Δεδομένου ότι στις περιόδους των κρίσεων η κατεστημένη οικονομολογική σοφία αποδεικνύεται κάθε φορά άνθρακες, μια ορισμένη «επιστροφή στο Μαρξ» είναι σχεδόν επιβεβλημένη. Αυτό συνέβη και με την παρούσα καπιταλιστική κρίση. Το σύστημα, μάλιστα, προσέφερε τους μηχανισμούς του και ως προς αυτό. Ποιος δείκτης, αλήθεια, θα ήταν καλύτερος με τους δικούς του όρους από την μεγάλη αύξηση των πωλήσεων του Κεφαλαίου, για να αντιληφθούμε την «επικαιρότητα του μαρξισμού» -- ακόμη και το Βήμα συμμετείχε στην θριαμβική επανάκαμψη προσφέροντας το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Προφανώς, αυτά έχουν τη σημασία τους. Δείχνουν, κυρίως, πόσο χαμένα τα έχουν οι φανατικοί υποστηρικτές του «αιώνιου συστήματος», αφότου ξέσπασε η κρίση στη δίνη της οποίας στροβιλίζεται ακόμα ο κόσμος μας κι ενώ ο ορίζοντας γίνεται όλο και σκοτεινότερος.
Την ίδια ώρα εξελίσσεται σε διεθνές επίπεδο μια ζωηρή και ουσιαστική συζήτηση μεταξύ μαρξιστών σχετικά με τα χαρακτηριστικά, τα αίτια, τις συνέπειες και τις πιθανές εκβάσεις της παρούσας κρίσης. Η μαρξιστική συζήτηση είναι τόσο σοβαρότερη από την επιφανειακή «ανάλυση» που κάνουν οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι --νομπελίστες και μη--, που η έλλειψη επαφής της δικής μας Αριστεράς μαζί της μας στερεί σημαντικότατα εργαλεία όχι μόνο για την θεωρητική κατανόηση, αλλά, κυρίως, για την πολιτική μας παρέμβαση. Μια αναγκαστικά συνοπτική --και επομένως σχηματική-- παρουσίαση αυτής της συζήτησης θα επιχειρηθεί με τη σειρά άρθρων που θα ακολουθήσει το παρόν. Για τη σοβαρή ωστόσο κάλυψή της θα απαιτούνταν η έκδοση και στη γλώσσα μας των βασικών κειμένων γύρω από τα οποία εκτυλίχθηκε αυτή. Ας ελπίσουμε ότι στο άμεσο μέλλον αυτό θα γίνει σχετικά έστω εφικτό: το κέρδος θα είναι μεγάλο.
Χρ. Λ.
Δύο θέματα --μεταξύ άλλων-- φαίνεται να κυριαρχούν στη τρέχουσα μαρξιστική παραγωγή αναφορικά με την καπιταλιστική κρίση. Το πρώτο αφορά τη σχέση μεταξύ «πραγματικού» και «χρηματικού» τομέα, τις μεταξύ τους διαδράσεις, την προτεραιότητα του ενός ή του άλλου και, διʼ αυτών, την ενδεχόμενη ιδιοτυπία της παρούσας κρίσης σε σχέση με αυτές του παρελθόντος. Το δεύτερο --και σε άμεση σύνδεση με το προηγούμενο-- είναι ό,τι αφορά την κίνηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας και της συσσώρευσης τις τελευταίες δεκαετίες και την επίδρασή της σε όσα σήμερα αντιμετωπίζει ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Σε αυτά θα αξονιστεί και η παρουσίασή μας.
Η «περίπτωση Μπρένερ» και η κρίση του καπιταλισμού
Έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από όταν μια εργασία του Ρόμπερτ Μπρένερ (Robert Brenner) έδωσε το έναυσμα για μια ευρεία συζήτηση σχετικά με το παρόν και το μέλλον του καπιταλισμού. Και όλο αυτό σε χρόνο ανύποπτο, εκεί στο τέλος της δεκαετίας του ʼ90, όταν οι θιασώτες της επελαύνουσας παγκοσμιοποίησης διέχεαν την πεποίθησή τους για το λαμπρό μέλλον του καπιταλισμού -- και της ανθρωπότητας μαζί του. Τότε, λοιπόν, ο Μπρένερ, στο ειδικό τεύχος του New Left Review (αρ. 229),1 παρουσίασε μια έρευνα της εξέλιξης του παγκόσμιου καπιταλισμού για τα 60 χρόνια μετά τον πόλεμο, στην οποία υποστήριζε, μεταξύ πολλών άλλων, πως η μεγάλη καπιταλιστική κρίση του ʼ70 δεν είχε ποτέ στην πραγματικότητα ξεπεραστεί. Υποστήριζε, δηλαδή, πως επρόκειτο για μια «αναβεβλημένη κρίση». Βάσει αυτού, μάλιστα, προέβλεπε αρκετά από τα φαινόμενα τα οποία αντιμετωπίζουμε από το 2007 κι έπειτα.
Για τον Μπρένερ, λοιπόν, οι απαρχές της σημερινής κρίσης πάνε πίσω στη δεκαετία του ʼ70, όταν έγινε χωρίς αμφιβολία εμφανής η μεγάλη συρρίκνωση του οικονομικού δυναμισμού στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «[η] οικονομική επίδοση στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, όποιον δείκτη και αν χρησιμοποιήσουμε --τη μεγέθυνση του προϊόντος, την επένδυση, την απασχόληση ή τους μισθούς-- επιδεινώνεται από δεκαετία σε δεκαετία, από οικονομικό κύκλο σε οικονομικό κύκλο, συνεχώς με αρχή το 1973».2 Η ρίζα αυτής της επιδείνωσης βρίσκεται στη μεγάλη πτώση της καπιταλιστικής κερδοφορίας από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ʼ60, η οποία προκλήθηκε πρωτίστως από τη χρόνια τάση προς την υπερβολική επέκταση της παραγωγικής δυναμικότητας (overcapacity) του παγκόσμιου βιομηχανικού τομέα.
Αυτή η χρόνια τάση ενισχύθηκε, σύμφωνα με την ανάλυση του Μπρένερ, ιδιαίτερα λόγω του ανταγωνισμού της ευρωπαϊκής και ιαπωνικής βιομηχανίας με την κυρίαρχη, κατά τη διάρκεια της μακράς «ένδοξης περιόδου» του μεταπολεμικού καπιταλισμού, αμερικανική. Καθώς νέες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, με πιο ανεπτυγμένο και αποτελεσματικό σταθερό κεφάλαιο, εισέρχονται σε ένα βιομηχανικό κλάδο, αυτές που διαθέτουν προγενέστερες (sunk) επενδύσεις σταθερού κεφαλαίου συμπιέζουν το ποσοστό κέρδους τους --και δεδομένου πως τα μεγέθη είναι απαγορευτικά για οποιαδήποτε ιδέα απόσυρσής τους-- έχουμε μια πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, η οποία, εκκινώντας από τη βιομηχανία, τον κατεξοχήν δηλαδή παραγωγικό τομέα, στη συνέχεια επηρεάζει το σύνολο της οικονομίας. Η απάντηση σε αυτή την πτώση της κερδοφορίας από τη δεκαετία του ʼ80 κι έπειτα περιέλαβε ταυτοχρόνως μια μεγάλη επιβράδυνση των επενδύσεων και μαζί μια εκτεταμένη συμπίεση των μισθών, οι οποίες όμως οδηγούσαν αναγκαία σε μια μείωση της συνολικής ζήτησης.
Σε αυτό το παράγωγο πρόβλημα ήρθε να απαντήσει η μεγάλη αύξηση του χρέους, από κοινού με τις διαδοχικές χρηματοπιστωτικές φούσκες κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών και ιδίως μετά το 2000, δεδομένου ότι ο τελευταίος οικονομικός κύκλος πριν από το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης, το 2007, υπήρξε ο πιο αδύναμος ολόκληρης της μεταπολεμικής περιόδου, παρά τη μεγαλύτερη στην ιστορία κρατικά χρηματοδοτούμενη οικονομική παρέμβαση. Η απάντηση ωστόσο μόνο μερικά μπόρεσε να αντιμετωπίσει το κύριο πρόβλημα, αυτό της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Ο αποκαλούμενος νεοφιλελευθερισμός, αντιπροσωπεύοντας τη στροφή στο χρηματοπιστωτικό, και, ακόμη περισσότερο, τη συντονισμένη «επίθεση καπιταλιστών και κυβερνήσεων στους εργατικούς μισθούς, τις εργασιακές συνθήκες και το κοινωνικό κράτος δεν υπάρχει αμφιβολία πως εμπόδισε την ακόμη μεγαλύτερη πτώση στο ποσοστό κέρδους.
Όμως, η επίθεση των εργοδοτών δεν περίμενε την αποκαλούμενη νεοφιλελεύθερη εποχή. Ξεκίνησε με την έναρξη της πτωτικής κερδοφορίας, στις αρχές του ʼ70, σε συνθήκες «κεϋνσιανισμού». Δεν οδήγησε, ωστόσο, σε αναζωογόνηση των ποσοστών κέρδους και, επιπλέον, προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στη συνολική ζήτηση. Η εξασθένιση της συνολικής ζήτησης ώθησε τις οικονομικές αρχές να στραφούν σε ισχυρά και επικίνδυνα νέα μέσα παρώθησης της οικονομικής δραστηριότητας, [αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί] «χρηματοπιστωτικός κεϋνσιανισμός» (asset price Keynesianism) και οδήγησε στην παρούσα καταστροφή».3
Οι απόψεις Καρκέντι, Κλίμαν και Χάρμαν
Με αφορμή το σχήμα του Μπρένερ έχει γίνει πολύ μεγάλη συζήτηση μεταξύ των μαρξιστών. Οι αντιπαραθέσεις εκτείνονται από θεωρητικά ζητήματα σχετικά με την μη χρήση της θεωρίας της αξίας από μέρους του ή με την τοποθέτησή του αναφορικά με το ακανθώδες ζήτημα της αυξητικής τάσης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και φτάνουν μέχρι την κριτική σε εμπειρικές πλευρές της εργασίας του.4 Για ένα μεγάλο μέρος ωστόσο των συμμετεχόντων στη συζήτηση, η εξηγητική μηχανή του Μπρένερ σε γενικές γραμμές φαίνεται να δουλεύει. Είναι χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη πως ο Γκουλιέλμο Καρκέντι (Guglielmo Carchedi), παρόλο που ασκεί απηνή κριτική από θεωρητική άποψη, δεν παύει να αποδέχεται την πτώση της κερδοφορίας, όπως περιγράφεται και από τον Μπρένερ, ως τη ρίζα της σημερινής κρίσης.5 Σύμφωνα με τον Καρκέντι, αιτία της πτώσης της κερδοφορίας είναι η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, του λόγου δηλαδή του νεκρού προς το ζωντανό συστατικό του, η οποία, μειώνοντας τη συμμετοχή της ζωντανής εργασίας στην παραγωγή, συμπιέζει την πηγή της υπεραξίας. Μόλο, λοιπόν, που εντοπίζει το αίτιο σε άλλο μηχανισμό, συμφωνεί τόσο στο γεγονός πως στην απαρχή της κρίσης βρίσκεται η μειωμένη κερδοφορία όσο και στο ότι το ποσοστό κέρδους που είναι καθοριστικό είναι αυτό του παραγωγικού τομέα της οικονομίας.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «αυτό που ωθεί στην κρίση δεν είναι απλώς μια πτώση στο μέσο ποσοστό κέρδους, αλλά πτώση ως συνέπεια μειωμένης παραγωγής αξίας και υπεραξίας. Έτσι, η πορεία του κύκλου καθορίζεται όχι από το μέσο ποσοστό κέρδους της συνολικής οικονομίας, αλλά το μέσο ποσοστό κέρδους αποκλειστικά των παραγωγικών τομέων» (Carchedi, 2009). Η αδυναμία επένδυσης στους παραγωγικούς τομείς, λόγω της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, οδηγεί τους κατόχους κεφαλαίου να αναλαμβάνουν μη παραγωγικές επενδύσεις, κυρίως σε χρηματοπιστωτικές και κερδοσκοπικές περιοχές. «Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις [όπως και η σημερινή] προκαλούνται από τη συρρικνούμενη παραγωγική βάση της οικονομίας», που οφείλεται στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίου στους παραγωγικούς τομείς. Από αυτή την άποψη, είναι εύλογο πως η χρηματοπιστωτική κρίση έχει στη βάση της ένα βαθύτερο μηχανισμό και, συνεπώς, αποτελεί μια συστημική κρίση του καπιταλισμού η υπέρβαση της οποίας συναντά ισχυρότατα εμπόδια.
O Άντριου Κλίμαν (Andrew Kliman), συντασσόμενος επίσης με το γενικό αυτό σχήμα,6 θα ισχυριστεί πως η κρίση έχει την πηγή της στο γεγονός πως το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο δεν καταστράφηκε σε επαρκή βαθμό κατά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ʼ70. Με τα δικά του λόγια, «μέχρις ότου επισυμβεί επαρκής καταστροφή κεφαλαίου (στη διάρκεια της παρούσας κρίσης, ίσως;) δεν μπορεί να υπάρξει νέα, διατηρήσιμη ανάκαμψη [...]. Στη δεκαετία του ʼ70 και μετέπειτα οι πολιτικοί στις ΗΠΑ και αλλού [...] ευλόγως φοβήθηκαν μια επανάληψη της κρίσης του ʼ29, συγκεκριμένα μια αποδιάρθρωση του καπιταλιστικού συστήματος και μια σύστοιχη με αυτήν ριζοσπαστικοποίηση του εργατικού κινήματος. Γιʼ αυτό τον λόγο προσπάθησαν κατʼ επανάληψη να επιβραδύνουν ή και να εμποδίσουν την καταστροφή του κεφαλαίου». Αυτή η αναβεβλημένη καταστροφή είναι που οδηγεί στη σημερινή εκρηκτική κατάσταση. Στο μέτρο που αξιοποίησε τη χρηματοπιστωτική υπερεπέκταση, είναι λογικό να εμφανίζεται ως μια επαναλαμβανόμενη κρίση χρέους. Και το πιθανότερο είναι πως μπήκαμε ήδη σε μια περίοδο καταστροφικών κρίσεων του καπιταλισμού χωρίς ουσιαστική διέξοδο στο πλαίσιο του συστήματος.
Όπως έχει πειστικότατα αναλύσει ο Κρις Χάρμαν (Chris Harman),7 η επιβαλλόμενη για την θεραπεία του συστήματος καταστροφή κεφαλαίου είναι σήμερα εξαιρετικά δύσκολη στο μέτρο που αφορά επιχειρηματικά συγκροτήματα, των οποίων το μέγεθος είναι τέτοιο ώστε η οποιαδήποτε κατάρρευσή τους θα παρέσυρε, σε κάποιες περιπτώσεις, ολόκληρες οικονομίες (too big to fail). «Όταν, από τα μέσα της δεκαετίας του ʼ70 κι έπειτα, η κρίση επέστρεψε [βρήκε] έναν κόσμο που είχε μετασχηματιστεί κατά τη διάρκεια του μεταπολεμικού long boom. Συγκεκριμένα, οι μονάδες του κεφαλαίου [...] είχαν γίνει πολύ μεγαλύτερες διαμέσου των διαδικασιών της συγκέντρωσης (η βαθμιαία συσσώρευση του κεφαλαίου) και της συγκεντροποίησης (συγχωνεύσεις και εξαγορές), που είχαν αναγνωριστεί από το Μαρξ. Αυτό σήμαινε πως ο ίδιος ο μηχανισμός που εκκαθαρίζει το σύστημα και το αποκαθιστά για κάποιο διάστημα σε ένα ορισμένο επίπεδο υγείας --η οικονομική κρίση-- είχε γίνει πολύ επικίνδυνη για το σύστημα [...]. [Και] εξηγεί τον πρόσφατο πανικό που προκάλεσε η κατάρρευση της Lehman Brothers, και τον τρόπο με τον οποίο παρενέβη [το αμερικανικό κράτος για τη διάσωση] των γιγάντιων αυτοκινητοβιομηχανιών της GM και της Chrysler».8
Ο Χρήστος Λάσκος είναι οικονομολόγος, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΝ
Σημειώσεις
1. Η πιο πρόσφατη έκδοση, υπό μορφή βιβλίου, είναι το: R. Brenner, Economics of Global Turbulence, Verso, 2006, ενώ πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτεταμένη εισαγωγή στην ισπανική έκδοση του βιβλίου, η οποία τοποθετείται πλέον στα ζητήματα της οικονομικής κρίσης, όπως αυτή ήδη εκτυλίσσεται, με τίτλο: R. Brenner, What is Good for Goldman Sachs is Good for America.
2. R. Brenner, Devastating Crisis Unfolds, Against The Current 132, February 2008.
3. R. Brenner, A way out of the global economic crisis?, interview with Jeong Seong-jin, Hankyoreh, South Korea, 2009.
4. Δύο τεύχη του Historical Materialism, τα τεύχη 4 και 5 του 1999, έχουν αφιερωθεί σε αυτά τα ζητήματα, που ούτε ακροθιγώς δεν μπορούμε να διεξέλθουμε στο πλαίσιο αυτών των άρθρων.
5. G. Carchedi, A Missed Opportunity: Orthodox vs Marxist Crisis Theories, Historical Materialism 4, 1999 και G. Carchedi, The return from the grave or Marx and the current crisis, http://../carchedi return from the grave, 2009
6. A. Kliman, “The Destruction of Capital” and the Current Economic Crisis, http://akliman.squarespace.com/crisis-intervention/, 2009.
7. C. Harman, The Slump of the 1930s and the Crisis Today, www.isj.org.uk, 2009.
8. J. Choonara, Marxists accounts of the Current Crisis, International Socialism 123, 2009.