ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ
ΙΓ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΣΥΝΟΔΟΣ Β΄
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΚΘ΄
Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ
ΕΠΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
Θα συζητηθεί η υπʼ αριθμόν 7/5/17-11-2010 επίκαιρη επερώτηση των Βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας προς τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, σχετικά με την ανάγκη χάραξης εθνικής στρατηγικής για τη φέτα.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γρηγόριος Νιώτης): Η κα Ευαγγελία Αμμανατίδου-Πασχαλίδου, Κοινοβουλευτική Εκπρόσωπος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς, έχει το λόγο για έξι λεπτά.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΜΜΑΝΑΤΙΔΟΥ-ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Η επερώτηση της Νέας Δημοκρατίας για τη φέτα επαναφέρει πρώτα και κύρια το ζήτημα των εξαγωγών και των προβλημάτων στις εξαγωγές των αγροτικών μας προϊόντων και μας υπενθυμίζει τα δισεκατομμύρια ευρώ που φεύγουν κάθε χρόνο από τη χώρα για εισαγωγή τροφίμων, κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις πιο μεγάλες εισαγωγές σε κρέατα και γαλακτοκομικά.
Η μικρή αύξηση των εξαγωγών μας σε αγροτικά προϊόντα τα τελευταία χρόνια δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις εισαγωγές αυτές. Αποτέλεσμα, η διεύρυνση συνεχώς του ελλείμματος του Εμπορικού Ισοζυγίου Αγροτικών Προϊόντων. Οι ευθύνες επιμερίζονται βασικά σε όσους έχουν κυβερνήσει τη χώρα μας και δεν διασφάλισαν τα αυτονόητα μέσα από τις πολιτικές που ακολούθησαν.
Η φέτα αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση ελληνικού εξαγωγικού προϊόντος. Κατοχύρωσε το αποκλειστικό προνόμιο χρήσης του ονόματος. Έκτοτε, όμως, δεν πάρθηκαν μέτρα για να βελτιωθεί η θέση της στη διεθνή αγορά και εφόσον πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν, δεν ωφελήθηκε από αυτό ούτε ο Έλληνας κτηνοτρόφος, ούτε ο Έλληνας καταναλωτής.
Ο κύριος Υπουργός έφυγε, αλλά είχε αναφερθεί σε όσα προανέφερα και εγώ. Μίλησε, όμως, και για τα πρόστιμα που βάζει η Ευρωπαϊκή Ένωση στη χώρα μας και πληρώνουμε όλοι οι φορολογούμενοι πολίτες. Σε αυτό το κομμάτι θα πρέπει να τονίσουμε τη συνυπευθυνότητα και του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας για την κακοδιαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων.
Περιέργως η επερώτηση της Νέας Δημοκρατίας δεν αναφέρεται καθόλου στην τιμή του αιγοπρόβειου γάλακτος, όταν είναι γνωστό ότι η φέτα παράγεται αποκλειστικά από αιγοπρόβειο γάλα και μάλιστα από ζώα ελεύθερης βοσκής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 2008 και μάλιστα στο τέλος του χρόνου οι τιμές του αιγοπρόβειου γάλακτος έπεσαν εντυπωσιακά, την ίδια στιγμή που οι τιμές των ζωοτροφών είχαν αυξηθεί κατά 50%. Ήταν το μοναδικό προϊόν που η τιμή του βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στην ελληνική κτηνοτροφία.
Οι παραγωγοί έκτοτε ζητούν σταθερά μια κατώτερη τιμή 1,1 ευρώ ανά λίτρο, όταν το ανώτερο που τους έχει δοθεί μέχρι σήμερα δεν ξεπέρασε τα 0,94% λεπτά του ευρώ ανά λίτρο. Αυτό σημαίνει ότι η συνεχής χαμηλή τιμή παραγωγού που δίδεται από τη μεταποιητική βιομηχανία καθιστά προβληματικό τον κλάδο σε συνδυασμό με τις δύσκολες συνθήκες εκτροφής.
Επίσης, είναι γνωστό ότι οι ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες υπερτιμολογούν τα προϊόντα τους, επιδιώκοντας μεγαλύτερο κέρδος. Στην περίπτωση της φέτας για την παραγωγή ενός κιλού απαιτούνται τρία λίτρα πρόβειου γάλακτος για την παρασκευή της. Με λιγότερο από 1 ευρώ το λίτρο, που κοστίζει στον τυρέμπορο το πρόβειο γάλα, απαιτούνται 3 ευρώ. Στο ράφι τελικά φθάνει να πωλείται από 8 έως 10 ευρώ το κιλό, τιμή μη ανταγωνιστική και για τον Έλληνα καταναλωτή.
Όμως, παρά τα προβλήματα, τα στοιχεία που διαθέτουμε δείχνουν ότι υπάρχουν αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής κτηνοτροφίας, καθώς και των τομέων μεταποίησης, τυποποίησης και εμπορίας της φέτας. Η παγκόσμια ζήτηση ανέρχεται σε εξακόσιες χιλιάδες τόνους φέτας, όταν η ελληνική παραγωγή είναι διακόσιες χιλιάδες τόνοι. Οι προοπτικές υπάρχουν, αλλά μέχρι τώρα δεν έχει γίνει καμία, μα καμία προσπάθεια για την ανάπτυξη, αλλά και την εξυγίανση του κυκλώματος παραγωγής, παρασκευής και εμπορίας της ελληνικής φέτας.
Στη χώρα μας επιτεύχθηκε μεν η κατοχύρωση του ονόματος, η προστασία του προϊόντος, ο χαρακτηρισμός όμως ενός προϊόντος ως ΠΟΠ μπορεί να βοηθά, αλλά δεν είναι ο ουσιαστικός παράγοντας της επιτυχίας.
Μαζί με τα άλλα καλά ελληνικά προϊόντα, λάδι, ελιές, χυμοί και άλλα, που δυστυχώς είναι άγνωστα διεθνώς, η φέτα αντιμετωπίζει το πρόβλημα της παραγωγής και προώθησης και φυσικά ανταγωνιστικότητας ως προς την ποιότητα και την τιμή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αγορά της Αυστραλίας, όπου γίνεται ευρύτατη κατάχρηση του όρου «φέτα». Τα μη ελληνικής προέλευσης τυριά, για τα οποία χρησιμοποιείται ο όρος «φέτα», είναι είτε ευρωπαϊκά, βουλγαρικά ή δανέζικα, είτε αυστραλιανά και Νέας Ζηλανδίας. Να υπογραμμιστεί ότι τα ευρωπαϊκής προέλευσης τυριά εισέρχονται μεν στην Αυστραλία ως λευκό τυρί, βαφτίζονται δε «φέτα» στην πορεία προς τα ράφια των σούπερ μάρκετ από τους εισαγωγείς, οι μεγαλύτεροι εκ των οποίων είναι οι ίδιοι οι εισαγωγείς της ελληνικής φέτας.
Μια επιπλέον δυσκολία στη διείσδυση της φέτας στην αγορά της Αυστραλίας είναι η υψηλότερη τιμή της.
Πέραν των άλλων, να σημειωθεί ότι υπάρχει κίνδυνος ακύρωσης τυριών ΠΟΠ στο μητρώο, στην περίπτωση που η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίνει ότι δεν διασφαλίζεται πλέον η συμμόρφωση προς τις προδιαγραφές, καθώς και στην περίπτωση που κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον ζητήσει την ακύρωση της κατοχύρωσης. Ιδιαίτερα για τη φέτα, εκτός από τους γνωστούς ανταγωνιστές μας, μπορεί να υπάρχουν και άλλοι, όπως είναι παραδείγματος χάρη η Βουλγαρία, η συμμόρφωση θα πρέπει να ισχύει μέχρι το τελευταίο γράμμα των προδιαγραφών της.
Η περίπτωση διαγραφής της φέτας από το μητρώο των ΠΟΠ θα σημάνει φυσικά και την κατάρρευση της ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας. Ένα σχετικό πρόβλημα είναι η παρατηρούμενη αναρχία τα τελευταία χρόνια στο χώρο της εμπορίας των ζώων αναπαραγωγής και της έλλειψης ισχυρής πολιτικής για τις εκτρεφόμενες εγχώριες φυλές και τη γενετική τους βελτίωση.
Φαίνεται ότι εκείνοι που επηρεάζουν την κατεύθυνση της ελληνικής προβατοτροφίας, αλλά και της αιγοτροφίας είναι οι ζωέμποροι που δρουν μάλλον ανεξέλεγκτα. Είναι γνωστό και πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετές αυτόχθονες φυλές, αντάξιες ως προς την γαλακτοπαραγωγή με τις ξενικές, έχοντας ως επιπλέον πλεονέκτημα την προσαρμογή στο δικό μας περιβάλλον, στο οποίο δύσκολα προσαρμόζονται οι ξενικές φυλές.
Επίσης, προβληματική είναι η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο χώρο της ζωοτεχνικής έρευνας, αφού η όλη αγροτική έρευνα που γίνεται μέσα από το ΕΘΙΑΓΕ βρίσκεται σε απραξία, διότι ποτέ δεν υπήρξε μια ανάλογη κατεύθυνση.
Επιπλέον, είναι πάντα επίκαιρη η πρόταση για την ίδρυση και λειτουργία «Ινστιτούτου Αιγοπροβατοτροφίας και Αξιοποίησης της προϊόντων της». Παραδείγματος χάριν, θα μπορούσε να γίνει στην Ελασσόνα, που είναι μία περιοχή με ισχυρή κτηνοτροφία.
Βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της Αιγοπροβατοτροφίας είναι η εξασφάλιση βοσκοτόπων με τη δημιουργία θεσμικού πλαισίου για την οριοθέτηση χρήση και διαχείρισή τους, όπως προβλεπόταν στο νόμο 1734/1987. Έτσι θα είναι συγκεκριμένα τα όρια των βοσκοτόπων από τις άλλες χρήσεις γης, θα είναι γνωστή η έκτασή τους και επιπλέον, θα αποκαλυφθούν αρκετές εκτάσεις κοινόχρηστων βοσκοτόπων που είναι καταπατημένες για καλλιέργεια ή άλλες χρήσεις, πάντα φυσικά, χωρίς αυτό να δημιουργεί περιβαλλοντικά προβλήματα σε προστατευόμενες περιοχές.
Ένας σοβαρός προβληματισμός που υπάρχει για πολλά χρόνια είναι αυτός της απαξίωσης του συνεταιριστικού κινήματος που έχει σαν συνέπεια την αδράνεια και την κατάρρευση πολλών συνεταιριστικών οργανώσεων. Μέσα σʼ αυτήν την κατάσταση δραστηριοποιείται η ασύδοτη ελεύθερη αγορά, με αποτέλεσμα την παρατηρούμενη προκλητικά πολλαπλάσια διαφορά, μεταξύ των τιμών παραγωγού και των τιμών καταναλωτή. Είναι αναγκαία η ανασυγκρότηση, τόσο των πρωτοβάθμιων συνεταιρισμών, όσο και των ΕΑΣ, έτσι που να μπορούν να θεμελιώνουν τον πιο κυρίαρχο ρόλο που πρέπει να έχουν σήμερα, να μπορούν να λειτουργήσουν σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα, σʼ αυτό που λέγεται από το χωράφι στο ράφι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η θετική πορεία της συνεταιριστικής ΔΩΔΩΝΗΣ, η οποία λόγω της μεγάλης ζήτησης των προϊόντων αιγοπρόβειου γάλακτος αποφάσισε την εισκόμιση επιπλέον γάλακτος και από περιοχές, εκτός Ηπείρου, αφού απορρόφησε όλη την παραγωγή αιγοπρόβειου γάλακτος της δικής της περιοχής. Γιʼ αυτό εμμένουμε στη θέση μας και πρέπει να γίνει και θέση της Κυβέρνησης, ότι η γαλακτοβιομηχανία ΔΩΔΩΝΗ παίζει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της πολιτικής για το γάλα και πρέπει, αν η ΑΤΕ την πουλήσει, να περάσει στα χέρια των συνεταιρισμών της Ηπείρου και των κτηνοτρόφων, με τη δέσμευση, όμως, ότι δεν θα πωλούνται ή θα μεταβιβάζονται οι μετοχές σε ιδιώτες, διότι αυτό γνωρίζετε ότι κάποια στιγμή θα γυρίσει μπούμερανγκ, αν το πλειοψηφικό πακέτο συγκεντρωθεί στα χέρια εκτός παραγωγικών ή συνεταιριστικών κλάδων.
Τελειώνοντας, πρέπει να τονιστεί πως στις συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης και μνημονιακής διακυβέρνησης, η ήδη διαλυμένη παραγωγική βάση της χώρας θα αφανιστεί. Για να υπάρξει ουσιαστική και αντικειμενική ανάπτυξη, θα πρέπει να υπάρξει στήριξη των παραγωγών και διάλυση των καρτέλ και όχι το αντίστροφο. Στη συζήτηση για την αναθεώρηση της ΚΑΠ η χώρα μας πρέπει να διασφαλίσει τη συνέχιση και στήριξη της μικρομεσαίας γεωργίας, για να μην πεθάνει η ύπαιθρος που ήδη βρίσκεται στην εντατική.
Ευχαριστώ.