Στην ερώτησή του, ο Νίκος Χουντής τόνιζε ότι «οι εισπράξεις του ελληνικού προϋπολογισμού το πρώτο τρίμηνο του 2011 ήταν 11.7 δις, έναντι 12.3 δις το αντίστοιχο τρίμηνο του 2010 και οι δαπάνες για το πρώτο τρίμηνο του 2011 ήταν 20.6 δις, έναντι 16.8 δις του 2010» και συνέχιζε ότι «εξαιτίας της καταστροφικής και αναποτελεσματικής, όπως αποδεικνύεται, πολιτικής του Μνημονίου, η ανεργία καλπάζει, οι εργασιακές σχέσεις διαλύονται, νοσοκομειακές, σχολικές και πανεπιστημιακές μονάδες καταργούνται, μισθοί και συντάξεις περικόπτονται δραματικά, νέοι έμμεσοι και άμεσοι φόροι κατατρώγουν ό,τι έχει απομείνει από το διαθέσιμο εισόδημα και οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με την απόλυτη αποτυχία των εκτιμήσεων και των προβλέψεων του Μνημονίου» και καταλήγει ρωτώντας «συμφωνείτε με αυτή την εκτίμηση; Εάν όχι, ποια είναι τα συγκεκριμένα στοιχεία που δείχνουν ότι η πολιτική που εξακολουθείτε να εφαρμόζετε είναι σωστή; Γιατί επιμένετε προσηλωμένοι σε αυτή την αποτυχημένη και ατελέσφορη και καταστροφική συνταγή;».
Στην απάντησή του, ο Επίτροπος Ρέν, δεν έκανε καμία αναφορά στα καταστροφικά αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου του 2011 για τα οποία ρωτήθηκε και περιορίστηκε να πεί ότι: «Η Ελλάδα σημείωσε πρόοδο στην εφαρμογή της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Εισήγαγε σειρά μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής κατά τη διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών, με σκοπό να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα από το μη διατηρήσιμο ύψος του 15 ½% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) το 2009 και να επιτύχει το δημοσιονομικό στόχο του έτους 2010. Παρά τη βαθιά ύφεση στην οποία έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία από το 2009, τα δημοσιονομικά μέτρα που εφήρμοσε η ελληνική κυβέρνηση συνέβαλαν σε σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή το 2010, με μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέσα σε ένα χρόνο. Αν δεν είχαν ληφθεί τα μέτρα αυτά, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα είχε υπερβεί το 20% του ΑΕΠ».
Και κατέληξε ότι «Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει τη φιλόδοξη και αυστηρή πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία σε συνδυασμό με την επιτάχυνση του διεξοδικού προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ένα σαφές σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων, θα χρειαστεί να εφαρμοστεί επί σειρά ετών έτσι ώστε να τεθούν τα δημόσια οικονομικά σε διατηρήσιμη πορεία και να μειωθεί ο δείκτης του χρέους. Η καθυστέρηση της υλοποίησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων παρατείνει τη φάση ύφεσης της ελληνικής οικονομίας και τροφοδοτεί τη δυσπιστία της αγοράς, γεγονός που σχετίζεται εν μέρει με τις αμφιβολίες για την αποφασιστικότητα της Ελλάδας να υλοποιήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την προώθηση της ανάπτυξης».
To Γραφείο Τύπου