Τα ζητήματα της Παιδείας συνδιαμορφώνουν τον πυρήνα των σημαντικών θεμάτων κάθε κοινωνίας και, συνεπώς, οι τοπικές κοινωνίες βιώνουν καθημερινά τα αποτελέσματα των πολιτικών για την Παιδεία. Τα αποτελέσματα αυτά τα τελευταία χρόνια είναι άκρως απογοητευτικά, καθώς αρκετοί μαθητές εκδιώκονται από το Λύκειο, ιδίως οι οικονομικά ασθενέστεροι, ενώ ένα, επίσης, σημαντικό ποσοστό οδηγείται σε σχολές κατάρτισης σε μικρή ηλικία και μάλιστα αμφιβόλου ποιότητας, αφού υποβαθμίζονται δραματικά οι σχολές αυτές ακόμα και σε σχέση με τα προϋπάρχοντα Τεχνικά Λύκεια. Τα συμπεράσματα αυτά ενισχύονται από τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας, τα οποία αποκαλύπτουν το αποκρουστικό και ταξικό πρόσωπο της εκπαιδευτικής πολιτικής, καθώς δείχνουν ότι 37.652 μαθητές κάθε χρόνο εγκαταλείπουν τα θρανία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ενώ υπολογίζεται ότι αυξήθηκαν οι δαπάνες που καταβάλλουν οι ελληνικές οικογένειες για την εκπαίδευση των παιδιών τους, προσεγγίζοντας τα 5,2 δισ. ευρώ το χρόνο. (Κέντρο Ανάπτυξης εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ)/ΓΣΕΕ).
Και ενώ συμβαίνουν αυτά συνεχίζεται με γοργότερους ρυθμούς η πολιτική αποδόμησης του δημόσιου σχολείου. Από τις περικοπές στους διορισμούς, την κατάργηση της Πρόσθετης και Ενισχυτικής Διδασκαλίας, το κλείσιμο Αθλητικών Σχολείων, την προετοιμαζόμενη κατάργηση της δωρεάν διανομής βιβλίων, τα μέτρα εργασιακής και παιδαγωγικής ομηρίας των εκπαιδευτικών, μέχρι τη δραστικότερη μείωση των κρατικών δαπανών κάτω του 3% του ΑΕΠ, αποκαλύπτεται η βίαιη συρρίκνωση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης. Η πολιτική αυτή καταδικάσθηκε και με πρόσφατο ψήφισμα της ΚΕΔΚΕ (16 Μαρτίου 2011).
Με τη λογική του «λιγότερου κόστους» και στο βωμό της αγοράς μετατρέπεται όλο και πιο έντονα η εκπαίδευση σε εμπόρευμα και οι γονείς και μαθητές σε πελάτες ιδιωτών. Αν προσθέσουμε στο πογκρόμ των «καλλικρατικών» συγχωνεύσεων, την εξοντωτική μείωση (μέχρι 66%) της κρατικής επιχορήγησης των σχολικών επιτροπών, τη σχεδιαζόμενη αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών, καθώς και το προετοιμαζόμενο «νέο σχολείο» της αμάθειας, με διαφοροποιημένο πρόγραμμα που θα ψάχνει «χορηγούς» για να επιζήσει, δηλαδή, το σχολείο της αγοράς, στα πρότυπα των πιο αντιδραστικών και χρεοκοπημένων αγγλοσαξωνικών μοντέλων, γίνεται φανερό ότι η σχολική πραγματικότητα, με την οποία θα βρεθούν αντιμέτωποι την επόμενη χρονιά εκπαιδευτικοί και μαθητές, θα είναι εφιαλτική. Η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση καταργείται σταδιακά προς όφελος του σχολείου της αγοράς.
Ταυτόχρονα συμπαρασύρεται και η Ανώτατη Eκπαίδευση η οποία μετατρέπεται σε μηχανισμό ρηχής επαγγελματικής κατάρτισης, που θα απαξιώνεται γρήγορα. Μια τέτοια περιοριστική εκπαιδευτική πολιτική δεν προωθεί την ανάπτυξη της γνώσης, της επιστήμης, της έρευνας, της τεχνολογίας, της οικονομίας, της κοινωνίας.
Η μόρφωση ως δημόσιο αγαθό και κοινωνικό δικαίωμα, για κάθε άνθρωπο προσωπικά και για την κοινωνία στο σύνολο της, αμφισβητείται στην πράξη. Και ακόμα αντί της μόρφωσης ως βίωσης του πολιτισμού, ως καλλιέργειας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης γνώσεων με κριτικό και σφαιρικό τρόπο, προβάλλεται μια περιοριστική αντίληψη που ρίχνει το βάρος κυρίως στην κατάρτιση, που από μόνη της ως γνωστόν έχει ημερομηνία λήξεως. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής συνιστούν σημαντική εγκατάλειψη της ανάγκης για κοινωνικό κράτος, ενώ ταυτόχρονα θεωρώντας ότι ικανοποιούν ανάγκες της αγοράς, ουσιαστικά υπονομεύουν τις δυνατότητες ολόπλευρης ανάπτυξης της κοινωνίας. Μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για νεοφιλελεύθερη πολιτική και μάλιστα για χυδαία εκδοχή της.
Η επικράτηση της πιο επιθετικής νεοφιλελεύθερης αντίληψης σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης των οικονομιών, έχει επιβάλει στη ζωή της ανθρωπότητας εκρηκτικές οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και επικράτηση αχαλίνωτου ανταγωνισμού σε επίπεδο αξιών για τη ζωή. Το κοινωνικό κράτος που ήταν αποτέλεσμα ευρύτερων συναινέσεων, εγκαταλείπεται προς όφελος των επιχειρήσεων. Η έννοια της ανάπτυξης ταυτίζεται με την κερδοφορία του κεφαλαίου και κανείς άλλος εκτός αυτού δεν δικαιούται τίποτε στην κατανομή του κοινωνικού πλούτου. Κάθε παρέμβαση, ρύθμιση και έλεγχος των αγορών θεωρείται επιζήμιος.
Και ενώ η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα αναδιαρθρώνεται με αυτό τον τρόπο, σε επίπεδο ιδεών παρατηρείται μια συντηρητική πνευματική περιχαράκωση, απαγορευτική προς κάθε κριτική σκέψη. Κυριαρχεί μια αντίληψη «ενιαίας»¨και μονοδιάστατης σκέψης, που υποτάσσει τα πάντα σε ένα αγοραίο οικονομισμό, που χρησιμοποιείται ως οπτική γωνία για όλα τα ζητήματα της ζωής και γι αυτά της παιδείας. Έτσι παράλληλα με την αντίληψη για περιορισμό των κοινωνικών δαπανών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της παιδείας, ο αγοραίος οικονομισμός αντιλαμβάνεται και το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης σε σχέση πλήρους υποταγής προς την αγορά, δηλαδή τις επιχειρήσεις.
Οι πολιτικές αυτές που βάζουν στο τραπέζι του Προκρούστη όλα τα κοινωνικά αγαθά και, συνεπώς, και την Εκπαίδευση εφαρμόζονται χρόνια στην πατρίδα μας, καθώς οι κρατικές δαπάνες μειώνονται και υποβαθμίζεται το περιεχόμενο της δημόσιας και δωρεάν μόρφωσης, με κάθε τρόπο. Πρόσφατα, όμως, υπό τη σκιά του μνημονίου Κυβέρνησης – Ε.Ε. – Δ.Ν.Τ., του Καλλικράτη και του «νέου σχολείου» τα χρόνια προβλήματα παίρνουν τη μορφή καταιγίδας. Με την ευλογία και την εποπτεία της τρόικας η κυβέρνηση προωθώντας το Μνημόνιο 3 στην εκπαίδευση, εφαρμόζει ένα μαζικό σχέδιο συνολικής απορρύθμισης, ένα πρόγραμμα συγχωνεύσεων - καταργήσεων σχολείων (1.933) με οδυνηρές κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνέπειες. Η κατάργηση και συγχώνευση σχολικών μονάδων αποτελεί την συνέχεια των προαναφερθέντων πολιτικών που έχουν ως στόχο την αποδόμηση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Πριν την κατάργηση και συγχώνευση των σχολείων είχε προηγηθεί η συνολική μείωση των δαπανών για την παιδεία στο 2,7% του ΑΕΠ, η δραματική μείωση των κονδυλίων για τα λειτουργικά έξοδα και τη συντήρηση των σχολείων, οι σχεδόν μηδενικοί διορισμοί εκπαιδευτικών (ενώ οι αποχωρήσεις ήταν τριπλάσιες από τις κανονικές), η κατάργηση των αθλητικών σχολείων, το κλείσιμο του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, η άρνηση όλο και περισσότερων ιδιοκτητών σχολικών πούλμαν να μεταφέρουν μαθητές, λόγω των συσσωρευμένων χρεών του δημοσίου.
Οι συγχωνεύσεις ή καταργήσεις σχολείων έχουν κοινωνικές και εκπαιδευτικές επιπτώσεις: Οι κοινωνικές επιπτώσεις εστιάζονται στην αύξηση της εγκατάλειψης του σχολείου, στην γκραβοποίηση των σχολικών μονάδων, στη δημιουργία πολυπληθών και απρόσωπων σχολικών μονάδων, στην όξυνση των φαινομένων βίας, στην αύξηση της εσωτερικής μετανάστευσης και άλλων φαινομένων κοινωνικής παθογένειας. Από την άλλη πλευρά καταπατούνται βασικοί κανόνες εύρυθμης λειτουργίας της σχολικής κοινότητας, όπως η υγιής επικοινωνία γονέων και εκπαιδευτικών, η αποξένωση των μαθητών, ενισχύονται τα πολυπληθή τμήματα και παγιώνεται η ανισότητα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Τέλος, αγνοούνται εκπαιδευτικές προσεγγίσεις, όπως το σχολείο της γειτονιάς, η κοινοτική εκπαίδευση, η συνεκτική σχέση γονέων, μαθητών &εκπαιδευτικών και η προσωπική αναγνώριση και ασφάλεια στη μαθησιακή διαδικασία. Έτσι, προετοιμάζονται τα σχολεία ταξικής αναπαραγωγής.
Οι τοπικές κοινωνίες που βιώνουν άμεσα τα προβλήματα οφείλουν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας μάχιμης συλλογικής πολιτικής και πολιτισμικής αντίληψης, που αντιλαμβάνεται τη μόρφωση ως δημόσιο αγαθό και κοινωνικό δικαίωμα, για κάθε άνθρωπο προσωπικά και για την κοινωνία στο σύνολό της αναδεικνύοντας. Να βρεθούν στο πλευρό της εκπαιδευτικής κοινότητας και των εργαζομένων που έχουν κάθε λόγο να αντισταθούν στην αποδόμηση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Να απαιτήσουν: ούτε ένα σχολείο λιγότερο να λειτουργήσει από τη νέα σχολική χρονιά. Να ιδρυθούν νέα σχολεία όπου χρειάζεται, να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό της μαθητικής διαρροής. Ούτε ένας λιγότερος μαθητής στις σχολικές αίθουσες τη νέα σχολική χρονιά.
Αγωνιζόμαστε για την αναγκαιότητα πρόσβασης στη γνώση όλων των ανθρώπων. Ενισχύουμε και υλοποιούμε κάθε εγχείρημα που κατατείνει στην ενδυνάμωση της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης και στη δημιουργία των συνθηκών εκείνων που αναδεικνύουν το ύψιστο αγαθό της εκπαίδευσης για όλους ανεξαιρέτως- φύλου, κοινωνικής ή οικονομικής κατάστασης. Όταν η γνώση προσφέρεται στο σύνολο της κοινωνίας, τότε επιτυγχάνεται άνοδος του μορφωτικού επιπέδου αυτής και εξυπηρετείται μια αναγκαιότητα για την κοινωνία και την πολιτεία. Το περιχαράκωμα της παιδείας στη σφαίρα της ωφελιμότητας και της σκοπιμότητας, της χρησιμοθηρίας και του επαγγελματισμού αλλοτριώνει τη φύση της. Δε συμπίπτει η παιδεία με τις κοινωνικές πραγματικότητες, όταν παρακολουθεί μόνο τις αρνητικές πλευρές της. Η παιδεία έχει ως κύρια αποστολή της να πλάσει ανθρώπους, να δημιουργήσει έναν κόσμο καλύτερο. Η παιδεία πρέπει να είναι ουμανιστική. Η παρεχόμενη γνώση με τα χαρακτηριστικά του τεχνοκρατισμού, του ατομικιστικού ωφελισμού, της λογοκρατίας, της «αποτελεσματικότητας», που διαπλάθει ανθρώπους-εργαλεία και ανθρώπους-καταναλωτές με ακρωτηριασμένη σκέψη, είναι αποτυχημένη. Και θεωρείται αποτυχημένη, γιατί δημιουργεί ανθρώπους εγωκεντρικούς, ανταγωνιστικούς, αναίσθητους και κυνικούς, και εδώ εστιάζεται η ανθρώπινη πλευρά της αποτυχίας του σημερινού σχολείου.
Στην κατεύθυνση αυτή οι τοπικές κοινωνίες και η Τ.Α οφείλουν να σχεδιάζουν εκείνα τα σχολεία που διοχετεύουν τη χαρά της ζωής και απομακρύνουν τη μιζέρια. Σχολεία που εκπαιδεύουν ελεύθερους ανθρώπους, που παράγουν σκεπτόμενους και υπεύθυνους πολίτες, ικανούς να αντιμετωπίσουν με επιτυχία το σήμερα και την πρόκληση του αύριο. Στο μέτρο των αρμοδιοτήτων και των οικονομικών δυνατοτήτων αγωνίζονται να δημιουργήσουν ανθρώπινα σχολεία που θα έλκουν και θα ευχαριστούν τη σχολική κοινότητα, καθώς ο σχολικός χώρος λειτουργεί και ως χώρος συνεύρεσης των μαθητών, να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν εκπαιδευτικά προγράμματα ( μαθήματα πληροφορικής - θεατρικό παιχνίδι, επισκέψεις – ξεναγήσεις σε αρχαιολογικούς χώρους και Μουσεία κ.ο.κ), να διευκολύνουν με τεχνικές παρεμβάσεις τα άτομα με κινητικές δυσκολίες να παρακολουθούν ομαλά τις εκπαιδευτικές διαδικασίες και να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα στη φοίτηση τους, να συνδέουν τις λειτουργίες του πνευματικού κέντρου με τα σχολεία και να προωθούν κοινές πολιτιστικές εκδηλώσεις και πολλά άλλα.