Από τις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές δύο ήταν τα κύρια στοιχεία που προέκυψαν. Ότι ο δικομματισμός έχασε 1,5 εκ. ψηφοφόρους προς την αποχή και ότι ποσοστιαία -από τον πρώτο γύρο κιόλας- η κυβέρνηση δεν υπέστη ήττα ανάλογη με το μέγεθος της επίθεσής της στους εργαζόμενους. Στο δεύτερο βοήθησε το πρώτο.
Πριν τις εκλογές και πάνω στην τακτική συγκρούστηκαν στον χώρο μας δύο κύριες αντιλήψεις. Αυτή που έλεγε ότι το κρίσιμο σε αυτή την αναμέτρηση ήταν η ευρύτερη δυνατή ήττα της κυβέρνησης και οι επιλογές μας θα έπρεπε να υπηρετήσουν αυτό τον στόχο και η αντίληψη ότι η πολιτική της κυβέρνησης δίνει ευκαιρία μεγάλης ενίσχυσης της αριστεράς.
Κατά τη γνώμη μου, από το αποτέλεσμα η πρώτη αντίληψη επιβεβαιώθηκε χάνοντας ενώ η δεύτερη διαψεύστηκε κερδίζοντας. Οξύμωρο, αλλά έτσι είναι.
Η πρώτη άποψη έλεγε ότι η ήττα της κυβέρνησης περνά μόνο μέσα από την αποδέσμευση μεγάλου τμήματος ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και εκτιμούσε ότι αυτή η μετακίνηση δεν θα οδηγούσε αυτούς τους ψηφοφόρους μαζικά στην αριστερά και λόγω αυτού ότι χρειάζονταν ψηφοδέλτια συνάντησης της αριστεράς με τον αντιμνημονιακό σοσιαλιστικό χώρο ως πόλος έκφρασης της διαμαρτυρίας. Το πάνω από ένα εκατομμύριο ψήφων που έχασε το ΠΑΣΟΚ προς την αποχή και όχι την αριστερά επιβεβαιώνει το πρώτο. Το γεγονός ότι στην Αττική, λόγω των ψηφοδελτίων κυρίως Δημαρά, αλλά και Μητρόπουλου, η κυβέρνηση είχε το χειρότερο πανελλαδικά ποσοστό της 24%, επιβεβαιώνει το δεύτερο. Μάλιστα το 15% του Δημαρά υπογραμμίζει ότι οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ που αποφάσισαν όχι απλώς να μην το ψηφίσουν, αλλά και να ψηφίσουν κάτι άλλο θίγοντας τα ποσοστά του, προτίμησαν συντριπτικά ό,τι πιο κοντινό στο ΠΑΣΟΚ.
Το 24% του Σγουρού, επειδή η Αττική αποτελεί το 1/4 του πανελλαδικού εκλογικού σώματος συνέβαλε καθοριστικά στο να χάσει η κυβέρνηση τις συνολικά περίπου δέκα ποσοστιαίες μονάδες. Εάν στην Αττική η κυβέρνηση είχε τα ποσοστά της υπόλοιπης Ελλάδας, θα είχε πολύ μικρότερη απώλεια. Συνεπώς ως ανάλυση με κεντρικό στόχο την ήττα της κυβέρνησης η πρώτη άποψη αποδείχτηκε επί της ουσίας σωστή.
Η δεύτερη άποψη -περί ευκαιρίας ενίσχυσης της αριστεράς- δεν επιβεβαιώθηκε ως ανάλυση παρά μόνο και λίγο σε επίπεδο ποσοστών. Γιατί: Αθροιστικά ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, Δ.Α. και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έφτασαν το 1 εκ. 70 χιλ. ψήφους από 870 χιλ. το 2009. Μόλις πριν 3 χρόνια στις βουλευτικές 2007 η αριστερά είχε αποσπάσει 995 χιλ. ψήφους. (ΚΚΕ: 580, ΣΥΡΙΖΑ: 361, Εξωκοινοβουλευτική: 48). Και στις ευρωεκλογές του 1999 και 2004 από 940 χιλ. Ακόμα και το ποσοστό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει προηγούμενο στις νομαρχιακές του 2006. Με απλά λόγια, ο αριθμός ψήφων της αριστεράς δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Αντιθέτως αν και αντιμετωπίζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή επίθεση στα εργατικά δικαιώματα και πρωτοφανή κρίση του συστήματος, η αδυναμία όλης της αριστεράς οποιασδήποτε απόχρωσης να κερδίσει σημαντικά από την ιλιγγιώδη έξοδο 1 εκ. ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ αποτελεί τεράστια αδυναμία που καθιστά τα όποια μικρά κέρδη εσωτερική της υπόθεση.
Όλα αυτά γράφονται για έναν βασικό λόγο. Γιατί πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες επιχειρούν να δικαιώσουν την άποψή τους και στάση τους πριν τις εκλογές μόνο με βάση την επιφάνεια των εκλογικών αποτελεσμάτων ή τα εσωτερικά της αριστεράς, προσπερνώντας ουσιαστικότερα στοιχεία. Το ότι αποτυγχάνουμε σε μια τακτική επιλογή δεν σημαίνει αυτοδίκαια ότι η ανάλυση στην οποία βασίστηκε ήταν λάθος. Όπως π.χ. αντίστοιχα η εκλογική επιτυχία του ΚΚΕ δεν σημαίνει ότι η τακτική και ανάλυσή του είναι σωστή. Θέλει μεγάλη προσοχή, γιατί κινδυνεύουμε για σωστούς λόγους να βγάλουμε λάθος συμπεράσματα προχωρώντας σε διαφορετικά λάθη.
Επιπλέον αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να εμπλέκει το ζήτημα της κρίσης και ενότητας του ΣΥΡΙΖΑ με λάθος τρόπο. Γιατί κοινό κατέβασμα θα είχε υπάρξει αν είχε γίνει αποδεκτή και από το Μέτωπο η πρόταση για Δρίτσα, ή αν είχε γίνει αποδεκτή από τον Π. Λαφαζάνη η δική του, αποδεκτή από όλες τις πλευρές, υποψηφιότητα. Συνεπώς το θέμα ΣΥΡΙΖΑ εφάπτεται, αλλά δεν ταυτίζεται με τη συζήτηση αυτή.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι δυστυχώς δεν βγήκε η επιθυμητή από όλους μας καθαρή ήττα της κυβέρνησης και του Μνημονίου και ότι για τον ΣΥΝ δε βγήκε η επιλογή Μητρόπουλου, όπως υπολογίζαμε ή ελπίζαμε. Όσοι την υποστηρίξαμε οφείλουμε λοιπόν απαντήσεις σε όσους τραυματίστηκαν από αυτή τη διαδικασία. Οφείλουμε να κάνουμε την αυτοκριτική μας για το τι δεν είχαμε υπολογίσει και γιατί φέραμε σε τόσο δύσκολη θέση συντρόφους μας χωρίς αυτό να αποδειχτεί καν αναγκαίο κακό. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν. Για το πρόσωπο του Μητρόπουλου και τις τραυματικές του για εμάς δηλώσεις σε διάφορα θέματα. Για την εξαιρετικά ελλιπή συνεννόηση με τους συμμάχους της προσπάθειας. Για την αναγκαστικά πρόωρη συμμαχία με έναν πιο ασυγκρότητο από όσο νομίζαμε χώρο. Για τα αντανακλαστικά του δικού μας κόσμου, που, καλώς ή κακώς, αποτελούν αντικειμενικό παράγοντα τον οποίο οφείλαμε να μετρήσουμε περισσότερο και πολλά ακόμα που χρειάζονται ξεχωριστό άρθρο.
Όλα αυτά όμως δρουν διαλυτικά μόνο αν με πρόχειρες αναλύσεις καταλήγουμε σε κατακλυσμιαία συμπεράσματα. Ας κρατήσουμε από κάθε διαφορετική άποψη αυτό που έχει να μας προσφέρει, και το θετικό είναι ότι όλες έχουν μέρος της αλήθειας, για να πετύχουμε μια ανώτερη σύνθεση. Θα μας χρειαστεί, καθώς είναι φανερό ότι και την αριστερά ενωμένη τη χρειαζόμαστε αλλά και ανοιχτή στην υπόλοιπη κοινωνία και άλλες διεργασίες.
* Ο Παναγιώτης Βωβός είναι μέλος της ΚΠΕ, τεχνικός Τύπου.