Καθώς η ριζική αναδιαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου της Γʼ Βάθμιας Εκπαίδευσης και της ʽΈρευνας έχει τεθεί στην άμεση ατζέντα του Υπουργείου Παιδείας, Δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, με μεγάλη ανησυχία αναμένουμε την θεσμική αποτύπωση σε επικείμενο Σχέδιο Νόμου των επιλογών της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου σχετικά με την Έρευνα και τη Καινοτομία σε ΑΕΙ, ΑΤΕΙ, Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ).
Τα κείμενα που δόθηκαν από το Υπουργείο στην υποτιθέμενη Δημόσια Διαβούλευση δείχνουν καθαρά τις προθέσεις για υπονόμευση/κατάργηση του ακαδημαϊκού και δημόσιου χαρακτήρα της Έρευνας, για αξιολόγηση του ερευνητικού έργου με μη ακαδημαϊκά κριτήρια, με κυρίαρχη την οικονομική και θεσμική συμμετοχή των ιδιωτών, με παντελή την έλλειψη εθνικής στρατηγικής, σε μια αντίληψη περί αποκλειστικά «χρήσιμης» Έρευνας με το πρόσχημα της διασύνδεσής της με τη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα του Μνημονίου, μιας ερευνητικής πολιτικής συρρικνωμένης και ανταγωνιστικής, που θα χρηματοδοτεί μόνο τους «αρίστους», προς όφελος των μεγάλων επενδυτών και με στρεβλό προσανατολισμό στην αγορά.
Η πολιτική αυτή, που θεμελιώνει τον κυρίαρχο και με στρεβλό τρόπο προσανατολισμό της Έρευνας στα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, αποτυπώθηκε ήδη στο Σχέδιο του «Αναπτυξιακού»-Επενδυτικού Νόμου του Υπουργείου Οικονομίας, που ψηφίστηκε πρόσφατα, ο οποίος αντί να επιτρέπει την κατευθείαν χρηματοδότηση των ΑΕΙ και ΕΚ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων με σκοπό την ανάπτυξη και τη καινοτομία, τους επιβάλλει να λειτουργούν σε κοινοπραξίες με επενδυτές μʼ ένα μειοψηφικό πακέτο μέχρι 20%. Με αυτό δε το ελάχιστο 20%, τα επενδυτικά σχέδια θα περιλαμβάνουν «τις εγκαταστάσεις τους και τον εξοπλισμό παραγωγής, ελέγχου ποιότητας, αποθήκευσης δικτύων διανομής, διακίνησης έκθεσης και πώλησης εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών, και άλλα» (!!!!)
Έτσι φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τη «συνέργεια και δικτύωση» των ΑΕΙ & Ερευνητικών Κέντρων με την αγορά. Κανένα όφελος για τη κοινωνία, αλλά πλήρης εκποίηση προς όφελος των μεγάλων επενδυτών. Κι αυτό είναι τραγικό. Μετά την υποχρηματοδότηση των ΑΕΙ και των ΕΚ, στην πορεία της ιδιωτικοποίησης της Παιδείας, σειρά έχουν οι δημόσιες ερευνητικές υποδομές και η περιουσία των ΕΚ. Όσο για τον ρόλο των ιδιωτών στην υποστήριξη της έρευνας και ανάπτυξης, όλοι πια γνωρίζουμε ότι ανεξέλεγκτοι παρέμειναν πολλοί ιδιώτες επενδυτές, που ενώ πήραν τις επιχορηγήσεις των προγραμμάτων, κανένα έργο δεν επιτέλεσαν.
Και ενώ η «Δημόσια Διαβούλευση για την ανάδειξη των κεντρικών προτεραιοτήτων της Εθνικής Στρατηγικής Έρευνας» ανακοινώθηκε από την Υπουργό τον περασμένο Ιούλιο, τίποτα δεν προχωράει, αντιθέτως πασιφανής είναι η πολιτική της διάλυσης. Παρά τις εξαγγελίες, η κυβέρνηση καθυστερεί συστηματικά την χρηματοδότηση της Έρευνας από το ΕΣΠΑ, τινάζει στον αέρα επιχειρησιακά προγράμματα, ενώ οι καθυστερήσεις στις προκηρύξεις νέων προγραμμάτων και στην αξιολόγηση ήδη κατατεθειμένων ερευνητικών προτάσεων, στην πληρωμή της εθνικής συμμετοχής, στη σύσταση του ΕΣΕΤ κλπ, σε συνδυασμό με τη συνεχή υποχρηματοδότηση των ΕΚ και την παντελή έλλειψη δημοσίων επενδύσεων, συνιστούν μια πολιτική συστηματικής υποβάθμισης και διάλυσης της Έρευνας και ένα οριακό πλαίσιο λειτουργίας των ΕΚ.
Η πρόσφατη παραίτηση του Γενικού Γραμματέα Ε&Τ (ΓΓΕΤ) κ. Αχιλλέα Μητσού και η συνεχής ενασχόληση των ΜΜΕ με το θέμα, έρχονται να επιβεβαιώσουν την υπάρχουσα κρίση και στον πυρήνα της λήψης των κυβερνητικών αποφάσεων. Καμιά κουβέντα όμως δεν γίνεται για το «πάπλωμα» - την ουσία της κυβερνητικής πολιτικής για την Γ΄ Βάθμια Παιδεία και Έρευνα, για δεσμεύσεις της πολιτείας έναντι του πρωτότυπου και σημαντικού με διεθνή αναγνώριση έργου που - παρά την χρόνια υποχρηματοδότηση - γίνεται στα ΕΚ.
Πάγια θέση του ΣΥΝ είναι η ενίσχυση και περαιτέρω ανάπτυξη της Έρευνας, η υποστήριξη του δημόσιου και ακαδημαϊκού χαρακτήρα της, με στήριξη των υποδομών των ΕΚ καθώς και των εργαζομένων στην Έρευνα, για ανάπτυξη προς όφελος της κοινωνίας, με ορθολογικό προγραμματισμό και με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων φορέων, με κοινωνική λογοδοσία και γενναία και αξιοκρατική κρατική χρηματοδότηση.
Τμήμα Παιδείας