Πριν από λίγο καιρό, η Δημοκρατική Αριστερά παρουσίασε τις «θέσεις της για την οικονομική κρίση» δια στόματος του Φώτη Κουβέλη. Μία τέτοια παρουσίαση έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον αφού προέρχεται από έναν πολιτικό φορέα που μοιάζει να αναζητεί, κάπως αμήχανα, τόσο ένα χώρο στον πολιτικό άξονα «αριστερά - δεξιά», όσο και ένα ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι με τους όρους που αυτό είναι διαμορφωμένο.
Επιλέξαμε να αναλύσουμε τις θέσεις της Δ.Α, εστιάζοντας σε συγκεκριμένα τμήματα της ομιλίας Κουβέλη, καθώς και στα 28 σημεία για την κρίση που έχουν αναρτηθεί την ιστοσελίδα του νέου κόμματος1. Αυτή η μεθοδολογία μας παρόλο που θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι επιλέγει εκείνα τα σημεία που ευνοούν μια θέση μας ενάντια στη Δ.Α. που χαρακτηρίζεται από προκατάληψη, θεωρούμε ότι μπορεί να φωτίσει τις βασικές φυσιογνωμικές θέσεις του νέου κόμματος, αφού τα εν λόγω σημεία είναι παραπάνω από σαφή, αλλά και ενδεικτικά της φιλοσοφίας των θέσεών του.
Διαβάζοντας τα 28 σημεία και την ομιλία του Φ. Κουβέλη, διαπιστώνεται μία βασική αντίφαση που τα διαπνέει. Πιο συγκεκριμένα, η Δ.Α. προσπαθεί να πατήσει σε δύο βάρκες, αυτή της αντιπολίτευσης και αυτή της ενσωμάτωσης και της συναίνεσης. Η μία «βάρκα» αφορά στις αντικυβερνητικές κορόνες: το ΠΑΣΟΚ έχει περάσει όλες τις «κόκκινες γραμμές», τα εργασιακά δικαιώματα καταργούνται, η κοινωνία ρημάζεται. Η δεύτερη συνδέεται τόσο με τις ηθελημένες, κατά την άποψή μας, ασάφειες και γενικότητες όσο και με συγκεκριμένες θέσεις που αφήνουν ανοιχτές θύρες και κλείνουν το μάτι σε ένα υπό διαμόρφωση «εκσυγχρονιστικό τόξο» στην ελληνική πολιτική σκηνή. Μάλιστα για αυτές τις θέσεις, η Δ.Α επικροτήθηκε από την Καθημερινή (21/12/2010) και το συγκρότημά της ως «θέσεις που προκαλούν αίσθηση» και που δεν είναι συνηθισμένο να ακούγονται από την αριστερά.
Ας δούμε όπως πιο συγκεκριμένα κάποια σημεία από την ομιλία του Φ. Κουβέλη και τις θέσεις της Δ.Α.
«Εμείς, ως Δημοκρατική Αριστερά, αντιπαλεύουμε τα αίτια της κρίσης. Δεν αναζητούμε τρόπους να τροφοδοτηθεί η συνέχιση του ίδιου πελατειακού κράτους. Αγωνιζόμαστε για την ανατροπή του παντού»
Η σύνταξη τριών προτάσεων με αυτό το περιεχόμενο και αυτή τη σειρά είναι ενδεικτική της θέσης της Δ.Α. για τη σύνδεση της παρούσας κρίσης με το «πελατειακό κράτος». Η αναφορά σε έννοιες όπως η «διαφθορά», το «κομματικό κράτος» και η «διαπλοκή» (έννοιες που παρουσιάζονται συχνά - πυκνά στις θέσεις της Δ.Α. και την ομιλία του Φ. Κουβέλη) είναι δυνατό να συσπειρώσει χώρους από τη Ντόρα μέχρι τον Δημαρά και τον Παπανδρέου. Και αυτές οι αναφορές αποτελούν επιλογή με συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της ελληνικής οικονομίας συνδέεται με τις υπερβολικές δαπάνες που οφείλονται στη διαπλοκή και το πελατειακό κράτος (βασικό πόρισμα των «οικονομικών της νέας δεξιάς» που χρησιμοποιούν ως εργαλείο τη θεωρία της δημόσιας επιλογής) και όχι με τη χαμηλή φορολόγηση του κεφαλαίου και ειδικά κάποιων προνομιακών μερίδων του, όπως οι εφοπλιστές, οι κατασκευαστικές, τα ΜΜΕ κ.ά. Με βάση την προηγούμενα, θεωρούμε ότι η Δημοκρατική Αριστερά κάνει μια απλουστευτική και επιφανειακή ανάλυση της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, βασισμένη σε θεωρητικά εργαλεία που δεν έχουν σχέση με την αριστερά.
«Μέσο-μακροπρόθεσμα πρέπει να στοχεύουμε στην αναδιαπραγμάτευση και για το σύνολο πλέον των δανείων της χώρας, μέσα από την οργανωμένη επιμήκυνση και αναχρηματοδότηση των ελληνικών χρεών»
Το ζήτημα της επαναδιαπραγμάτευσης δεν μπορεί να αφορά μόνο την επιμήκυνση του χρέους και την αόριστη αναχρηματοδότηση των χρεών. Η επιμήκυνση από την μία μπορεί να συνεπάγεται μείωση της ετήσιας πληρωμής σε τόκους, από την άλλη όμως σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση των μελλοντικών γενεών. Ειδικά όταν μία τέτοια επιμήκυνση θα συνοδεύεται από περαιτέρω «μνημονιακούς» όρους. Εκτός αν κάποιος είναι τόσο αφελής που νομίζει πως τέτοιοι όροι δεν θα υπάρχουν στο μέλλον. Οποιαδήποτε αναδιαπραγμάτευση δεν περιλαμβάνει διαγραφή σημαντικού μέρους του χρέους, στην ουσία διασφαλίζει την επιμήκυνση του βάρους του χρέους και των τραπεζικών κερδών. Σίγουρα μία διαγραφή μέρους του χρέους δεν διασφαλίζει από μόνη της ότι μελλοντικά δεν θα δημιουργηθεί ξανά χρέος. Για αυτό θα πρέπει να συνοδεύεται από ριζικές μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα, αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και κυρίως τη μετατόπιση του συσχετισμού δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Οποιαδήποτε συζήτηση για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους που αντιλαμβάνεται το ζήτημα λογιστικά και περιθωριοποιεί την ταξική πάλη είναι εκ προοίμιου καταδικασμένη να ενισχύσει περαιτέρω τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Και η Δ.Α. δυστυχώς θέτει το ζήτημα με τέτοιους όρους.
«... (A)νατροπή της άδικης κατανομής των βαρών σε βάρος των αδύνατων στρωμάτων, με την αύξηση των δημοσίων εσόδων μέσα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας...»
Στο σημείο αυτό παίρνουμε μία ιδέα των θέσεων της Δ.Α. για το φορολογικό σύστημα. Προφανώς και αναγνωρίζει τις αδικίες του συστήματος «εις βάρος των αδύνατων στρωμάτων», όμως για την αύξηση των εσόδων εστιάζει στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας. Κανείς δεν θα διαφωνήσει ότι η καταπολέμηση αυτών των δύο είναι σημαντική και ότι όντως θα αυξήσει τα δημόσια έσοδα.
Όμως αλήθεια εξαιτίας αυτών των δύο φαινομένων είναι χαμηλά τα δημόσια έσοδα; Μέσα σε λίγα χρόνια ο φορολογικός συντελεστής των κερδών των Α.Ε. μειώθηκε από 35% σε 20%. Ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής του κεφαλαίου στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Eurostat, οριακά ξεπερνά το 15% κατατάσσοντας την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. Οι εφοπλιστές πληρώνουν 12 εκατ. ευρώ φόρο για το 2011! Η Δ.Α. δεν αναφέρει το παραμικρό σχετικά με τη δυνατότητα αύξησης των εσόδων μέσα από την αύξηση της φορολογίας στο κεφάλαιο, όχι γιατί δεν γνωρίζει τα προηγούμενα στοιχεία, αλλά γιατί συμφωνεί με την πολιτική της κυβέρνησης (και) σε αυτό το σημείο και, έτσι, τα κροκοδείλια δάκρυα για τις αδικίες του συστήματος στερούνται κάθε σοβαρότητας.
«Η Δημοκρατική Αριστερά ζητά επαναπροσανατολισμό του
συστήματος κοινωνικής προστασίας για την ανακούφιση όσων πλήττονται από
την κρίση»
Σε μια εποχή όπου το κοινωνικό κράτος
απαξιώνεται και διαλύεται, προτάσεις περί («πιλοτικής εφαρμογής»)
ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και επιδόματος ενοικίου θα μπορούσαν να
χαρακτηριστούν είτε (επιεικώς) ελλιπείς είτε πλήρως ενσωματώσιμες σε
ένα κοινωνικό κράτος που συνεχώς συγκλίνει με το αγγλοσαξονικό
φιλελεύθερο μοντέλο. Ένα σύστημα δηλαδή που από τη μια καταργεί την
υποχρέωση του κράτους να παρέχει κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες προς
όλους τους πολίτες (καθολικό σύστημα) και από την άλλη δημιουργεί ένα
δήθεν ελάχιστο δίχτυ προστασίας για τους πλέον αναξιοπαθούντες, εν είδει
φιλανθρωπίας. Χαρακτηριστικό της νοοτροπίας που διαπνέει τις θέσεις της
Δ.Α. είναι ότι τα παραπάνω ελλιπή προγράμματα, προτείνεται να
χρηματοδοτηθούν από περικοπές άλλων κοινωνικών πόρων. Δηλαδή να γίνει
ανακατανομή εντός των κοινωνικών δαπανών και όχι να χρηματοδοτηθούν από
περικοπές των τόσων δαπανών που δεν εξυπηρετούν ούτε παραγωγικές ανάγκες
ούτε αφορούν το κοινωνικό κράτος (π.χ. αμυντικές δαπάνες) ή μέσα από
αύξηση της φορολογίας των κατέχοντων.
Όταν μάλιστα οι συγκεκριμένες προτάσεις συνοδεύονται και από την ιδέα για την Πράσινη Κοινωνική Οικονομία (sic), δηλαδή ενός «χώρου της οικονομίας που βρίσκεται ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα της οικονομίας και στον οποίο διεξάγονται οικονομικές δραστηριότητες, με κοινωνικούς σκοπούς και στόχους, δηλαδή δραστηριότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που παράγουν κοινωνικό και ατομικό όφελος.», σηματοδοτείται η οριστική αποχώρηση από την αντίληψη του κοινωνικού κράτους όπως το γνώρισαν οι ευρωπαϊκές χώρες μετά το βʼ παγκόσμιο πόλεμο.
«Είναι κοινή διαπίστωση ότι χρειάζεται μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά του
Οι κοινότυπες και επιφανειακές, σχεδόν συνθηματολογικές, αναφορές για τον δημόσιο τομέα, καθίστανται εξίσου εύπεπτες από το πολιτικό σύστημα. Έτσι, η εξυγίανση του δημοσίου, ο εκσυγχρονισμός του, η σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα, το πλαφόν στους μισθούς των εργαζομένων γίνονται εύκολα αποδεκτές από την «Καθημερινή», στρέφουν όμως τη συζήτηση μακριά από τα προβλήματα των εργαζομένων. Σε μια χώρα όπου οι δημόσιες επιχειρήσεις είτε λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, είτε ξεπουλιούνται στο μεγάλο κεφάλαιο, το να επιλέγεις να αναφέρεσαι στα πλαφόν στους μισθούς είναι μια πολιτική επιλογή.
«Απαίτηση για μια εκπαίδευση που να αντιστοιχεί στις αυξημένες ανάγκες της εποχής, των πολιτών και της χώρας»
Είναι πολύ πιο έντιμη στάση πολιτικά να εκφράσεις τη στήριξη στην απορρύθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης όπως την επιχειρεί η Διαμαντοπούλου, από το να εκστομίζεις γενικόλογες ευχολογίες περί στήριξης του δημόσιου πανεπιστημίου. Η Δ.Α. επιλέγει να ορκίζεται στο όνομα του δημόσιου πανεπιστημίου, με αυτό όμως να παραμένει κενό γράμμα, από τη στιγμή που δεν λέει και κάτι παραπάνω. Η στήριξη του δημόσιου πανεπιστημίου σημαίνει πρώτα από όλα αύξηση της χρηματοδότησης, κατάργηση του υπάρχοντος νόμου πλαίσιο, ενιαία πανεπιστημιακή εκπαίδευση, με ενισχυμένη την ακαδημαϊκή αυτοτέλεια των ιδρυμάτων, δηλαδή ουσιαστική ρήξη με την πολιτική των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., πράγμα που η Δ.Α. κάθε άλλο παρά είναι διατεθειμένη να πράξει.
«Η προοπτική μίας απελευθερωμένης και λειτουργικής αγοράς ενέργειας θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία για ανάπτυξη»
Η υπεράσπιση της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας από τη Δ.Α. είναι η αποθέωση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Η ανάπτυξη της χώρας μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσω της «ύστατης λύσης του σεναρίου ανταλλαγής μονάδων μεταξύ ΔΕΗ και αξιόπιστων ηλεκτροπαραγωγών», αποτελούν τον πυρήνα των νεοφιλελεύθερων επιχειρημάτων που μεταμορφώνουν σε ευκαιρία για τη χώρα την πώληση του δημόσιου πλούτου στο ιδιωτικό κεφάλαιο.
Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας προωθείται από τους ιδιώτες επενδύτες ως μέσο για την αύξηση της τιμής της κιλοβατώρας σε επίπεδα που θα καταστούσαν τις επενδύσεις τους κερδοφόρες. Είναι επίσης γνωστό ότι στα πλαίσια της προωθούμενης απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας η ΔΕΗ αγοράζει ρεύμα από το ΔΕΣΜΗΕ και το πουλάει στους ανταγωνιστές της σχεδόν στη μισή τιμή. Επί της ουσίας, η Δ.Α. υποστηρίζει την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας που θα εκτοξεύσει στα κέρδη των ιδιωτών επενδυτών εις βάρος της ΔΕΗ και κυρίως εις βάρος των καταναλωτών. Μία τέτοια θέση δημιουργεί εύλογες απορίες για το ποιανού συμφέροντα καλείται να υπηρετήσει το νέο κόμμα και σε ποια στρατηγική εντάσσονται οι θέσεις του.
Υπό αυτό το πρίσμα, αναλύσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής,
της σημερινής κρίσης του και της εξόδου από αυτήν με ωφελημένες τις
δυνάμεις της εργασίας δεν υπάρχουν στις θέσεις της Δ.Α. Την ίδια στιγμή,
αυτές
διαπνέονται από ένα μίγμα λαϊκισμού, ανούσιας και ανέξοδης
προτασεολογίας και αφοσίωσης στο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα. Η Δ.Α
προσπαθεί μάταια να πείσει ότι είναι μια υπεύθυνη δύναμη της αριστεράς,
με καίριες επισημάνσεις και ουσιαστικές προτάσεις, που έρχεται να
ανανεώσει ένα γερασμένο πολιτικό σύστημα. Αντί όμως αυτού, ξεχνά κάθε
εργαλείο ανάλυσης της αριστεράς, ακόμα και παραδοσιακές μεταρρυθμιστικές
θέσεις της που ενώνουν ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων, ενώ επιλέγει να
συμφωνήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στα βασικά μέτωπα που η κυβέρνηση
θα ανοίξει το επόμενο διάστημα και αφορούν στον δημόσιο τομέα και την
απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Οι δίαυλοι επικοινωνίας που
ανοίγονται με όσους εκφράζουν παρόμοιες θέσεις περί καλύτερης
διαχείρισης, διαρθρωτικών αλλαγών, εκσυγχρονισμού της δημόσιας
διοίκησης, εξορθολογισμού του κράτους πρόνοιας και άλλων τέτοιων ωραίων
είναι παραπάνω από εμφανείς. Σε αυτό το πλαίσιο, η Δ.Α. συναντιέται με
το ΠΑΣΟΚ όχι γιατί κάποιοι κακεντρεχείς αναγνώστες των θέσεών της
φτιάχνουν κεντροαριστερά σενάρια, αλλά γιατί υπάρχει μια συμφωνία των
δύο κομμάτων τόσο στην περιγραφή της συγκυρίας, όσο και στους στόχους
και τις προτάσεις.
* Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης και η Ράνια Σβίγκου, είναι μέλη ΚΠΕ Συνασπισμού
1. Οι 28 θέσεις της Δ.Α. για την έξοδο από την κρίση μπορούν να αναζητηθούν στο www.dimokratikiaristera.eu. Η ομιλία του Φ. Κουβέλη είναι από το γραπτό κείμενο που έστειλε το Γραφείο Τύπου της Δ.Α. στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=591137