Θύμα της οικονομικής πολιτικής του Υπουργείου Παιδείας καθίσταται και η δεύτερη ξένη γλώσσα. Σύμφωνα με τις εξαγγελίες του Υπ.ΔΒΜΘ για το περιεχόμενο σπουδών του «Νέου Λυκείου», η δεύτερη ξένη γλώσσα δεν θα διδάσκεται πλέον στο Λύκειο, ενώ από την προηγούμενη εβδομάδα έχουν προκύψει αρνητικές εξελίξεις και για τα Δημοτικά και για τα Γυμνάσια. Συγκεκριμένα, με απόφαση του Υπ.ΔΒΜΘ μόνο στα 6/θέσια και πάνω Δημοτικά θα διδάσκεται η δεύτερη ξένη γλώσσα και μάλιστα χωρίς δικαίωμα επιλογής της γλώσσας. Κάθε σχολείο πρέπει να ορίσει μόνο μία ξένη γλώσσα αρχής γενομένης από το Σεπτέμβρη του 2011, ενώ το ίδιο θα ισχύει και για τα Γυμνάσια.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτή την πρωτοφανή απόφαση της ηγεσίας του Υπ.ΔΒΜΘ είναι αμείλικτα:
• Με ποια παιδαγωγικά κριτήρια το Υπουργείο αποφασίζει ότι οι μαθητές και μαθήτριες των μικρότερων σχολείων δεν έχουν το δικαίωμα να διδάσκονται δεύτερη ξένη γλώσσα; Έτσι αντιλαμβάνεται την αρχή των ίσων ευκαιριών στη μόρφωση;
• Γιατί καταργείται η δυνατότητα των μαθητών/μαθητριών να επιλέγουν τη δεύτερη ξένη γλώσσα;
• Πώς θα λειτουργήσουν οι σχολικές τάξεις όταν οι μισοί μαθητές/μαθήτριες δεν θα συμμετέχουν στη διδασκαλία, αφού μαθητές/μαθήτριες που για ένα η και δύο χρόνια διδάσκονταν μία δεύτερη ξένη γλώσσα, παραδείγματος χάρη τα γερμανικά, θα βρεθούν σε τάξεις όπου θα διδάσκονται τα γαλλικά;
• Γιατί δεν διδάσκεται η δεύτερη ξένη γλώσσα στο Λύκειο;
• Πώς θα προετοιμάζονται οι υποψήφιοι/-ες για τις πανελλαδικές εξετάσεις στις περιπτώσεις που θα είναι αναγκαίο να εξετάζονται σε κάποια από τις αντίστοιχες γλώσσες; Πρέπει να προσφεύγουν στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών;
• Τι θα γίνει με χιλιάδες καθηγητές των ξένων γλωσσών που θα βρεθούν ξαφνικά χωρίς απασχόληση;
Δυστυχώς, για το Υπ.ΔΒΜΘ η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι σύντομη και προφανής: Ό,τι κοστίζει, καταργείται. Ασύμφορη κρίνεται η διδασκαλία της δεύτερης ξένης γλώσσας, γιατί απαιτούνται περισσότεροι καθηγητές και γιατί πρέπει να δημιουργηθούν μικρότερα τμήματα για τη διδασκαλία της. Η πλήρης αδιαφορία του Υπ.ΔΒΜΘ φαίνεται, επίσης, από το γεγονός ότι «αποφασίζει και διατάσσει» και μάλιστα χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο για κάποια μεταβατική περίοδο.
Το μήνυμα που ουσιαστικά στέλνει η κυβέρνηση προς τους μαθητές/μαθήτριες και τους γονείς τους με αυτή την απόφασή της είναι ότι, αν θέλουν να μάθουν ξένες γλώσσες, πρέπει να πληρώσουν στα φροντιστήρια. Ήδη, όμως, είναι πολύ επιβαρημένος ο αντίστοιχος οικογενειακός προϋπολογισμός. Οι ιδιωτικές δαπάνες για την εκμάθηση ξένων γλωσσών, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΚΑΝΕΠ της ΓΕΣΕΕ, φθάνουν στα 706 εκατ. ευρώ, για τους μαθητές της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Οι τελευταίες αποφάσεις του Υ.ΔΒΜΘ είναι φανερό ότι θα διογκώσουν ακόμα περισσότερο τις ιδιωτικές δαπάνες, δεδομένου ότι σήμερα επιβάλλεται η γνώση τουλάχιστον δύο ευρωπαϊκών γλωσσών. Το Υπουργείο όμως αδιαφορεί ή μάλλον κάνει σαφείς τις προθέσεις του.
Η κυβέρνηση με αυτή την πολιτική της μετατρέπει βήμα προς βήμα τη δημόσια εκπαίδευση από υποχρέωση της πολιτείας προς όλους και όλες σε προνόμιο για όσους/όσες μπορούν να πληρώσουν. Με κάθε νέα απόφαση του υπουργείου Παιδείας αποσαφηνίζεται ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι ουσιαστικά δεν επενδύει στην Παιδεία αλλά στην κατάρρευσή της.
Αυτή η πολιτική πρέπει να ανατραπεί πριν είναι πολύ αργά.
Τμήμα Παιδείας