Η διεθνής καπιταλιστική κρίση εισέρχεται σε ένα κρίσιμο στάδιο, αυτό της κατανομής του κόστους και της πάλης για την κατεύθυνση και το δρόμο εξόδου από αυτή. Είναι ένα στάδιο που καλεί σε αναστοχασμό και τις δυνάμεις της Αριστεράς.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος εισήγησης που παρουσιάσθηκε σε εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη. Σʼ αυτό γίνεται μια προσπάθεια «περιοδολόγησης» της κρίσης, με στόχο να αναδειχθούν κάποιες από τις βασικές λειτουργίες, που συντελούνται μέσω της κρίσης και της εφαρμοζόμενης πολιτικής, όπως η υποτίμηση κεφαλαίου, η κρατικοποίηση και η αναδιανομή των ζημιών και του κόστους της κρίσης, ο μετασχηματισμός της κρίσης από κρίση του κεφαλαίου σε κρίση της εργασίας και της κοινωνίας.
Το πρώτο στάδιο της κρίσης κορυφώθηκε το φθινόπωρο του 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers. Όμως η αρχή έγινε με την πτώση των τιμών των ακινήτων στις ΗΠΑ, που άρχισε από τα μέσα του 2006 λόγω υπερπαραγωγής κατοικιών και ανόδου των επιτοκίων. Επειδή τα στεγαστικά δάνεια, είχαν «τιτλοποιηθεί», είχαν πάρει, δηλαδή, τη μορφή δομημένων ομολόγων, η πτώση τιμών των ακινήτων δημιούργησε αμφιβολίες ως προς την πραγματική αποτίμηση των εν λόγω ομολόγων, αρχικά εκείνων που περιείχαν στεγαστικά δάνεια φτωχών νοικοκυριών, τα οποία είχαν δοθεί με μειωμένες διασφαλίσεις. Ακριβώς γι αυτό, η κρίση αρχικά κατανοήθηκε ως μια κρίση των “subprimes”, δηλαδή δευτερεύουσας ή μειωμένης εξασφάλισης αγοράς στεγαστικών δανείων. Κι επειδή τα εν λόγω ομόλογα ήσαν στο χαρτοφυλάκιο των τραπεζών κι άλλων ιδρυμάτων, η κρίση των ομολόγων αυτών οδήγησε γρήγορα σε κρίση εμπιστοσύνης προς όλο το τραπεζικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αφού η μια τράπεζα δεν εμπιστευόταν τις άλλες, και επομένως η μια τράπεζα δεν δάνειζε τις άλλες, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η διατραπεζική αγορά δανεισμού.
Αυτό οδήγησε στην κατάρρευση των τιμών των μετοχών καθώς και άλλων κινητών αξιών. Κορυφαία στιγμή αυτής της υποτιμητικής τάσης, που πήρε διαστάσεις πανικού, ήταν, όπως είπαμε, η κατάρρευση, το Σεπτέμβριο του 2008, της Lehman Brothers, μιας από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες των ΗΠΑ και του κόσμου. Από το φθινόπωρο του 2008, η κρίση επεκτείνεται στην πραγματική οικονομία και εκδηλώνεται με απολύσεις, πτώση της παραγωγής και των επενδύσεων.
Από τα μέσα του 2006 λοιπόν ως το φθινόπωρο του 2008, η κρίση, που εκδηλώνεται αρχικά ως μια κρίση χρηματοπιστωτική, αναπτύσσεται σταδιακά ως μια γενικευμένη, διαρθρωτική κρίση του καπιταλισμού, η μεγαλύτερη από την κρίση του 1929.
Η υποτίμηση και η καταστροφή του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, κυρίως με τη μορφή του κινητού πλούτου, παίρνει ασύλληπτες διαστάσεις. Οι ζημιές από την πτώση των τιμών των ακινήτων στις ΗΠΑ, από το Μάρτιο του 2006 ως το τέλος του 2009, έφτασε τα έξι τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ πολλαπλάσιες ήταν οι ζημιές από την απαξίωση των μετοχών και των δομημένων ομολόγων.
Η συνειδητοποίηση της έκτασης και του βάθους της κρίσης οδηγεί στη διεύρυνση του G7 σε G20 και στην αναβάθμιση του ρόλου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των Κεντρικών Τραπεζών. Μπορούμε να πούμε ότι το τρίγωνο αυτό, δηλαδή το ΔΝΤ και οι συντονισμένες μεταξύ τους Κεντρικές Τράπεζες, υπό τον πολιτικό συντονισμό του G20, αποτελεί το επιχειρησιακό κέντρο διαχείρισης της κρίσης από την πλευρά των δυνάμεων του καπιταλισμού. Η σύνοδος του G20 στην Ουάσιγκτον, που συνέρχεται σε συνθήκες οικονομικού πανικού, στις 15/11/2008, διαδηλώνει την πίστη της «στις αρχές της αγοράς», εντοπίζει ως μια από τις αιτίες της κρίσης τις «ανεπαρκείς διαρθρωτικές αλλαγές». Σηματοδοτείται έτσι ότι η διαχείριση της κρίσης δεν θα υπερβεί το πλαίσιο που οδήγησε σε αυτήν.
Τα κύρια χαρακτηριστικά λοιπόν αυτού του σταδίου είναι:
α) η εκδήλωση της κρίσης ως μια κρίση του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου κυρίως με τη μορφή κινητών αξιών, η οποία όμως γρήγορα επεκτείνεται και στην πραγματική οικονομία, αποκαλύπτοντας το γενικευμένο χαρακτήρα της.
β) Η καταγραφή μεγάλων ζημιών και καταστροφών κεφαλαίου κυρίως με τη μορφή του κινητού πλούτου (μετοχές, ομόλογα, παράγωγα κλπ).
γ) Ενώ η κρίση ανέδειξε την ανάγκη διεθνούς συντονισμού, και ειδικά στην Ευρώπη την από κοινού αντιμετώπιση των προβλημάτων, με επιμονή της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ προκρίθηκε η λύση «ο καθένας μόνος του», κατεύθυνση που, θα έχει οδυνηρές συνέπειες.
δ) Η κρίση στην Ελλάδα εκδηλώνεται αρχικά με ήπιες μορφές αφού οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν βεβαρυμμένες με «τοξικά ομόλογα». Όμως τα επερχόμενα κύματα της κρίσης ήταν ορατά και δεν είναι τυχαίο πως η αίσθηση ακριβώς αυτή, του επερχόμενου κινδύνου, πυροδότησε την πρώιμη κοινωνική έκρηξη τον Δεκέμβριο του 2008.
ε) Η στάση της Αριστεράς κατά το στάδιο αυτό απαιτεί ξεχωριστή εξέταση. Το βέβαιο πάντως είναι ότι η κρίση, ενεργοποίησε αποκλίνουσες αντί συγκλίνουσες τάσεις, γεγονός που έγινε εμφανές στο ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς από το φθινόπωρο του 2008.
- Β -
Το δεύτερο στάδιο της κρίσης χαρακτηρίζεται από παρεμβάσεις των κρατών και των κεντρικών τραπεζών, που στόχο έχουν να αποτρέψουν την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αμέσως μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, τον Οκτώβριο του 2008, στην Ε.Ε. και τις ΗΠΑ λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις. Συμφωνείται ότι «τα σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν θα αφεθούν να χρεοκοπήσουν», όπως έγινε με τη Lehman Brothers. Στη βάση αυτών των αποφάσεων, τόσο στην Ε.Ε. όσο και στις ΗΠΑ, σχεδιάστηκαν προγράμματα μαζικής ενίσχυσης των τραπεζών με δημόσιο χρήμα. Επίσης τέθηκαν σε εφαρμογή προγράμματα ενίσχυσης των δαπανών, καθώς και άλλα μέτρα κεϋνσιανής λογικής Όμως, ειδικά στην Ευρώπη, ο κύριος όγκος των παρεμβάσεων είχε ως στόχο τη στήριξη των τραπεζών. Επίσης έγιναν υπό το δόγμα «η κάθε χώρα ενεργεί μόνη της».
Ενώ λοιπόν η υποτίμηση του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου συνεχίζεται, αν και σε κάπως ελεγχόμενα πλαίσια, μια δεύτερη λειτουργία, τίθεται σε ισχύ και αυτή είναι η κοινωνικοποίηση μέρους του κόστους της κρίσης μέσω των κρατών και των κεντρικών τραπεζών. Άλλο μέρος του κόστους της κρίσης πέφτει κατευθείαν στους εργαζόμενους με τη μορφή απολύσεων, που αυξάνουν, και της συμπίεσης των μισθών, πρακτικές στις οποίες καταφεύγουν οι επιχειρήσεις για να αντισταθμίσουν τις συνέπειες από τη μείωση της ζήτησης στην κερδοφορία τους.
Η υποτίμηση του κεφαλαίου, κατά το στάδιο αυτό, αρχίζει να μετασχηματίζεται λοιπόν σε δημόσια ελλείμματα και σε δημόσιο χρέος, καθώς και σε κοινωνικά ελλείμματα (αύξηση ανεργίας, μείωση μισθών), δηλαδή μπαίνουν οι βάσεις για την κοινωνική και για τη δημοσιονομική κρίση που θα ακολουθήσει.
Οι εκτεταμένες κρατικές παρεμβάσεις της περιόδου αυτής για την ενίσχυση ή και την κρατικοποίηση τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων προβλήθηκαν ως εγκατάλειψη του νεοφιλελευθερισμού. Ο Gordon Brown, πρωθυπουργός της Βρετανίας εκείνη την περίοδο, και γενικά δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, προσπάθησαν να συσκοτίσουν την πραγματική ουσία των παρεμβάσεων αυτών. Όμως, σύντομα φάνηκε πως δεν επρόκειτο για εγκατάλειψη του νεοφιλελευθερισμού αλλά για πρόσκαιρη παράκαμψή του, με στόχο την περαιτέρω ενίσχυσή του. Πράγματι, η σύνοδος του G20, που έγινε στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 2009, έκλεισε με τη συμφωνία πως τα μέτρα που λαμβάνονταν για τη στήριξη των οικονομιών είναι προσωρινά, και ότι όλες οι χώρες θα πρέπει να επεξεργασθούν αξιόπιστες «στρατηγικές εξόδου», εξόδου όχι από την κρίση αλλά από τα μέτρα που υποχρεώθηκαν να πάρουν για τη στήριξη των οικονομιών, κατά παρέκκλιση του νεοφιλελευθερισμού. Στην ίδια σύνοδο αποφασίσθηκε ο τριπλασιασμός των πόρων του ΔΝΤ, από 250 δις δολάρια σε 750, γεγονός που δείχνει ότι και η απόφαση για την εμπλοκή του στις ευρωπαϊκές υποθέσεις ίσως ήταν μέρος μιας ευρύτερης αμερικανογερμανικής αλλά και ευρύτερης συμφωνίας, και όχι κάτι τόσο ξαφνικό ή μεμονωμένο γεγονός, όπως εμφανίσθηκε στην περίπτωση της εμπλοκής του στη χώρα μας. Η εμπλοκή του και στην Ιρλανδία αλλά και στον ευρωπαϊκό μηχανισμό ενισχύει αυτή την υπόθεση.
Οι παρεμβάσεις των κυβερνήσεων και των τραπεζών είχαν ως αποτέλεσμα των ανάκαμψη των χρηματιστηρίων, όχι όμως και της απασχόλησης που συνεχίζει να μειώνεται. Η ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας, όπου συντελείται, είναι αναιμική, πλην των αναπτυσσόμενων χωρών (Κίνα κλπ) όπου αποκτά ισχυρότερο δυναμισμό, αλλά συντελείται στη βάση μεγάλων ανισορροπιών και αντιθέσεων που καθιστούν αβέβαιες τις προοπτικές.
Τα στοιχεία για το μέρος του κόστους της κρίσης, το οποίο κρατικοποιήθηκε μέσω των πολιτικών που ασκήθηκαν, δεν είναι πλήρως γνωστά. Είναι πάντως πρωτοφανή. Κατά τον ΟΟΣΑ, τα ποσά που διέθεσαν οι κυβερνήσεις και οι Κεντρικές Τράπεζες για τη στήριξη των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού κλάδου μέχρι και το 2009 υπερβαίνουν τα 11,4 τρις δολάρια, σύμφωνα με ανακοινώσεις του οργανισμού αυτού (13/1/2010). Σύμφωνα με πρόσφατες ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1/12/2010), η κρατική βοήθεια προς το χρηματοπιστωτικό τομέα, από τον Οκτώβριο του 2008,ειδικα στην ΕΕ υπερβαίνει τα 4,5 τρισεκατομμύρια ευρώ (4589 δισεκατομμύρια).
Τα κύρια χαρακτηριστικά λοιπόν αυτού του δεύτερου σταδίου είναι:
α) Ο έντονος κρατικός παρεμβατισμός, με στόχο τη στήριξη των τραπεζών και την κρατικοποίηση γενικότερα μέρους του κόστους της κρίσης.
β) Η εμφάνιση των πρώτων ενδείξεων για τις επερχόμενες δημοσιονομικές κρίσεις.
γ) Η αναβάθμιση του ρόλου και η οικονομική ενίσχυση του ΔΝΤ, το οποίο είναι ήδη παρόν στην Ευρώπη (Βαλτικές χώρες, Ουγγαρία).
δ) Στην Ελλάδα η κρίση εξακολουθεί να εκδηλώνεται με σχετικά ήπιο τρόπο.
Η πραγματική οικονομία κινείται και το 2009 με θετικό αρχικά πρόσημο, το πακέτο των 28 δις ευρώ, που χορηγείται στις τράπεζες με διάφορες μορφές, κρίνεται επαρκές, και μάλιστα τα σχετικά κονδύλια δεν απορροφούνται πλήρως: Η Έκθεση του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία (Αύγουστος 2009) επισημαίνει προβλήματα κυρίως προοπτικής, επιμένει στην ανάγκη «διαρθρωτικών αλλαγών» (κοινωνική ασφάλιση κλπ) και διατυπώνει τον προβληματισμό ότι η κρίση θα μπορούσε να αξιοποιηθεί «ως ευκαιρία» για την επιτάχυνση των αλλαγών αυτών.
ε) Οι αποκλίνουσες τάσεις στο χώρο της Αριστεράς και ειδικά στο ΣΥΡΙΖΑ εντείνονται.
- Γ -
Το τρίτο στάδιο της κρίσης σηματοδοτείται και χαρακτηρίζεται κατʼ αρχήν από την κρίση του ευρώ, που εκδηλώνεται με αφορμή την ελληνική δημοσιονομική κρίση.
Η ελληνική δημοσιονομική κρίση ενεργοποιείται με την ανακοίνωση του εκτροχιασμού των ελλειμμάτων από τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τον Οκτώβριο του 2009, και επιτείνεται από τα επίμονα μηνύματα των Βρυξελών ότι δεν θα υπάρξει καμία συλλογική ευρωπαϊκή παρέμβαση για τη στήριξη οικονομιών με υπερβολικά ελλείμματα και χρέη. Ο συνδυασμός των γεγονότων αυτών καθώς και η συνειδητοποίηση της νέας φάσης της κρίσης, με κυρίαρχα πλέον στοιχεία την κρίση των δημόσιων οικονομικών, οδηγούν σε απόκλιση των επιτοκίων δανεισμού εντός της ευρωζώνης. Τα ομόλογα της κάθε χώρας τιμολογούνται διαφορετικά, τα spreads ανεβαίνουν σταθερά, αφού το ευρώ εμφανίζεται χωρίς την πολιτική βούληση αλλά και τη θεσμική επάρκεια να λειτουργήσει ως πραγματικό κοινό νόμισμα, διασφαλίζοντας τη δυνατότητα δανεισμού ύστατης ανάγκης στις χώρες που, όπως η Ελλάδα, απειλούνται με υψηλά επιτόκια ή και με αδυναμία δανεισμού από τις αγορές.
Σήμερα πλέον είναι σαφές ότι η Ελλάδα και η ελληνική κρίση ήταν απλώς η αφορμή για να αποκαλυφθούν τα δομικά προβλήματα της Ε.Ε. και τα ιδρυτικά προβλήματα της ευρωζώνης. Αντί όμως ο ηγετικός πυρήνας της Ε.Ε. να στραφεί στην έγκαιρη αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, πρωτοστάτησε για τη χάραξη μιας συντηρητικής και νεοφιλελεύθερης στάσης απέναντι στην κρίση. Έτσι, στο στάδιο αυτό, στο οποίο και ήδη βρισκόμαστε, κυριαρχούν δύο λειτουργίες. Η πρώτη αφορά στην κατανομή του κόστους της κρίσης, που συνεχίζει να αυξάνει. Η δεύτερη αφορά στις λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές, δηλαδή τις απελευθερώσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις που επιβάλλονται με μοχλό τη δημοσιονομική κρίση.
Το κόστος λοιπόν της κρίσης και το κόστος που καταβλήθηκε για τη διάσωση των τραπεζών και γενικά του συστήματος, καλούνται τώρα να το πληρώσουν οι εργαζόμενες τάξεις, με μια επίθεση στους μισθούς, την εργασία και τα κοινωνικά αγαθά. Ταυτόχρονα ο δρόμος διεξόδου από την κρίση αναζητείται μέσα από αναδιαρθρώσεις που οδηγούν σʼ έναν καπιταλισμό με λιγότερα δικαιώματα για τους εργαζόμενους και μια κοινωνία ακόμη πιο πολύ υποταγμένη στη λογική του κεφαλαίου και του ατομικισμού.
Ορόσημο γι αυτές τις επιλογές ήταν η σύνοδος του G20 τον Ιούνιο του 2010 στο Τορόντο του Καναδά. Ένα χρόνο και δύο μήνες μετά τη σύνοδο του Λονδίνου (Απρίλιος 2009), η σύνοδος αυτή κατέληξε σε συμφωνία ως προς τις «στρατηγικές εξόδου», για τις οποίες είχε μιλήσει η προηγούμενη σύνοδος.
Έτσι αναλήφθηκε η δέσμευση όλες οι χώρες να μειώσουν τα ελλείμματά τους κατά 50% μέχρι το 2013, να σταθεροποιήσουν το Δημόσιο Χρέος τους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το 2016, και να επιταχύνουν την υλοποίηση των λεγόμενων «διαρθρωτικών αλλαγών» ή «μεταρρυθμίσεων». Κατά κάποιον τρόπο το ευρωπαϊκό σύμφωνο σταθερότητας, ως λογική, υιοθετήθηκε και απέκτησε παγκόσμια ισχύ. Έτσι, η συρρίκνωση των ασφαλιστικών και των εργατικών δικαιωμάτων, στο όνομα των μελλοντικών ελλειμμάτων της κοινωνικής ασφάλισης, γίνεται ο άξονας για την επιβολή πολιτικής λιτότητας ακόμη και σε χώρες που δεν έχουν υψηλό δημόσιο χρέος.
Το τρίτο στάδιο αυτής της κρίσης δεν θα είναι μια απλή επανάληψη των δύο προηγούμενων. Ο περιορισμός των δυνατοτήτων συλλογικής διαπραγμάτευσης των εργαζομένων, σε συνδυασμό με την απόσυρση του κράτους από την εγγύηση βασικών κοινωνικών αγαθών, όπως εκείνων της κοινωνικής ασφάλισης, και η μόνιμα υψηλή ανεργία, μας επιστρέφουν σε πρωτόγονες μορφές καπιταλισμού, πολύ πιο βάρβαρες από αυτές που στις δικές μας γενιές γνωρίσαμε. Η κρίση λοιπόν, σʼ αυτό το τρίτο στάδιο, θα αποκτά ολοένα και πιο πολύ τα χαρακτηριστικά μιας όχι μόνο οικονομικής, αλλά και κοινωνικής, πολιτισμικής και πολιτικής κρίσης.
Επίσης η κατανομή και η αναδιανομή του κόστους της κρίσης -αλλά και η κατάκτηση των κατάλληλων θέσεων για την αξιοποίηση των όποιων νέων ευκαιριών- είναι μια διαδικασία με παγκόσμιες διαστάσεις. Η υποτίμηση και η καταστροφή του κεφαλαίου δεν οξύνει μόνο την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, αλλά επηρεάζει την κλαδική, την τομεακή και τη γεωγραφική κατανομή του κόστους και των ζημιών της κρίσης. Στο στάδιο αυτό λοιπόν θα γίνουν πιο έντονες και οι γεωπολιτικές διαστάσεις της κρίσης. Μια αρχική ένδειξη γι αυτό μπορεί να αποδειχθεί ο λεγόμενος «νομισματικός πόλεμος», με αφορμή τις παρεμβάσεις των αρχών των ΗΠΑ και άλλων χωρών στη ρύθμιση των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Υπό το φως των όσων προηγήθηκαν, το μνημόνιο και η πολιτική του δεν απαντούν σε κάποια εθνική ιδιαιτερότητα, που έχει να κάνει με τη διάχυτη διαφθορά και την ανικανότητα της ελληνικής κοινωνίας να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της, όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του μνημονίου. Αντιθέτως αποτελεί την ιδιαίτερη ελληνική εκδοχή της ως άνω γενικότερης στρατηγικής. Με μοχλό την απειλή της χρεοκοπίας επιδιώκεται η αναδόμηση της οικονομίας και της κοινωνίας σύμφωνα με τις προδιαγραφές του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Η διαπλοκή λοιπόν των κοινωνικών και των εθνικών αλλά και των εθνικών και των διεθνών διαστάσεων της κρίσης θα γίνει στο στάδιο αυτό πιο έκδηλη, θέτοντας ανάλογες προκλήσεις και απαιτήσεις και στην Αριστερά για τη χάραξη της αναγκαίας στρατηγικής.
ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Η σύντομη αυτή περιοδολόγηση της κρίσης μας βοηθά, πιστεύω, να εντοπίσουμε κάποια χρονικά ορόσημα και κάποιους σημαντικούς σταθμούς στην εξέλιξη της κρίσης. Κυρίως όμως στόχο έχει να συμβάλλει στο να κατανοήσουμε τις διαφορετικές λειτουργίες που συντελούνται μέσα στην κρίση, και το μετασχηματισμό μιας κρίσης, που εκδηλώνεται αρχικά ως κρίση κεφαλαίου σε κρίση της εργασίας και της κοινωνίας με τη μεσολάβηση του κράτους. Υπό την έννοια αυτή τα επιμέρους στάδια δεν είναι κλειστά αλλά αναφέρονται σε διαδικασίες συνεχιζόμενες και επάλληλες. Η καταστροφή κεφαλαίου, μέσω της υποτίμησης ή της απαξίωσής του, δεν εξαντλείται στο πρώτο στάδιο, αλλά συνεχίζεται απαιτώντας νέες παρεμβάσεις για την κοινωνικοποίησή του. Οι τράπεζες π.χ. ενώ ξεπέρασαν με τη βοήθεια των κρατικών παρεμβάσεων την αρχική κρίση τους, τώρα απειλούνται από νέες κρίσεις λόγω της κατοχής κρατικών ομολόγων που υποτιμούνται και της μεγάλης αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της ύφεσης και της ανεργίας.
Στο στάδιο αυτό λοιπόν η οικονομικό κρίση γίνεται κυρίως κρίση στρατηγικής και πολιτικής. Η αντιμετώπιση της κρίσης και του κοινωνικού προβλήματος, που παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις, σε συνδυασμό με την οικολογική κρίση και τη κλιματική αλλαγή, δημιουργούν ανάγκες και απαιτήσεις που είναι σε αντίθεση με τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες πολιτικές αλλά και με τη λογική του καπιταλισμού. Αυτό ισχύει τόσο διεθνώς όσο και στην Ευρώπη. Πρόκειται για εκείνη τη φάση ανάμεσα στην κατάρρευση ή την απονομιμοποίηση των παλιών διευθετήσεων και την αδυναμία συγκρότησης των νέων συναινέσεων φάση στην οποία ήδη έχουμε εισέλθει. Η στιγμή λοιπόν είναι κατάλληλη για έναν αναστοχασμό πάνω στα όσα έχουν συμβεί ως τώρα, έτσι ώστε η κρίση να γίνει απʼ εδώ και πέρα πεδίο συγκλίσεων, διαλόγου και κοινών δράσεων του κόσμου της εργασίας, καθώς και των δυνάμεων της Αριστεράς.