμε ως κεκτημένα της συνύπαρξής μας για χρόνια.
Το κέρδος ότι αν το αποδεχτούμε όλοι μπορούμε και όλοι να συνεχίσουμε.
Ο δεύτερος δρόμος είναι με ειλικρίνεια και συντροφικότητα να παραδεχτούμε την αδυναμία να προχωρήσουμε όλοι μαζί.
Και να αναζητήσουμε νέα σχήματα και νέες μορφές συνεργασίας. Κρατώντας βέβαια ή και εμβαθύνοντας κάποια κεκτημένα, αλλά προφανώς όχι με όλους.
Συνεχίζοντας όμως μια προσπάθεια κοινής δράσης και συνύπαρξης στο κίνημα με όλους ή και με ακόμα περισσότερους.
Σύντροφοι, ας είμαστε ειλικρινείς, αυτοί οι δύο δρόμοι υπάρχουν μπροστά μας
Εγώ προτείνω σε κλίμα συντροφικό και ειλικρινές να διερευνήσουμε με τους συμμάχους μας τη πρώτη εκδοχή.
Πολύ φοβάμαι όμως ότι τα δεδομένα και η κεκτημένη ταχύτητα από τα ανταγωνιστικά σχήματα και ιδίως του Μετώπου, θα μας οδηγήσουν παρά τη πρόθεσή μας στη δεύτερη.
Αξίζει όμως να προτείνουμε και να προσπαθήσουμε τη πρώτη.
Για να τη προσπαθήσουμε όμως, θα πρέπει να γίνει σαφές το πλαίσιο.
Και επανέρχομαι σε αυτό που έλεγα πριν ότι όποιος θέλει την ενότητα και θυμάται τους ιδρυτικούς στόχους και όρους λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ, δε προχωρά με ιδεολογικές καθαρότητες αλλά με μίνιμουμ πρόγραμμα, σε όσα μπορούμε να συμφωνήσουμε.
Και ποιο μπορεί να είναι αυτό στη σημερινή συγκυρία;
Από αυτή την ενότητα εμείς δεν αποκλείουμε κανέναν. Ακόμα και αν έχει διαφορετική στρατηγική για την Ελλάδα και την Ευρώπη, το πεδίο για κοινή δράση στους καθημερινούς αγώνες, είναι και παραμένει ανοιχτό.
Τέλος σύντροφοι, πιστεύω ότι το επόμενο διάστημα το μεγάλο βάρος των προσπαθειών μας δεν πρέπει να κοιτά προς τα μέσα, στο εσωτερικό της αριστεράς αλλά προς τη κοινωνία.
Είμαστε πολύ πίσω από τις απατήσεις της συγκυρίας, στο επίπεδο της δράσης.
Ο κόσμος δεν περιμένει από εμάς να τα βρούμε στα γραφεία. Ούτε και ενδιαφέρεται άλλωστε, αφού εδώ και μήνες τον βομβαρδίζουμε με τα εσωτερικά μας προβλήματα.
Σχέδιο δράσης χρειάζεται. Και έξοδος στην κοινωνία. Και σε αυτό έχουμε καθυστερήσει.
Αν καταφέρουμε να κερδίσουμε νίκες, έστω και μικρές στο κοινωνικό επίπεδο, αν καταφέρουμε να βάλουμε μπροστά τις μηχανές μας, αν ζεστάνουμε ξανά τις καρδιές του κόσμου της αριστεράς, που πάρα πολύ καιρό πλέον έχει να δει ουσιαστική δράση, τότε θα μπορέσουμε να κερδίσουμε το παιχνίδι.
Η ανασυγκρότηση του κόμματος, δεν γίνεται κουβεντιάζοντας για την ανασυγκρότηση. Γίνεται στην καθημερινή δράση και στην επαφή με την κοινωνία.
Ας μην εξαντλούμαστε, λοιπόν, σε ανοιχτές η μουγκές αντιπαραθέσεις σε αντικρουόμενα σχέδια, σε λοβιτούρες και φραξιονισμούς.
Ας περιφρουρήσουμε την δημόσια εικόνα του κόμματος, ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα με τους υπαρκτούς συμμάχους και ας βγούμε δυναμικά στην κοινωνία με ένα σχέδιο διαρκούς δράσης.
Αυτό περιμένει από εμάς ο κόσμος.
Αν ενεργοποιήσουμε τις ζωτικές δυνάμεις του κόμματος και συνολικά της Αριστεράς, αν αποκαταστήσουμε την περηφάνια και την αυτοπεποίθηση του δικού μας κόσμου, αν καταξιωθούμε ως πρωτοπορία στις κοινωνικές αντιστάσεις, η συζήτηση πάνω στις διαφωνίες και τις πολιτικές αποκλίσεις θα είναι πολύ πιο εύκολη και λιγότερο αδιέξοδη.
Ας θυμόμαστε ότι η δουλειά που έχουμε να κάνουμε δεν είναι το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα στις γραμμές μας.
Είναι να πολεμήσουμε και να νικήσουμε το Μνημόνιο και τη πιο βάρβαρη επίθεση που έχει δεχτεί από το πόλεμο και μετά, η ελληνική κοινωνία.
Εκεί θα κριθούμε. Και στον αγώνα αυτό δεν περισσεύει κανένας.