Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
28/04/2011

Θέσεις του ΣΥΝ για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών

 

Εισαγωγικά

Το πρόβλημα της εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες στη χώρα μας και παγκοσμίως διογκώνεται και απειλεί, σε συνθήκες κρίσης, να πάρει νέες εκρηκτικές διαστάσεις.

Οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών και άλλων κρατών, εδώ και δεκαετίες, εξαγγέλλουν και εφαρμόζουν εθνικά στρατηγικά σχέδια και προγράμματα. Κανένα όμως από αυτά, είτε βασίστηκε σε κατασταλτικές πολιτικές είτε σε φιλελευθεροποίηση του νομοθετικού και διοικητικού πλαισίου, δεν οδήγησε σε ανακοπή της εξάπλωσης των ναρκωτικών.

Το πρόβλημα των ναρκωτικών συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα, που οδηγεί νέους κυρίως ανθρώπους στο περιθώριο, την παραβατικότητα και τον θάνατο. Το παράνομο εμπόριο ανθεί. Η διαφθορά αξιωματούχων των διωκτικών αρχών και της δικαιοσύνης, αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στην προσπάθεια να καταπολεμηθούν η παγκόσμια παραγωγή και διακίνηση ναρκωτικών (Έκθεση Διεθ. Επιτρ. ΟΗΕ για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών 2010). Τα κυκλώματα εμπορίας ανακαλύπτουν διαρκώς νέους τρόπους και διακινούν στην αγορά νέες ολοένα και πιο επικίνδυνες εξαρτησιογόνες ουσίες, συντηρώντας και αυξάνοντας διαρκώς τη ζήτηση. Το διαδίκτυο αναδεικνύεται σε μια καινούργια αγορά ψυχοδραστικών ουσιών, η οποία επηρεάζει την εξάπλωση των νέων ουσιών και έχει την ικανότητα να ανταποκρίνεται γρήγορα στις μεταβολές του νομικού καθεστώτος των ψυχοδραστικών ουσιών.

Η Ευρώπη αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά ηρωίνης, με 60% της παγκόσμιας κατανάλωσης και από το 2003 εμφανίζει αυξητική τάση των θανάτων που οφείλονται στα ναρκωτικά, κυρίως από οπιοειδή (Εκτιμήσεις ΕΚΠΝΤ 2010).

Στη χώρα μας, στην ετήσια έκθεση του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά (ΕΚΤΕΠΝ), καταγράφεται για το 2009 αυξητική τάση της χρήσης ναρκωτικών και εκφράζεται έντονη ανησυχία για το άμεσο μέλλον, λόγω των επιπτώσεων της κρίσης.

Κρίση και εξαρτήσεις

Σε συνθήκες αναθεμελίωσης του καπιταλισμού, μέσα στην κρίση και  όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων από τις ακραίες ταξικές και αντικοινωνικές εφαρμοζόμενες πολιτικές, οι εναρκτήριοι όροι του κοινωνικού φαινομένου των εξαρτήσεων παροξύνονται, δημιουργώντας προϋποθέσεις επιδείνωσης του προβλήματος.

Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (ΕΚΠΝΤ) στην πρόσφατη έκθεση του 2010 επισημαίνει ότι «οι περιθωριοποιημένες και κοινωνικά μειονεκτούσες κοινότητες, είναι εκείνες που πλήττονται σφοδρότερα από το πρόβλημα των ναρκωτικών».

Η ανεργία, η φτώχεια και η εξαθλίωση, συνθέτουν το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού, το οποίο εκτός από τις κοινωνικές – ψυχικές επιβαρύνσεις δημιουργεί και πρόβλημα μέτρησης της διάδοσης των ναρκωτικών.

Ιδιαιτέρως για τους νέους, η ταχύτητα με την οποία αλλάζουν και ανατρέπονται τα πράγματα, ο κατακερματισμός της κοινωνίας, η διάλυση κάθε έννοιας κοινωνικής αλληλεγγύης, δημιουργούν αίσθημα φόβου και ανασφάλειας για το αύριο.

Οι δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες, σε συνδυασμό με το στρεβλό χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος και την αυξανόμενη σχολική διαρροή, αλλά και τις δυσλειτουργίες της οικογένειας, με την απουσία του γονέα και του ρόλου του, όπου οι δεσμοί και οι σχέσεις χαλαρώνουν, οι αρχές και οι αξίες υποχωρούν και υποσκελίζονται από καταναλωτικά πρότυπα, δημιουργούν ένα εκρηκτικό ψυχοσυναισθηματικό μείγμα.

Τα προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά αδιέξοδα που βιώνουν οι νέοι, ενισχύουν την τάση φυγής από μια πραγματικότητα που τους συνθλίβει και τους περιθωριοποιεί. Κάποιοι απʼ αυτούς αναζητούν θέση, ρόλο και αποδοχή, με την είσοδό τους στον κόσμο των ναρκωτικών.

Η χρήση ουσιών σε εποχή κρίσης, καταδεικνύει αλλά και αναπαράγει ένα κλίμα γενικότερης παραίτησης μέρους της κοινωνίας.

Για τους χρήστες παράνομων ουσιών, οι οποίοι είναι ήδη πολλαπλώς επιβαρημένοι, η οικονομική κρίση επιδεινώνει τα προβλήματα ψυχικής και σωματικής τους υγείας και μειώνει σημαντικά το κίνητρο για απεξάρτηση, λόγω της αύξησης των δυσκολιών και της απουσίας θετικής προοπτικής ενσωμάτωσης στην αγορά εργασίας, εξαιτίας της ανεργίας και κατʼ επέκταση ομαλής κοινωνικής επανένταξής τους.

Και σε αυτόν τον τομέα η κατάσταση στη χώρα μας είναι δραματική. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2009 σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης συμμετείχαν μόνο 75, από το σύνολο των ατόμων που βρίσκονται σε προγράμματα θεραπείας του ΟΚΑΝΑ, ενώ οι εργαζόμενοι σε επιδοτούμενα προγράμματα νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, είτε σε νέες θέσεις εργασίας δεν ξεπερνούν τους 40 με 45.

Αντιθέτως, οι φυλακές είναι γεμάτες από τοξικοεξαρτημένους, καθώς τα προβλεπόμενα εναλλακτικά μέτρα απεξάρτησης δεν εφαρμόζονται και οι υπηρεσίες υποστήριξης στα σωφρονιστικά καταστήματα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Ο μέσος χρόνος αναμονής ένταξης στα προγράμματα υποκατάστασης του ΟΚΑΝΑ είναι πολύ μεγάλος, παρατείνοντας με αυτόν τον τρόπο την έκθεση των εξαρτημένων στους κινδύνους της «πιάτσας» και εμποδίζοντας την επαφή τους με θεραπευτικές υπηρεσίες αυτού του τύπου.

Την ίδια στιγμή οι υπάρχουσες δομές και υπηρεσίες πρόληψης, απεξάρτησης και κοινωνικής επανένταξης, όπως και συνολικά το κοινωνικό κράτος, υφίστανται τις συνέπειες της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής κυβέρνησης - Ε.Ε - ΔΝΤ, με δραστικές μειώσεις στη χρηματοδότησή τους, οι οποίες δεν τους επιτρέπουν να ανταποκριθούν στις ραγδαία αυξανόμενες ανάγκες, αλλά και να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη λειτουργία τους.

Τα 71 κέντρα πρόληψης, θεσμικά και οικονομικά, βρίσκονται κυριολεκτικά στον αέρα, ενώ το Υπουργείο Παιδείας μείωσε σημαντικά τον αριθμό των προγραμμάτων Αγωγής Υγείας, με θέμα τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, κατά το έτος σχολικό έτος 2008 – 2009.  Οι προϋπολογισμοί θεραπευτικών φορέων όπως το ΚΕΘΕΑ περικόπτονται, προγράμματα του 18 ΑΝΩ αδυνατούν να λειτουργήσουν ή απειλούνται με αναστολή λόγω χρεών και οικονομικής δυσπραγίας του ΨΝΑ. Τα προγράμματα του ΟΚΑΝΑ γίνονται ολοένα και πιο «χαμηλών απαιτήσεων», με απόλυτη υποβάθμιση του θεραπευτικού σκέλους.

Η ερευνητική και εκπαιδευτική δραστηριότητα λόγω έλλειψης χρηματοδότησης είναι από ανύπαρκτη ως άκρως περιορισμένη, οι ελλείψεις προσωπικού μεγαλώνουν, θέτοντας σε κίνδυνο την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και στρέφοντας όσους έχουν ανάγκη προς τα ιδιωτικά κερδοσκοπικά θεραπευτήρια απεξάρτησης, τα οποία επεκτείνονται ραγδαία και ανεξέλεγκτα.

Οι κυβερνητικές επιλογές

Παρά τις διαχρονικές διακηρύξεις για την ανάγκη εθνικής στρατηγικής καταπολέμησης των ναρκωτικών, ποτέ δεν εκπονήθηκε και δεν υλοποιήθηκε στη χώρα ένα αξιόπιστο ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο δράσης (ΕΣΔ) για τα ναρκωτικά, ενώ ο ΟΚΑΝΑ, ο οποίος συστάθηκε ως κεντρικό συντονιστικό όργανο δράσεων στο χώρο της πρόληψης, απεξάρτησης και κοινωνικής επανένταξης δεν κατόρθωσε ποτέ να παίξει το ρόλο αυτό.

Οι μέχρι τώρα κυβερνητικές πολιτικές ήταν μονομερείς, χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση και μελέτη των τοπικών – εθνικών συνθηκών και αναγκών, αποσπασματικές και χωρίς τη συμμετοχή των αρμόδιων φορέων.

Σʼ αυτό το πλαίσιο κινήθηκε και το κατʼ ευφημισμό ΕΣΔ της περιόδου 2008-2010, ενώ οι σχεδιασμοί για το 2011–2012  –με δεδομένη τη μειωμένη χρηματοδότηση των υπηρεσιών που σχετίζονται με την αντιμετώπιση των ναρκωτικών σε μια περίοδο αύξησης των αναγκών– προδιαγράφουν μια πορεία επιδείνωσης της κατάστασης και γιγάντωσης του ιδιωτικού τομέα και στο χώρο της απεξάρτησης.

Να σημειωθεί ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν παρέχει θεραπεία απεξάρτησης. Η έλλειψη θεωρητικού, θεραπευτικού και πλαισίου λειτουργίας, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και υποδομών, η παροχή αποκλειστικά και μόνο φαρμακευτικής αγωγής, ο υποσκελισμός της «θεραπευτικής σχέσης» από τη σχέση οικονομικής συναλλαγής, δεν πείθουν ότι προσφέρει θεραπευτικό έργο αλλά ότι έχει μόνο κερδοσκοπικές επιδιώξεις. Άλλωστε η απεξάρτηση προϋποθέτει παρεμβάσεις στο κοινωνικό περιβάλλον (οικογένεια - εργασία - γειτονιά ), τις οποίες ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να πραγματοποιήσει.

Σχήματα, όπως το «Εθνικό Συντονιστικό Όργανο παρά τω Πρωθυπουργώ» με τη συμμετοχή 9 Υπουργείων, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συντονίσουν ενέργειες για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών, ενώ η πολυδιαφημιζόμενη λειτουργία των 17 νέων προγραμμάτων υποκατάστασης σε δημόσια νοσοκομεία, ικανοποιούν κυρίως τους κυβερνητικούς επικοινωνιακούς σχεδιασμούς, παρά τις πραγματικές ανάγκες  των εξαρτημένων.

Η υποκατάσταση αφ΄ εαυτή δεν συνιστά «θεραπεία» μπορεί, όμως, ως μέσον υπό όρους (θεραπευτικό πλαίσιο, στελέχωση δομών με εκπαιδευμένο προσωπικό, συνοδευτικές υπηρεσίες στήριξης, ευαισθητοποίησης και βοήθειας των εξαρτημένων και του περίγυρού τους), να συμβάλει στην απεξάρτηση.

Οι επιλογές όμως του Υπουργείου Υγείας και της κυβέρνησης, δεν κινούνται σʼ αυτή την κατεύθυνση γιατί  η ένταξη μονάδων υποκατάστασης του ΟΚΑΝΑ στα δημόσια νοσοκομεία, χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, χωρίς προσλήψεις και εκπαίδευση του προσωπικού, χωρίς σχεδιασμό σε συνεργασία με τους εργαζόμενους στα δημόσια νοσοκομεία, θα οδηγήσει σε περαιτέρω υποβάθμιση, από πλευράς επιστημονικών – θεραπευτικών προδιαγραφών τα προγράμματα υποκατάστασης και την ίδια στιγμή θα επιβαρύνει το ΕΣΥ, θα βαθύνει τη δυσλειτουργία και την κρίση του.

Με αυτόν τον τρόπο και με την ταυτόχρονη συρρίκνωση των προγραμμάτων πρόληψης και των στεγνών προγραμμάτων, επιδιώκεται να μειωθεί το κόστος απεξάρτησης, με αποτέλεσμα να προωθείται «θεραπεία» δύο ταχυτήτων. Μία «οικονομική» θεραπεία με χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών, δηλαδή έλεγχο της εξάρτησης με φαρμακευτικές μεθόδους, που θα απευθύνεται στους πολλούς και αδύναμους οικονομικά και μια πιο «χρονοβόρα» και «δαπανηρή», που θα βασίζεται σε ψυχο-κοινωνικές θεραπευτικές τεχνικές και θα παρέχονται στο μέλλον, κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα. Η «οικονομία της υγείας» αποτελεί για την κυβέρνηση το μοναδικό κριτήριο για τον εθνικό σχεδιασμό αντιμετώπισης των εξαρτήσεων.

Με άλλοθι τις λίστες αναμονής, το Υπουργείο Υγείας προωθεί την μετατροπή των μονάδων του ΟΚΑΝΑ, σε απλούς χορηγούς υποκαταστάτων, καταργώντας τις συνοδευτικές υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής στήριξης, του εξαρτημένου και του περιγύρου του.

Η έννοια και ο στόχος της «απεξάρτησης – κοινωνικής επανένταξης» αντικαθίσταται από την έννοια – στόχο «μείωση της βλάβης» ή ακόμα χειρότερα «συντήρηση της εξάρτησης», προκειμένου να υπάρχει κοινωνικός έλεγχος των τοξικοεξαρτημένων με χαμηλό κόστος, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζεται η κερδοφορία των φαρμακοβιομηχανιών παραγωγής υποκατάστασης και προωθείται το άνοιγμα στην επιχειρηματική δραστηριότητα και στον κλάδο παροχής υπηρεσιών αντιμετώπισης εξαρτήσεων.

Βασικοί άξονες της πολιτικής μας.

Οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής Αριστεράς, δεν συμβιβάζονται με αντιλήψεις που εμφανίζουν το πρόβλημα της εξάρτησης από ουσίες ως μοιραίο κακό, που το προσεγγίζουν με βιογενετικούς, ιατρικούς ή φαρμακολογικούς όρους και αποσκοπούν στη διαχείρισή του και στη χειραγώγηση του χρήστη. Αντιπαλεύει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που αμφισβητούν και υπονομεύουν, το δικαίωμα στην απεξάρτηση και στην ομαλή κοινωνική επανένταξη.

Το κοινωνικό πρόβλημα της χρήσης και διάδοσης εξαρτησιογόνων ουσιών, είναι πολυπαραγοντικό (προσωπικότητα, οικογένεια, κοινωνικό περιβάλλον κ.ά). Η γέννηση και τροφοδότηση του, είναι απόρροια του μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης, που δημιουργεί κοινωνικές ανισότητες, αποξένωση, αποκλεισμό και κρίση αξιών. Η εξάπλωση των ουσιών συνδέεται, με τεράστια συμφέροντα και το κυνήγι του εύκολου κέρδους.

Ο αγώνας της Αριστεράς για ανατροπή των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, που αποτελεί το κοινωνικό υπόβαθρο εμφάνισης και διάδοσης του φαινομένου, συνδέεται με τη διεκδίκηση στις σημερινές συνθήκες ουσιαστικής πρόληψης, απεξάρτησης και κοινωνικής επανένταξης των τοξικοεξαρτημένων.

Η πολιτική για την καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών, χρειάζεται να είναι πολύπλευρη και να αποβλέπει στη μείωση της προσφοράς και ιδιαιτέρως στη μείωση της ζήτησης ουσιών. Απαιτείται ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης, το οποίο θα καταρτιστεί σε συνεργασία με όλους τους εμπλεκομένους φορείς, θα διαθέτει επαρκή χρηματοδότηση και εκπαιδευμένο προσωπικό, πλαίσιο στρατηγικής και πολιτικής, που θα θέτει στόχους και θα αξιολογεί την πορεία.

Σε ένα εθνικό σχέδιο δράσης, ειδικά στις παρούσες συνθήκες της κρίσης, η πρωτοβάθμια πρόληψη πρέπει να κατέχει πρωταρχική θέση. Σε αντίθεση με τις κατά καιρούς μεμονωμένες προληπτικές κινήσεις ή αναποτελεσματικές καμπάνιες, η πρόληψη πρέπει να αποσκοπεί στον εντοπισμό και τον περιορισμό των αιτιών που οδηγούν στη χρήση, με παρεμβάσεις στους παράγοντες κοινωνικοποίησης των νέων ανθρώπων (όπως στη σχολική κοινότητα, οικογένεια, αλλά και σε εργασιακούς χώρους, χώρους άθλησης και ψυχαγωγίας), οι οποίες να αποβλέπουν, στην ενίσχυση της ικανότητας των νέων να αντιστέκονται στη χρήση ουσιών, αλλά και σε κάθε μορφής εξάρτηση.

Στη δευτεροβάθμια πρόληψη (θεραπεία), βασικός στόχος πρέπει να είναι η πλήρης σωματική και ψυχική απεξάρτηση από ψυχοτρόπες ουσίες και όχι η καταστολή με φαρμακευτικά μέσα που συντηρούν την εξάρτηση και διαχειρίζονται τον κοινωνικό αποκλεισμό. Απαιτείται η ανάδειξη και αναβάθμιση των ψυχοθεραπευτικών προγραμμάτων, καθώς και η καθιέρωση υψηλών προδιαγραφών για τα προγράμματα υποκατάστασης, ώστε να στοχεύουν στη διακοπή της χρήσης και των υποκατάστατων, στην απεξάρτηση και την επανένταξη.

Σε κάθε περίπτωση ένα εθνικό σχέδιο δράσης πρέπει να προωθεί ένα θεραπευτικό πλουραλισμό στην αντιμετώπιση της τοξικοεξάρτησης, δίνοντας χώρο σε όλες τις προληπτικές – θεραπευτικές προσεγγίσεις που τηρούν επιστημονικές προδιαγραφές, ώστε ο χρήστης ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, την ηλικία, τα χρόνια χρήσης, κ.α. να επιλέγει ελεύθερα και να εντάσσεται σε πρόγραμμα.

Η κοινωνική επανένταξη αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας και βασική προϋπόθεση για αλλαγή στάσης ζωής, ώστε να μπορεί ο πρώην χρήστης να ενταχθεί και να συμμετέχει ενεργά και ισότιμα στην κοινωνική ζωή. Η κάλυψη των ελλείψεων σε εκπαιδευτικό, επαγγελματικό και κοινωνικό επίπεδο, όπως η εύρεση εργασίας, στέγης, ρύθμιση χρεών, επίλυση δικαστικών εκκρεμοτήτων, μπορούν να μειώσουν σε σημαντικό βαθμό τους κινδύνους υποτροπής.

Οι νομοθετικές ρυθμίσεις δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της εξάρτησης, μπορούν όμως να ενθαρρύνουν ή να αποθαρρύνουν τους εξαρτημένους για θεραπεία. Η νομοθεσία πρέπει να είναι προσανατολισμένη στη θεραπευτική υποστήριξη και όχι στον εγκλεισμό των χρηστών, που αποδεδειγμένα επιδεινώνει τη ψυχοκοινωνική τους κατάσταση και την παραβατική τους συμπεριφορά.

Η λειτουργία προγραμμάτων υποκατάστασης και «θεραπείας» στις φυλακές,  προτείνεται ως η εύκολη, ελεγχόμενη και οικονομικότερη λύση. Σ΄ ένα χώρο όμως, ακραίας καταστολής και ανελευθερίας όπως η φυλακή, η θεραπεία και μάλιστα χωρίς υποδομές και εκπαιδευμένο έμψυχο δυναμικό δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Στα σωφρονιστικά καταστήματα πρέπει να λειτουργούν υπηρεσίες ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης, κινητοποίησης και προετοιμασίας των εξαρτημένων, ώστε να ενταχθούν σε θεραπευτικά προγράμματα εκτός φυλακής.

Αντιμετώπιση απαιτεί και το ραγδαία εξελισσόμενο φαινόμενο εξάρτησης στο χώρο των μεταναστών, τόσο στο επίπεδο της πρόληψης όσο και στο επίπεδο της θεραπείας.

Η πάλη για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών, συνδέεται αναπόσπαστα με την ανάδειξη και διεκδίκηση των δικαιωμάτων της νεολαίας στην εκπαίδευση, την εργασία, τον ελεύθερο χρόνο, τον πολιτισμό. Η ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των κοινωνικών φορέων και όλης της κοινωνίας για τα ζητήματα των ναρκωτικών, αποτελούν προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του κοινωνικού ρατσισμού, απέναντι στους εξαρτημένους και τους πρώην χρήστες.

Προτάσεις