Η κυβέρνηση πανικόβλητη απέναντι στην έκρηξη των τιμών των καυσίμων επέλεξε ένα διοικητικό μέσο, την επιβολή πλαφόν στις τιμές των καυσίμων, αντιμέτωπη με τα αδιέξοδα που η ίδια η πολιτική της δημιούργησε και δημιουργεί καθημερινά.
Το μέτρο αυτό θα μπορούσε να είναι θετικό αν άγγιζε τον πυρήνα του προβλήματος της εκτίναξης των τιμών όμως:
• το μονοπώλιο στον τομέα της διύλισης παραμένει χωρίς καθόλου έλεγχο ή έστω προσπάθεια να κρατηθούν τα προσχήματα του ανταγωνισμού. Οι ιδιώτες πλέον ιδιοκτήτες των διυλιστηρίων πωλούν στις υψηλότερες ομοιόμορφες «ex-factory” τιμές στην Ευρώπη.
• οι εταιρείες χονδρικής ελέγχονται ουσιαστικά από τους ιδιοκτήτες των διυλιστηρίων (Οι ΕΚΟ – BP από ΕΛ.ΠΕ και οι AVIN- SHELL από τη Motor Oil). Και εδώ όλες οι διακυμάνσεις μετακυλίονται στην κατανάλωση.
• οι βενζινοπώλες, βλέποντας την κατά 15-20 % μείωση της κατανάλωσης και προκειμένου να διατηρήσουν τα κέρδη τους σταθερά αυξάνουν το ποσοστό κέρδους εκμεταλλευόμενοι τις διακυμάνσεις των τιμών διυλιστηρίων.
• το κράτος διατηρεί υπέρογκους φόρους που είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη.
• υφίσταται ανυπαρξία μέτρων πάταξης της λαθρεμπορίας και της νοθείας.
Αυτά είναι αποτελέσματα της απαράδεκτης ιδιωτικοποίησης του τομέα πετρελαίου.
Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη η επιβολή πλαφόν αφού είναι η τελευταία γραμμή άμυνας απέναντι στη διαπιστούμενη ανικανότητα ελέγχου της αγοράς και των φαινόμενων κερδοσκοπίας που η ίδια η κυβερνητική πολιτική δημιούργησε. Η κυβέρνηση αν δεν αντιμετωπίσει τις παραπάνω αιτίες, το πρόβλημα των υψηλών τιμών καυσίμων θα διαιωνίζεται και θα έχει κάνει κατά τη λαϊκή έκφραση «μια τρύπα στο νερό».
Τμήμα Οικονομικής Πολιτικής