Τα φορολογικά μέτρα του πολυνομοσχεδίου Βενιζέλου (ή αλλιώς εφαρμοστικός νόμος Νο2) έρχονται να συμπληρώσουν την φοροεπιδρομή του εφαρμοστικού νόμου Νο1 με τον πλέον ταξικό και κοινωνικά άδικο τρόπο. Συγκεκριμένα, μετά την καταλήστευση των εισοδημάτων των χαμηλόμισθων, των συνταξιούχων και των μικρομεσαίων, που θεσμοθέτησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τον πρώτο εφαρμοστικό νόμο (βλ. μείωση αφορολόγητου στα 8.000 ευρώ, κεφαλικός φόρος κτλ) προωθούνται τώρα μια σειρά από χαριστικές ρυθμίσεις για τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις και τους μεγαλοφοροφυγάδες.
Αναλυτικότερα, στο άρθρο 18 του πολυνομοσχεδίου προβλέπεται η ένταξη στη σκανδαλώδη περαίωση των επιχειρήσεων με τζίρο άνω των 20 εκατομμυρίων ευρώ και έως 40 εκατομμύρια ευρώ και των ελευθέρων επαγγελματιών με ακίνητη περιουσία άνω των 400.000 ευρώ (αντικειμενική αξία).
Επίσης, με το άρθρο 19 επιχειρείται η «τακτοποίηση» των «σκαφάτων», εκείνων δηλαδή των βιομηχάνων, των εφοπλιστών και των λοιπών «επωνύμων», οι οποίοι είχαν πιαστεί προ μηνών «στα πράσα» από το ΣΔΟΕ να «βαφτίζουν τα κότερά τους επαγγελματικά σκάφη, προκειμένου να μην πληρώνουν φόρους. Τώρα, χάρη στο πολυνομοσχέδιο Βενιζέλου θα πληρώσουν κάτι «ψιλά» και εκτός των προστίμων που θα γλιτώσουν θα σταματήσουν και οι ποινικές διώξεις εναντίον τους!
Η μνημονιακή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δηλαδή δεν καταδέχεται να κρατήσει ούτε τα προσχήματα: από τη μια πλευρά λεηλατεί τα εισοδήματα της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και από την άλλη «χαϊδεύει» και προστατεύει τους μεγαλοφοροφυγάδες. Πρόσφατη άλλωστε είναι και η σοκαριστική αποκάλυψη του ελληνικής καταγωγής βουλευτή της Ελβετίας κ. Ιωσήφ Ζησιάδη στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει προβεί σε καμία ενέργεια έναντι των ελβετικών αρχών για υποθέσεις φοροδιαφυγής και ξεπλύματος μαύρου χρήματος, που σχετίζονται με τα εκατοντάδες δις των καταθέσεων Ελλήνων στις ελβετικές τράπεζες.
Ξεκάθαρη έλλειψη πολιτικής βούλησης για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής
Το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν διαθέτει ούτε την στοιχειώδη πολιτική βούληση για να καταπολεμήσει την φοροδιαφυγή. Προς επίρρωση αυτού του γεγονότος να προσθέσουμε την ανυπαρξία «πόθεν έσχες» για την αγορά μετοχών και ομολόγων, τη διάλυση των εφοριών, μέσω της σκόπιμης υποστελέχωσής τους ( αν και η προπαγάνδα των κυρίαρχων ΜΜΕ – και όχι μόνο δυστυχώς- φροντίζει να αποπρασανατολίζει μιλώντας για «λευκή απεργία» των εφοριακών), το taxis που βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης, τον διορισμό διεφθαρμένων και ανίκανων «ημετέρων» σε κορυφαίες θέσεις του φοροεισπρακτικού μηχανισμού κτλ.
Όμως το ζήτημα είναι κάπως πιο σύνθετο. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όχι απλά δεν θέλει να καταπολεμήσει την φοροδιαφυγή αλλά και δεν μπορεί, αφού θα ήταν σαν να πριόνιζε τα πόδια της! Κι αυτό διότι το «δίχτυ» της διαπλοκής στο οποίο βασίστηκαν οι κυβερνήσεις του δικομματισμού τις τελευταίες δεκαετίες έχει υφανθεί (και) με την ανοχή, αν όχι με την παροχή προστασίας, προς τους μεγαλοφοροφυγάδες. Το ίδιο αυτό «δίχτυ» ΜΜΕ, μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και πολιτικών χώρων στηρίζει σήμερα με κάθε τρόπο το μνημόνιο και την κυβέρνηση που το εφαρμόζει. Οπότε, πως είναι δυνατόν να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα ενάντια στην φοροδιαφυγή, όταν εξαιτίας τους ενδέχεται να αποκαλυφθεί π.χ το «όργιο» των εικονικών τιμολογίων μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών της χώρας, που συνδέονται με συγκροτήματα του τύπου ή η τεράστια έκτασης φοροδιαφυγή ισχυρών βιομηχανιών που έπαιξαν κομβικό ρόλο στο «πάρτι» των Ολυμπιακών αγώνων;
Και για να έχουμε μια τάξη μεγέθους για το τι ποσά χάνει κάθε χρόνο το Ελληνικό Δημόσιο εξαιτίας της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής αρκεί να αναφέρουμε ότι ο μέσος όρος των φορολογικών εσόδων επί του ΑΕΠ στις χώρες της ΕΕ είναι περίπου 26% όταν στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 20%! Δηλαδή μιλάμε για ποσά της τάξης των 12-15 δις ευρώ τον χρόνο, γεγονός που σημαίνει ότι σε βάθος δεκαετίας το ποσό που θα εξοικονομούνταν (μόνο από την σύγκλιση με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ) θα ξεπερνούσε το μνημονιακό δάνειο των 110 δις ευρώ!
Οπότε η απάντηση στο ερώτημα «γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει υποβάλλει κανένα αίτημα συνεργασίας προς τις ελβετικές αρχές σχετικά με τις ύποπτες καταθέσεις Ελλήνων στις ελβετικές τράπεζες;» είναι απλή: Διότι φοβάται μήπως η Ελβετία απαντήσει θετικά!
* Ο Γιώργος Κουτσούκος είναι οικονομολόγος και μέλος του τμήματος οικονομικής πολιτικής του ΣΥΝ