«Ας μη γελιόμαστε. Η πρόταση του Πρωθυπουργού κατατέθηκε υποταγμένη στο βωμό μιας πολιτικής επικοινωνιακής σκοπιμότητας. Ήταν οι μέρες που το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα δια του γραμματέα του και ορισμένα κυβερνητικά στελέχη είχαν ξεκινήσει μία εκστρατεία συκοφάντησης του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η εκστρατεία «για όλα φταίει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.» «κόμμα τραμπούκων» ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., «αρχιστράτηγοι του μπάχαλου η ηγεσία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.» εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ. Υπάρχουν δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δεν έχαψε αυτό το παραμύθι. Η δική μας σχέση με τη βία είναι απολύτως ξεκαθαρισμένη και αρνητική, όπως και είναι δεδομένη η αποδοκιμασία αυτών των φαινομένων. Επειδή υπήρξαν και δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι αυτή η συκοφαντία γύρισε μπούμερανγκ εναντίον των εμπνευστών της, πρέπει να προσγειώσουμε κι εμείς στην πραγματικότητα τη δουλειά της Επιτροπής.
Κατ΄αρχήν μια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας που εξετάζει το φαινόμενο της βίας, πρέπει να προσδιορίσει και για ποια βία μιλάμε. Βλέπω ότι τα κριτήρια με τα οποία εσείς προτείνετε να οργανώσουμε τη δουλειά μας είναι επιλεκτικά και περιοριστικά. Λέω να απομακρυνθούμε από αυτό. Δεν υπάρχει η αστυνομική βία; Προφανώς υπάρχει και είναι έντονη και επικίνδυνη.
Όταν υπήρξε αυτό το αμόκ βίας και χημικών στην Πλατεία Συντάγματος δεν ίδρωσε το αυτί του Πρωθυπουργού, ούτε την πρότεινε στο περιεχόμενο της ατζέντας και της επιστολής του. Όταν πλακώνουν στη βία και στα χημικά δεκάδες – χιλιάδες ειρηνικούς διαδηλωτές είναι απλά Τετάρτη, όταν κάποιοι Βουλευτές προπηλακίζονται –κακώς κατά την άποψή μου- είναι πλήγμα κατά της Δημοκρατίας. Αν πάμε έτσι δεν προσθέτουμε κύρος και αξιοπιστία στη δουλειά της Επιτροπής.
Προτείνω για το κεφάλαιο της αστυνομικής βίας να κληθεί η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων (Π.Ο.Α.Σ.Υ.) που έχει Πρόεδρο τον κύριο Φωτόπουλο. Άκουσα τον κύριο Φωτόπουλο να βγαίνει και να λέει συγνώμη, ενώ κάποιοι άλλοι δεν την είπαν. Επίσης, έχουμε την αθλητική βία. Μόνο ο κύριος Πιλάβιος θα μιλήσει γι’ αυτήν; Είναι ο πιο αξιόπιστος; Έχουμε την οικογενειακή βία.
Διαφωνώ με την πρόταση σας έτσι όπως την κάνατε. Πιστεύω ότι παραμένει στις ίδιες επικοινωνιακές σκοπιμότητες.
Προτείνω να καλέσουμε την Ομοσπονδία των Νοσοκομειακών Γιατρών για να μας πουν για τη βία όπως τη βιώνουν από την πλευρά τους. Εκατοντάδες άνθρωποι με σπασμένα κεφάλια πήγαν στα νοσοκομεία.
Να καλέσουμε την Πανελλήνια Ένωση Ψυχολόγων, καθώς και την Πανελλήνια Ένωση Κοινωνιολόγων για να μας μιλήσουν για τη βία σε όλες της τις διαστάσεις. Διότι υπάρχει και βία της ανέχειας, της ανεργίας, του κοινωνικού αποκλεισμού, που παράγει τέτοια φαινόμενα, αν θέλουμε να τα δούμε σωστά και ολοκληρωμένα.
Να καλέσουμε την Ένωση Δικαστικών για να μιλήσουμε για την ατιμωρησία και τη θωράκιση της ατιμωρησίας, των πολιτικών η οποία σκανδαλίζει την κοινή γνώμη και δημιουργεί και ακραίες αντιδράσεις.
Ορισμένα φαινόμενα ακραίας και έντονης αποδοκιμασίας πολιτικών με τα οποία εμείς δεν συμφωνούμε και δεν τα συμμεριζόμαστε, έχουν σχέση με κυβερνητικές πολιτικές, με ατιμωρησία, με το ότι μεγάλα σκάνδαλα όπως της Siemens, οδηγούνται στο κουκούλωμα.
Για την οργάνωση της δουλειάς μας, δεν διαφαίνεται, κατά την άποψή μου, η δυνατότητα να συμπέσουμε σε κοινό πόρισμα. Αν θέλουμε να γίνει μια χρήσιμη δουλειά και να μην καταλήξουμε σε νέες πολιτικές και κομματικές οξύνσεις που δεν εξυπηρετούν –και σας το λέω παρότι παραταξιακά, κομματικά η τελευταία όξυνση δεν μας έβλαψε- προτείνω να αποφύγουμε και μάλιστα σε τόσο στενό χρονικό περιθώριο όπως το προδιαγράψατε, την προσπάθεια εξαγωγής πορισμάτων. Προτείνω να συμφωνήσουμε από τώρα –και νομίζω ότι αυτό θα αποφόρτιζε την ατμόσφαιρα- ότι δεν επιδιώκουμε να παίξουμε πολιτικά και κομματικά παιχνίδια γύρω από αυτό το θέμα, που ούτως ή άλλως είναι δύσκολο και πρέπει να μας προβληματίζει όλους. Το σύνολο των πρακτικών των εργασιών της Επιτροπής, με τις ακροάσεις, τις γνώμες των μελών κλπ να δοθεί στους Αρχηγούς των Κομμάτων και στο Προεδρείο της Βουλής και η Διάσκεψη των Προέδρων να αξιολογήσει το υλικό και την περαιτέρω συνέχεια.»
Στο δεύτερο μέρος της τοποθέτησής του ο Δημήτρης Παπαδημούλης είπε τα εξής:
«Είναι φανερό ότι η συζήτηση απλώθηκε πολύ. Ακούστηκαν πολλά πράγματα με τα οποία συμφωνώ και πολλά με τα οποία διαφωνώ. Με ορισμένα, μάλιστα, από αυτά που ακούστηκαν, είμαι και εντελώς αντίθετος. Αυτό που θέλω να καταγράψω, όμως, είναι ότι έγινε μια συζήτηση σε διαφορετικούς τόνους από τους τόνους της πολεμικής και της άδικης επίθεσης, οι οποίοι υπήρχαν τη στιγμή που προκλήθηκε το έναυσμα αυτής της πρωτοβουλίας, εναντίον του πολιτικού μου χώρου. Αυτό το θεωρώ θετικό.
Το δεύτερο που θέλω να πω είναι ότι πρέπει να φυλαχτούμε από μια εικόνα, όπου η βουλή δίνει την εντύπωση ότι την μας απασχολεί, επιλεκτικά και μερικά, μόνο το κομμάτι της βίας ή των διαμαρτυριών ή των προπηλακισμών εναντίον πολιτικών, φαινόμενα με τα οποία χίλιες φορές έχουμε πει ότι δε συμφωνούμε. Δίνουν ορισμένοι την εντύπωση ότι ασχολούνται μόνο με αυτό που τους ενοχλεί. Πρέπει, κατά το λαϊκώς λεγόμενο, να δούμε λίγο και την «καμπούρα» μας. Δηλαδή, υπάρχουν φαινόμενα αδικίας, απελπισίας, ατιμωρησίας, διαφθοράς, υπερπροστασίας των πολιτικών, τα οποία τροφοδοτούν αυτές τις συμπεριφορές. Άρα, αν θέλουμε να θεραπεύσουμε ή να συμβάλουμε στη θεραπεία, πρέπει να τα δούμε και αυτά.
Συμφωνώ ότι πρέπει να φυλαχτούμε από την απεραντολογία, γιατί ο χρόνος είναι πολύ περιορισμένος.
Επίσης, να φυλαχτούμε από τη ροπή στην εύκολη πολεμική. Εγώ θεωρώ θετικό ότι δεν άκουσα εδώ χοντρές κουβέντες, π.χ. «το κόμμα των τραμπούκων» ή «για όλα φταίει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.». Ο στόχος μας δεν είναι να ταυτιστούμε στην ερμηνεία του φαινομένου ή σε ό,τι αφορά τις πολιτικές στρατηγικές ή στο πώς «ζυγίζουμε» τα πράγματα. Το κομμάτι της αστυνομικής βίας είναι πάρα πολύ σημαντικό. Δεν ξέρω αν αυτό το κομμάτι οφείλεται σε πολιτικές εντολές, ελλιπή εκπαίδευση ή δράση παρακρατικών μηχανισμών.
Επίσης, επικίνδυνο είναι και το κομμάτι των παρακρατικών, είτε αυτοί λέγονται κουκουλοφόροι, είτε ακροδεξιοί, είτε ασφαλίτες με πολιτικά. Σε αυτά τα φαινόμενα το ένα γεννάει το άλλο.
Έχει σημασία να βγάλουμε από αυτή τη συζήτηση μικροκομματικές μονομέρειες και σκοπιμότητες. Αυτό το λέω τώρα, ακριβώς επειδή υπάρχει ένα πιο παραγωγικό κλίμα. Ο κ. Κολλάτος, ο οποίος οργανώνει επωνύμως τις συγκεντρώσεις έξω από σπίτια πολιτικών, με τη βοήθεια και ορισμένων μέσων ενημέρωσης που «αβαντάρουν» αυτό το φαινόμενο, ήταν υποψήφιος στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη που υποστηρίχθηκε από τον ΛΑ.Ο.Σ. στις περιφερειακές εκλογές. Δεν άκουσα κάποιον να καταγγέλλει τον Καρατζαφέρη. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έφταιγε και γι’ αυτό; Ο πρωτοστάτης στο επεισόδιο με τη συνάδελφο, την κυρία Μερεντίτη, στο στούντιο του γνωστού τηλεοπτικού σταθμού των Τρικάλων – που το είδαν εκατό φορές όλοι οι Έλληνες – ήταν Γραμματέας της Νεολαίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ο οποίος στις περιφερειακές εκλογές είχε κατέβει υποψήφιος με το ψηφοδέλτιο που στήριξε ο Φώτης Κουβέλης. Δεν άκουσα κάποιον να καταγγέλλει το σύντροφό μου και φίλο μου, Φώτη Κουβέλη, για υποκινητή όλων αυτών των πραγμάτων, κάτι που θα ήταν άλλωστε τρελό και άδικο. Και εδώ επιχειρήθηκε να ενοχοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτά τα λέω, γιατί καμιά φορά η προσπάθεια, για π.χ. να αναπτυχθεί μια πολεμική γύρω από υπαρκτά προβλήματα, μας παρασύρει σε ολισθηρούς δρόμους. Χαίρομαι γιατί, με τη βοήθεια και ορισμένων δημοσκοπήσεων, που έδειξαν τι «πιάνει» και τι «δεν πιάνει», τι πείθει και τι δεν πείθει, τον Ελληνικό λαό, σήμερα συζητάμε σε διαφορετικό κλίμα.
To Γραφείο Τύπου