ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Ροδούλα Ζήση): Ευχαριστούμε τον Ειδικό Αγορητή του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού κ. Αλέξανδρο Χρυσανθακόπουλο.
Το λόγο έχει η Ειδική Αγορήτρια κυρία Ηρώ Διώτη να λάβει το λόγο.
ΗΡΩ ΔΙΩΤΗ: Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε.
Κύριοι συνάδελφοι, δεν θα χάσω χρόνο σχολιάζοντας τις τελευταίες –εντός εισαγωγικών- «επιτυχίες» της Κυβέρνησης, διότι ουσιαστικά δεν αφορούν καθόλου τους πολίτες που θα αντιμετωπίσουν ακόμα πιο δύσκολες μέρες, με το νέο Μνημόνιο που προφανώς θα υπογράψει η Κυβέρνηση το φθινόπωρο και το οποίο θα περιλαμβάνει και άλλα μέτρα κατά της τσέπης τους, της εργασίας τους και κατά της ζωής τους.
(Στο σημείο αυτό την Προεδρική Έδρα καταλαμβάνει ο Γ΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΡΓΥΡΗΣ)
Μετά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος ήταν αναμενόμενο η Κυβέρνηση με συνοπτικές διαδικασίες να προσπαθήσει να εξυπηρετήσει τους συμμάχους της με κάθε τρόπο και στην προκειμένη περίπτωση να φέρνει τέσσερα ουσιαστικά νομοσχέδια σε ένα. Το παραδέχθηκε εξάλλου και ο Υπουργός στην Επιτροπή ότι λόγω Μεσοπρόθεσμου δεν γίνεται διαφορετικά.
Με μια τέτοια εσπευσμένη διαδικασία ζητείται ψήφιση, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικά ο χρόνος για να μπορέσει να γίνει η απαραίτητη αντιπαράθεση και χωρίς αυτή η συζήτηση να παίζει κάποιο ρόλο πέραν της τυπικής υποχρέωσης.
Πρόκειται, λοιπόν, για τέσσερα σημαντικά νομοσχέδια που αφορούν στην ενέργεια και σε συναφή πεδία που δημιουργούν ευνοϊκό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις και αρνητικό για τους πολίτες. Όλη η φιλοσοφία του νομοσχεδίου, αγαπητοί συνάδελφοι, είναι η κυνική παραδοχή ότι οι πόροι αυτής της χώρας, τα δημόσια αγαθά ιδιοκτησίας του ελληνικού λαού θα πρέπει να δοθούν στους επενδυτές, όπως εξάλλου δίνονταν λίγο-λίγο, συστηματικά, τα τελευταία χρόνια από όλες τις κυβερνήσεις. Τώρα γίνεται απροκάλυπτα, μαζικά και ολοκληρωτικά.
Επίσης, ο Υπουργός στην Επιτροπή είπε ότι το νομοσχέδιο είναι κατεξοχήν αναπτυξιακό, προσδιορίζοντας έτσι την αντίληψή του για το περιβάλλον –αν κάποιοι από εσάς δεν το πρόσεξαν.
Εισέρχομαι, λοιπόν, στο πρώτο κεφάλαιο για τη λειτουργία των ενεργειακών αγορών. Για την αξιολόγηση του εν λόγω νομοσχεδίου είναι απαραίτητη, κατά τη γνώμη μας, η διερεύνηση των παραγόντων και των κινήτρων που επέφεραν τη διαμόρφωση του εν λόγω μοντέλου για την ενέργεια, αλλά κυρίως είναι η εξέταση των αποτελεσμάτων του, όπου και αν εφαρμόστηκε, τα οποία εσείς επικαλείστε ότι είναι θετικά.
Ο Εισηγητής της Πλειοψηφίας κ. Χαντάβας στην Επιτροπή μας είπε ότι στόχος τους νομοσχεδίου είναι η ενίσχυση της απελευθέρωσης των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, έτσι ώστε να λειτουργεί ο υγιής ανταγωνισμός και να δημιουργούνται οφέλη στα νοικοκυριά, στις επιχειρήσεις και στην εθνική οικονομία. Μάλιστα, χρησιμοποίησε και μια σειρά επιχειρημάτων.
Κατά τη γνώμη του Εισηγητή της Πλειοψηφίας, με το νόμο αυτό, επειδή λειτουργεί ο λεγόμενος υγιής ανταγωνισμός θα ωφεληθούν –ως διά μαγείας- και οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις και η εθνική οικονομία. Όμως, κατά τη δική μας γνώμη, αυτό δεν θα συμβεί –και έχουμε άλλα επιχειρήματα- διότι το μοντέλο είναι ήδη δοκιμασμένο.
Όλες οι ευρωπαϊκές οδηγίες, λοιπόν, αγαπητοί συνάδελφοι, για τους κλάδους ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου πηγάζουν ιστορικά από το μοντέλο της αγοράς ενέργειας στη Μεγάλη Βρετανία. Ως γνωστό το βρετανικό μοντέλο διαμορφώθηκε πριν από είκοσι χρόνια και στηρίζεται σε δυο βασικά σκέλη. Το πρώτο σκέλος είναι η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων στον τομέα της ενέργειας και το δεύτερο σκέλος είναι η αντικατάσταση των περιφερειακών μονοπωλίων από ανταγωνιστικές αγορές.
Συνεπώς, οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτούν από τα κράτη-μέλη να προβούν σε μεταρρυθμίσεις αντίστοιχες με αυτές του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βέβαια δεν έχει, με βάση το άρθρο 295 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αρμοδιότητα στο να επεμβαίνει ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιχειρήσεων. Ωστόσο, με το Μνημόνιο παρατηρούμε δυστυχώς ότι η αρχή της ουδετερότητας ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς καταστρατηγείται εφόσον αποφασίζεται η εκποίηση όλων των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας στη χώρα.
Το μοντέλο, λοιπόν, αυτής της απελευθερωμένης αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας προϋποθέτει τον κατακερματισμό της καθετοποιημένης δομής των δημοσίων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού και η λογική του είναι απλή και έχει ως εξής:
Κατ’ αρχήν, οι παραγωγοί ενέργειας που υπόκειται σε μεταξύ τους ανταγωνισμό μόνο οι παραγωγοί με τις χαμηλότερες τιμές θα μπορέσουν να επιβιώσουν. Οι τιμές των παραγωγών τελούν υπό διαρκή σύγκριση στο χρηματιστήριο της ενέργειας.
Δεύτερον, στη λιανική αγορά οι καταναλωτές διαθέτουν τη δυνατότητα να αλλάζουν προμηθευτή, ώστε –εντός εισαγωγικών- να «τιμωρούν» τις εταιρείες που δεν προσφέρουν τις φθηνότερες υπηρεσίες.
Τρίτον, για να διασφαλιστεί ο ανταγωνισμός, το κόστος χρήσης των δικτύων διανομής και μεταφοράς θα είναι το ίδιο για όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά.
Η φαινομενικά απλή λογική που διέπει αυτό το μοντέλο το κατέστησε ιδιαιτέρως δημοφιλές σε διεθνείς οργανισμούς, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και σε πολλές κυβερνήσεις χωρών πριν εν τούτοις ακόμα υπάρξει σαφής εικόνα για την αποτελεσματικότητά του.
Ακόμα χειρότερα, διεθνείς οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, επέβαλαν ως όρο στη χορήγηση δανείων, στο πλαίσιο –καλή ώρα- σχεδίων δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής την υιοθέτηση του εν λόγω μοντέλου. Ωστόσο, σήμερα, διαθέτουμε εκτενή εμπειρία για την αποτελεσματικότητα αυτού του βρετανικού μοντέλου.
Πέραν του ότι προκύπτουν σοβαρές ανησυχίες ως προς τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης ενεργειακής επάρκειας και την ισχυρή συγκέντρωση κεφαλαίου –τα καρτέλ- το μοντέλο αυτό οδηγεί σε μεγάλες ανισότητες αφενός μεταξύ των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και αφετέρου μεταξύ των εύπορων και των φτωχών νοικοκυριών. Με λίγα λόγια, το μοντέλο δεν λειτουργεί όπως ιδανικά το παρουσιάζει η οικονομική θεωρία που ασπάζεστε, γεγονός που δημιουργεί στρεβλώσεις υπέρ των επιχειρήσεων είτε αυτοί είναι πάροχοι είτε καταναλωτές ενέργειας.
Η διαπίστωση αυτή είναι εξαιρετικά κρίσιμη, κατά τη γνώμη μας, δεδομένου ότι η ενέργεια αποτελεί δημόσιο αγαθό ύψιστης σημασίας για την ποιότητα διαβίωσης των συ8μπολιτών μας, την υγεία τους και συνολικότερα την ικανότητά τους να συμμετέχουν με ισότιμο τροπή στα σύγχρονα οικονομικά, κοινωνικά και δημοκρατικά δρώμενα.
Θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τους κύριους παράγοντες που καθιστούν το εν λόγω μοντέλο αναποτελεσματικό, με όρους δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Διαπίστωση πρώτη. Δημιουργία ολιγοπωλίων στην παραγωγή ενέργειας. Όπως γνωρίζουμε από το βρετανικό μοντέλο, δεν αναπτύχθηκαν ποτέ συνθήκες υγιούς –εντός εισαγωγικών- «ανταγωνισμού». Έπειτα από την ιδιωτικοποίηση των περιφερειακών δημόσιων επιχειρήσεων ακολούθησαν μαζικές συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων που όργισαν στη διαμόρφωση ισχυρών ολιγοπωλίων.
Διαπίστωση δεύτερη. Δημιούργησαν ισχυρές στρεβλώσεις στην αγορά λιανικής. Από τη Βρετανία πάλι προκύπτει και άλλη μια θεμελιώδης διαπίστωση, ότι στην αγορά λιανικής οι εταιρείες ανταγωνίζονται μόνο για τις μεγάλες επιχειρήσεις, ελαχιστοποιώντας τα περιθώρια κέρδους τους στο συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς και ελαχιστοποιώντας τα έσοδά τους από τα νοικοκυριά.
Επιπλέον, ένας από τους διάχυτους μύθους είναι ότι η λειτουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς δεν προκαλεί πρόσθετα κόστη, πέραν των δαπανών που ξοδεύονται από τις επιχειρήσεις για την παροχή υπηρεσιών ενέργειας, τηλεπικοινωνιών κ.λπ. Κυριαρχεί δηλαδή η αντίληψη ότι η αγορά μπορεί να αποφέρει μόνο οφέλη στους καταναλωτές λόγω των ανταγωνιστικών πιέσεων που ασκούνται στις επιχειρήσεις. Εν τούτοις, δεν τίθεται πλέον αμφιβολία ότι η παραγωγή ενός αγαθού όπως ο ηλεκτρισμός σε συνθήκες ανταγωνισμού συνεπάγεται σημαντικά και ποικιλόμορφα κόστη.
Η λειτουργία ανταγωνιστικών αγορών –και ας αποκρύπτεται από εσάς, κύριε, όχι από εσάς προσωπικά, αλλά ως Κυβέρνηση- προκαλεί και μια σειρά από κόστη που δεν είναι εμφανή, αλλά εν τέλει επιβαρύνουν τους καταναλωτές, για παράδειγμα το πρόσθετο κόστος που προκύπτει από το επενδυτικό και επιχειρηματικό ρίσκο, το οποίο μεταφράζεται σε υψηλότερα επιτόκια ή αποδόσεις κεφαλαίου για τους μετόχους.
Το εν λόγω κόστος μεταφέρεται αυτόματα και στους καταναλωτές και αυτό ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις. Δεδομένου ότι οι τιμές του τομέα ενέργειας είναι συνάρτηση των επενδύσεών τους, προκαλείται με λίγα λόγια ένα υψηλό τίμημα για τους καταναλωτές.
Συμπερασματικά, λοιπόν, γιατί ο χρόνος μας είναι πολύ λίγος, θα λέγαμε ότι η απελευθέρωση δεν οδηγεί σε αύξηση ανταγωνισμού, το σύστημα είναι κοινωνικά άδικο και ο ανταγωνισμός προκαλεί σωρεία πρόσθετων κοστών. Επιπλέον, και οι επιχειρούμενες αλλαγές σηματοδοτούν την περαιτέρω εξασθένηση της πολιτικής εξουσίας έναντι της χρηματιστικής σφαίρας και θέτουν σε κίνδυνο την ευημερία των επόμενων γενεών λόγω της απροθυμίας του ιδιωτικού κεφαλαίου να επενδύσει σε οτιδήποτε αποτελεί εμπόδιο στη μεγιστοποίηση της βραχυπρόθεσμης κερδοφορίας.
Η προπαγάνδα, λοιπόν, ότι δήθεν αφορά το καλό των καταναλωτών δεν μπορεί να πάει μακριά, κύριε Υφυπουργέ, διότι είναι μύθος. Η αντίληψη –το είπα και στην επιτροπή- ότι όλα είναι εμπόρευμα και εσείς έμποροι και μάλιστα κακοί έμποροι, λάμπει διά της παρουσίας της σε αυτό το νομοσχέδιο.
Σε ό,τι αφορά τώρα την έρευνα των υδρογονανθράκων, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι διάφορες πλευρές και διάφοροι φορείς και επιστήμονες θεωρούν θετικό βήμα τη δημιουργία ενός δημόσιου φορέα, που θα έχει υπό την εποπτεία του όλη την υπόθεση. Πράγματι ένας δημόσιος φορέας που να ελέγχει, να εποπτεύει, να χαράζει γενικά προς όφελος των πολιτών είναι θετική εξέλιξη.
Θα θέλαμε, όμως, εδώ να κάνουμε την παρατήρηση ότι η ΕΔΕΥ είναι μια ανώνυμη εταιρεία που θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και αυτή η εταιρεία θα αποφασίζει για το που θα γίνουν οι εξορύξεις και οι έρευνες, χωρίς φυσικά πραγματική διαφάνεια και διαβούλευση. Επίσης, θα διαπραγματεύεται τα πάντα με τον ανάδοχο και ο εκάστοτε Υπουργός θα υπογράφει τις σχετικές συμβάσεις. Συνεπώς, θα έχει τρομερές υπερεξουσίες σε ένα πολύ σημαντικό ζήτημα για τη χώρα. Εννοείται ότι η Βουλή, οι πολίτες, οι τοπικές κοινωνίες δεν έχουν λόγο.
Επίσης, θα δεσμεύονται σε πρώτη φάση κατά τις έρευνες τέσσερις χιλιάδες χερσαία τετραγωνικά χιλιόμετρα και είκοσι χιλιάδες θαλάσσια τετραγωνικά χιλιόμετρα με απόφαση μιας ανωνύμου εταιρείας και ενός Υπουργού.
Πιστεύετε, κύριε Υπουργέ –σας ρώτησα και στην Επιτροπή- ότι έχετε τη νομιμοποίηση να προχωρήσετε σε όλα αυτά;
Είχατε δηλώσει τον Φεβρουάριο ότι σε πρώτη φάση θα ξεκινήσει η έρευνα από περιοχές που έχουν ώριμα και αρκετά συγκεντρωμένα ερευνητικά δεδομένα, όπως τμήματα της Αδριατικής και του Ιονίου Πελάγους, αλλά και της λεγόμενης «Λεκάνης του Ηροδότου» μεταξύ Κύπρου, Κρήτης και Αιγύπτου. Περιοχές που πράγματι επιβεβαιώσατε ως υποψήφιες μετά από ερώτησή μας στην Επιτροπή που συζητιόταν το παρόν νομοσχέδιο.
Εδώ, όμως, θα ήθελα να σας θέσω έναν προβληματισμό. Τι είδους ανάπτυξη θέλουμε για αυτή τη χώρα, κύριε Υπουργέ; Για παράδειγμα, είναι σημαντικός για εμάς ο τουρισμός, η αλιεία που απασχολούν χιλιάδες εργαζόμενους και παράλληλα συμβάλλουν περίπου στο 20% στην απασχόληση; Είναι σημαντικό το περιβάλλον; Είναι σημαντικοί οι φυσικοί πόροι; Είναι ουσιαστικά η βαριά βιομηχανία της χώρας; Εξαρτάται κατά πολύ από αυτά η επιβίωση του πληθυσμού και της οικονομίας.
Εάν είναι έτσι, το ερώτημα έρχεται μόνο του. Πως θα ρισκάρουμε να τα θυσιάσουμε όλα αυτά είτε από μια καταρχήν έρευνα για τις δοκιμές είτε από ένα ενδεχόμενο να υπάρξει πετρέλαιο σε περιοχές που καθορίζουν οι εταιρείες και δεν περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, στην αρχική διακήρυξη της ΕΔΕΥ; Μάλιστα έχετε εσείς παραδεχθεί, κύριε Υπουργέ, σύμφωνα με τα δεδομένα στοιχεία και όχι με τις εικασίες διαφόρων που πιστεύουν ότι θα πληρώσουν το δημόσιο χρέος της χώρας με το πετρέλαιο που διαθέτει, ότι οι ποσότητες είναι μικρές. Σας υπενθυμίζω ότι το πετρέλαιο θα το εκμεταλλεύεται μία ιδιωτική εταιρεία με μια αποικιακού τύπου σύμβαση, δώρο ουσιαστικά, όπως κάνετε και με όλα τα άλλα από τα λιμάνια μέχρι το δημόσιο τομέα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι χάντρες και τα καθρεφτάκια δεν αρκούν ως δώρα των εταιρειών για να πειστούμε για τη μεγάλη ευκαιρία της ανάπτυξης. Εάν γίνει, για παράδειγμα, ένα ατύχημα στη Μεσόγειο θα είναι αρκετό για μια πλήρη καταστροφή. Σας υπενθυμίζω τον Κόλπο του Μεξικού, όπως επίσης, και το πόσο «ασφαλής» ήταν οι νέες τεχνολογίες, τα πυρηνικά, σύμφωνα με τις κυβερνήσεις και τους επιστήμονές τους μέχρι να γίνει το ατύχημα στη Φουκουσίμα. Όσες, λοιπόν, δικλείδες ασφαλείας κι αν βάλετε, κατά τη γνώμη μας, δεν επαρκούν.
Περνώ σύντομα στο θέμα του πλέον πράσινου, πλέον ασφαλή, πλέον προχωρημένου και φθηνού αγωγού στην Ευρώπη, όπως υποστηρίξατε, κύριε Υφυπουργέ, για τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη. Δεν έχουμε αντίρρηση ότι είναι φθηνός. Αλλά είναι φθηνός για τις εταιρείες, διότι τους παραχωρούνται αιγιαλοί, παραλίες, δάση και λιμάνια.
Παρόλα αυτά που έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς, θα ήθελα να υπενθυμίσω, αγαπητοί συνάδελφοι της Κυβέρνησης, ότι δεν φανερώνετε ούτε τη διαδρομή του αγωγού, ούτε τις μελέτες, ούτε που στηρίζατε όλα αυτά πού δηλώνατε, γιατί υποτίθεται ότι με δική σας απόφαση θα γίνει η χάραξη του αγωγού.
Το έργο έχει λάβει αρνητική εισήγηση από την πλευρά της Βουλγαρίας, η οποία επικαλείται περιβαλλοντικούς λόγους. Εμείς ως χώρα που δεν έχουμε τέτοια προβλήματα και τόσες περιβαλλοντικές ευαισθησίες, νομοθετούμε για αυτό το έργο εθνικής σημασίας, δημόσιας ωφέλειας και δημόσιου συμφέροντος, όπως αναφέρει και το άρθρο 165. Βέβαια, αν δεν κάνουμε λάθος, το έργο είναι ιδιωτικό και απλά η διαφήμισή του είναι κρατική. Νομίζουμε ότι σε κάποια πράγματα θα μπορούσαμε να είμαστε και πιο μετριοπαθείς, αφού πρόκειται για ένα ιδιωτικό έργο.
Έχουμε ξανά αναφέρει ότι οι διαστάσεις που μας αφορούν, είναι εκείνες που έχουν να κάνουν με τις περιβαλλοντικές, οικονομικές επιπτώσεις αυτού του έργου στον Έβρο και ευρύτερα στον τόπο μας. Η φιλολογία περί εθνικού έργου δεν έχει καμία πραγματική βάση, διότι πρόκειται για ιδιωτικές εταιρείες. Εκτός αυτού ο αγωγός δεν έχει να κάνει ούτε με την ελληνική οικονομία, αφού είναι μικρό το αντισταθμιστικό ποσό, όπως μικρά είναι και τα οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες.
Το ΚΕΠΑ, το Κέντρο Ενεργειακής Πολιτικής και Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Αθηνών, σας θυμίζουμε ότι τόνιζε μεταξύ άλλων ότι, πρώτον, από τη συμφωνία δεν προκύπτει εμφανές αξιόλογο πολιτικό και οικονομικό όφελος για την ελληνική οικονομία, καθώς ο έλεγχος της ανάθεσης των έργων και της διακίνησης των φορτίων βρίσκεται τελικά υπό αποκλειστικό έλεγχο των εταιρειών. Και δεύτερον ότι αυτό το περιεχόμενο της σύμβασης προσομοιάζει στο πρότυπο αποικιακών συμβάσεων μεταξύ εμπορικών εταιρειών, χωρών της Ευρώπης με κυβερνήσεις χωρών της Ασίας και της Αφρικής στη διάρκεια παρελθόντων ετών.
Ο σημαντικότερος κίνδυνος περιβαλλοντικά και κοινωνικά –και αυτό το έχουμε υποστηρίξει πολλές φορές και στη συζήτηση που έγινε εδώ στην Ολομέλεια, κύριε Υφυπουργέ- ίσως να είναι ο διάπλους δεξαμενοπλοίων κατηγορίας σούπερ τάνκερ από την περιοχή του Ανατολικού Αιγαίου, κάτι προφανές για τα ελληνικά δεδομένα.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας της κυρίας Βουλευτού)
Θα ήθελα την ανοχή σας για δύο λεπτά, κύριε Πρόεδρε.
Η ρύπανση από έρμα των πλοίων και από τυχόν μικροατυχήματα στους σταθμούς φόρτωσης θα περάσουν σε βάθος χρόνου το Δέλτα του Έβρου, διότι τα ρεύματα στην περιοχή οδηγούν προς τα εκεί. Και φυσικά τα 800 χιλιάδες βαρέλια που ήταν η προβλεπόμενη δυναμικότητα, θα φορτώνονται σε τάνκερ που θα διασχίζουν το Αιγαίο, τις Σποράδες και τις Κυκλάδες.
Καταλαβαίνετε όλοι τις επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον του Αιγαίου, που χαρακτηρίζεται σαν μία από τις πιο βιοποίκιλες θάλασσες, αλλά και στον τουρισμό και ως εκ τούτου και στην οικονομία, για να μην μιλήσουμε για την επίδραση που θα έχει ο αγωγός στο δάσος της Δαδιάς ανάλογα με τη διαδρομή που θα έχει τελικά και κατά πόσο θα είναι κοντά στο δάσος.
Κύριε Υπουργέ, αλλάζει επίσης, δια παντός ο μέχρι τώρα προσανατολισμός της περιοχής ερήμην των κατοίκων και των φορέων, οι οποίοι τον Δεκέμβριο του 2009 –σας το είχαμε πει και στη συζήτηση εδώ- κατέθεσαν κείμενο διαμαρτυρίας ενάντια στον αγωγό, επισημαίνοντας ότι το έργο θα έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες και μηδενικά οφέλη για την περιοχή.
Αντίστοιχη κριτική γίνεται από τους τοπικούς φορείς και από τις τοπικές κοινωνίες και για την χάραξη του αγωγού ΠΟΣΕΙΔΩΝ, που θα περνάει από την Ήπειρο. Το φυσικό αέριο βέβαια δεν είναι πετρέλαιο για να πούμε τα ίδια πράγματα σε ό,τι αφορά το περιβάλλον, αλλά επιτέλους, όλα εμπλέκονται με το πλέον σημαντικό ζήτημα του ενεργειακού σχεδιασμού, που δεν υπάρχει για τη χώρα, και του ενεργειακού μείγματος που δεν έχει οριστεί, αλλά και με άλλα σοβαρά ζητήματα, όπως η σταδιακή απεξάρτηση από τον λιγνίτη, το πετρέλαιο κ.ο.κ.
Βεβαίως, αντί σταδιακής απεξάρτησης και μέτρων μείωσης ρύπων ο κύριος Υπουργός μόλις πριν μερικές μέρες δήλωνε πως η χώρα μας έχει δεσμευτεί ότι μέχρι το τέλος του Ιουλίου του 2011 θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να διασφαλιστεί η ανταγωνιστική πρόσβαση τρίτων στην καύση λιγνίτη, ενώ μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2012 ιδιώτες θα μπορούν αποδοτικά να χρησιμοποιήσουν λιγνίτη για την παραγωγή ενέργειας στην ελληνική αγορά. Νομίζω ότι οι δηλώσεις μιλούν από μόνες τους.
Τελειώνοντας να πω ότι με το Ε’ Κεφάλαιο, που θεωρούμε ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό και αναφέρεται στα λατομεία και στα μεταλλεία, βάζουμε άνετα τον τίτλο –σας το είπαμε και στην Επιτροπή- του γνωστού βιβλίου «Ω τι ωραίο Πλιάτσικο» για τον απλό λόγο ότι παραχωρούνται χωρίς αυστηρά κριτήρια και χωρίς κανένα όφελος για τις κοινωνίες, αντίθετα με μεγάλα περιβαλλοντικά κόστη, δημόσιες εκτάσεις και μάλιστα δράσεις και δραστηριότητες των μεταλλευτικών εταιρειών.
Ο κύριος Υπουργός στις προγραμματικές του δηλώσεις, όταν ανέλαβε το Υπουργείο Περιβάλλοντος, φρόντισε να μας ενημερώσει πως θέλει να συζητήσουμε τι θέλουμε να είναι δάσος, ασχέτως που υπάρχει το Σύνταγμα που το ορίζει. Τώρα με μια υπογραφή θα αποφασίζει πιθανά ενάντια σε κάθε αρμόδια γνωμοδότηση, να παραχωρεί δάση στα μεταλλεία, διότι οι παράγραφοι που προσθέτει στο ν. 998/1979 αυτό λένε. Θα αναφερθούμε λεπτομερώς αύριο στη συζήτηση κατ’ άρθρον.
Βεβαίως, μία πρώτη καλή γεύση έχουμε ήδη πάρει. Στην υπόθεση, για παράδειγμα, με τα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική παρόλο που οι επιθεωρητές της Ειδικής Υπηρεσίας Επιθεωρητών Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ είχαν διαπιστώσει ότι η εταιρεία παραβίαζε εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους και η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων αναγνώριζε ότι τα προτεινόμενα έργα θα επιφέρουν μη αντιστρεπτές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ο κύριος Υπουργός υπέγραψε την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων.
Ένα μικρό παράδειγμα των διάφορων επιπτώσεων δεν είναι μόνο τα δηλητηριώδη κυανίδια που χρησιμοποιούνται στη εξόρυξη χρυσού, που δεν θα χρησιμοποιηθούν στην περίπτωσή μας, όπως είδαμε στις ανακοινώσεις του ΥΠΕΚΑ, αλλά είναι και όξινη απορροή των μεταλλείων. Για τα κυανίδια υποτίθεται πως θα αντικαταστήσουμε άλλη μέθοδο, και θέλουμε να δούμε εάν όντως περιγράφεται στην μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αλλά για την όξινη απορροή δεν είναι σαφές αν αναφέρεται καν στη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων και για αυτό θα σας τη ζητήσουμε.
Συγκεκριμένα λόγω οξείδωσης του θείου, γιατί είναι θειούχα τα πετρώματα, δημιουργείται θειικό οξύ επιτόπου με ανυπολόγιστες επιπτώσεις σε εδάφη και νερά.
Όμως, το Υπουργείο δεν πτοείται απ’ αυτές τις λεπτομέρειες και από τις αντιδράσεις των «ιθαγενών», δηλαδή, του Δασαρχείου της Αρναίας, του Τεχνικού Επιμελητηρίου, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, αλλά και του κόσμου της Χαλκιδικής, που γνωμοδότησαν αρνητικά για την εξόρυξη, μιλώντας για ανεπανόρθωτη καταστροφή στην περιοχή, σε φύση, εδάφη και νερά.
Για μας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι σαφείς οι επιλογές του Υπουργείου και ο προσανατολισμός ολόκληρου του νομοσχεδίου. Διαφωνούμε οριζόντια και κάθετα με αυτό τον προσανατολισμό και από τη δική μας πλευρά θα κάνουμε κάθε προσπάθεια για να εμποδίσουμε αυτά τα σχέδια. Για μια σειρά σημαντικών ζητημάτων για την ενέργεια, για τη ΡΑΕ, αλλά και για τους αγωγούς των μεταλλείων θα αναφερθούμε στις ομιλίες μας επί των άρθρων. Φυσικά, καταψηφίζουμε το νομοσχέδιο επί της αρχής.
Σας ευχαριστώ.