ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ 2011:
Για όσους παρακολούθησαν την συζήτηση πέρσι τον Δεκέμβρη για τον προϋπολογισμό του 2010 θα θυμούνται τους υπουργούς να δηλώνουν από το βήμα πολλά για την πράσινη ανάπτυξη και τις λαμπρές σελίδες, που ανοίγονται για την προστασία του περιβάλλοντος. Δεν ήταν άλλωστε και πολύ δύσκολο αυτό, αφού μόλις είχαν διαδεχθεί μια κυβέρνηση ΝΔ, που η προστασία του περιβάλλοντος ήταν η τελευταία της προτεραιότητα.
Βέβαια ο προϋπολογισμός του 2010 ουσιαστικά ποτέ δεν εκτελέστηκε, αφού μόλις μερικές εβδομάδες μετά ζητήσαμε την βοήθεια του μηχανισμού στήριξης ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ και το μνημόνιο, που υπογράφτηκε ουσιαστικά τροποποίησε τον προϋπολογισμό, καταργώντας πολλές κοινωνικές παροχές, από τις έτσι και αλλιώς πενιχρές, που περιελάμβανε, και δίνοντας βάρος μόνο στην αύξηση των εσόδων του κράτους. Επιβεβαιωνόμαστε δυστυχώς, που επισημάναμε πολύ έγκαιρα τον κίνδυνο σε συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, η περιβαλλοντική ατζέντα να παραγκωνιστεί. Βλέπουμε αυτόν τον κίνδυνο να πραγματοποιείται, τόσο από τα πενιχρά κονδύλια, που προβλέπονται για ουσιαστική περιβαλλοντική πολιτική, όσο και από το νέο καθεστώς των fast track επενδύσεων με κάθε κόστος.
Από τον προϋπολογισμό του 2010 έμειναν εκείνα τα εισπραχτικού χαρακτήρα μέτρα, όπως η τακτοποίηση των ημιυπαίθριων, μέτρο καθαρά αντιπεριβαλλοντικό, όπως έγινε, αφού αυξάνει στην πράξη τον συντελεστή δόμησης στις αστικές περιοχές, μια και προστίθενται στον δομημένο χώρο αρκετά επιπλέον τ.μ.. Προτάσεις που κατατέθηκαν, ώστε το πρόβλημα των αυθαίρετα κλεισμένων ημιυπαίθριων να λυθεί με κοινωνική ευαισθησία και οικολογικά δίκαιη πολιτική, δεν έγιναν δεκτές, αφού ο στόχος ήταν και παραμένει μόνο εισπραχτικός. Ένα μέρος από τα προσδοκώμενα έσοδα από τους ημιυπαίθριους υπάρχει και στον προϋπολογισμό του 2011.
Επίσης έμειναν και τα κίνητρα για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων, που όμως δεν χρηματοδοτήθηκαν και δεν προχώρησε το πρόγραμμα. Μεταφέρεται το πρόγραμμα στο 2011 με πολύ λιγότερα προβλεπόμενα χρηματοδότησης, που το καθιστούν περιβαλλοντικά ανεπαρκές, μια και μόνο όσοι τελικά έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό, μπορούν να προχωρήσουν σε ενεργειακή αναβάθμιση.
Ο προϋπολογισμός 2011 γίνεται στο αυστηρό πλαίσιο του μνημονίου, αλλά και σε συνθήκες κοινωνικής, οικολογικής κρίσης, που εντείνεται και με τα μέτρα, που επιβάλλει το μνημόνιο. Η εισοδηματική πολιτική, τα προσδοκώμενα έσοδα από τους έμμεσους φόρους, οι αποκρατικοποιήσεις επηρεάζουν καίρια τις ενεργειακές, διατροφικές, πολιτισμικές και ηθικές αξίες των πολιτών. Ο προϋπολογισμός οδηγεί, με την μη αναδιανομή των εσόδων υπέρ των κοινωνικά αδυνάτων και του περιβάλλοντος, σε ενίσχυση του κυρίαρχου μοντέλου που οδήγησε στην οικονομική, κοινωνική και οικολογική κρίση.
Ο προϋπολογισμός 2011 δεν περιλαμβάνει εκείνες τις παρεμβάσεις και ρυθμίσεις, το νομικό πλαίσιο δίνει τέτοιες δυνατότητες, στην παραγωγή και εμπορία τροφίμων και έτσι δεν ελέγχεται η κερδοσκοπία με αποτέλεσμα να δέχεται πιέσεις η βιοποικιλότητα, αλλά και η υγεία των καταναλωτών. Επίσης η χρηματοδότηση της προστασίας των δασών, των θαλασσών, των λιμνών και των ποταμών είναι μειωμένη, ενώ ο ρούς των ποταμών αντιμετωπίζεται ως προϊόν και πολλά προγράμματα αξιοποίησης του με φράγματα από ιδιώτες επενδυτές αντιμετωπίζονται από την κυβέρνηση ως πηγή εσόδων, παρά την επιβάρυνση, που θα επιφέρουν στα οικοσυστήματα. Οι φορείς διαχείρισης περιοχών natura που όλο το προηγούμενο διάστημα είχαν πρόβλημα χρηματοδότησης της λειτουργίας τους δεν θα νιώθουν και πολύ ευτυχισμένοι με την μειωμένη σε σχέση με τις ανάγκες τους χρηματοδότηση.
Η ενέργεια αποτελεί για τους επενδυτές το σύγχρονο ελ ντοράντο και ο προϋπολογισμός 2011 στηρίζει σημαντικά έσοδά του σε αυτή την κερδοσκοπία του κεφαλαίου. Η ενέργεια δεν αντιμετωπίζεται από την κυβέρνηση ως δημόσιο αγαθό, αλλά ως προϊόν, που μπορεί να ενισχύσει τα έσοδα του προϋπολογισμού, είτε μέσω αποκρατικοποίησης, πουλώντας μονάδες ή δικαιώματα εξόρυξης του περιβαλλοντικά επιζήμιου λιγνίτη, αγνοώντας την κλιματική αλλαγή και τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας για περιορισμό των αερίων, που είναι υπεύθυνα για την κλιματική αλλαγή. Η προσπάθεια για περιορισμό του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως πεδίο εξοικονόμησης εσόδων, γιατί και περιορισμό της οικολογική πίεσης δεν έχουμε και την κρίση καλούνται να την πληρώσουν οι οικονομικά ασθενέστεροι με ακριβότερη πρόσβαση στο αγαθό της ενέργεια.
Το Ενεργειακό θεωρείται μέχρι σήμερα ότι είναι πρόβλημα αντιμετώπισης της διαρκώς αυξανόμενης ζήτησης και όχι στοιχείο ενός εναλλακτικού αναπτυξιακού-παραγωγικού μοντέλου και καταναλωτικών συμπεριφορών. Σε μια περίοδο σοβαρών κλιματικών αλλαγών, μια ήπια ενεργειακή πολιτική, πρέπει να βασιστεί στους παρακάτω άξονες:
α) σε πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας. Στις προβλεπόμενες δημόσιες επενδύσεις δεν προβλέπονται τέτοιες πολιτικές.
β) στη μέγιστη αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, με σεβασμό στην φέρουσα ικανότητα του τόπου εγκατάστασης τους..
Στον προϋπολογισμό δεν προβλέπονται δημόσιες επενδύσεις για ανάπτυξη των ΑΠΕ. Πολιτική που ενισχύει την συρρίκνωση της ΔΕΗ ως δημόσιας επιχείρησης. Έτσι παραδίδεται το δημόσιο αγαθό της ενέργειας στα σχέδια ιδιωτών επενδυτών. Σχέδια που υπό το νέο καθεστώς των ΑΠΕ και ελλείψει σοβαρού σχεδιασμού και ελέγχου από το κράτος, πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες και φτάνουν να ανταγωνίζονται την πολιτική περιβαλλοντικής προστασίας.. .
Η διαχείριση των απορριμμάτων είναι αρμοδιότητα των οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ο περιορισμός της χρηματοδότησης των ΟΤΑ από τον κρατικό προϋπολογισμό θα οδηγήσει εκβιαστικά στην ανάθεση σε ιδιώτες της διαχείρισης των απορριμμάτων με την μη φιλική προς το περιβάλλον, ακριβή και ανταγωνιστική προς την ανακύκλωση καύση. Χωρίς δημόσιο έλεγχο η διαχείριση των απορριμμάτων από φιλική προς το περιβάλλον πολιτική μετατρέπεται σε προϊόν, που αντιμετωπίζεται με την λογική του κέρδους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μονάδα καύσης SRF στο Βόλο, που αντί να συμμετέχει στην διαχείριση των απορριμμάτων της περιοχής, (Γι΄΄ αυτό άλλωστε επιδοτείται) εισάγει απορρίμματα από άλλες χώρες.
Οι δημόσιες επενδύσεις περιορίζονται, και έτσι μεγάλα έργα που θα βελτίωναν το περιβάλλον, όπως τα μητροπολιτικά πάρκα στο λεκανοπέδιο της Αθήνας, δεν μπορούν να προχωρήσουν. Η σημασία τέτοιων δημοσίων έργων είναι προφανής για την ανάπτυξη, αλλά και για την βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών. Η προσδοκία της κυβέρνησης για αξιοποίηση των χώρων αυτών από το διεθνές κεφάλαιο, μέσω του νόμου fast track, θα οδηγήσει σε τσιμεντοποίηση και περιορισμένη χρήση από τους πολίτες. Μπορεί πρόσκαιρα να δώσει κάποια έσοδα, θα υποβαθμίσει όμως την καθημερινότητα των πολιτών και το περιβάλλον.
Ένα σημαντικό μέρος των εσόδων και αυτού του προϋπολογισμού, όπως και των προηγούμενων, προβλέπεται να προέλθει από την νομιμοποίηση των αυθαίρετων. Διαιωνίζεται έτσι η περιβαλλοντικά καταστροφική πολιτική, που οδηγεί σε άναρχη ανάπτυξη των πόλεων και σε καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Μια άναρχη ανάπτυξη που πριμοδοτείται από τη λογική των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, που κατατέμνουν το τοπίο, δημιουργώντας αυθαίρετες πολεοδομικές επεκτάσεις, επιτείνοντας το πρόβλημα διάχυσης της πόλης και καταστρέφοντας το φυσικό περιβάλλον (απαραίτητο για την ποιότητα ζωής των κατοίκων της πόλης), όπως θα συμβεί με τους αυτοκινητοδρόμους στον Υμηττό.
Η πολιτική ανάπτυξης με αυτοκινητοδρόμους που αυξάνει την αυτοκίνηση είναι πολιτική αντιπεριβαλλοντική. Τα τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων για μια ακόμα χρονιά και για έναν ακόμα προϋπολογισμό, έχουν καθαρά εισπραχτικό χαρακτήρα και δεν βοηθούν στον περιορισμό της χρήσης ΙΧ αυτοκινήτων και στην χρήση των μέσων μαζικής μετακίνησης. Παράλληλα η πολιτική αυτή οδηγεί στην αφαίμαξη των εισοδημάτων με τα υπέρογκα διόδια.
Τμήμα Οικολογίας και Περιβάλλοντος