Θα έπρεπε να θεσμοθετηθεί μια διαδικασία διαχείρισης που θα διευκόλυνε την προσαρμογή των χωρών με υψηλό χρέος και θα ωθούσε όλες τις χώρες, πλεονασματικές και ελλειμματικές, να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση συντονισμένα και με τρόπους που να ενθαρρύνουν την κοινή έξοδο από την κρίση. Αυτό δεν θα ακύρωνε την "εθνική" πολιτική για δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά θα την εξισορροπούσε με απτά μέτρα συντονισμού.
Η συμφωνία των Βρυξελλών αποτελεί αποτυχία της Ε.Ε. Δίνει συνέχεια στην απουσία ευρωπαϊκής πολιτικής για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Συντηρεί την "επανεθνικοποίηση" της οικονομικής πολιτικής. Εμφανίζει την εικόνα μιας ασυντόνιστης Ευρώπης και ενθαρρύνει τις αγορές να συνεχίσουν να κερδοσκοπούν πάνω στις "αποκλίνουσες" εθνικές οικονομίες του κοινού νομίσματος.
Η απόφαση είναι απλή και έχει δύο σκέλη, εν πολλοίς αντιφατικά:
1. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έπραξε το δέον. Για 18 μήνες η ελληνική οικονομία θα συνεχίζει να δανείζεται με λογικά επιτόκια και οι ελληνικές τράπεζες, που είναι ήδη μεγάλοι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων, θα απολαμβάνουν ρευστότητα και μια σταθερή κερδοφορία. Το ποσό των 60 δισ., που εκτιμάται ότι θα αντλήσουν οι νέες εκδόσεις ομολόγων από την πηγή αυτή -εμμέσως μέσω ελληνικών και ξένων τραπεζών-, καλύπτει σημαντικό μέρος των αναγκών και μάλλον θα επιδράσει θετικά στην αποκλιμάκωση των spreads. Η ελληνική οικονομία δεν θα χρεωκοπήσει. Ακόμα καλύτερα θα ήταν αν η Τράπεζα το έκανε ανοιχτά (ευρωομόλογα).
2. Η απόφαση για στήριξη από κοινού -από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ ως “δανειστή της ύστατης στιγμής”- της ελληνικής οικονομίας είναι μια “μη απόφαση”. Καμία “λογική” χώρα της Ευρωζώνης δεν πρόκειται να την ενεργοποιήσει, καθώς οι όροι είναι αδιευκρίνιστοι και ρευστοί και, το κυριότερο, τα χρήματα που προσφέρονται, τα 22 δισ., είναι ανεπαρκή έναντι του κόστους που συνεπάγονται. Καμία χώρα -η Ελλάδα, η Πορτογαλία, ή, μελλοντικά, εάν χρειαστεί, η Ισπανία- δεν θα προσφύγει σε αυτήν την ατέρμονη διαδικασία διαπραγματεύσεων και αυθαίρετων επιβολών. Ο μηχανισμός είναι πρακτικά ανενεργός. Επιπρόσθετα, με την εισαγωγή του ΔΝΤ στα θέματα της Ευρωζώνης -ενός θεσμού σημειολογικά βεβαρημένου και αμερικανοκεντρικού-, η Ε.Ε. εμφανίζεται εντελώς αδύναμη να διαχειριστεί τις δικές της υποθέσεις.
Η επιβεβλημένη λύση στο δεύτερο θέμα θα έπρεπε να είναι άλλη: Η ρητή δέσμευση για τη δημιουργία ενός “συστήματος ασφαλείας” που θα διασφάλιζε την “από κοινού διαχείριση και αναδιάρθρωση του χρέους των εθνικών οικονομιών”. Η Ε.Ε. είναι μια οικονομική ζώνη με χαμηλό συνολικά χρέος. Είχε μόλις 60% στην αρχή της κρίσης και τώρα έχει 78% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Αυτό είναι μικρότερο από τις ΗΠΑ, που πλησιάζει το 100%, και φυσικά την Ιαπωνία, που είναι 200%. Συνεπώς, θα έπρεπε να θεσμοθετηθεί μια διαδικασία διαχείρισης που θα διευκόλυνε την προσαρμογή των χωρών με υψηλό χρέος και θα ωθούσε όλες τις χώρες, πλεονασματικές και ελλειμματικές, να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση συντονισμένα και με τρόπους που να ενθαρρύνουν την κοινή έξοδο από την κρίση. Αυτό δεν θα ακύρωνε την “εθνική” πολιτική για δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά θα την εξισορροπούσε με απτά μέτρα συντονισμού. Αυτό που θα απέτρεπε, ήταν η ιδέα ότι μια χώρα θα βρισκόταν σε αδυναμία να “εξυπηρετήσει” το χρέος της. Το πιο σημαντικό, θα αποθάρρυνε τις αγορές να δανείζουν με διαφορετικό επιτόκιο χώρες που έχουν κοινό νόμισμα. Αυτό θα έκανε τη δημοσιονομική προσαρμογή πιο εύκολη.
Η τωρινή απόφαση συντηρεί τον ρόλο των αγορών ως ρυθμιστών των “εθνικών δανείων”, με απρόβλεπτες συνέπειες. Εάν η έξοδος από την κρίση γίνεται με διαφορετικούς ρυθμούς από κάθε οικονομία, τότε οι πλεονασματικές και σταθερές οικονομίες θα ανακάμπτουν την ώρα που οι χρεωμένες και οι πιο αδύνατες θα εκτίθενται στην ύφεση. Αυτό αποτελεί μάλλον ένα καταστροφικό σενάριο.
Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται φυσικά η Γερμανία, που, ενώ απομονώνεται με τους χειρισμούς της, επιβάλλει, σχεδόν αναπόφευκτα, τους όρους της. Έτσι, ενώ έδωσε τη συγκατάθεσή της για τους χειρισμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επέβαλε παράλληλα μια ανενεργό ρύθμιση, που κανείς δεν πρόκειται να ενεργοποιήσει. Διακηρύσσει ότι η έξοδος από την κρίση θα προέλθει αποκλειστικά από τη δημοσιονομική αυτοπειθάρχηση κάθε χώρας-μέλους, είτε μέσω των αγορών και της επιβολής υψηλών επιτοκίων είτε μέσω της επαναφοράς σκληρότερων ρυθμίσεων από αυτές που έχει η Συνθήκη της Λισσαβώνας. Και στα δύο θέματα είναι μάλλον μόνη της. Κανείς δεν θέλει επαναδιαπραγμάτευση της Λισσαβώνας ή απόλυτη κυριαρχία των αγορών στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Ούτε φυσικά το ΔΝΤ.
Η Γερμανία εμφανίζεται να θεωρεί ότι έτσι προστατεύει το ευρώ και την γερμανική έξοδο από την κρίση. Μόνο που η “εθνικιστική αναδίπλωση” είναι εξόφθαλμη. Είναι γεγονός ότι η γερμανική οικονομία στο όνομα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας έχει επί μια δεκαετία λάβει πολύ “σκληρά μέτρα”. Και αυτό ζητεί να κάνουν και οι άλλοι, ανάμεσά τους και οι πιο “αναξιόπιστοι”, όπως η Ελλάδα. Μόνο που ή έξοδος αυτή δεν μπορεί να γίνει προκαλώντας ύφεση στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μεσοπρόθεσμα η ιδέα δεν οδηγεί πουθενά. Η πολιτική αυτή κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα μετριαστεί.
Σε κάθε περίπτωση, η Ε.Ε. θα συνεχίσει να βιώνει τη δημοσιονομική κρίση της Ελλάδας ως θεσμική κρίση της ίδιας της Ε.Ε. Και η Ελλάδα θα συνεχίσει να βιώνει τη δημοσιονομική κρίση ως βαθιά κρίση του πολιτικού συστήματος και του τρόπου διαχείρισης των οικονομικών υποθέσεων της χώρας. Με τα ιστορικά βαρίδια μιας οικονομίας που φαντασιώθηκε με τα “μπλου τσιπς” και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, 10 χρόνια πριν, για να ανακαλύψει την κόλαση των spreads, 10 χρόνια μετά.
* Ο Γιώργος Σταθάκης διδάσκει Πολιτική Οικονομία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης