Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε στις ΗΠΑ ως κρίση των ενυπόθηκων δανείων, έχει κυρίως κοινωνικές συνέπειες, οι οποίες παίρνουν τη μορφή της εκτινασόμενης ανεργίας, κυκλικής και διαρθρωτικής, της ενίσχυσης της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων και της αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης έχει ως πρωταρχικό στόχο την άρση όλων των εμποδίων που τίθενται στην εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Υπό αυτό το πρίσμα προωθήθηκε και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, με τον περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων, την επιβολή ελαστικών μορφών εργασίας, τη flexicurity, με στόχο τη μείωση του εργατικού κόστους και την ενίσχυση της λεγόμενης ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Αυτή η τάση απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, έδωσε στην ανεργία περισσότερο δομικά χαρακτηριστικά, παρά κυκλικά που μέχρι την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου στρατοπέδου, διέθετε.
Στην Ευρώπη, η εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου δόγματος παίρνει την τελική της μορφή στη Στρατηγική της Λισσαβόνας, η οποία, παρά τις αναφορές στην ενίσχυση της απασχόλησης, δεν κατάφερε να μειώσει τα επίπεδα ανεργίας στην ΕΕ. Χαρακτηριστική ήταν η έντονη ανεργία στις χώρες που μπήκαν στη ζώνη του ευρώ, με την Ελλάδα να έχει γύρω στο 10%.
Το επιχείρημα πάνω στο οποίο στηρίχτηκαν οι πολιτικές της ΕΕ και η Στρατηγική της Λισσαβόνας ήταν ο εκούσιος χαρακτήρας της ανεργίας, οι υψηλοί μισθοί του ευρωπαϊκού μοντέλου, τα παρωχημένα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα να προωθηθεί η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, ως απάντηση στο πλεονάζων εργατικό δυναμικό.
Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης από πλευράς ΕΕ και ΗΠΑ, εμφανίζει την κρίση ως αιτία του ανεπαρκούς ελέγχου του χρηματοπιστωτικού τομέα και των εμποδίων που έβαζαν τα κράτη στον ελεύθερο ανταγωνισμό, προβάλλοντας ως «φάρμακο» για το ξεπέρασμα της την πλήρη ελαστικοποίηση των αγορών και κατʼεπέκταση των εργασιακών σχέσεων.
Έτσι η σημερινή δημόσια συζήτηση αναφορικά με την οικονομική κρίση και την κρίση χρέους, συχνά μονοπωλείται από αναλύσεις και διαπιστώσεις σχετικά με την πορεία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, το ευρώ και την αρχιτεκτονική του, το Διεθνές Τραπεζικό Σύστημα, το ελληνικό κράτος και τις προβληματικές δημόσιες επιχειρήσεις, χωρίς όμως να θίγεται ο πυρήνας του ζητήματος, η ταμπακιέρα, όπως θα μπορούσαμε να πούμε πιο λαϊκά, δηλαδή η σχέση μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών.
Σε κάθε οικονομική κρίση, όμως, επανατοποθετούνται από την αρχή οι όροι με τους οποίους διεξάγεται το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό «παιχνίδι», μεταβιβάζοντας σε τελική ανάλυση στους εκάστοτε «παίχτες», νέες εξουσίες και δύναμη ή νέα καθήκοντα και βάρη.
Στην παρούσα οικονομική κρίση, οι δυνάμεις της εργασίας από τη μια, και οι πολιτικοί εκφραστές της από την άλλη, μπήκαν σε αυτό το «παιχνίδι», σε αυτή τη μάχη, αρκετά αποδυναμωμένοι, αφού 20 χρόνια νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, σε Ελλάδα και Ευρώπη, περιόρισε σημαντικά τις εργασιακές κατακτήσεις, τόσο μισθολογικές, όσο και συνδικαλιστικές, περιόρισε τον κοινωνικό ρόλο του κράτους, κάνοντας πιο ευάλωτες τις φτωχές και αδύναμες κοινωνικές ομάδες, περιόρισε την ίδια τη δημοκρατία και το ρόλο της πολιτικής.
Από αυτή την αφετηρία, αλλά και με πρόσχημα τις λεγόμενες «αναγκαίες θυσίες», οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις και το κεφάλαιο έχουν εξαπολύσει μια άνευ προηγουμένου επίθεση στους εργαζόμενους, εφαρμόζοντας ακραία προγράμματα λιτότητας, ακυρώνοντας στην πράξη τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, θεσμοποιώντας τους νεοφιλελεύθερους δογματισμούς των ελαστικών σχέσεων εργασίας και καταστρατηγώντας όποια «κοινωνική συμφωνία» είχε επιβληθεί μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι πολιτικές που προωθεί, αποτελούν ουσιαστικά τη συνέχεια της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, μέσω της Στρατηγικής ΕΕ 2020, όπου τα ιδεολογήματα περί νέων μορφών εργασίας ελαστικής μορφής και flexicurity, εμπλουτίζονται με ευχολόγια περί ενίσχυσης της απασχόλησης μέσω καινοτομιών και ενίσχυσης της έρευνας. Την ίδια στιγμή όμως, η Οικονομική Διακυβέρνηση και το Σύμφωνο για το Ευρώ, αλλά και τα εθνικά Μνημόνια, περιορίζουν τις κρατικές δαπάνες και πνίγουν τις οικονομίες, μέσω των ακραίων προγραμμάτων λιτότητας.
Τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της κρίσης, δείχνουν μια μεγάλη υποβάθμιση των δυνάμεων της εργασίας, με την ανεργία να κινείται στην ΕΕ στο 10% και σε ορισμένες χώρες να ξεπερνά το 20%, ενώ η ανεργία των νέων να φτάνει ακόμα και σε ποσοστά που κινούνται στο 40%. Για την Ελλάδα, η ανεργία το 2010 ήταν 14.2%, με την ανεργία των γυναικών στο 17.9% και των νέων στο 28%.
Η απάντηση της Αριστεράς στην οικονομική κρίση βάζει τις δυνάμεις της εργασίας στο προσκήνιο. Η παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, με ταυτόχρονη τόνωση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, είναι η πρόταση της Αριστεράς για το ξεπέρασμα της κρίσης.
Για να επιτευχθεί αυτό όμως, οφείλουμε να ξεφύγουμε ως κοινωνία και οικονομία, από τα στενά πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού που εξορκίζει την παρουσία του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα και ξεπουλάει κερδοφόρες και παραγωγικές επιχειρήσεις, που ποινικοποιεί τις δημόσιες κοινωνικές και επενδυτικές δαπάνες, που περιορίζει στο ελάχιστο την ανάπτυξη βιομηχανικής και αγροτικής πολιτικής, ικανής να προσφέρει εισόδημα και ποιότητα ζωής στους πολίτες.
To Γραφείο Τύπου