Η δημιουργία της ΟΝΕ και του ευρώ συνοδεύτηκε από μεγάλες υποσχέσεις και προσδοκίες για ενίσχυσης της οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης των ευρωπαϊκών χωρών. Δέκα χρόνια αργότερα το ευρώ παραπαίει στη δίνη της οικονομικής κρίσης, ενώ το πλαίσιο της ΟΝΕ αναδεικνύεται ως κατʼ εξοχήν μηχανισμός εξυπηρέτησης των τραπεζικών συμφερόντων και των ισχυρών χωρών της ευρωζώνης σε βάρος των αδύναμων οικονομιών.
Η ευρωζώνη διευρύνει το χάσμα ανταγωνιστικότητας
Η απουσία ενιαίας μακροοικονομικής πολιτικής σε επίπεδο ευρωζώνης ενισχύει τις τάσεις ανισόμετρης ανάπτυξης που από φύση έχει ο καπιταλισμός, ενδυναμώνοντας τις διαδικασίες χωρισμού της ευρωζώνης σε χώρες του «πυρήνα» και της «περιφέρειας». Αυτό με τη σειρά του διαιωνίζει τις διαφορές παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, οι οποίες εκδηλώνονται με τα «ανοίγματα» στο εμπορικό ισοζύγιο (πλεονασματικά στον «πυρήνα», κυρίως Γερμανία, και ελλειμματικά στην «περιφέρεια», κυρίως Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία κ.ά.)
Θυμίζουμε ότι η συμμετοχή μιας χώρας στην ευρωζώνη συνεπάγεται απώλεια νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής υπέρ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία ασκεί χαλαρή εποπτεία των τραπεζών, δεν δανειοδοτεί κράτη-μέλη αλλά τις τράπεζες με 1%, οι οποίες δανείζουν ακριβά τα κράτη-μέλη.
Από την άλλη η δημοσιονομική πολιτική (κρατικός προϋπολογισμός των χωρών) μπαίνει στο στόχαστρο του Συμφώνου Σταθερότητας, ενώ ο κοινοτικός προϋπολογισμός είναι πολύ ισχνός (μόλις 1% του ΑΕΠ) για να στηρίξει τις διαδικασίες οικονομικής σύγκλισης. Τέλος η διαρθρωτική (αναπτυξιακή) πολιτική είναι ανύπαρκτη, με εξαίρεση την «Κοινή Αγροτική Πολιτική» (ΚΑΠ), άκρως εχθρική στους μικρομεσαίους αγρότες.
Ο μόνος μοχλός που απομένει στις χώρες για στήριξη της ανταγωνιστικότητας είναι η εισοδηματική πολιτική, που όμως ακυρώνεται από την πολιτική «παγώματος μισθών» της Γερμανίας, εξουδετερώνοντας τα όποια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των «περιφερειακών» χωρών. Κατά συνέπεια το φάσμα της χρόνιας «λιτότητας» και «στασιμότητας» είναι το ρεαλιστικότερο σενάριο για τις αδύναμες οικονομίες της ευρωζώνης.
Το χάσμα ανταγωνιστικότητας βασική αιτία υπερχρέωσης
Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας αυξάνει διαχρονικά το εμπορικό έλλειμμα των χωρών της «περιφέρειας», το οποίο με τη σειρά του τροφοδοτεί τον ιδιωτικό και δημόσιο δανεισμό για εξισορρόπηση του ισοζυγίου πληρωμών. Σε συνθήκες μάλιστα χαλαρών ελέγχων της πιστωτικής επέκτασης, η υπερχρέωση επιχειρήσεων, νοικοκυριών και Δημοσίου εντείνεται για τη διατήρηση του επιπέδου κατανάλωσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αυξανόμενα εμπορικά ελλείμματα «περιφερειακών» χωρών (Ισπανίας, Πορτογαλίας, Ελλάδας κ.ά.) οδήγησαν σε υπερβολική αύξηση δανεισμού, κυρίως του ιδιωτικού την τελευταία δεκαετία.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του «Research on Money and Finance» (παρουσιάστηκε στην Ελλάδα, στις 15.9.10, από τον καθηγητή Κ. Λαπαβίτσα κ.ά.), το συνολικό χρέος της Ισπανίας το 2009, δημόσιο και ιδιωτικό, ήταν 5.315 δισ. ευρώ (ή 506% του ΑΕΠ), της Πορτογαλίας 783 δισ. ευρώ (ή 479% του ΑΕΠ) και της Ελλάδας 703 δισ. ευρώ (ή 296% του ΑΕΠ). Η σχέση ιδιωτικού και δημόσιου χρέους ήταν υπέρ του ιδιωτικού (Ισπανία 87% ιδιωτικό και 13% δημόσιο, Πορτογαλία 85% και 15%, Ελλάδα 58% και 42%).
Όσον αφορά τους πιστωτές, 51% του χρέους της Ελλάδας ήταν σε πιστωτές εξωτερικού και 49% εσωτερικού, της Πορτογαλίας αντίστροφα 49% εξωτερικού και 51% εσωτερικού, ενώ της Ισπανίας 33% και 67%.
Δηλαδή, από τις τρεις χώρες, η Ελλάδα είχε σε ποσοστό του ΑΕΠ μικρότερο συνολικά χρέος, αλλά συγκριτικά μεγαλύτερο δημόσιο, ενώ από πλευράς πιστωτών το χρέος ήταν μοιρασμένο μεταξύ κατοίκων εξωτερικού και εσωτερικού. Ωστόσο και στις τρεις χώρες το ιδιωτικό χρέος ήταν σαφώς μεγαλύτερο και αυξήθηκε γρηγορότερα την τελευταία δεκαετία.
Κερδισμένες από την αυξανόμενη υπερχρέωση των χωρών της «περιφέρειας» ήταν οι τράπεζες του «πυρήνα», αλλά και της «περιφέρειας» (μεταξύ αυτών και οι ελληνικές), που γνώρισαν «τρελά κέρδη» από την αυξανόμενη πιστωτική επέκταση επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), ο κύριος όγκος δανεισμού των τριών χωρών τη δεκαετία 2000-2009 ήταν κυρίως από γαλλικές, γερμανικές και αγγλικές τράπεζες.
Με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης ή καλύτερα της «φούσκας» των χρηματοοικονομικών «παραγώγων», τέθηκε επιτακτικά το ζήτημα της σωτηρίας των ευρωπαϊκών τραπεζών, μαζί της ΟΝΕ και του ευρώ.
Η απάντηση των κυρίαρχων κύκλων της ευρωζώνης
Οι κυρίαρχες ελίτ των Βρυξελλών κινήθηκαν προς τρεις κατευθύνσεις για αντιμετώπιση της κρίσης. Πακέτα διάσωσης των τραπεζών, δημιουργία «μηχανισμού στήριξης» με άγρια μέτρα λιτότητας, αυστηροποίηση του πλαισίου ΟΝΕ σε πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες λογικές!
Η συγκεκριμένη πολιτική υλοποιείται ήδη στην Ελλάδα: με τη χορήγηση ισχυρού πακέτου στήριξης των τραπεζών (28 δισ. ευρώ αρχικά και 50 δισ. στη συνέχεια από τα 110 δισ. του δανείου της «τρόικας») και με το «Μνημόνιο», του οποίου η εφαρμογή «παράγει» ερείπια (μείωση ΑΕΠ -5%, διπλασιασμός ανεργίας, πληθωρισμός 5,5%, μεγάλες περικοπές μισθών - συντάξεων, χιλιάδες «λουκέτα», άπλωμα φτώχειας κ.ά).
Αυτή η πολιτική, που κύριο στόχο έχει τη διασφάλιση των τραπεζών, δεν βγάζει την ελληνική οικονομία από την κρίση, ούτε τις άλλες οικονομίες της «περιφέρειας». Ακόμα και η πειθαρχική Ιρλανδία, χωρίς Μνημόνιο αλλά με την εφαρμογή σκληρών μέτρων λιτότητας, βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Η παρατεταμένη ύφεση και υπανάπτυξη οδηγούν μοιραία σε διεύρυνση του χάσματος παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, σε αύξηση εμπορικών ελλειμμάτων, αύξηση του δανεισμού -ιδιωτικού και δημόσιου- και της αντίστοιχης αιμορραγίας πόρων για την εξυπηρέτησή του.
Η ευρωζώνη σπρώχνει τις αδύναμες οικονομίες εκτός ευρώ
Οι νεοφιλελεύθερες «διορθώσεις» της ΟΝΕ (έγκριση εθνικών προϋπολογισμών από Ε.Ε., επιβολή κυρώσεων κ.ά.), ωθούν αντικειμενικά τις οικονομίες της «περιφέρειας» εκτός ευρώ. Κατά συνέπεια η προσπάθεια παραμονής «πάση θυσία» στην ευρωζώνη αποτελεί για την Ελλάδα καταστροφικό σενάριο (η κατάσταση ενδεχομένως να ήταν διαφορετική αν γίνονταν θετικές αλλαγές στην ΟΝΕ).
Ήδη με την εφαρμογή του «Μνημονίου», ακόμα κι αν μειωθούν τα ελλείμματα κάτω από 3% του ΑΕΠ το 2013, το δημόσιο χρέος από 127% θα φθάσει το 147% του ΑΕΠ. Το τεράστιο αυτό χρέος δεν ξεχρεώνεται ούτε με ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης 5% για μια εικοσαετία.!
Η άρνηση της κυβέρνησης για αναδιαπραγμάτευση χρέους, τη στιγμή που όλο και δυνατότερα ακούγονται τα «τύμπανα» της χρεωκοπίας, δεν αποτρέπει τον κίνδυνο ούτε βγάζει την οικονομία από την ύφεση. Οι μόνοι τους οποίους ωφελεί η συγκεκριμένη πολιτική είναι οι τράπεζες και η οικονομική ολιγαρχία, που με την ομπρέλα της «τρόικας» βρίσκει μια ακόμα φορά την ευκαιρία να ασελγήσει κερδοσκοπώντας στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Εναλλακτική πολιτική προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας
Ωστόσο αυτή η πολιτική δεν είναι μονόδρομος. Υπάρχει εναλλακτική λύση με ριζοσπαστική αλλαγή των συντεταγμένων της οικονομικής πολιτικής. Μιλάμε για προοδευτική διέξοδο από την κρίση και ανοικτό τον δρόμο της σοσιαλιστικής προοπτικής. Η αλυσίδα των γεγονότων σε αυτήν την επιλογή είναι:
Παύση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση χρέους («κούρεμα» και βελτίωση όρων αποπληρωμής).
Άμεση εθνικοποίηση τραπεζών και αξιοποίηση λαϊκών αποταμιεύσεων για στήριξη προγραμμάτων ανάπτυξης και νέων θέσεων εργασίας.
Προώθηση παραγωγικής ανασυγκρότησης με ευρύ πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Εφαρμογή κλαδικών πολιτικών, στήριξης μικρών επιχειρήσεων και αγροτών, μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος. Ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση, πάταξη φοροδιαφυγής, αύξηση φόρων στα μεγάλα εισοδήματα και περιουσίες.
Περικοπή στρατιωτικών δαπανών, ορθολογική διαχείριση δημοσίων πόρων. Έλεγχος των αγορών και κίνησης κεφαλαίων.
Έλεγχος δράσης καρτέλ, ενδυνάμωση του δημόσιου τομέα σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας.
Διασφάλιση αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων, στήριξη ασφαλιστικού, αύξηση κοινωνικών δαπανών, ειδικά προγράμματα απασχόλησης νέων κ.ά.
Οι κοινωνικές - πολιτικές προϋποθέσεις της παραπάνω στρατηγικής είναι η ανάπτυξη ισχυρού κινήματος αντίστασης κατά του «Μνημονίου» και η δημιουργία προοδευτικής - ριζοσπαστικής κυβέρνησης. Η κοινή δράση των δυνάμεων της αριστεράς αποτελεί «ακρογωνιαίο λίθο» για προώθηση των συγκεκριμένων προϋποθέσεων.
* Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών
(**) Το κείμενο αποτελεί σημεία της εισήγησης στη συνδιάσκεψη των Ευρωπαίων Οικονομολόγων για μια Εναλλακτική Οικονομική Πολιτική (Ρέθυμνο 24-25.9.10)